Του Ιωάννη Πέππα
Ο Αργεντίνος -και αργότερα πολιτογραφημένος Ιταλός- μεσοεπιθετικός Ομάρ Σίβορι (Enrique Omar Sívori), γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1935 στο Σαν Νίκολας, μια κωμόπολη στις βορειοδυτικές εσχατιές της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, περίπου 60 χλμ. νοτιοανατολικά του Ροζάριο. Σε συλλογικό επίπεδο, είναι γνωστός για την επιτυχημένη παρουσία του με την Γιουβέντους στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές αυτής του 1960, με την οποία κατέκτησε 3 τίτλους της ιταλικής Serie A μεταξύ άλλων τροπαίων. Έπαιξε επίσης για την Ρίβερ Πλέιτ στην Αργεντινή και τη Νάπολι στην Ιταλία. Σε διεθνές επίπεδο, εμφανίστηκε για πρώτη φορά με την εθνική ομάδα της Αργεντινής, κατακτώντας το Κόπα Αμέρικα το 1957. Αργότερα στην καριέρα του έπαιξε για την ιταλική εθνική ομάδα και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Μετά την αποχώρησή του ως παίκτης, προπόνησε αρκετές ομάδες στην Αργεντινή, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής ομάδας. Θεωρούμενος ως ένας από τους Μεγαλύτερους Παίκτες της γενιάς του και ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών, ήταν γνωστός για την εξαιρετική του τεχνική κατάρτιση, την ταχύτητα και την εκτελεστική του δεινότητα. Το ποδοσφαιρικό του ταλέντο ήταν ευρέως αναγνωρισμένο και κέρδισε το βραβείο του Ευρωπαίου Ποδοσφαιριστή της χρονιάς το 1961.
Γεννημένος από γονείς με ιταλικές ρίζες, από μικρός του άρεσε να παίζει ποδόσφαιρο και στα 19 του χρόνια υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο με την Ρίβερ Πλέιτ. Έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη κατηγορία σε ηλικία 17 ετών, σ’ ένα αγώνα με τη Λανούς, στις 4 Απριλίου του 1954, αντικαθιστώντας τον Άνχελ Λαμπρούνα (Angel Labruna), ιστορικό είδωλο του συλλόγου, σκοράροντας το 5ο γκολ για την ομάδα του, στο 41ο λεπτό στο β’ ημίχρονο. Κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1955, εξασφαλίζοντας τον τίτλο, όταν νίκησαν τη Μπόκα Τζούνιορς 2-1 στο ‘’Λα Μπομπονέρα’’, την προτελευταία αγωνιστική.
Την ίδια σεζόν κατέκτησε το ‘’Copa Rio de la Plata’’, κερδίζοντας τη Νασιονάλ από την Ουρουγουάη. Την επόμενη σεζόν είχε παρόμοια επιτυχία αφού κέρδισε τον τίτλο του πρωταθλητή την τελευταία ημέρα της περιόδου, κερδίζοντας τη Ροζάριο Σεντράλ 4-0, με τον Σίβορι να σκοράρει το τελευταίο γκολ. Έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι του για τη Ρίβερ, πάλι με τη Ροζάριο Σεντράλ, στις 5 Μαΐου του 1957. Στους «εκατομμυριούχους» έμεινε συνολικά για 3 χρόνια, συμμετέχοντας σε 63 παιχνίδια με 29 γκολ. Κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Αργεντινής, όμως το 1957, ο Ρενάτο Τσεζαρίνι (Renato Cesarini), ο προπονητής της Ρίβερ την δεκαετία του 1940, της περίφημης “La Maquina” (Η Μηχανή), τον πρότεινε στη Γιουβέντους.
Η διοίκηση της «Γηραιάς Κυρίας» πλήρωσε στην Ρίβερ Πλέιτ 10 εκατομμύρια πέσος (τότε £ 91.000 στερλίνες), ποσό ρεκόρ για την εποχή και ο 21χρονος Σίβορι μετακόμισε στην Ιταλία. Ήταν τέτοια η χαρά, μάλιστα, του Ουμπέρτο Ανιέλι (Umberto Agnelli), που πήγε ο ίδιος με το αυτοκίνητο του για να τον υποδεχθεί στο αεροδρόμιο. Η μεταγραφή αυτή αποδείχθηκε καταστροφική, αγωνιστικά, για τη Ρίβερ αφού ακολούθησαν 18 παντελώς άγονα χρόνια, χωρίς κανέναν απολύτως τίτλο για τον σύλλογο, ωστόσο η διοίκηση της χρησιμοποίησε αυτά τα χρήματα για την ολοκλήρωση των έργων επέκτασης των εξεδρών του νέου της γηπέδου, του «El Monumental» και έδωσε το όνομα του Σίβορι στο τμήμα της εξέδρας, που προηγουμένως ονομαζόταν απλά ως «Το Πέταλο»!
«Μου είπε ότι προσπαθούσε δύο χρόνια να τα βρει με την Ρίβερ Πλέιτ αλλά δεν γινόταν. Τώρα, μου λέει, θα το απολαύσουμε. Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι είχα να κάνω με έναν ωραίο τύπο», διηγήθηκε ο Σίβορι χρόνια μετά αναφερόμενος στην πρώτη του… γνωριμία με την Γιούβε. Μια γνωριμία που εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο έρωτα αφού στο Τορίνο πέρασε τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Έπαιξε το πρώτο παιχνίδι του με τα χρώματα της «Γηραιάς Κυρίας» στις 8 Σεπτεμβρίου του 1957, σε μια νίκη 3-2 επί της Βερόνα στο πρωτάθλημα, όπου σκόραρε το δεύτερο γκολ. Μαζί με τον Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι (Giampiero Boniperti) και τον Ουαλλό Τζον Τσαρλς (John Charles) αποτέλεσαν μια μυθική τριάδα που οδήγησε τη Γιούβε στο 10ο πρωτάθλημά της, τη περίοδο 1957/58, χαράσσοντας έτσι στην ασπρόμαυρη φανέλα το πρώτο Χρυσό Αστέρι!
Έχει μείνει στην ιστορία των «μπιανκονέρι», όπως έχουν μείνει και όλα όσα έκανε ο Αργεντίνος, ο οποίος δεν αγωνιζόταν ποτέ με σηκωμένες τις κάλτσες! «Ήταν ένας Μαραντόνα στο πιο αργό, αφού το ποδόσφαιρο τότε ακολουθούσε άλλο ρυθμό. Ουσιαστικά ήταν ο προπομπός του Ντιέγκο», έγραψε η “Gazzetta dello Sport” το 2005 και μάλλον δεν είχε άδικο. Με ένα αριστερό πόδι που μπορούσε να κάνει τα πάντα, ο «El Cabezon» ήταν αυτός που καθιέρωσε το «τούνελ», περνώντας την μπάλα κάτω από τα πόδια του αντιπάλου, ξεσηκώνοντας τον κόσμο! Αυτοί, οι αντίπαλοι δηλαδή, ήταν και οι μόνοι που τον μισούσαν αφού στόχος του δεν ήταν απλά να τους περάσει. Στόχος του ήταν να τους ξεφτιλίσει. Και το έκανε!
«Σε ένα ματς με την Αταλάντα, ο Ομάρ είχε διασύρει τον αντίπαλο του οπότε σε κάποια φάση αυτός προσπάθησε να του σπάσει το πόδι. Ο Σίβορι γύρισε, τον κοίταξε και του είπε με πολύ ήρεμο ύφος: Την επόμενη φορά φρόντισε να το κάνεις γιατί αλλιώς θα σου το σπάσω εγώ! Τον προειδοποίησε και μετά του το έκανε! Ήταν απίθανος», θυμήθηκε ο Μπονιπέρτι σε μια συνέντευξη του στην “Tuttosport” το 2010. Ανάμεσα στα αξιομνημόνευτα επιτεύγματα του Σίβορι, είναι το γκολ με το οποίο η Γιούβε έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή ομάδα που κέρδισε μέσα στο ‘’Σαντιάγκο Μπερναμπέου’’ τη Ρεάλ του Αλφρέδο Ντι Στέφανο (Alfredo Di Stéfano) και Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás) για το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1962 (1-0), καθώς επίσης και το απόλυτο ρεκόρ επίτευξης τερμάτων σε ένα παιχνίδι της Serie A, με τα 6 που πέτυχε στο ιστορικό 9-1 επί της Ίντερ στις 10 Ιουνίου του 1961, ένα ρεκόρ που μοιράζεται με τον Σίλβιο Πιόλα (Silvio Piola), όταν αγωνιζόταν στη Προ Βέρτσελι.
Στη Γιουβέντους, το επιθετικό στυλ παιχνιδιού του συνδυάστηκε με αυτό του Τζον Τσάρλς κι έτσι οι δυο τους αποτέλεσαν ένα «δίδυμο φωτιά» στην επιθετική γραμμή της ιταλικής ομάδας. Το 1961 κέρδισε τον τίτλο του Καλύτερου Ποδοσφαιριστή της χρονιάς στην Ευρώπη! Αυτή η διάκριση ήταν η πρώτη που κατέληξε όχι απλά σε παίκτη των «μπιανκονέρι» αλλά και στο ιταλικό ποδόσφαιρο γενικότερα! Τα χρόνια που ακολούθησαν όμως το «Μαγικό Τρίο» χώρισε καθώς ο Μπομιπέρτι εγκατέλειψε και ο Τσαρλς επέστρεψε στη Λίντς. Στα 8 χρόνια που αγωνίσθηκε στη Γιουβέντους (1957-1965) κέρδισε 3 πρωταθλήματα (1958, 1960 και 1961) και 2 κύπελλα (1959, 1960 –το 1965 που η Γιούβε ξαναπήρε το Κύπελλο, δεν συμμετείχε, λόγων διαφωνιών με τον προπονητή!). Ο Αργεντίνος φόρεσε τη φανέλα της Γιουβέντους σε συνολικά 257 παιχνίδια (215 στο πρωτάθλημα, 23 στο Κύπελλο Ιταλίας και 19 στις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις), σκοράροντας 170 γκολ (135 στο πρωτάθλημα, 24 στο Κύπελλο Ιταλίας και 12 στην Ευρώπη), κάτι που τον κατατάσσει τον 5ο Υψηλότερο Σκόρερ στην ιστορία της.
Επειδή όμως στη ζωή ισχύει το «συναμφότερον», έτσι και στον Σίβορι, η απαστράπτουσα πλευρά της προσωπικότητάς του, σκιάσθηκε πολλές φορές από τις «κακές συνήθειές του»! Εκνευριζόταν συχνά από το σκληρό παιχνίδι των αντιπάλων του, ήταν οξύθυμος αλλά και εκδικητικός με αποτέλεσμα στα 12 χρόνια καριέρας στα ιταλικά γήπεδα να τιμωρηθεί συνολικά με 33 αγωνιστικές! Άλλωστε, οι σχέσεις του με τον Μπονιπέρτι, όταν ήταν συμπαίκτες, μόνο ειδυλλιακές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν. Από την κορυφή όπου βρισκόταν βυθιζόταν σε ένα σκοτεινό τούνελ, από το γήπεδο όπου έκανε τα μαγικά του βρισκόταν στην κερκίδα καθισμένος στην πολυθρόνα των VIP λόγω τιμωρίας! Έτσι τη περίοδο 1964/65, ο Εριμπέρτο Ερέρα (Heriberto Herrera Udrizar), τεχνικός τότε της Γιούβε, εκτίμησε ότι ο Σίβορι δεν ταίριαζε στα σχέδιά του. Η απροθυμία του να προπονείται, η συνήθειά του να λέει έξω από τα δόντια αυτό που σκέφτεται και η «έκλυτη» ζωή του βάρυναν στην τελική απόφαση. Για άλλους όμως ο Χερέρα τον μεταχειριζόταν σαν να ήταν ο οποιοσδήποτε και χωρίς να καταλαβαίνει ότι ο Σίβορι μπορούσε να είναι ο εαυτός του μόνο αν τον μεταχειριζόταν σαν τον Σίβορι!
Έτσι, μετά από 8 χρόνια παρουσίας στη Γιούβε, ήρθε η ώρα του «αντίο», για να συνεχίσει την καριέρα του στη Νάπολι. Στον ιταλικό νότο έμεινε 4 χρόνια αλλά οι συνεχείς τραυματισμοί δεν του επέτρεψαν να κάνει κι εκεί μαγικά. Τους βοήθησε σε μια 3η θέση στην πρώτη σεζόν στο σύλλογο, κατακτώντας και το Κύπελλο Άλπεων. Κατά τη διάρκεια της σεζόν 1967/68 στους «παρτενοπέι», αγωνίστηκε μαζί με τον Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff) και τον Ζοζέ Αλταφίνι (José Altafini), διεκδικώντας το πρωτάθλημα από τη Μίλαν. Η Νάπολι τελικά τερμάτισε στη 2η θέση. Ειρωνεία της τύχης αποτελεί το γεγονός πως ο τελευταίος αγώνας του Σίβορι ήταν εναντίον της Γιουβέντους, στη διάρκεια του οποίου δέχθηκε κόκκινη κάρτα επειδή κλώτσησε τον Ερμίνιο Φαβάλι (Erminio Favalli) και τιμωρήθηκε για 6 αγώνες!
Υπάρχει όμως και μια ιστορία λιγότερο γνωστή για τον Σίβορι. Κατά την διάρκεια της κοινής τους θητείας στην Γιουβέντους, ο Τσάρλς με τον Σιβόρι ήταν πολύ καλοί φίλοι, με τον Ουαλό να εξιστορεί μια πρωτόγνωρη εμπειρία που βίωσε με τον Σίβορι. Συγκεκριμένα την ιστορία αυτή την είχε πει σε κάποιους συμπαίκτες του στη Χέρεφορντ Γιουνάιτεντ. Η ιστορία όπως την αφηγήθηκε ο Τζον Τσάρλς: «Παίζαμε στη Σικελία με την Παλέρμο. Εγώ έμενα πάντα στο ίδιο δωμάτιο με τον Σίβορι και τα απογεύματα ξεκουραζόμασταν πριν από τους αγώνες. Ξαφνικά, κάποιος χτύπησε την πόρτα και εγώ άνοιξα. Μπροστά μου τρεις τύποι με μαύρα γυαλιά, ζητούσαν να δουν τον Σίβορι και έτσι τον ξύπνησα. Ο Σίβορι πήγε να τους μιλήσει και μετά από 2 λεπτά γύρισε στο δωμάτιο φωνάζοντας: “Πρέπει να φύγω, μου είπαν πως αν παίξω θα με πυροβολήσουν”. Έτσι λοιπόν φώναξα και εγώ τον προπονητή μας, τον Εριμπέρτο Ερέρα, ο οποίος του είπε: “Αν δεν παίξεις, θα σε εξοστρακίσουν στην Ιταλία και δεν θα παίξεις ποτέ ξανά”. Έτσι ο Σίβορι πείστηκε να παίξει αλλά ποτέ δεν πλησίασε την μπάλα μέχρι τα τελευταία λεπτά. Χάναμε 1-0 και λίγο πριν το τέλος ο Σίβορι προσπάθησε, με κενή την εστία, να στείλει την μπάλα άουτ, όμως εκείνη χτύπησε σε έναν αμυντικό και μπήκε στα δίχτυα. Ο Σίβορι έπεσε κάτω για να καλύψει το κεφάλι του μέχρι να τον βγάλουν έξω. Εγώ έκανα το 1-2 στις καθυστερήσεις, όμως ο διαιτητής το ακύρωσε λανθασμένα και όταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε: “Σκάσε! Αν κερδίσει η Γιουβέντους, θα με πυροβολήσουν!”»
Σε διεθνές επίπεδο, αγωνίστηκε με την εθνική Αργεντινής 19 φορές, σημειώνοντας 9 γκολ. Έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα της Αργεντινής, στις 22 Ιανουαρίου του 1956, σ’ έναν αγώνα εναντίον του Περού, σκοράροντας το πρώτο γκολ. Φορώντας τη φανέλα με το № 10, συνέθεσε μια τρομερή επίθεση, μαζί με τον Ομάρ Ορέστε Κορμπάτα (Omar Oreste Corbatta), τον Οσβάλντο Κρουζ (Osvaldo Cruz), τον Ουμπέρτο Μάσκιο (Humberto Maschio –αργότερα στη Μπολόνια) και τον Αντόνιο Αντζελίλο (Antonio Valentín Angelillo –αργότερα στην Ίντερ). Έμειναν στη ιστορία με το παρατσούκλι «Οι Άγγελοι Με Το Διαβολικό Πρόσωπο», αναφορά στην κινηματογραφική επιτυχία του 1938! Παράλληλα τους φώναζαν «Caras Sucias» που στα ισπανικά σημαίνει –κυριολεκτικά- «Τα Βρώμικα Πρόσωπα» και είχε να κάνει με τον τρόπο που αγωνίζονταν στο παιχνίδι, βλέποντάς το σαν διασκέδαση, αλλά και από την «βρώμικη» όψη του, τα κακά παιδιά! Οδήγησαν την τρομερή Αργεντινή στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος Νοτίου Αμερικής (ο πρόγονος του Copa America) του 1957, στο Περού πριν οι τον Ιταλοί «αρπάξουν» μαζί με τους 2 τελευταίους, με συνέπεια τον καταποντισμό των «αλμπιτσελέστε» στα γήπεδα της Σουηδίας το 1958! Η Αργεντινή κέρδισε όλα τα παιχνίδια εκείνου του τουρνουά, που περιελάμβανε μια νίκη με 8-2 επί της Κολομβίας και μια με 3-0 επί της Βραζιλίας!
Μετά την μεταγραφή του στην Ιταλία, το 1957, πήρε την ιταλική υπηκοότητα, χάρη στην ιταλική καταγωγή του (Oriundi). Έκανε το ντεμπούτο του στην ιταλική εθνική ομάδα στις 25 Απριλίου, 1961 στο ματς με την Βόρειο Ιρλανδία και στο πρώτο παιχνίδι πέτυχε το γκολ νίκης. Ένα χρόνο αργότερα, του δόθηκε η ευκαιρία να εκπροσωπήσει την Ιταλία στην Τελική Φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Χιλής το 1962, Συνολικά κέρδισε 9 συμμετοχές και σημείωσε 8 γκολ, όσο έπαιξε για την Ιταλία. Μάλιστα το ένα εις βάρος της Αργεντινής σε ένα φιλικό!
Ο Ομάρ Σίβορι ήταν ένας παίκτης με εξαιρετικές ικανότητες και μεγάλη απήχηση σε πολλούς οπαδούς σε όλο τον κόσμο. Η εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα περιγράφει το στυλ παιχνιδιού του ως «τολμηρό και λαμπρό». Ένας εξαιρετικά ταλαντούχος ποδοσφαιριστής, θεωρείται ένας από τους Μεγαλύτερους Παίκτες που αγωνίστηκαν στην Ιταλία, αλλά και στη Γιουβέντους, καθώς και ένας από τους Καλύτερους Παίκτες της γενιάς του. Υπήρξε ένας γρήγορος, ιδιαίτερα δημιουργικός και τεχνικά προικισμένος επιθετικός, γνωστός για το ρυθμό του με την μπάλα, ο οποίος χρησιμοποιούσε την επιτάχυνση του, τις δεξιότητές του στη ντρίμπλα και το ταλέντο για να προσπερνά τους αντιπάλους αμυντικούς. Στο ρεπερτόριό του περιλαμβάνονταν επιτόπιες στροφές και ελιγμοί, γρήγορες αλλαγές κατεύθυνσης και την καινοτόμο κίνηση, το σήμα κατατεθέν του, «το τούνελ», η σημερινή «ποδιά», περνώντας τη μπάλα μεταξύ των ποδιών ενός αντιπάλου. Αν και ήταν πρωταρχικά ένας παίκτης της αριστερής πλευράς, ήταν ένας δεινός σκόρερ, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να σκοράρει όχι μόνο με το αριστερό του, αλλά και το δεξί του πόδι και, παρά το μικρό του ανάστημα, με το κεφάλι του. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατός, ήταν επίσης γνωστός για την αντοχή και την ανδρεία του στο γήπεδο.
Παρόλο που ήταν εξαιρετικός σκόρερ, ειδικά όταν ήταν στη Γιουβέντους, ήταν επίσης σε θέση να χρησιμοποιεί την αντίληψή του και να περνά ακριβής μπαλιές για να δημιουργεί ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του. Παίζοντας μαζί με τον Τζον Τσαρλς και τον Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι, ήταν ικανός να παίξει και ως κλασικός φορ, αλλά και ως δεύτερος επιθετικός. Λόγω του στυλ παιγνιδιού, της ικανότητάς του, της αργεντίνικης καταγωγής του, του χτενίσματος, της ισχυρής νοοτροπίας και της κατά καιρούς επαναστατικής φύσης τόσο στο γήπεδο όσο και εκτός αγώνα, συγκρίνεται αναδρομικά με τον μεγάλο Αργεντίνο που αναδύθηκε μετά από αυτόν, τον Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona). Οι ικανότητες του «Πίμπε ντ’ Όρο», που θύμιζαν τις αντίστοιχες του Σιβόρι αποτέλεσαν το λόγο που ο κόσμος τους συνέκρινε. Από αυτή την σύγκριση, ο Σίβορι πήρε από ορισμένα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης το ετεροχρονισμένο παρατσούκλι «ο Μαραντόνα της δεκαετίας του 1960». Με τους «μπιανκονέρι», ήταν ερωτευμένος και το γιατί, το είχε εξηγήσει ο ίδιος σε μια συνέντευξη του. «Εδώ πρέπει να μάχεσαι πάντα και να πιστεύεις ακόμη κι όταν όλα δείχνουν χαμένα γιατί η Γιουβέντους δεν τα παρατάει ποτέ»!Αυτή η ατάκα είναι γραμμένη, πλέον, στους τοίχους του “Juventus Stadium” ενώ το όνομα του έχει δοθεί σε μια από τις αίθουσες VIP του γηπέδου, στον περιβάλλοντα χώρο του οποίου έχει και το δικό του αστέρι. Τα συγκεκριμένα λόγια του Σίβορι χρησιμοποίησε και η επίσημη Γιουβέντους στην ιστοσελίδα της, στο κείμενο για την 10η επέτειο από τον θάνατο του, φροντίζοντας όμως να… ανταποδώσει: «Γι’ αυτό ήταν ερωτευμένος ο Σίβορι με την Κυρία. Εμείς είμαστε ερωτευμένοι μαζί της χάρη και σε αυτόν»!
Αφού ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα, επέστρεψε στην Αργεντινή για να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο κτήμα του, το οποίο είχε ονομάσει Γιουβέντους. Αργότερα, προσπάθησε να ακολουθήσει τον δρόμο της προπονητικής. Έκατσε το 1969 στον πάγκο της Ροσάριο Σεντράλ και το 1972 σε αυτόν της Ρίβερ Πλέιτ, έχοντας ενδιάμεσα εργαστεί στην Εστουντιάντες , τη Ράσινγκ και την Βέλεζ του Σάρσφιλντ, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1973 επιλέχθηκε για να προπονήσει την εθνική ομάδα της Αργεντινής στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974! Ήταν ο εμπνευστής της Ομάδας-Φάντασμα! Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που κάλεσε τον Ουμπάλντο Φιλιόλ (Ubaldo Fillol) στην εθνική ομάδα. Όμως παραιτήθηκε μετά από έναν τσακωμό που είχε με την ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας. Στον πάγκο της «αλμπιτσελέστε», σε 16 αγώνες, πέτυχε 9 νίκες, 4 ισοπαλίες και υπέστη 3 ήττες. Μετά από αυτό έγινε σκάουτερ για τη Γιουβέντους στη Νότια Αμερική.
Ήταν παντρεμένος από τις 21 Δεκεμβρίου του 1957 με την Maria Elena Casas, ιταλίδα την καταγωγή και είχε δύο παιδιά, την Miriam (γεν. το 1958), τον Nestor (γεν. το 1960) και τον Umberto Renato (γεν. το 1962 ). Ο τελευταίος, πέθανε σε ηλικία 15 ετών, τον Ιούνιο του 1978, εξαιτίας ενός όγκου. Κατατάχθηκε 5ος Καλύτερος Αργεντίνος, 16ος Καλύτερος Νοτιοαμερικάνος και 36ος Καλύτερος Παίκτης του 20ου Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου. Τον Μάρτιο του 2004, ονομάστηκε από τον Πελέ ως ένας από τους Κορυφαίους 125 Εν Ζωή Ποδοσφαιριστές, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 Χρόνια της FIFA. Την επόμενη χρονιά, στις 17 Φεβρουαρίου του 2005, ο Ομάρ Σίβορι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών, στη γενέτειρά του, στο Σαν Νίκολας, από καρκίνο του παγκρέατος.
PALMARES
Επαγγελματική καριέρα
- 1954–1957: Club Atlético River Plate, 63 (29)
- 1957–1965: Juventus Football Club, 215 (135)
- 1965–1969: Società Sportiva Calcio Napoli, 63 (12)
Σύνολο καριέρας: 341 (176)
Διεθνής
- 1956/57: Αργεντινή, 19 (9)
- 1961/62: Ιταλία, 9 (8)
Προπονητική καριέρα
- 1969/70: Club Atlético Rosario Central
- 1972: Club Estudiantes de La Plata
- 1972/73: Αργεντινή
- 1979: Racing Club de Avellaneda
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τη River Plate
- Πρωτάθλημα Αργεντινής: 3 (1954/55, 1955/56, 1956/57)
Με τη Juventus
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 3 (1957/58, 1959/60, 1960/61)
- Κύπελλο Ιταλίας: 2 (1958/59, 1959/60)
- Coppa delle Alpi: 1963
Με τη Napoli
- Coppa delle Alpi: 1966
Διεθνείς
Με την Αργεντινή
- Copa América: 1957
- Raul Colombo Cup: 1956
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Copa América: 1957
- Πρώτος Σκόρερ στην Ιταλική Serie: 1959/60
- Χρυσή Μπάλα: 1961
- Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου, που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
Πηγή: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο