Του Ιωάννη Πέππα
Ο Ιταλός αριστερός ακραίος αμυντικός Αντόνιο Καμπρίνι (Antonio Cabrini, γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1957 στην Κρεμόνα, στα νότια της Λομβαρδίας, στη βόρεια Ιταλία. Αγωνίστηκε κυρίως με τη Γιουβέντους και κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 με την ιταλική εθνική ομάδα. Ονομάστηκε «Bell’Antonio» (Όμορφος Αντόνιο), εξαιτίας του παρουσιαστικού του και της δημοτικότητάς του ως ένας συναρπαστικός και όμορφος ποδοσφαιριστής. Οι τεχνικές, αμυντικές, αθλητικές και φυσικές του ιδιότητες του έκαναν έναν από τους Καλύτερους Αμυντικούς στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου και θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Full Back Όλων των Εποχών. Έχει μείνει στο θυμικό των ποδοσφαιρόφιλων ως βασικό μέλος μίας από τις πιο Τρομερές Αμυντικές Γραμμές Όλων των Εποχών για την Ιταλία και τη Γιουβέντους, μαζί με τον τερματοφύλακα Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff), καθώς και τους αμυντικούς Κλαούντιο Τζεντίλε (Claudio Gentile) και Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea). Κέρδισε το βραβείο του Καλύτερου Νέου Ποδοσφαιριστή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, αφού βοήθησε την Ιταλία να τερματίσει στην 4η θέση και την εκπροσώπησε στο Euro του 1980, τερματίζοντας και πάλι στην 4η θέση. Είναι ένας από τους λίγους παίκτες που κατέκτησε όλες τις διασυλλογικές διοργανώσεις της UEFA, ένα επίτευγμα που κατάφερε με τη Γιουβέντους.
Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο με τη φανέλα του συλλόγου της γενέτειράς του, την Κρεμονέζε στην ιταλική Serie C, κατά τη διάρκεια της σεζόν 1973/74, κάνοντας 3 εμφανίσεις για να πάρει θέση βασικού την ακόλουθη περίοδο 1974/75, κάνοντας καλές εμφανίσεις γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τους ανθρώπους της Αταλάντα, οι οποίοι έσπευσαν και απέσπασαν την υπογραφή του το καλοκαίρι του 1975. Έμεινε για μία περίοδο στους «νερατζούρι», παίζοντας στη Serie B, παίρνοντας άφθονο χρόνο συμμετοχής και διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα την απόδοσή του, συμμετέχοντας σε 35 ματς, σκοράροντας 1 γκολ. Την επόμενη περίοδο αποδέχθηκε την πρόταση της Γιουβέντους. Έκανε το ντεμπούτο του, στις 13 Φεβρουαρίου του 1977, μόλις στα 19 χρόνια του, στη νίκη με 2-0 επί της Λάτσιο. Αγωνίσθηκε τότε σε 7 παιχνίδια, σκοράροντας μια φορά και ευτύχησε στον πρώτο κιόλας χρόνο του να στεφθεί πρωταθλητής Ιταλίας αλλά και να πανηγυρίσει το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο της Γιουβέντους, το κύπελλο UEFA. Μαζί με τον τερματοφύλακα Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff), τον στόπερ Κλαούντιο Τζεντίλε (Claudio Gentile) και τον λίμπερο Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea), συνέθεσαν τόσο στη Γιουβέντους, όσο και στην εθνική ομάδα, μία από τις καλύτερες αμυντικές γραμμές στην ποδοσφαιρική ιστορία!
Αγωνίστηκε στους «μπιανκονέρι», ούτε λίγο ούτε πολύ, για 13 συναπτές περιόδους! Σε αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε σε 297 αναμετρήσεις τους, σημείωσε 33 γκολ, ενώ συνολικά έπαιξε με τη Γιούβε σε 440 παιχνίδια σκοράροντας 52 φορές. Κατέκτησε 6 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα Ιταλίας, το Κύπελλο UEFA της περιόδου 1976/77, όταν στα ημιτελικά η «Γηραιά Κυρία» απέκλεισε την ΑΕΚ, το Κύπελλο Κυπελλούχων της περιόδου 1983/84, το Κύπελλο Πρωταθλητριών της σεζόν 1984/85, όντας βασικός στον «ματωμένο» τελικό του ‘’Χέιζελ’’ των Βρυξελλών εναντίον της Λίβερπουλ, το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ του 1984 και το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1985! Είναι ένας από τους λίγους παίκτες, ο πρώτος μαζί με τον Γκαετάνο Σιρέα, που έχουν κατακτήσει όλες τις διασυλλογικές διοργανώσεις της UEFA, ένα επίτευγμα που κατάφερε με την Γιουβέντους!
Την τελευταία σεζόν του με την Γιουβέντους, κληρονόμησε το περιβραχιόνιο του αρχηγού από τον Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea). Όταν ο κύκλος του στον ιστορικό σύλλογο του Τορίνο ολοκληρώθηκε, το 1989, πήρε μεταγραφή στη Μπολόνια, φτάνοντας στα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA. Ως παίκτης της κρέμασε τα παπούτσια του το καλοκαίρι του 1991, έχοντας προηγουμένως καταγράψει 55 παρουσίες και 2 τέρματα με τη φανέλα της. Έπαιξε συνολικά 352 αγώνες στην ιταλική Serie Α, σκοράροντας 35 γκολ.
Είχε συνολικά 23 συμμετοχές με τις ‘’μικρές’’ ιταλικές εθνικές ομάδες, πριν κερδίσει την πρώτη διεθνή συμμετοχή του με την ανδρική ομάδα, πριν κλείσει τα 21 του, απευθείας στα βαθιά (!!!), στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής, στη Μαρ ντε Πλάτα, στις 2 Ιουνίου του 1978, στο εναρκτήριο παιχνίδι της Ιταλίας εναντίον της Γαλλίας, το οποίο έληξε με νίκη των «ατζούρι» με 2-1, μετά τον τραυματισμό και την αδυναμία συμμετοχής του μεγάλου Τζιανσίντο Φακέτι (Giacinto Facchetti)! Η επιλογή εκείνη της τελευταίας στιγμής του Έντσο Μπεαρζότ (Enzo Bearzot), προκάλεσε έκπληξη σε όλους, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πολλές πληροφορίες για τον παίκτη, αφού τη χρονιά 1977/78 είχε παίξει στο πρωτάθλημα τα μισά παιχνίδια, κυρίως ως αλλαγή! «Ήμουν απολύτως ψύχραιμος και ένιωθα έτοιμος να αγωνισθώ», θα δηλώσει σε συνέντευξή του, επιβεβαιώνοντας το τεράστιο θάρρος του.
Αγωνίσθηκε και στα 7 παιχνίδια εκείνης της διοργάνωσης, καταλαμβάνοντας την 4η θέση και αναδείχθηκε σε μια από τις μεγάλες αποκαλύψεις της, αποτυπώνοντας ανεξίτηλα στις μνήμες των ποδοσφαιρόφιλων, την εικόνα ενός αμυντικού που σαν αστραπή διέσχιζε τον αριστερό τομέα του γηπέδου, κερδίζοντας το βραβείο του Καλύτερου Νέου Παίκτη του Τουρνουά! Στις 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, πέτυχε και το πρώτο του γκολ για την εθνική ομάδα, στο φιλικό εναντίον της Βουλγαρίας (1-0), στο Τορίνο. Αποκορύφωμα της καριέρας του υπήρξε η κατάκτηση του τροπαίου το 1982 στην Ισπανία, αγωνιζόμενος και στα 7 παιχνίδια εκείνης της διοργάνωσης, αναδεικνυόμενος Παγκόσμιος Πρωταθλητής, όντας βασικός στον τελικό κόντρα στη Δυτική Γερμανία (3-1), όπου μάλιστα δοκίμασε την πιο σκληρή απογοήτευση καθώς έχασε πέναλτι στον τελικό, πριν ανοίξει ακόμη το σκορ, ενώ σκόραρε στο αποφασιστικό παιχνίδι, στη νίκη με 2-1 επί της Αργεντινής του Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona). Παραμένει ο μοναδικός παίκτης που έχει χάσει πέναλτι σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, στην κανονική διάρκεια του αγώνα! «Νιώθω υπέροχα γιατί είμαι από τους λίγους παίκτες που σήκωσαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, το υπέρτατο σύμβολο του ποδοσφαίρου», είπε αργότερα.
Έπαιξε και σε 4 ματς στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μέξικο. Φόρεσε τη γαλάζια φανέλα ΚΑΙ στα 18 παιχνίδια της εθνικής Ιταλίας στα 3 Παγκόσμια Κύπελλα που συμμετείχε! Χρίσθηκε 73 φορές διεθνής και σημείωσε 9 γκολ, ένα διεθνές ρεκόρ για αμυντικό, ενώ διετέλεσε και αρχηγός της «σκουάντρα ατζούρα» σε 10 παιχνίδια, για πρώτη φορά εναντίον της Ελλάδας, στη νίκη των Ιταλών με 3-0, στις 15 Οκτωβρίου του 1983! Ακόμη, πήρε μέρος, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, τερματίζοντας και πάλι στη 4η θέση. Το τελευταίο του διεθνές παιχνίδι πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1987, στη Βέρνη με αντίπαλο την Ελβετία, σ’ ένα παιχνίδι που έληξε 0-0 για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1988. Μάλιστα, όταν εγκατέλειψε την εθνική μετά από συνεχείς τραυματισμούς, δέχθηκε επιθέσεις και κριτική που τον ενόχλησαν και τον πλήγωσαν.
Το 2008 πήρε μέρος στην Ιταλική εκδοχή του «Σαρβάιβορ» και τον Ιούνιο του 2009 ήταν υποψήφιος για την Ευρωβουλή με το κόμμα του πρώην εισαγγελέα Αντόνιο Ντελ Πιέρο που είχε αναλάβει έρευνες για τη μαφία με ιδιαίτερη επιτυχία.
Η βιογραφία του Αντόνιο Καμπρίνι, είναι ένα ημερολόγιο θαυμάτων! Από τους παίκτες που έχουν κερδίσει όλα τα έπαθλα, υπήρξε ένα λαμπρό παράδειγμα του χαρακτήρα της Γιουβέντους, αλλά και της εθνικής Ιταλίας, των οποίων έγινε σημαία και άξιος διάδοχος μυθικών ακραίων, όπως του Ουμπέρτο Καλιγκάρις (Umberto Caligaris) προπολεμικά με τη φανέλα της Γιούβε, αλλά και του Τζιασίντο Φακέτι μεταπολεμικά, με τη φανέλα της «σκουάντρα ατζούρα»! Αναδείχθηκε τη δεκαετία 1976-1986, ως ο Κορυφαίος Αριστερός Αμυντικός του Κόσμου, συνδυάζοντας μια αξιοζήλευτη αμυντική σταθερότητα με την έφεση της επιθετικότητας και του σκοραρίσματος!
Οι κούρσες του κατά μήκος της πλάγιας γραμμής του γηπέδου αποτελούσαν μόνιμο κίνδυνο για τους αντιπάλους. Για χρόνια, οι κατεβασιές του καταλήγανε σε σέντρες στο κεφάλι του Ρομπέρτο Μπέτεγκα (Roberto Bettega) και του Ρομπέρτο Μπονινσένια (Roberto Boninsegna), πριν αναλάβει άμεση δράση ο ίδιος σκοράροντας, ενώ μετά τη φυγή του Μπέτεγκα στον Καναδά το 1983 ανακάλυψε και την ευχαρίστηση των κεφαλιών προς το αντίπαλο τέρμα. Σε ένα άρθρο του πριν αρκετά χρόνια, ο Άντζελο Καρόλι έγραφε ότι « … το αριστερό του Καμπρίνι είναι όπως το λέιζερ, αμύνεται και επιτίθεται με την ίδια αποτελεσματικότητα και οι αστράγαλοί του είναι από ατσάλι ώστε, όταν πηδά για κεφαλιά δίνει την αίσθηση ότι ανοίγει τα φτερά». Κατά τον Τζιοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapatonni) είναι «… ο πιο μεγάλος αθλητής που υπήρξε, ικανός να παίζει με προβλήματα στο γόνατο και στο πόδι»!
Όταν εγκατέλειπε το γήπεδο, η φανέλα του έσταζε ιδρώτα, δεν κρατούσε δυνάμεις και οι συμπαίκτες του τον λάτρεψαν και για αυτή τη γενναιοδωρία. Συναισθηματικά ήταν πάντα σταθερός. Χειρίσθηκε τα αισθήματά του με εντιμότητα και αυστηρότητα και στη Γιούβε αυτό που μετρούσε πάνω απ’ όλα ήταν η δουλειά του. «Δεν είναι στη φύση μου να υπερενθουσιάζομαι στις νίκες ή να μελαγχολώ μετά τις ήττες. Προσπαθώ να κρατώ τις ισορροπίες», δήλωνε ο ίδιος. «Είναι ένα παιδί ευαίσθητο και γνήσιο», έλεγε γι’ αυτόν ο Καρόλι. Η συμβολή του Τραπατόνι και του Μπέαρζοτ στην καριέρα του υπήρξε τεράστια, ειδικά τις εποχές της νιότης, που η επιτυχία κόντεψε να τον ζαλίσει. «Ο Τραπατόνι μου έμαθε να μην υποχωρώ ποτέ, γιατί είναι πιο εύκολο στον αθλητή να φθάσει ψηλά παρά να παραμείνει», παραδέχεται, ενώ σε κατοπινές δηλώσεις έκανε κριτική: «Έδωσα πολλά αλλά ίσως πήρα περισσότερα. Ο μπιανκονέρο ζει μέσα μου, αλλά απορώ με την τακτική της ομάδας να κρατά σε απόσταση παλιούς παίκτες που τόσα προσφέρανε».
Η ιστορία του «Bell’Antonio» (Όμορφος Αντόνιο» ολοκληρώνεται και με την εικόνα του άνδρα που συμφιλίωσε το ποδόσφαιρο με τις γυναίκες. Σε μια συνέντευξή της πριν από πολλά χρόνια, η διάσημη Ιταλίδα ηθοποιός Σάντρα Μίλο προσπάθησε να απαντήσει γιατί ο Καμπρίνι είναι ίσως το μόνο πρόσωπο που αρέσει στις γυναίκες όλων των ηλικιών: «Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι τέλεια. Στις μεσήλικες γυναίκες θυμίζει την οικογένεια, εμπνέει εμπιστοσύνη και πολλές μητέρες θα του έδιναν πρόθυμα την κόρη τους. Στις έφηβες θυμίζει τον γαλάζιο πρίγκιπα που έρχεται να τις κατακτήσει και με το παιχνίδι του επιδεικνύει το θάρρος των παλαιών ιπποτών».
Κι εμείς με τη σειρά μας, ανασύρουμε από τα βάθη της μνήμης μας, την απογοήτευση των αναρίθμητων θαυμαστριών του, όταν το καλοκαίρι του 1981 αποφάσισε να ενώσει τη ζωή του μ’ αυτή της γοητευτικής Κονσουέλο.
PALMARES
Εφηβική καριέρα
- Unione Sportiva Cremonese
Επαγγελματική καριέρα
- 1973–1975: Unione Sportiva Cremonese, 29 (2)
- 1975/76: Atalanta Bergamasca Calcio, 35 (1)
- 1976–1989: Juventus Football Club, 297 (33)
- 1989–1991: Bologna Football Club 1909, 55 (2)
Σύνολο καριέρας: 416 (38)
Διεθνής
- 1978–1987: Ιταλία, 73 (9)
Προπονητική καριέρα
- 2000/01: Unione Sportiva Arezzo
- 2001: Football Club Crotone
- 2004/05: Associazione Calcio Pisa 1909
- 2005/06: Novara Calcio
- 2012–2017: Ιταλία (γυναικών)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τη Juventus
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 6 (1976/77, 1977/78, 1980/81, 1981/82, 1983/84, 1985/86)
- Κύπελλο Ιταλίας: 2 (1977/78, 1982/83)
- Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1984/85
- Κύπελλο Κυπελλούχων: 1983/84
- Κύπελλο UEFA: 1976/77
- Ευρωπαϊκό Super Cup: 1984
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1985
Διεθνείς
Με την Ιταλία
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 1982
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Νέος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1978
Πηγή: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο