Επιλογή Σελίδας

Ο Αμπέμπε Μπικίλα γεννήθηκε ανήμερα του μαραθώνιου αγώνα στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, στις 7 Αυγούστου του 1932.

Μεγάλωσε σε μια πλίνθινη καλύβα σε ένα ορεινό χωριό στην Αιθιοπία, περίπου 30 χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας Αντίς Αμπέμπα. Από μικρός περπατούσε χιλιόμετρα βοσκώντας ζώα και στα 13, όταν πήγε σχολείο, έπαιζε «γκάνα», μία αφρικάνικη εκδοχή του χόκεϊ επί χόρτου, όπου η απόσταση μεταξύ των δύο τερμάτων ήταν κάποια χιλιόμετρα, αναλόγως και την απόσταση μεταξύ των χωριών που αγωνίζονταν. Η αντοχή του ήταν εντυπωσιακή, ειδικά επειδή στην ορεινή Αιθιοπία, η έλλειψη οξυγόνου κουράζει πιο γρήγορα τον οργανισμό, ο οποίος μαθαίνει να εξοικονομεί οξυγόνο. Όταν ο Μπικίλα έτρεχε 20 χιλιόμετρα σε υψόμετρο 2 χιλιομέτρων, ήταν σαν να έτρεχε τη διπλάσια απόσταση οπουδήποτε αλλού.

Στα 19, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα, με τη μητέρα του και σε ένα χρόνο, τον προσέλαβαν στην αυτοκρατορική φρουρά του περίφημου Χαϊλέ Σελασιέ. Φυσικά συνέχισε να αθλείται. Εκεί τον εντόπισε ο Όνι Νισκάνεν, ο προπονητής της πρώτης ομάδας που έστειλε η Αιθιοπία στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης το 1956. Η ομάδα δεν τα είχε πάει καλά, αλλά η προσπάθεια συνεχιζόταν.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Νισκάνεν ήταν πεπεισμένος ότι η νέα του ομάδα, μέλος της οποίας ήταν και ο Μπικίλα, θα έκανε τη διαφορά.

Τον Ιούλιο του 1960 νίκησε τον μέχρι τότε ταχύτερο Αιθίοπα δρομέα, τον Wami Biratu. Ο χρόνος του ήταν, 2 ώρες και 39 λεπτά. Ήταν ο καλύτερος στην Αιθιοπία, αλλά απείχε πολύ από το ρεκόρ του Τσέχου μαραθωνοδρόμου Emil Zatopek, που είχε κερδίσει στο Ελσίνκι με 2 ώρες και 23 λεπτά. Κανένα πρόβλημα. Μετά από συστηματική προπόνηση, κατέρριψε το ρεκόρ κατά δύο λεπτά. Ήταν πια έτοιμος για τους Ολυμπιακούς της Ρώμης το 1960. Μέχρι και ο αυτοκράτορας Σελασιέ εντυπωσιάστηκε και μάλιστα σχολίασε: «Μα καλά, πώς γίνεται να κερδίσει κάποιος τόσο αδύνατος;»

Ο ξυπόλητος μαραθωνοδρόμος

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Ρώμης ξεκίνησαν στις 25 Αυγούστου του 1960. Ο Μπικίλα και η υπόλοιπη ομάδα της Αιθιοπίας είχαν πάρει «χαρτζιλίκι» από τον αυτοκράτορα και άδεια να κάνουν βόλτα στην «αιώνια πόλη» για να αγοράσουν ενθύμια. Οι Αιθίοπες αθλητές όλη τους τη ζωή έτρεχαν ξυπόλητοι, αλλά στην πρώτη προπόνηση στη Ρώμη, ο Νισκάνεν απαίτησε να φορέσουν παπούτσια για να μη ρεζιλέψουν τη χώρα τους. Έτρεξαν 10 χιλιόμετρα, αλλά αναγκάστηκαν να σταματήσουν γιατί έβγαλαν κάλους. Ο μεγάλος αντίπαλος του Μπικίλα, ο Μαροκινός Rhadi Ben Abdesselem, είδε από κοντά τα πόδια του και τα περιέγραψε ως «λάστιχα αυτοκινήτου». Βέβαια, ο Μπικίλα παρέμενε ένα από τα «outsider» του Μαραθωνίου και φυσικά οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δεν ήξεραν καν το όνομά του.

Στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Μπικίλα φορούσε πορτοκαλί σορτς, πράσινη μπλούζα και τον αριθμό 11. Ήταν ξυπόλητος, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία, ακόμα κι όταν ο Νισκάνεν αποκάλυψε τον καταπληκτικό χρόνο που είχε κάνει στην Αιθιοπία. Οι δημοσιογράφοι απλά δεν το πίστεψαν.

Άρχισαν να τρέχουν στις 5.30 το απόγευμα. Στην αρχή ο Μπικίλα ήταν χαλαρός. Στο 5ο χιλιόμετρο, βρισκόταν μέσα στους πέντε πρώτους. Στο 18ο, ο Μαροκινός δρομέας προπορευόταν με τον Μπικίλα να τον ακολουθεί. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ήταν ξεκάθαρο ότι ένας από τους δύο θα ήταν ο νικητής. Στο 30ο χιλιόμετρο, ο Μπικίλα πέρασε μπροστά και εννιά χιλιόμετρα αργότερα, επιτάχυνε. Στο 41ο προπορευόταν του Μαροκινού κατά πέντε μέτρα. Είχε μπει στην τελική ευθεία για τον τερματισμό. (5.25)

Τερμάτισε με χρόνο 2 ώρες, 15 λεπτά και 16.2 δευτερόλεπτα. Δεν πανηγύρισε, αλλά έσκυψε και έκανε διατάσεις. Φαινόταν ήρεμος και ξεκούραστος, ενώ δήλωσε ότι θα μπορούσε να είχε τρέξει άλλα δέκα χιλιόμετρα χωρίς δυσκολία. Όταν ρωτήθηκε γιατί έτρεξε ξυπόλητος, απάντησε: «Ήθελα να δείξω σε όλο τον κόσμο, ότι η χώρα μου, η Αιθιοπία, κέρδιζε πάντα με αποφασιστικότητα και ηρωισμό».

Ο θρίαμβος στο Τόκιο

Ο Μπικίλα έγινε δεκτός με τιμές στην Αιθιοπία. Ήταν ένας εθνικός ήρωας και ο αυτοκράτορας Σελασιέ του προσέφερε ένα αυτοκίνητο, δηλαδή ένα πολύτιμο δώρο για τη φτωχή αφρικανική χώρα, όπου οι περισσότεροι μετακινούνταν πεζοί. Το χρυσό μετάλλιο του έσωσε τη ζωή, όταν τον Δεκέμβριο του ’60, οι αυτοκρατορικοί φρουροί -σώμα στο οποίο ανήκε- οργάνωσαν πραξικόπημα εναντίον του Σελασιέ. Ο αυτοκράτορας επικράτησε και ο Μπικίλα φυλακίστηκε, αν και δεν συμμετείχε στη συνωμοσία. Ωστόσο, γλίτωσε την εκτέλεση, γιατί ήταν ολυμπιονίκης και ο Σελασιέ δεν ήθελε να προκαλέσει κι άλλες εξεγέρσεις.

Ο «ξυπόλητος» Ολυμπιονίκης συνέχισε τις προπονήσεις, στοχεύοντας σε άλλο ένα χρυσό, αυτή τη φορά στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, το 1964. Όμως τον Σεπτέμβριο του 1964, 40 μέρες πριν από τον Μαραθώνιο, ο Μπικίλα έπαθε κρίση σκωληκοειδίτιδας και χρειάστηκε επέμβαση. Μέσα σε λίγες μέρες σηκώθηκε όρθιος και περπατούσε. Μια βδομάδα αφότου έφτασε στο Τόκιο, άρχισε πάλι να προπονείται. Αυτή τη φορά φορούσε παπούτσια καθ’ όλη τη διάρκεια της προπόνησης για να συνηθίσουν τα πόδια του. Στους ολυμπιακούς τερμάτισε πάλι πρώτος, σημειώνοντας καινούριο ρεκόρ με χρόνο 2 ώρες 12 λεπτά και 11.2 δευτερόλεπτα. Είχε γίνει ο ήρωας όχι μόνο της Αιθιοπίας, αλλά ολόκληρης της Αφρικής και είχε κερδίσει τον παγκόσμιο θαυμασμό.

Δείτε τον αγώνα που τον ανέδειξε νικητή στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο το 1964

Το τέλος του Μπικίλα

Το καλό δεν τρίτωσε. Στους Ολυμπιακούς του Μεξικό το 1968, αναγκάστηκε να αποχωρήσει στο 17ο χιλιόμετρο, λόγω ενός τραυματισμού στο γόνατο. Ήταν ο τελευταίος Ολυμπιακός μαραθώνιος που έτρεξε. Τον επόμενο χρόνο, καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του, χρειάστηκε να στρίψει απότομα για να αποφύγει κάτι διαδηλωτές και έπεσε μέσα σε ένα χαντάκι. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε ότι είχε μείνει τετραπληγικός. Μετά από φυσικοθεραπείες, απέκτησε τον έλεγχο των χεριών του και ο Νισκάνεν προσπάθησε να τον πείσει να συμμετέχει στους Ολυμπιακούς στους αγώνες τοξοβολίας. Τελικά απλά εμφανίστηκε το 1972, στους Ολυμπιακούς του Μόναχο για να τον τιμήσει ο κόσμος.

Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου του 1973, μετά από εγκεφαλική αιμορραγία που προκλήθηκε από τους τραυματισμούς του ’69. Ήταν μόλις 41 ετών. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν 75 χιλιάδες πολίτες και ο αυτοκράτορας Σελασιέ τον ανακήρυξε και επισήμως εθνικό ήρωα. Άλλωστε τόσες δεκαετίες μετά τον θρίαμβό του, παραμένει ακόμη ένα φαινόμενο για χιλιάδες μαραθωνοδρόμους, ερασιτέχνες και επαγγελματίες αθλητές, σε όλο τον κόσμο.

Πηγή: Η Μηχανή του Χρόνου