Του Βασίλη Σκουντή
Υπάρχουν εκκολαπτόμενοι μπασκετμπολίστες που μεγαλώνουν έχοντας ως ινδάλματα άλλοι τον Γκάλη, άλλοι τον Γιαννάκη, άλλοι τον Φασούλα, άλλοι τον Χριστοδούλου, άλλοι τον Διαμαντίδη, άλλοι τον Σπανούλη, άλλοι τον Παπαλουκά, άλλοι τον Αντετοκούνμπο και πάει λέγοντας…
Καλά κάνουν και έχουν αυτά τα είδωλα, αλλά θαρρώ πως θα έκαναν καλύτερα εάν εκτός από αυτούς τους θεούς, έριχναν μια ματιά και σε έναν… ημίθεο, ο οποίος θα διαβάζει τώρα αυτό που γράφω και θα κοκκινίζει από ντροπή!
Τον Βαγγέλη τον Μαργαρίτη, το γράφω, το εννοώ και δεν σηκώνω κουβέντα!
Εικόνισμα στο προσκέφαλο τους!
Αφίσα στο δωμάτιο τους και εικόνισμα πάνω από το προσκέφαλο τους θα πρέπει να τον έχουν!
Τού τα έχω πει κατάφατσα όλα αυτά, τού εξομολογήθηκα κάμποσες φορές όχι απλώς την εκτίμηση και τον σεβασμό, αλλά τον βαθύ και ανεπιτήδευτο θαυμασμό μου και θυμάμαι ότι πάντοτε έσκυβε το κεφάλι και έδειχνε να… υποφέρει από τα κομπλιμέντα.
Υπερέβαλα, το παραδέχομαι, αλλά προς τα κάτω!
Σήμερα το πρωί, τρεις μήνες προτού κλείσει τα 42 χρόνια του, ο Μαργαρίτης ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την δράση και κατεβαίνει από τη σκηνή δόξη και τιμή: όχι τάχα για το εκτυφλωτικό ταλέντο (που δεν είχε) και την πληθώρα τίτλων (τους οποίους δεν κατέκτησε), αλλά διότι υπήρξε ένα ζωντανό, πολύ γήινο και απτό παράδειγμα προσπάθειας, υπομονής, επιμονής, πείσματος, θέλησης, στοχοπροσήλωσης, αυταπάρνησης, σεβασμού, τίμιας προσέγγισης και αφοσίωσης στο παιχνίδι και επιβίωσης κόντρα σε αντιξοότητες, αμφισβήτηση, θεούς και δαίμονες.
Αυτοί που δεν έγιναν θρύλοι…
Ανήκει κι ελόγου του σε αυτή την ειδική κατηγορία των «unsungheroes», όπως λένε και οι Αμερικανοί: των άψαλτων ηρώων, των παικτών που πέρασαν κάτω από τα ραντάρ, δεν σε άφηναν με ανοικτό το στόμα για τα κάλλη τους, δεν έγιναν θρύλοι, αλλά άφησαν ένα πολύ έντονο αποτύπωμα για τις αρετές τους, το moduslavorandi και το modusvivendi τους: μια κατηγορία στην οποία από τη σύγχρονη γενιά θα συμπεριελάμβανα επίσης, απ’ αυτούς που μού έρχονται πρόχειρα στο μυαλό, τον Ανδρέα Γλυνιαδάκη, τον Χριστόφορο Στεφανίδη, τον Βασίλη Ξανθόπουλο και τον Λεωνίδα Κασελάκη.
Αυτή, διάβολε, είναι η ανεκτίμητη κληρονομιά την οποία καταλείπει και νιώθω χαρούμενος και υπερήφανος που τον συνόδευσα στο κύκνειο άσμα της μακράς καριέρας του, μεταδίδοντας τους αγώνες του ΠΑΟΚ στο Basketball Champions League της περασμένης σεζόν.
Τιμή μου που έκανες το φινάλε σου μαζί μου!
Αγαπημένε μου γερόλυκε, σού απευθύνω από εδώ τον λόγο και σου λέω το εξής: ο Αντύπας τραγούδησε «Τιμή μου που έκανες έρωτα μαζί μου» κι εγώ παραποιώ αυτούς στίχους και λέω «Τιμή μου που έκανες το φινάλε σου μαζί μου»!
Λίγη ώρα μετά τη δήλωση αποχώρησης του, δέχθηκε τις δημόσιες και θερμές ευχαριστίες της ΚΑΕ ΠΑΟΚ η οποία στο καπάκι τον έβγαλε στη… σέντρα ανακοινώνοντας ότι τού αναθέτει τον ρόλο του τεχνικού διευθυντή της ομάδας.
Έναν παίκτη σαν τον απατό του να ανακαλύψει απ’ αυτό το πόστο, όλοι μας θα του είμαστε ευγνώμονες!
Από τα υπόγεια, αρχηγός της Εθνικής
Ο απόμαχος πια σέντερ υπήρξε το κλασικότερο εν Ελλάδι παράδειγμα του «lateboomer», που μέχρι να πιάσει την καλή, βουρλιζόταν από δω κι από κει, όντας στα μάτια πολλών ένας παίκτης του οποίου το ταβάνι ήταν η Α2.
Και όμως αυτός ο υποτιμημένος παίκτης από τα… υπόγεια του ελληνικού μπάσκετ και τα… ξερά γήπεδα της Γάμμα Εθνικής έφτασε και μάλιστα σε προχωρημένη και θεωρητικώς απαγορευτική ηλικία να φορέσει τη φανέλα της Εθνικής ομάδας και μάλιστα να χρισθεί αρχηγός της!
Έφτασε όπου δεν μπορούσε!
Ο Μαργαρίτης δεν είχε βύσμα, ανέβηκε από τη σκάλα και όχι από το ασανσέρ, σμίλεψε την καριέρα του χωρίς να του χαρισθεί τίποτε και στο τέλος της ημέρας πέτυχε αυτό που γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του «Αναφορά στον Γκρέκο»…
Δεν έφτασε εκεί που μπορούσε, έφτασε εκεί όπου (κατά τα κοινά μέτρα) δεν μπορούσε!!!
Το καλοκαίρι του 2021 όταν έφυγε από την Πυλαία για να περάσει μια σεζόν στον Κολοσσό Ρόδου, είχε εκφράσει το παράπονο του, λέγοντας ότι «Ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου στον ΠΑΟΚ, αλλά ένιωσα ότι δεν με ήθελαν».
Η οντισιόν και το σπουργίτι που έγινε γύπας
Έναν χρόνο αργότερα το λάθος διορθώθηκε και ο Βαγγελάρας επέστρεψε στον φυσικό χώρο του, όπου έσκασε μύτη για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2012, διστακτικός και σχεδόν παρακαλετά για να περάσει από… οντισιόν!
Προερχόμενος τότε από τους Ίκαρους Σερρών, ανταποκρίθηκε με επιτυχία στο try-out του Σούλη Μαρκόπουλου και υπέγραψε το πρώτο ετήσιο συμβόλαιο του, που εξελίχθηκε σε ισόβιο!
Τότε ο Μαργαρίτης, σε πείσμα του ύψους και της δύναμης του, εμφανίσθηκε σαν ένα φοβισμένο σπουργίτι που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν γύπας!
Έχει το χάζι της αυτή η ιστορία και αξίζει να την υπενθυμίσω, όπως μου την έχει διηγηθεί ο τότε μάνατζερ του ΠΑΟΚ, Τέλης Ζουρνατσίδης…
Η κατασκοπεία στη Δράμα και το πρώτο «όχι» του Σούλη
Ήταν λοιπόν Σάββατο, 14 Μαΐου του 2011, όταν ο Τέλης ενημέρωσε τον τότε τεχνικό διευθυντή της ομάδας και παλαίμαχο διεθνή γκαρντ, Νίκο Σταυρόπουλο ότι θα περνούσε να τον πάρει από το σπίτι του για να πεταχτούν μια βόλτα μέχρι τη Δράμα, όπου στο μεγάλο ντέρμπι του πρωταθλήματος της Α2, ο ΚΑΟΔ αντιμετώπιζε το Ρέθυμνο.
Ο στόχος ήταν ήδη αναγνωρισμένος: θα τσέκαραν έναν παίκτη για τον οποίο είχαν ακουστεί καλά πράγματα όχι μόνο για τα αγωνστικά στοιχεία, αλλά και για τον χαρακτήρα του.
Τον παρακολούθησαν, τους γέμισε το μάτι, αλλά ενώ το ενδιαφέρον μεγιστοποιήθηκε, η υπόθεση κόλλησε επειδή ο Σούλης Μαρκόπουλος αμφέβαλε για το εάν και κατά πόσον ένας παίκτης από την Α2 θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ομάδας η οποία εκείνη την εποχή διεκδικούσε την πρόκριση της στη EuroLeague.
Έναν χρόνο αργότερα ο παίκτης από την Α2 έγινε παίκτης της Α1, τόσο απλά!
«Να υπογράψουμε για άλλα πέντε χρόνια;»
Μάλιστα μετά τη δοκιμή και τις συνοπτικές διαδικασίες με τις οποίες ο Μαργαρίτης εντάχθηκε στον ΠΑΟΚ, ο Σούλης μπήκε στο γραφείο του Ζουρνατσίδη και φανέρωσε τον ενθουσιασμό του με μια ερώτηση…
«Τέλη, μπορούμε να υπογράψουμε μαζί του για άλλα πέντε χρόνια;»
Στο επόμενο κλικ, υπάρχει μια μακρά και λαμπρή καριέρα, με τον Ζουρνατσίδη να αποτίνει τα πρεπά όχι τόσο στον ίδιο τον Βαγγέλη, αλλά στη μητέρα του την οποία αγκάλιζε, φιλούσε και συνέχαιρε μετά από κάθε αγώνα για το πώς ανέθρεψε τον γιόκα της!
Όλα αυτά τα χρόνια ο Μαργαρίτης δεν ήταν απλώς ένας σέντερ, ένας παίκτης, ένας αρχηγός, αλλά υπήρξε ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο ανεγέρθη ένα οικοδόμημα.
Τα καλούπια και η αρχηγία της Εθνικής
Τα πεπραγμένα του στο γήπεδο ήταν πολύ περισσότερα από αυτά που αποτυπώνονταν στη στατιστική και είχαν να κάνουν με τον χαρακτήρα, το καθαρό βλέμμα, τον αλτρουισμό, την ανιδιοτέλεια του και τον τρόπο με τον οποίο έβαζε τα καλούπια σε όλη την ομάδα, εξ ων και ο σεβασμός τον οποίο έδειχναν προς το πρόσωπο του όλοι οι παίκτες και δη οι ξένοι.
Στις 24 Νοεμβρίου του 2017, στην όχι και πολύ τρυφερή ηλικία των 35 ετών ο Μαργαρίτης, κληθείς από τον Θανάση Σκουρτόπουλο, φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα της Εθνικής στον αλήστου μνήμης για τη σημασία και τη δραματικότητα του αγώνα με τη Μεγάλη Βρετανία στο Λέστερ.
Αυτή την τιμημένη φανέλα τη φόρεσε και την ίδρωσε 17 φορές, μάλιστα στις 29 Νοεμβρίου του 2020, στην αναμέτρηση με τη Βουλγαρία στο Σαράγεβο είχε την τιμή να δει το C δίπλα στο όνομα του στο φύλλο αγώνος.
Captain, πάει να πει αρχηγός, wow!
Ο Μαργαρίτης στάθηκε όρθιος και αγέρωχος στις επάλξεις, βάσταξε ψηλά το μπαϊράκι του μέχρι την τελευταία στιγμή και τώρα που αποσύρθηκε, όσο σεμνός κι αν είναι (πρέπει να) αναλογίζεται και να συνειδητοποιεί ποιος ήταν, τι κατάφερε και ποιο ινδαλματικό κληροδότημα αφήνει.
Πηγή: Sport24