Του Νίκου Παπαδογιάννη
O Kώστας Μπατής ήταν, όπως θα θυμάστε, στενός συνεργάτης μου για μία γεμάτη δεκαετία όταν το μπάσκετ ήταν πανίσχυρο. Πρώτα στο Mega και στη συνέχεια στον ΑΝΤ1. Eίχα χρόνια να τον δω, αλλά τον αποχαιρετώ με τρεμάμενο χέρι.
Κάναμε δίπλα δίπλα αμέτρητες περιγραφές αγώνων μπάσκετ (στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Αμερική), καθώς και δεκάδες τηλεοπτικές εκπομπές. Ταξιδέψαμε μαζί, δουλέψαμε μαζί, φάγαμε και ήπιαμε μαζί, γελάσαμε μαζί, ζοριστήκαμε μαζί, τραβήξαμε κουπί μαζί.
Ήταν ωραίος τύπος, ήταν και έντιμος συνοδοιπόρος. Στις μεταδόσεις έλεγε αυτό που έβλεπε και πίστευε σωστό. Δεν ήταν από εκείνους που ξεπουλιούνται και που παίζουν παιχνιδάκια.
Τον αγαπούσαν όλοι στον χώρο, μηδενός εξαιρουμένου. Τον θεωρούσαν ακραιφνή άνθρωπο του μπάσκετ και, κυρίως, καθαρό.
Στα νιάτα του υπήρξε και καλός παίκτης, κάτοχος ευρωπαϊκού μεταλλίου με την Εθνική Παίδων του 1975 (με μπροστάρη τον Παναγιώτη Γιαννάκη), αλλά και πολλών τροπαίων με τον Παναθηναϊκό.
Όχι μόνο δεν επηρεαζόταν στη δουλειά από το χρωματισμένο παρελθόν του, αλλά είχε στοχοποιηθεί κιόλας από την «πράσινη» εξέδρα. Και διοίκηση.
Ο Κώστας Μπατής ήταν ένας καλός άνθρωπος. Στην παρέα, ο κορυφαίος, μακράν του δεύτερου. Όμορφος, ευθυτενής και λεβέντης, στριμωγμένος σε ένα μικρό αυτοκίνητο με το οποίο πηγαινερχόμασταν μαζί στις Πάτρες και στις Παιανίες.
Του άρεσε η δουλειά του, ιδίως η τηλεόραση. Είχε τους δαίμονες και τις ανασφάλειές του, όπως όλοι μας. Αντιμετώπισε περισσότερα προβλήματα από όσα του άξιζαν. Έφυγε πάρα πολύ νωρίς.
Είχε πάντα να αφηγείται, για τον γκραν γκινιόλ τρόπο που έφτασε στη σχεδόν εμπόλεμη Κροατία για έναν αγώνα της Ζάνταρ με τον γεμάτο Σέρβους και γενικώς …ορθόδοξους Ολυμπιακό. Και για τη βροχή από ροχάλες και κλωτσιές που δεχόταν επί 3 ώρες καθηλωμένος στη θέση του τηλεσχολιαστή στα ορεινά του γηπέδου.
Νωρίτερα ο Κώστας είχε πετάξει για την Τεργέστη, πέρασε τα σύνορα με τη βοήθεια ενός αγιογδύτη Γιουγκοσλάβου, ανέβηκε σε ένα βαπόρι που κατέβαινε τις δαλματικές ακτές και διέσχισε το μισό Ζάνταρ περπατώντας στα σκοτάδια με τη βαλίτσα στο χέρι, ενώ γύρω του ακούγονταν πυροβολισμοί. Στην επιστροφή , τον λυπήθηκε ο Ολυμπιακός και τον έβαλε δωρεάν στο τσάρτερ.
Μαζί περιγράψαμε το μοναδικό επισημο ματς του Μάικλ Τζόρνταν απέναντι σε ελληνική ομάδα (στο «ΜακΝτόναλντς Όπεν» του 1997), καθώς και ένα All-Star Game του ΝΒΑ, το 1994 στη Μινεάπολις.
Από εκείνο το αλησμόνητο ταξίδι στον άλλο πλανήτη του μπάσκετ, επιλέγω και καταθέτω την παρακάτω ιστορία στη μνήμη του. Προτιμώ αυτό, να τον θυμάμαι δηλαδή όρθιο και γελαστό, όπως ήταν στις καλές του, παρά μία δακρύβρεχτη νεκρολογία.
Καλό ταξίδι, μωρέ ψηλέ. Δεν χρειαζόταν να βιαστείς τόσο, γαμώτο.
Πολλά χρόνια πριν το Μέγκα γίνει θνησιγενές προτεκτοράτο αρπακτικών, ήταν ένα εύρωστο και φιλόδοξο μαγαζί, το οποίο χτυπούσε το ντέφι για να χορεύουν σπασμωδικά οι καταϊδρωμένοι ανταγωνιστές.
Ως τέτοιο, είχε την οικονομική αντοχή να στείλει δύο σχολιαστές στη Μινεάπολις, για ένα All-Star Game του ΝΒΑ που θα προβαλλόταν μαύρη νύχτα, ξημερώματα Δευτέρας, όταν όλη η φύση ησυχάζει.
Το άντεχε, το ασήκωτο για τα σημερινά δεδομένα έξοδο, χάρη στη δημοφιλία του μπάσκετ, στο τσουνάμι της διαφήμισης και στην ευκολία με την οποία προσηλύτιζε χορηγούς.
Για κάλλιστη τύχη των δύο εμπλεκομένων στη σπάταλη αποστολή, Παπαδογιάννης-Μπατής, ο μέγας χορηγός της μετάδοσης ήταν αεροπορική εταιρία, πρόθυμη να συνεισφέρει στον κορβανά όχι δραχμούλες (διότι τέτοιες είχαμε το 1994), αλλά δίδυμα εισιτήρια Αθήνα-Φρανκφούρτη-Σινσινάτι-Μινεάπολις-Σικάγο-Φρανκφούρτη-Αθήνα.
Πρώτης θέσης. Θείο δώρο, για ταξίδι 26 ωρών, πόρτα-πόρτα. «Εξοντωτικό» θα το χαρακτήριζαν άλλοι, αλλά εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα ασυνάρτητα. Ούτε είμαι φίλος με όποιον απαρνηθεί τέτοιο δώρο ίνα μη ταλαιπωρήσει το σαρκίον του.
Τετραήμερο στην Αμερική με όλα τα έξοδα πληρωμένα και μπόνους τη συναναστροφή με τα αστέρια του ΝΒΑ; Με αντάλλαγμα 4-5 ώρες «σκληρής» δουλειάς πάνω από το μικρόφωνο; Μη βιαστείτε να μαζέψετε το τραπέζι, θα επιστρέψω και για δεύτερο πιάτο.
Το μοναδικό εφόδιο που χρειάζομαι σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ένα βιβλίο (ή τέσσερα), κάτι με λέξεις για να σκοτώνω την ώρα τέλος πάντων.
Ποτέ δεν θα πάψει να με εκπλήσσει, η εικόνα συνεπιβατών που ξεκινούν και τελειώνουν υπερατλαντικές πτήσεις χωρίς τροφή για τα μάτια και για τον εγκέφαλο. Φοβάμαι ότι θα αποχαυνωθώ, εάν περάσω 10 ώρες σε αεροπλάνο ή οπουδήποτε αλλού κοιτάζοντας το άπειρο με απλανές (ή πλανημένο) βλέμμα.
Ξεκινώντας για το αεροδρόμιο, φόρτωσα στη χειραποσκευή μου την αυτοβιογραφία του Μάτζικ Τζόνσον, ο οποίος έδινε από χρόνια τη μάχη ενάντια στον ΗΙV, στην άγνοια και στις προκαταλήψεις. My life, ήταν ο ευφάνταστος τίτλος.
Υπολόγιζα ότι θα τελείωνα το βιβλίο κάπου πάνω από τις Αζόρες, αλλά είχα στην τσάντα μου τις συνήθεις εφεδρείες και άλλωστε υπολόγιζα χωρίς τον Μπατή.
Αντίθετα με μένα, ο Κώστας ήταν από εκείνους που δεν διανοούνται ταξίδι χωρίς παρέα ούτε παρέα χωρίς συζήτηση.
Όταν με πήρε ο ύπνος στη διάρκεια της πρώτης πτήσης, της αξημέρωτης, ο ψηλός με ξύπνησε εκτοξεύοντας βρεγμένη πατσαβούρα στα μούτρα μου.
«Πετσέτα», την αποκάλεσε ευφημιστικά η αεροσυνοδός, αλλά όταν προσγειώθηκε με φόρα στο πρόσωπό μου είχε αναμφισβήτητα γεύση και υφή πατσαβούρας.
Περίμενα υπομονετικά να αποκοιμηθεί εκείνος για να ανταποδώσω, αλλά του κάκου. Υπάρχουν και άνθρωποι που, εντελώς ανεξήγητα, δεν κοιμούνται στα αεροπλάνα.
Ο συγκεκριμένος είχε και βαρύ χέρι σκληραγωγημένο επί χρόνια στα γήπεδα του μπάσκετ, οπότε είπα να αποφύγω τα δραστικά μέτρα που περιλάμβαναν υπνωτικά χάπια ή σφυριά.
Το μεσημεριανό φαγητό συνοδεύτηκε από κόκκινο γερμανικό κρασάκι και το κρασάκι παραχώρησε τη θέση του σε μαύρο αμερικανικό ουισκάκι.
Με περισσή ευχαρίστηση, ανακαλύψαμε ότι η αεροσυνοδός της πρώτης θέσης δεχόταν να γεμίσει τα ποτήρια μας ξανά και ξανά, χωρίς γερμανικού τύπου αντιρρήσεις.
Την τρίτη φορά που επαναλάβαμε το αίτημα για να πάνε κάτω τα φαρμάκια, η χαριεστάτη φροϊλάιν πλησίασε συνωμοτικά στις θέσεις μας και μας άφησε το μπουκάλι.
Μόλις το αδειάσαμε και αυτό, εμφανίστηκε στο αεροσκάφος ο ίδιος ο Τζακ Ντάνιελ με τις τιράντες του και παρακάλεσε να κάνουμε κράτει, πριν στερέψουν τα βαρέλια στο Τενεσί.
Και όταν πια προσγειωθήκαμε στο Σινσινάτι, ήταν αδύνατο να συλλαβίσουμε τη λέξη «Σινσινάτι» χωρίς να σκοντάψουμε στο τρίτο σίγμα ή στο τέταρτο νι, πόσο μάλλον να βρούμε τη σκάλα του αεροπλάνου.
Ευτυχώς, ο παγωμένος αέρας του Φλεβάρη μας συνέφερε λιγάκι. Είχαμε ακόμη να φάμε την ουρά του γαϊδάρου. H oποία έσταζε. Μπέρμπον.
Φτάσαμε στη Μινεάπολις σχεδόν μεσάνυχτα και φιλονικήσαμε, αν η χιονισμένη παραλίμνια πολιτεία που βλέπαμε από το φινιστρίνι ήταν Νεάπολις ή Μη-νεάπολις.
Το αλκοόλ έχει τον τρόπο του, να επαναφέρει το χιούμορ του ανδρός στα σχολικά επίπεδα.
Όταν εντοπίσαμε τον ιμάντα από όπου θα έβγαιναν ή δεν θα έβγαιναν οι αποσκευές (ή οι μη-αποσκευές), σήκωσα τα μάτια μου και είδα, πέντε ή δέκα μέτρωα μακριά (αναλόγως αν τα έβλεπα μονά ή διπλά), μία μαύρη οπτασία.
Κουκουλωμένος μέσα σε μία σκούρα καμπαρντίνα και καλυμμένος από έναν μπλε σκούφο περίμενε όρθιος τη βαλίτσα του ένας δίμετρος σαραντάρης άνδρας, φτυστός ο Μάτζικ Τζόνσον.
«Ρε συ ψ-ψηλέ, ο Μ-μάτζικ είναι αυτός;» «Δεν ξ-ξέρω, ξ-ξέχασα τα γυαλιά μου στην Αθ-θήνα».
Το στιγμιότυπο που ακολούθησε το θεωρώ μαύρη σελίδα στην καριέρα μου. ‘Εβγαλα από την τσάντα μου το βιβλίο που (δεν) διάβαζα στην πτήση, για να συγκρίνω τον αστραφτερό μπασκετμπολίστα που καμάρωνε από το εξώφυλλό του με τον ταλαιπωρημένο ταξιδιώτη που μας λοξοκοίταζε απορημένος από απόσταση ασφαλείας.
Κοίταζα μία τον έναν, μία τον άλλον. Μία τον Μάτζικ, μία τον Μάτζικ. ‘Ηταν ο ίδιος φυσικά, αυτοπροσώπως, η εκείνου εξοχότης, ευπρόσδεκτος επισκέπτης του Τριημέρου των Αστέρων, επιφορτισμένος με καθήκοντα τηλεσχολιαστή. Όπως εμείς.
Αλλά εκείνος δεν είχε το μισό Τενεσί στο αίμα του. Άλλο ήταν το μικρόβιο, που του δηλητηρίαζε τον οργανισμό. Λιγότερο άκακο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να σπαταλήσω τέτοια ευκαιρία. Έτρεξα να ρίξω νερό στα μούτρα μου, περιόρισα τα οχτάρια σε προσεκτικά εξάρια, τραύλισα μία δικαιολογία για να εξηγήσω το χάλι μου και ζήτησα να μου βάλει αυτόγραφο, στο εσώφυλλο του βιβλίου.
Ο Έρβιν «Μάτζικ» Τζόνσον χαμογέλασε αχνά, φωτίζοντας το αεροδρόμιο, και υπέγραψε ευχαρίστως το αντίτυπό μου. Τον ευχαρίστησα που έδωσε νόημα στα παιδικά μας χρόνια μέσα από μία κρύα τηλεοπτική οθόνη και του ευχήθηκα καλή ξεκούραση, διά θερμής, τρεμάμενης από το τρακ, χειραψίας.
Το δεξί μου χέρι, δεν το ξανάπλυνα από τότε. Με δυσκολία διώχνω πια τα ποντίκια.
Όσο για το βιβλίο με την αφιέρωση, ο διαρρήκτης που θα μπει στο σπίτι μου για να αδειάσει τα ράφια θα ανακαλύψει έντρομος ότι υπάρχει γύρω του ηλεκτροφόρο σύρμα και ένας μολοσσός 60 κιλών, πιο ψηλός και από τον Μπατή.
Πηγή: Gazzetta