Του Αντώνη Οικονομίδη
Πώς το είχε πει ο Άντι Ουόρχολ; Αυτό με το τέταρτο της διασημότητας, το οποίο όλοι μας, σε αυτή τη ζήση, κάποια στιγμή, θα βρούμε;
Θέλει ανανέωση. Διαφοροποίηση. Η πραγματικότητα, η εξέλιξη το επιβεβαιώνει. Ενίοτε, δεν χρειάζεται να είναι καν τόσο. Ένα τέταρτο; Πολύς χρόνος, για να γίνει ο οποιοσδήποτε διάσημος στις μέρες μας. Σε τόσο, έχει ξεθωριάσει ακόμα και η ανάμνηση.
Η αλήθεια είναι πως αρκεί και μια επισήμανση σε μια αράδα ενός κειμένου. Ένα frame σε ένα τηλεοπτικό πλάνο. Ένα hashtag σε μια ανάρτηση στα social media. Κάτι, οτιδήποτε, συνήθως χωρίς λόγο, αιτία, αφορμή που θα χαρακτηριστεί viral. Ακόμα και σε εποχές, όπου όντως αυτό το τέταρτο ήταν το μόνο πασαπόρτι για την πρόσκαιρη φήμη, χωρίς social media, influencers, φακούς και κάμερες κάθε είδους παρούσες ανά πάσα ώρα και στιγμή, υπήρχαν εναλλακτικές που εξασφάλιζαν πρόσβαση στην αιωνιότητα.
Ποδοσφαιριστές επαγγέλλονταν οι Ναντίνιο και Λουίς Κάρλος. Πορτογάλοι και εξτρέμ αμφότεροι. Μεσοεπιθετικοί κοπής που παρέλαυναν κατά δεκάδες, σαν φωτοτυπία, στα γήπεδα της χώρας της Ιβηρικής, στα τέλη του περασμένου αιώνα.
Συνυπήρξαν για ένα φεγγάρι, το ’97 στη Σαλγκέιρος. Ο Ναντίνιο στα 24 του τότε, μα επαγγελματίας μόλις για δύο χρόνια. Ο Λουίς Κάρλος έναν χρόνο μεγαλύτερος, στην πρώτη του χρονιά σε κορυφαία κατηγορία.
Ο πρώτος, ως τότε, χάι λάιτ καριέρας είχε -εκείνη την χρονιά- ένα γκολ κόντρα στην Μπενφίκα. Ο δεύτερος τίποτα ανάλογο. Παρά ταύτα, η κοινή τους πορεία συνεχίστηκε με μεταγραφή στο «Da Luz». Ο Λουίς Κάρλος μετακόμισε εκεί, δανεικός, αρχικά, τον Ιανουάριο του ’98. Ο Ναντίνιο ακολούθησε, το καλοκαίρι. Και οι δυο είχαν “γυαλίσει” στον Γκρέιαμ Σούνες, τότε τεχνικό των Λουζιτανών.
Τέσσερα παιχνίδια, όλα κι όλα, έκανε ο Ναντίνιο με τη φανέλα των «Αετών», φορώντας την σκάρτα για μισή σεζόν, προτού καταλήξει γυρολόγος των μικρομεσαίων -στην καλύτερη- της Πορτογαλίας. Ο Λουίς Κάρλος έμεινε παραπάνω. Συμπλήρωσε δύο σεζόν, μα, σε δαύτες, ένα γκολ πανηγύρισε μόνο και, από την στιγμή που έφυγε, το καλοκαίρι του Μιλένιουμ, ολοένα και… κατηφόριζε, καταλήγοντας, στα στερνά ποδοσφαιρικά του, να περιδιαβαίνει στην Τρίτη Κατηγορία.
Για να τους αποκτήσει η Μπενφίκα από τη Σαλγκέιρος, δεν έδωσε λεφτά.
Ανταλλαγή έκανε, βάζοντας στο προτεινόμενο δικό της πακέτο τον -21χρονο τότε- Άντερσον Λουίς ντε Σόουζα. Έγινε γνωστότερος ή -καλύτερα- έτσι κατοχύρωσε τη δική του θέση στην αιωνιότητα, παίρνοντας, έτσι, μαζί του, εκεί, και τους Ναντίνιο και Λουίς Κάρλος, ως Ντέκο.
Είπατε κάτι, κύριε Ουόρχολ;
Μια μπάρα χρυσού για μια μπάρα σοκολάτας
Άλλες εποχές και για την Μπενφίκα. Απείχε αρκετά από τον κολοσσό, σε κάθε επίπεδο, των ημερών μας. Ενδεικτικό ότι scouting στην Βραζιλία μια-δυο φορές τον χρόνο είχε τη δυνατότητα να (πληρώσει, για να) κάνει. Η μια εξ αυτών, βρέξει χιονίσει, το Copa de São Paulo, μια ετήσια διοργάνωση που πραγματοποιούταν κάθε Ιανουάριο, με συμμετοχή των καλύτερων φυτωριακών ομάδων της χώρας και, γενικότερα, της Λατινικής Αμερικής.
Σε αυτό του ’97, απεσταλμένος των Λουζιτανών ήταν ο Τόνι. Παλιά δόξα, αλλοτινός προπονητής και τότε Τεχνικός Διευθυντής της Μπενφίκα. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, δεν χρειαζόταν ούτε καμία ιδιαίτερη προϋπηρεσία, ούτε και κάποια ζηλευτή ποδοσφαιρική γνώση, για να ξεχωρίσει έναν κοντοπίθαρο μέσο που διαφέντευε τα πάντα στο γήπεδο.
Εισηγείται με θέρμη την απόκτησή του, οι «Αετοί» βολεύονται από το γεγονός ότι, μετά από μια όχι εντυπωσιακή εφηβική πορεία στα φυτώρια της Κορίνθιανς, έπαιζε σε μια… άγραφη CSA (ουσιαστικά, υπό την σκέπη τότε της «Τιμάο»), και τον “κλείνουν”. Τότε, άλλωστε, καραβιές έφερναν από την Βραζιλία, ψάχνοντας λαχεία.
Είχαν, μάλιστα, ξεκινήσει και την κολεγιά με την Αλβέρκα, μια ομάδα της Δεύτερης Κατηγορίας στην Πορτογαλία, η οποία και λειτουργούσε ως θυγατρική της Μπενφίκα, και, εκεί, της ξεφόρτωναν οι Λουζιτανοί οποιονδήποτε αποκτούσαν και θεωρούσαν επένδυση (ή βαρίδι).
Φυσικά, το παραμύθι δεν λεγόταν έτσι. Για τους πιτσιρικάδες από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο δράκος (γιατί, τότε, σε τελείως διαφορετικές εποχές, έτσι φαινόταν η προοπτική μιας παραχώρησης σε μια ομάδα Δεύτερης Κατηγορίας), αρχικά τουλάχιστον, έλειπε. Στον Ντέκο, λοιπόν, για τον δελεάσουν περισσότερο, δεν είχαν πει τίποτα για την Αλβέρκα. Μόνο πως θα υπέγραφε στην Μπενφίκα.
Προάστιο της Λισαβόνας είναι η ομώνυμη περιοχή, περίπου 30 χλμ. από το κέντρο και τελείως στην άλλη άκρη από το προπονητικό κέντρο της Μπενφίκα. Ο Ντέκο κατάλαβε πως εκεί, όπου πάει, δεν έχει καμία σχέση με το Da Luz, βλέποντας στον δρόμο, μετά την προσγείωσή του στο αεροδρόμιο της Πορτογαλικής πρωτεύουσας, μόνο και συνεχώς, πινακίδες για την Αλβέρκα.
Θα έπρεπε ίσως να το είχε καταλάβει και νωρίτερα. Πού, όμως, να ήξερε, για να ερμηνεύσει πως, ενώ βρισκόταν στην ίδια πτήση με τον συμπατριώτη του, τον Πάουλο Νούνες (τον οποίο, και επίσης, είχε αγοράσει, τότε, η Μπενφίκα από την Γκρέμιο, για να αποτελέσει τον βασικό της επιθετικό), ούτε αυτός στο αεροπλάνο ή και νωρίτερα, ούτε και κανείς απ’ όσους δημοσιογράφους και οπαδούς περίμεναν στο αεροδρόμιο, ασχολήθηκε μαζί του.
Ξενέρωσε. Και δικαιολογημένα. Παρά ταύτα, η σεζόν στην Αλβέρκα ήταν αξιοπρεπέστατη.
Είπαμε, όμως. Ο Σούνες δεν τον είχε δει, δεν τον “έβλεπε”, όπως και κανείς άλλος από την Μπενφίκα. Και, κάπως έτσι, καταλήξαμε σε ένα από τα ιστορικότερα λάθη αξιολόγησης και εκτίμησης των Λουζιτανών. Το παραδέχεται, άλλωστε, ο ίδιος ο Τόνι, ο οποίος, στο τέλος-τέλος, είχε και θεσμική ευθύνη: «Δώσαμε μια μπάρα χρυσού για μια μπάρα σοκολάτας».
Κύλησε ο τέντζερης
Και το κακό για τους «Αετούς» δεν άργησε να φανεί. Με πολλαπλάσιο αντίκτυπο.
Την ώρα που αναζητούσαν εναγωνίως διάδοχο του Ρουί Κόστα, την ώρα που είχαν εξοστρακίσει χωρίς δεύτερη ματιά έναν που θα μπορούσε να γεμίσει τα παπούτσια του, αυτός ο κάποιος, για δύο τέρμινα μόνο, έκατσε εκεί, όπου τον ξαπόστειλαν, προτού η μισητή -και παντοκράτειρα, τότε, εντός των Πορτογαλικών συνόρων- Πόρτο τον “τσιμπήσει”.
Στον πάγκο των «Δράκων»; Ο Φερνάντο Σάντος, ο οποίος έβαλε στο ρόστερ του έναν 22χρονο που θα αποτελούσε τον καταλύτη της μετατροπής τους σε Πρωταθλητές Ευρώπης. Δεν έπαιξε αμέσως (δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό με τον Σάντος), έπαιξε, όμως, επαρκώς, ώστε να κερδίσει αμέσως κερκίδα, media και να αναδείξει το “έγκλημα” της Μπενφίκα.
Οι βάσεις που μπήκαν με τον Σάντος, γερές, στέρεες. Νεανικό σύνολο, “πεινασμένο” σύνολο, έψαχνε κάποιον ανάλογα πεινασμένο στον πάγκο, ρηξικέλευθο στη φιλοσοφία του, για να αλλάξει επίπεδο στην Πόρτο. Κύλησε, λοιπόν, ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, με την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον Ζοσέ Μουρίνιο.
Απλόχερα ο «Εκλεκτός» έδωσε στον Βραζιλιάνο την μπαγκέτα.
Το «10» το είχε πάρει προ πολλού, όπως και το παρατσούκλι από την εξέδρα: «Mágico». Μετάφραση δεν χρειάζεται. Tο σύνθημα, όμως, που ήταν για πάρτη του στο Das Antas, μάλλον ναι. H παράθεσή του στα πορτουγκέζικα βοηθάει για την εμπέδωση της ρίμας…: «Ele é o Νο 10 e finta com os dois pés, é melhor que o Pelé, é o Deco allez allez». Δηλαδή, «Eίναι το Νο 10, ντριμπλάρει με τα δυο πόδια, είναι καλύτερος από τον Πελέ, πάμε, πάμε» (γαλλιστί το ρήμα).
Ενδεικτικά της καινοτομίας του Μουρίνιο και της νέας προσέγγισης που έφερε στα απανταχού σύγχρονα «δεκάρια» του ποδοσφαίρου η παρουσία του Ντέκο στο γήπεδο, ήταν, αφενός, η αξιοποίησή του παντού, μα παντού, σε κάθε ρόλο και θέση από το κέντρο και μπροστά, αλλά και ο τρόπος (απολύτως σύμφυτος των “σκυλιών” που δάγκωναν τα πάντα σε εκείνη την Πόρτο), με τον οποίον αγωνιζόταν. Στις τέσσερεις πλήρεις σεζόν του στους «Δράκους», μόλις στις μισές “έγραψε” διψήφιο αριθμό τερμάτων. Σε όλες, πήρε διψήφιο αριθμό καρτών.
Και διψήφιο αριθμό τίτλων. Τρία Πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα, δύο εγχώρια Super Cup και -κερασάκια της ανεπανάληπτης ποδοσφαιρικής τούρτας που σέρβιραν οι «Δράκοι» εκείνων των χρόνων- διαδοχικά ένα Κύπελλο UEFA (2003) και ένα Champions League (2004).
Μόνο βροχή δεν έφερε
Και πώς να έμενε άλλο; Δεν χωρούσε, πλέον, ακόμα και στην Πρωταθλήτρια Ευρώπης. Ο Μουρίνιο έφυγε για Λονδίνο μεριά και όλοι θεωρούσαν -σχεδόν και ο ίδιος καλά-καλά το είχε παραδεχτεί σε μια συνέντευξή του- πως θα τον ακολουθούσε στο «Stamford Bridge», μα δεν ήταν μόνο η Τσέλσι στο κατόπι του.
Οι «Δράκοι» απέρριπταν προτάσεις της Μπάγερν για πάνω από 1.5 χρόνο.
Η Μπαρτσελόνα μπορεί να παρουσιάστηκε αργότερα, αλλά διέλυσε τον ανταγωνισμό άμα τη εμφανίσει. Αγαπημένη του ομάδα γαρ, προορισμός ονειρικός, ζωής για τον ίδιο. Υπέγραψε, την επομένη ακριβώς του Τελικού του Euro 2004.
«Οι δυο τους μπορούν να φέρουν ακόμα και βροχή», το κατευόδιο του συμπατριώτη του, τότε εκλέκτορα της Πορτογαλίας, Λουίς Φελίπε Σκολάρι, προάγγελος των όσων θα έκαναν στη Βαρκελώνη μαζί με τον Ροναλντίνιο. Και η αλήθεια είναι πως, στην πρώτη του διετία στο «Camp Nou», μόνο… ομπρέλες δεν ανάγκασε να φέρουν, όσοι τον χάζευαν. Γιατί όλα τα υπόλοιπα τα προσέφερε, λειτουργώντας είτε στο πλευρό των Τσάβι και Ινιέστα στην τριάδα του κέντρου, είτε στην άλλη της επίθεσης, μαζί με το πατριωτάκι του και τον Ετό.
Ο απολογισμός αυτής της διετίας ενδεικτικός. Δύο Πρωταθλήματα, δύο εγχώρια Super Cup και, κυρίως, ένα -ακόμα- Champions League (2006). Η τρανότερη, όμως, απόδειξη του πόσο ξεχωριστός μεταξύ ίσων ήταν, αποτέλεσε η αναγνώριση που δέχτηκε.
Ξεπέρασε ακόμα και αυτόν τον Ροναλντίνιο στην ψηφοφορία για την Χρυσή Μπάλα του 2004, την οποία και στερήθηκε για έξι μόνο ψήφους από τον Αντρέι Σεβτσένκο. Αναγορεύτηκε παίκτης της χρονιάς της Μπαρτσελόνα, στη σεζόν της κατάκτησης του Champions League, οπότε και ψηφίστηκε ως καλύτερος μέσος της διοργάνωσης.
Ατομικές διακρίσεις που, ναι, είχε κερδίσει και στην Πόρτο, αλλά ασυζητητί η διάκριση στην Μπαρτσελόνα είναι δυσκολότερη. Και, ναι, σίγουρα (συν)έπεσε στην ενισχυτική της ατομικής αξίας πρώτη φουρνιά των κυριαρχικών «blaugrana» του 21ου αιώνα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πιστώνεται πως ό,τι πρωτοσύστησε στο κοινό ως αγωνιστικό προφίλ ενός χαφ της εποχής (μας) στην Πόρτο, το έκανε μόδα, το καθιέρωσε, το εδραίωσε και, πλέον, ξεκάθαρα το έχει επιβάλλει στην Μπαρτσελόνα.
Εξελικτικά και μόνο, όμως, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει συνέχειά του. Είχε φέρει το πρωτότυπο στο πάλκο, είχε αφήσει ελεύθερη την πατέντα, οπότε, εκ των πραγμάτων, η διαδοχή αναμενόταν και φουριόζα και ορμητική και πολυπληθής. Και, το κυριότερο, δεν θα μπορούσε να τον περιλαμβάνει.
Δεν είναι τυχαίο πως η επόμενη διετία του στα «blaugrana» συνοδεύτηκε μόνο από κριτική. Συνολική μεν και όχι ατομική, αλλά η απώλεια τίτλων σε αυτό το διάστημα έφερε φθορά. Και, παράλληλα, επίσπευσε το ξέσπασμα της λάβας που ερχόταν. Σημαδιακό πως έφυγε από την Μπαρτσελόνα την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε η πρόσληψη του Πεπ Γκουαρντιόλα….
Βραζιλιάνος-Πορτογάλος
Πάντα είχε το αποκούμπι του Σκολάρι. Καρμικό, αλλά τέσσερα χρόνια αφότου πήγε στο Λονδίνο ο -μακράν του δεύτερου αγαπημένος προπονητής του Ντέκο- Μουρίνιο, ο «Φελιπάο» ήταν αυτός που τον ανέβασε στη Γηραιά Αλβιόνα, στην πρώτη-πρώτη του αγορά ως τεχνικός της Τσέλσι.
Είχαν, έτσι κι αλλιώς, παρελθόν οι δυο τους. Το 2002, όντας εκλέκτορας της «Seleção», ο Σκολάρι αγνοεί τον Ντέκο από τις κλήσεις του για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δικαιολογίες, αυτονόητα υπαρκτές. Σε μια Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, άλλωστε, όπως στέφθηκε στα γήπεδα της Άπω Ανατολής η «Πεντακαμπεάο», δεν θα έλειπε κάτι, πόσω μάλλον ένας μέσος που αγωνιζόταν στο Πρωτάθλημα Πορτογαλίας και θα διεκδικούσε θέση από μέσους και επιθετικούς εκείνου του ρόστερ, όπως οι Ροναλντίνιο, Ζιλμπέρτο Σίλβα, Ριβάλντο, Κλέμπερσον, Ζουνίνιο, Κακά.
Στην αμέσως επόμενη δουλειά του Σκολάρι, όμως, στην Εθνική Πορτογαλίας, τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Πρώτον, το άστρο του Ντέκο ήταν, πλέον, ολόλαμπρο. Δεύτερον, είχε συμπληρώσει την απαιτούμενη εξαετία για να πάρει την Πορτογαλική υπηκοότητα.
Εφόσον, έτσι κι αλλιώς, είχε αγνοηθεί από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της πατρίδας του, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά να φορέσει το Εθνόσημο της πατρίδας που τον υιοθέτησε και τον ανέδειξε ποδοσφαιρικά.
Δεν άρεσε σε όλους η απόφασή του. Έγινε αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, προκάλεσε τριγμούς, εντάσεις. Αμφισβητήθηκε η χρησιμότητά της, επικρίθηκε. Ασυνήθιστο για τις σχέσεις, ειδικά στο ποδόσφαιρο, Βραζιλιάνων και Πορτογάλων. Από στόματα που όχι μόνο είχαν λόγο, αλλά και διαμόρφωναν καταστάσεις.
«Αν κάποιος έχει γεννηθεί Κινέζος, τότε θα πρέπει να παίξει για την Κίνα», η περίφημη ατάκα του τοτέμ των Πορτογάλων, Λουίς Φίγκο.
Απάντησε, χωρίς, όμως, να ρίξει λάδι στη φωτιά. Και από την στιγμή που είχε και την σχεδόν εμμονική στήριξη του Σκολάρι αλλά και της εγχώριας Ομοσπονδίας, τότε τα πάντα, έστω και όχι ανέφελα, ξεπεράστηκαν. Βοήθησε και πάλι ο χρονισμός. Το ντεμπούτο του, Μάρτιο του 2003, σ’ ένα φιλικό με την Βραζιλία. Πόσο πιο σαφές, δηλαδή, να γίνει;
Έγινε περισσότερο, αφού μπήκε στο γήπεδο ως αλλαγή και, με απευθείας εκτέλεση φάουλ, σημείωσε το γκολ που χάρισε την πρώτη νίκη της Πορτογαλίας επί της «Seleção», ύστερα από 37 χρόνια. Στις επόμενες 74 συμμετοχές του, άλλα τέσσερα (μόλις) πανηγύρισε, προσθέτοντας, έτσι, μόνο τέτοια στατιστικά και τίποτα παραπάνω στην κατά πολλούς πιο προικισμένη ποδοσφαιρική γενιά των Πορτογάλων, όχι, όμως, και επιτυχημένης.
Ζιντάν, Ροναλντίνιο, Σκόουλς, Τζόρνταν και Σένα
Σιγά, λοιπόν, που ο «Φελιπάο», όταν η επιτακτική ανάγκη για αλλαγή στην Βαρκελώνη τον άφηνε εκτός κάδρου, θα τον ξεχνούσε. Είχε τριανταρήσει (31..), πλέον, η Premier League έπαιρνε τη σύγχρονη, απόλυτα απαιτητική μορφή της και ο ίδιος δυσκολεύτηκε αρκετά να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της. Η γρήγορη αποπομπή του Βραζιλιάνου προπονητή (Ιανουάριος ’09) και οι τραυματισμοί τον έκαναν να μετανιώσει, αναζητώντας διέξοδο στο Μιλάνο, την Ίντερ και -ποιον άλλον;- τον Μουρίνιο.
Ο ιδιοκτήτης των «Nerazzuri», όμως, Μάσιμο Μοράτι, δεν ενέδωσε και αρνήθηκε να μπει σε διαδικασία αγοράς του, στερώντας, έτσι, από τον Ντέκο τη δυνατότητα να γίνει ο ένας από τους τρεις (Κλάρενς Ζέεντορφ και Σάμουελ Ετό οι άλλοι δύο) στην ιστορία με τρεις τίτλους Champions League, όλους, μάλιστα, με διαφορετική ομάδα, αφού, την επόμενη χρονιά, το 2010, οι Μιλανέζοι στέφθηκαν Πρωταθλητές Ευρώπης.
Με άδεια χέρια, όμως, δεν έμεινε. Με την έλευση του Κάρλο Αντσελότι στο «Stamford Bridge», άλλαξε ψυχολογία, προοπτική και ρόλο (όχι βασικός αλλά σημαντικός, όχι απαραίτητος αλλά χρήσιμος ), όλα ικανά για να παραμείνει, για μια ακόμα χρονιά, στα «μπλε» και, στο τέλος της, να φύγει από το Νησί, έχοντας κατακτήσει ακόμα ένα Νταμπλ.
We signed Deco from Barcelona #onthisday in 2008! 🚀 pic.twitter.com/BRaL2kSxz7
— Chelsea FC (@ChelseaFC) June 30, 2020
Δεν πτοήθηκε από το ότι είχε γυρίσει την πλάτη του στην Βραζιλία και επέλεξε τον επαναπατρισμό, για να κλείσει την καριέρα του. Οδήγησε την Φλουμίνενσε στο πρώτο της Πρωτάθλημα, έπειτα από 25 χρόνια (2012), και, έπειτα, πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, αποσύρθηκε.
Η συνέχεια, στο μυαλό του, ξεκάθαρη. Έχοντας γαλουχηθεί από τον κορυφαίο όλων, τον Ζόρζε Μέντες, αποφάσισε να γίνει ατζέντης. Και η αλήθεια είναι πως συνεχώς βελτιώνει τη φήμη και την διαδραστικότητά του στην αγορά, ολοένα προσθέτοντας κύρος στο στάτους του στην σχετική αρένα. Οι γιοι του, πάντως, τρεις από ισάριθμους γάμους, οι οποίοι του χάρισαν και δύο κόρες, δεν εντάσσονται στο πελατολόγιο του, αφού δεν βλέπει κανείς τους να πορεύεται στον δικό του -ποιοτικά, τουλάχιστον- ποδοσφαιρικό μονοπάτι.
Θα ήθελε να είχε βρεθεί στην ίδια ομάδα με τον Ζιντάν, θεωρεί τον Ροναλντίνιο τον κορυφαίο, με τον οποίο συνυπήρξε ποτέ σε γήπεδο, βάζοντας ένα σκαλί -και μόνο- πιο κάτω, χωρίς, όμως, να μπορεί να ξεχωρίσει, τους Μέσι και Κριστιάνο. Ακόμη “τρέμει” τα μαρκαρίσματα του Ντιέγκο Σιμεόνε, υποκλίνεται στον υποβαθμισμένο από τη ματιά της ιστορίας Πολ Σκόουλς, Ζίκο και Μαραντόνα αποτέλεσαν τα ποδοσφαιρικά του είδωλα, αφού, λόγω ύψους, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τα χνάρια του μακράν μεγαλύτερού του, του Μάικλ Τζόρνταν, και, λόγω οικονομικών δυνατοτήτων, αυτά του αμέσως επομένου, του Άιρτον Σένα.
Όλοι τους τον δρόμο τον βρήκαν. Η θέση τους στο πάνθεο ακλόνητη. Δίπλα τους, κακά τα ψέματα, ακόμη δεν βρίσκεται ή, έστω, είναι συζητήσιμο για το αν αξίζει τόσο εκλεκτή παρέα στην αξιολόγηση της ιστορίας. Μπορεί και να μην βρεθεί ανάμεσά της ποτέ. Μα ακόμα και στον προθάλαμο να αρκεστεί, η δική του ρωγμή στον χρόνο κράτησε πολύ, μα πολύ περισσότερο από το ουορχολικό τέταρτο. Το δικό του γεμίζει μια ζωή ολάκερη.
Ή, σωστότερα, τρεις.
Άνεργος προπονητής από το 2020, με την τελευταία του δουλειά στον πάγκο της Αλμερία Β’, στην Τρίτη Κατηγορία στην Ισπανία, ο Ναντίνιο.
Αγνοείται ποδοσφαιρικά, από την στιγμή που, το 2007, κρέμασε, ως ερασιτέχνης πια, τα παπούτσια του, ο Λουίς Κάρλος…
Πηγή: Athletes’ Stories