Το 2004 ήταν μια χρονιά-σημείο αναφοράς για το ποδόσφαιρο. Σχεδόν στα μέσα μιας δεκαετίας που το επιθετικό-δημιουργικό ποδόσφαιρο άνθιζε, χρειάστηκαν 39 μέρες για να ανατραπούν οι ισορροπίες. Η Πόρτο του Ζοσέ Μουρίνιο κατέκτησε το Champions League, η Ελλάδα του Ότο Ρεχάγκελ κατέκτησε το Euro 2004. Στις δύο προηγούμενες διοργανώσεις εθνικών ομάδων «έλαμψαν» η παρέα του Ζιντάν και του Ανρί, καθώς και τα τρία «Ρ» της Βραζιλίας, ενώ στην Premier League η Άρσεναλ του Βενγκέρ είχε πάρει το πρωτάθλημα αήττητη. Στην Ευρώπη, οι αστέρες της Ρεάλ Μαδρίτης μετρούσαν δύο κούπες σε τρία χρόνια, δίνοντας την αίσθηση ότι τα Champions League καταλήγουν στις ομάδες με τους παικταράδες και τις επιθετικές αρετές.
Πώς ο Μουρίνιο άλλαξε τα δεδομένα
Κάποιοι ίσως θυμούνται ότι τη χρονιά που ο Μουρίνιο αποφάσισε να αναλάβει την Τσέλσι, σε αναζήτηση προπονητή βρισκόταν και η Λίβερπουλ. Προχώρησε τελικά στην επιλογή του Ράφα Μπενίτεθ, όμως η ιστορία θα μπορούσε να είχε γραφτεί διαφορετικά, μιας και η πλευρά του Special One είχε προσεγγίσει αρκετά νωρίτερα τους Ρεντς, στον πάγκο των οποίων βρισκόταν ο Ζεράρ Ουγιέ. Εκείνοι αποφάσισαν να μην κάνουν κίνηση, μιας και είχαν προπονητή. Ο Ρανιέρι, από την άλλη, είχε αποδεχθεί ήδη τη μοίρα του.
Η άφιξη του Ισπανού και του Πορτογάλου προπονητή επηρέασε τις ισορροπίες και την αντίληψη περί τακτικών στην Premier League. Επηρέασε και την ουσία: Την πρώτη χρονιά τους, τα γκολ ανά ματς έπεσαν από 2.66 σε 2.57 και η τάση συνεχίστηκε και τις επόμενες σεζόν: 2.48 το 2005/06, 2.45 το 2006/07. O άνθρωπος που κάποτε ήταν μεταφραστής του Μπόμπι Ρόμπσον στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας, παρά τη σκοπιμότητα στο παιχνίδι της ομάδας του, κέρδισε με τις επιτυχίες του τα πλήθη. Η φράση “Special One” που ξεστόμισε στην παρουσίασή του έμελλε να τον συνοδεύει ακόμα και σε άρθρα που γράφονται στην Ελλάδα το 2024, οι δημοσιογράφοι γοητεύτηκαν από την προσωπικότητά του.
Μολονότι η Γιουνάιτεντ δεν έπαιζε το αιθέριο ποδόσφαιρο της αήττητης Άρσεναλ και ο ίδιος δεν είχε το προφίλ του φιλόσοφου Βενγκέρ, ο ρεαλισμός στην προσέγγισή του και η υπερ-ανάλυση του αντιπάλου, από την οποία προέκυπτε και το σχέδιο κάθε αγώνα, έφεραν στην επιφάνεια τη σημασία της τακτικής. Ήταν εντελώς αντίθετο από όσα το Νησί είχε συνηθίσει από τους Βενγκέρ και (λιγότερο) Φέργκιουσον. Δύο μέρες πριν τους αγώνες, οι παίκτες έβρισκαν στα αποδυτήρια έναν φάκελο με όλα όσα αφορούσαν τον αντίπαλο και το σχέδιο για την εξουδετέρωση των πλεονεκτημάτων του. Οι προετοιμασίες έριχναν το βάρος στην αμυντική οργάνωση και τον σχηματισμό. Η εκμετάλλευση της αδυναμίας του αντιπάλου έγινε προτεραιότητα. Στην πρώτη του χρονιά, η Τσέλσι κατέκτησε την Premier League με 95 βαθμούς, αριθμό ρεκόρ και αμυντικά στατιστικά που έκαναν τους αντιπάλους να τρίβουν τα μάτια τους. Στη δουλειά της ανάλυσης του αντιπάλου αναδείχθηκε ένας συμπατριώτης του που αργότερα θα κατακτούσε το Europa League: Ο Αντρές Βίλας Μπόας. Έννοιες όπως το transition, το αμυντικό μπλοκ, η αμυντική οργάνωση και το proactiveness, ξεκίνησαν να αποκτούν διαφορετική σημασία ενώ η δική του εκδοχή του 4-3-3 έγινε αρκετά διαδομένη, με τις απαραίτητες προσαρμογές. Τακτικά και σε επίπεδο αντίληψης, το ποδόσφαιρο γύριζε σελίδα.
Ρούμπεν Αμορίμ – Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: Προκλήσεις και γοητεία
Είκοσι χρόνια αργότερα, οι Πορτογάλοι προπονητές δεν είναι πια εξωτικά φρούτα για την Premier League. Κι ένας 39χρονος (ο Μουρίνιο ήταν 41) φιλοδοξεί να γυρίσει σελίδα στο βιβλίο του ποδοσφαίρου, ξυπνώντας έναν κοιμώμενο γίγαντα όπως είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μην σας ξεγελά η φωτογραφία του άρθρου, αναφέρεται περισσότερο στο impact που μπορεί να έχει και όχι σε τυχόν ομοιότητες ανάμεσα στην προσέγγιση των δύο. Το Νησί είχε γνωρίσει τον Ζοσέ, από το σπριντ του παράλληλα με τη γραμμή του γηπέδου, μετά το γκολ ισοφάρισης του Κοστίνια μέσα στο Old Trafford. Τον Αμορίμ τον γνωρίζει καλύτερα, όμως ο αποχαιρετισμός του δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος: Τέσσερα γκολ απέναντι στη «μισητή» συμπολίτισσα Σίτι. Ίσως αυτός ο εναγκαλισμός του στον Γιόκερες, να μην γίνει το ίδιο iconic με το σπριντ του Μουρίνιο, αλλά η σημειολογία παραμένει δυνατή.
H συγκυρία για το ταίριασμα του με τη Γιουνάιτεντ μοιάζει ιδανική και όλα τα βλέμματα στρέφονται πλέον στο Old Trafford. H απόφαση για στήριξη στον Τεν Χαγκ με το ανανεωμένο τεχνικό επιτελείο και την αύρα του Ρουντ Φαν Νίστελροϊ, σ’ ένα καλοκαίρι που υπήρξε έντονο φλερτ με τον Τόμας Τούχελ, δεν απέδωσε καρπούς. Όμως το all in που τελικά αποφάσισαν να κάνουν μοιάζει «διαβολικό». Ο Αμορίμ αποτελεί έναν περιζήτητο προπονητή τα τελευταία χρόνια, το όνομά του έχει συνδεθεί με top clubs και είχε αρχίσει ήδη να «παίζει» για την διάδοχη κατάσταση στη γαλάζια πλευρά του Μάντσεστερ.
Ο άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, η οποία τζόγαρε 10 εκατομμύρια για έναν προπονητή φαινομενικά ανέτοιμο, δεν ονειροβατεί. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που θα προσεγγίσει τακτικά τη δουλειά στην Premier League, καθώς το στιλ παιχνιδιού που δημιούργησε στα «λιοντάρια» διαφέρει πολύ από όσα έκανε ο Τεν Χαγκ, επίσης ένας άνθρωπος που είχε ξεχωρίσει για την τακτική του προσέγγιση στην προηγούμενη ομάδα του. Η τριπλέτα στην άμυνα, τα χαμηλά μπλοκ σε συνάρτηση με την πίεση απέναντι σε ισχυρές ομάδες και η προωθημένη αμυντική γραμμή σε άλλες συνθήκες, το build up, ο συνδυασμός της κατοχής με τη γρήγορη επανάκτηση και τις μεταβάσεις, το πλάτος στον άξονα, η σημασία των κεντρικών αμυντικών στην ανάπτυξη, αλλά κυρίως η σταδιακή καλλιέργεια της αντίληψης μέσα στο χορτάρι και της βελτίωσης των ποδοσφαιριστών, είναι στοιχεία-κλειδιά.
Θα αλλάξει ο Αμορίμ την ιστορία;
Θα έχει πολύ ενδιαφέρον αν όλα τα παραπάνω θα ακολουθηθούν στη Γιουνάιτεντ, αν θα προσπαθήσει να προσαρμόσει την ομάδα στο δικό του τρόπο, αν το καλοκαίρι θα τα ξηλώσει όλα και θα τα ξαναράψει, αν θα επιδιώξει μια προσέγγιση που θα ταιριάξει περισσότερο στο υπάρχον δυναμικό. Σ’ ένα ταίριασμα των παικτών ανά θέση που επιχείρησε ο Τζέιμι Κάραγκερ στο Monday Night Football, υπήρξαν αρκετοί προβληματισμοί. Επίσης σημαντική όμως είναι η προσωπικότητά του και το man-management, ο τρόπος διαχείρισης ποδοσφαιριστών και καταστάσεων, το οποίο στην παρούσα κατάσταση της ομάδας μπορεί να κάνει τη διαφορά σε αρκετά ζητήματα που δεν φαίνονται εύκολα στον παρατηρητή.
Με δεδομένη την «ανυπαρξία» της Γιουνάιτεντ τα τελευταία χρόνια, ένα ερώτημα που γεννάται είναι αν ένας προπονητής μπορεί να αλλάξει την κατάσταση. Η Σίτι, για παράδειγμα, επένδυσε στον διευθυντή ποδόσφαιρου που βρισκόταν πίσω από τον Αμορίμ στη Σπόρτινγκ, τον Ούγκο Βιάνα. Οι «Κόκκινοι Διάβολοι», βέβαια, έκαναν αρκετές αντίστοιχες κινήσεις το καλοκαίρι, με τον Μπεράντα να έρχεται από τη Σίτι, συν τους Άσγουορθ και Γουίλκοξ. Η μέχρι στιγμής πορεία του Αμορίμ όμως και το μέγεθος του κλαμπ που αναλαμβάνει, καθιστούν το project τουλάχιστον πολυαναμενόμενο. Οι ιδέες και το προφίλ του, εφόσον πετύχουν, μπορούν να επηρεάσουν τα επόμενα χρόνια το ίδιο το πρωτάθλημα.
Κι αν ο Ρούι τα καταφέρει με τον δικό του τρόπο, είναι πιθανόν να μιλάμε γι’ αυτό αρκετά χρόνια μετά. Δεν ξέρω αν θα είναι 20, όπως του Μουρίνιο, but still…
Πηγή: Gazzetta