Του Θάνου Σαρρή
Τα σημάδια ήταν εκεί. Ήδη από το 1939, με μπροστάρη τον Χοσέ Νασάτσι, οι Ουρουγουανοί παίκτες κατέβηκαν σε απεργία, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, ποδοσφαιριστές από την Ουρουγουάη και την Αργεντινή πήγαν να παίξουν μπάλα στη νεοσυσταθείσα λίγκα του Μεξικού. Ήταν το 1944, όταν και ιδρύθηκε το πρώτο σωματείο παικτών στην Αργεντινή, το οποίο πίεζε για αναγνώριση από την Ομοσπονδία, για θέσπιση κατώτατου μισθού και για απελευθέρωση των μεταγραφών, ανακοινώνοντας απεργία τον Απρίλιο του 1948. Η αναγνώριση έριξε για λίγο τους τόνους, όμως το καλοκαίρι το πρωτάθλημα σταμάτησε και πάλι, όπως συνέβη και τον Νοέμβριο. Στην Κολομβία, την ίδια χρονιά, σχηματίστηκε η Ντιμάγιoρ, το πρώτο εθνικό πρωτάθλημα, με δέκα ομάδες από όλη τη χώρα.
Η τιμωρία που έγινε προνόμιο
Η κόντρα επαγγελματισμού-ερασιτεχνισμού ήταν στο απόγειό της και εκεί, με την Αντεφούτμπολ, την επίσημη (αν και ερασιτεχνική) ποδοσφαιρική αρχή, να εναντιώνεται στον επαγγελματικό χαρακτήρα της νέας λίγκας και να θέτει βέτο για τον διαμοιρασμό των εσόδων. Πριν ακόμα κλοτσήσουν μπάλα στο νέο πρωτάθλημα, η Ομοσπονδία έπεισε τη FIFA να μην αναγνωρίσει το πρωτάθλημα της Ντιμάγιορ. Έτσι, οι ποδοσφαιριστές που θα αγωνίζονταν εκεί δεν θα είχαν την δυνατότητα να παίξουν στις εθνικές τους και οι ομάδες δεν μπορούσαν να κανονίσουν διεθνή φιλικά, που την περίοδο εκείνη αποτελούσαν σημαντική πηγή εσόδων.
Όμως, ο αποκλεισμός της FIFA αντί για τιμωρία, εξελίχθηκε στην κινητήριο δύναμη για την εκτόξευση. Γιατί, πλέον, οι ομάδες αυτές δεν υπάκουαν σε κανέναν. Μπορούσαν να προσελκύσουν παίκτες από όλο τον κόσμο χωρίς να χρειάζεται να διαπραγματεύεται με κανέναν άλλον, πλην των ίδιων των ποδοσφαιριστών.
Με τις ευλογίες της κυβέρνησης
Η δολοφονία του ηγέτη του κόμματος των Φιλελεύθερων, Χόρχε Ελίεσερ Γκαϊτάν, τον Απρίλιο του 1949 αποτέλεσε την απαρχή μιας δεκαετίας γεμάτης βία και εσωτερικών συγκρούσεων στο εσωτερικό της Κολομβίας. Ταυτόχρονα, όμως, έκανε την κυβέρνηση του συντηρητικού Λουίς Οσπίνα Πέρες να στραφεί στο ποδόσφαιρο, ως σανίδα σωτηρίας. «Το ποδόσφαιρο ήταν το μοναδικό πράγμα που η κυβέρνηση μπορούσε να σκεφτεί για να ελέγξει και να ηρεμήσει τον λαό μετά τον θάνατο του Γκαϊτάν», έλεγε αργότερα ο ιστορικός Γκιγιέρμο Ρουίς.
Έτσι, η κυβέρνηση όχι απλά δεν επηρεάστηκε από τον αποκλεισμό που επέβαλε η FIFA στην Ομοσπονδία της χώρας, αλλά αντίθετα, στήριξη την Ντιμάγιορ. Είτε δίνοντας βίζες και υπηκοότητες, είτε ακόμα και συνεισφέροντας οικονομικά, άλλες φορές στα φανερά, αυξάνοντας το έπαθλο του πρωταθλητή, άλλες στα κρυφά. Πίσω από τις ομάδες βρίσκονταν ισχυροί οικονομικά παράγοντες, ενώ η οικονομία της χώρας ήταν σε καλά φεγγάρια, λόγω της σταθερότητας στη βιομηχανία του καφέ. Παράλληλα, το γεγονός ότι έπρεπε να πληρώσουν μόνο τους ποδοσφαιριστές, βοήθησε ώστε να προσφέρουν χρήματα που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δώσει.
Το πρώτο «μπαμ» με Πεδερνέρα
Η αρχή έγινε όταν οι Μιγιονάριος απέκτησαν στις αρχές του 1949 τον Αργεντινό Κάρλος Αλδάμπε ως παίκτη-προπονητή. Ο Αλδάμπε ήταν στενός φίλος του Aδόλφο Πεδερνέρα, του «μαέστρου» της Ρίβερ Πλέιτ, την οποία είχε βοηθήσει να κατακτήσει πέντε πρωταθλήματα και ήταν μέρος της ομάδας που έμεινε στην ιστορία ως Μηχανή. Πλέον, αγωνιζόταν στην Ουρακάν και ο Αλδάμπε έφυγε με μια βαλίτσα γεμάτη 5.000 δολάρια για να τον βρει. Ο Πεδερνέρα, λόγω της απεργίας, ανησυχούσε ότι ίσως δεν ξαναπαίξει ποτέ μπάλα, οπότε ζήτησε 5.000 για να υπογράψει και 200 δολάρια το μήνα. Ο Αλδάμπε έστειλε τηλεγράφημα στον πρόεδρο Αλφόνσο Σένιορ και πήρε το πράσινο φως να προχωρήσει. Η Ουρακάν ούτε καν ενημερώθηκε.
Απόσβεση σε μία μέρα και Ντι Στέφανο
Στο αεροδρόμιο έγινε χαμός. Την επόμενη μέρα, η Μιγιονάριος έπαιζε με την Ατλέτικο Μουνινσιπάλ και παρότι ο Πεδερνέρα δεν ήταν έτοιμος να παίξει, στο γήπεδο συγκεντρώθηκαν 15.000 φίλαθλοι. Η ομάδα έβγαλε 17.000 δολάρια και κάλυψε σε ένα απόγευμα το συμβόλαιο του Maestro.
Η διαφορά ποιότητας με τους υπόλοιπους παίκτες της ομάδας ήταν εμφανής κι έτσι ο Σένιορ τον έστειλε στην Αργεντινή, να φέρει κι άλλους. Έπέστρεψε με τον Νέστορ Ρόσι και έναν 23χρονο με ξανθά μαλλιά. Το όνομά του ήταν Αλφρέδο ντι Στέφανο. Η Μιγιονάριος πήρε το πρωτάθλημα του 1949 πετυχαίνοντας κατά μέσο όρο τέσσερα γκολ ανά ματς.
Το Ελ Ντοράντο έφτασε μέχρι την Αγγλία
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι πρωταθλητές που έκαναν παιχνίδι. Η Ατλέτικο Τζούνιορ απέκτησε τον Ελένo ντε Φρέιτας και πέντε Ούγγρους, η Κούκουτα Ντεπορτίβο μια ολόκληρη 11άδα Ουρουγουανών, η Ντεπόρτες Κάλδας έναν τερματοφύλακα από τη Λιθουανία και αρκετούς Περουβιανούς, ενώ η φήμη του Ελ Ντοράντο έφτασε μέχρι και τη χώρα που έφερε το ποδόσφαιρο στη Λατινική Αμερική: Την Αγγλία.
Ο Τσάρλι Μίτεν, μέλος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Ματ Μπάσμπι, πήγε στην Ιντεπεδιέντε Σάντα Φε, ενώ ο Σκωτσέζος Μπόμπι Φλάβελ έγινε συμπαίκτης του Ντι Στέφανο και ο πρώτος Βρετανός που έπαιξε εκτός Νησιού. Οι φήμες ήθελαν να βρίσκεται κοντά στο ταξίδι και ο θρυλικός Στάνλεϊ Μάθιους. Τελικά, η μεταγραφή του δεν προχώρησε. Υπολογίζεται ότι στο Ελ Ντοράντο έπαιξαν 109 ποδοσφαιριστές από το υψηλότερο επίπεδο.
Φυγή με πόνο ψυχής
Στο μεταξύ, οι μαζικές έξοδοι από την Αργεντινή συνεχίστηκαν, εξοργίζοντας τους πάντες στη χώρα. Όπως δήλωσε ο Εφρέν Σάντσες, Κολομβιανός τερματοφύλακας που τον καιρό εκείνο έπαιζε στη Σαν Λορέντσο, «Οι Αργεντινοί θεωρούν το ποδόσφαιρό τους το καλύτερο στον κόσμο και το ότι χάνουν τα αστέρια τους, πονάει πολύ».
Το 1951, 133 Αργεντινοί αγωνίζονταν ήδη στην Κολομβία, η διαμάχη στο εσωτερικό συνεχιζόταν και ο Πεδερνέρα είχε γίνει παίκτης-προπονητής, δημιουργώντας τη δική του εκδοχή της Maquina στους Μιγιονάριος. Η Μπογκοτά έζησε έναν ποδοσφαιρικό τρόπο παιχνιδιού που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Παράλληλα, συνεχιζόταν και ο εμφύλιος.
Το τέλος της δόξας
Το Ελ Ντοράντο της Κολομβίας επίσημα ολοκληρώθηκε το 1954, όμως η αντίστροφη μέτρηση ολοκληρώθηκε το 1951, όταν η Ντιμάγιoρ κάθισε στο ίδιο τραπέζι με τη FIFA και την CONMEBOL και προέκυψε η Συμφωνία της Λίμα, η οποία ξανάβαζε τη χώρα στον χάρτη της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας. Η συμφωνία προέβλεπε ότι σε διάστημα τριών ετών οι παίκτες που αποκτήθηκαν με «πειρατικό» τρόπο, θα έπρεπε να φύγουν σε βάθος τριετίας για τις παλιές τους ομάδες ή να πληρωθούν αποζημιώσεις.
Οι περισσότερες ομάδες προσπάθησαν να πουλήσουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα και από τη συνθήκη αυτή, προέκυψε η επεισοδιακή μεταγραφή του Ντι Στέφανο στη Ρεάλ Μαδρίτης. Για ένα διάστημα επιβλήθηκε απαγόρευση μεταγραφών και η βία στο εσωτερικό της χώρας έγινε ακόμα πιο έντονη. «Ήταν τρομερό. Χωρίς το ποδόσφαιρο, η βία εξερράγη», σημείωνε ο ιστορικός Γκιριέρμο Ρουίς.
Το κολομβιανό ποδόσφαιρο, για μερικά χρόνια βρέθηκε στο επίκεντρο του κόσμου και θα έπρεπε να περιμένει μέχρι τη δεκαετία του 80′ για να γνωρίσει ξανά άνθιση. Αυτή τη φορά, λόγω των καρτέλ ναρκωτικών…
Πηγή: Fanatico