Της Έλενας Βογιατζή
Λος Άντζελες, 1984. 23οι Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες, ημέρα 8η.
Κυριακή, 5 Αυγούστου. Ωρα, 7:00π.μ.
Η «πόλη των αγγέλων» έχει μόλις «ξυπνήσει» και στην παραλία της Σάντα Μόνικα, κάποιοι λίγοι απολαμβάνουν το πρωινό τζόκινγκ με θέα στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Την ίδια στιγμή, οι φίλοι του κλασικού αθλητισμού καταφθάνουν στις αθλητικές εγκαταστάσεις του κολεγίου της Σάντα Μόνικα και παίρνουν τις θέσεις τους στις εξέδρες, απ’ όπου θα παρακολουθήσουν την εκκίνηση ενός αγώνα, ο οποίος θα σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέας εποχής στην Ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων: Αυτήν της διεξαγωγής του Ολυμπιακού Μαραθωνίου Γυναικών.
Η εκκίνηση είναι προγραμματισμένη για τις 8:00π.μ..
Πενήντα αθλήτριες από 28 χώρες πηγαίνουν στην αφετηρία, έτοιμες να διανύσουν τα 46,195 χιλιόμετρα (26 μίλια 385 γιάρδες) της απόστασης του Μαραθωνίου κι αποφασισμένες να φτάσουν πάση θυσία στη γραμμή του τερματισμού.
Η μεγάλη μάχη που είχε ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 για τη συμμετοχή των γυναικών στους διεθνείς αγώνες δρόμου μεγάλων αποστάσεων είχε φτάσει στο τέλος της και καμία δεν έπρεπε να εγκαταλείψει!
Πλέον, ήταν θέμα τιμής!
Ανάμεσα στις 50 αθλήτριες που συμμετείχαν στον αγώνα, πέντε θεωρούνταν από την αρχή τα φαβορί για την κατάκτηση των τριών μεταλλίων.
Η Γκρέτε Βάις από τη Νορβηγία, η συμπατριώτισσά της, Ίνγκριντ Κρίστιανσεν, η Ρόζα Μότα από την Πορτογαλία, και οι Αμερικανίδες, Τζόαν Μπενόιτ και Τζούλι Μπράουν.
Η αείμνηστη Βάις (απεβίωσε το 2011 από καρκίνο, σε ηλικία μόλις 57 χρόνων), από το 1978 έως το 1983 είχε νικήσει σε όλους τους αγώνες δρόμου στους οποίους συμμετείχε, ενώ έναν χρόνο πριν τη διεξαγωγή του Ολυμπιακού Μαραθωνίου είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Ελσίνκι.
Η Κρίστιανσεν, το 1981 είχε τερματίσει πρώτη στον Μαραθώνιο της Στοκχόλμης και δεύτερη στον αγώνα της Νέας Υόρκης, και το 1982 είχε πάρει το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Αθήνας.
Νικήτρια εκείνης της διοργάνωσης στο Ο.Α.Κ.Α., που ήταν και ο πρώτος επίσημος Μαραθώνιος Γυναικών της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Στίβου (EAA), είχε αναδειχθεί η Ρόζα Μότα.
Οι Αμερικανίδες Μπενόιτ και Μπράουν, που είχαν διακριθεί σε Μαραθώνιους αγώνες των Η.Π.Α, στα τράιαλς για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την άνοιξη του 1984, έδειξαν πως δεν θα ήταν εύκολος αντίπαλος για τις συναθλήτριές τους. Και πράγματι, δεν ήταν!
Τουλάχιστον η Μπενόιτ, η οποία από την αρχή του αγώνα της 5ης Αυγούστου, ακολούθησε συγκεκριμένη τακτική, με αποτέλεσμα 18 λεπτά μετά την εκκίνηση να ηγηθεί της κούρσας και να παραμείνει στην πρώτη θέση μέχρι και τον τερματισμό, με χρόνο 2:24:52.
Πίσω της ακολουθούσε η Νορβηγίδα Βάις, τερματίζοντας δεύτερη (2:26:18) ενώ τρίτη, αναδείχθηκε η Μότα, που ολοκλήρωσε τον αγώνα σε χρόνο 2:26:57.
Η συμπατριώτισσα της Βάις, Ίνγκριντ Κρίστιανσεν, μπήκε στην τετράδα με χρόνο 2:27:34, αλλά, η Αμερικανίδα, Τζούλι Μπράουν, σε αντίθεση με τα προγνωστικά που την εμφάνιζαν ως ένα από τα φαβορί της κούρσας, έμεινε πολύ πίσω, τερματίζοντας τελικά στην 36η θέση.
Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι πως την ώρα που η Μπράουν έμπαινε στο «Μεμόριαλ Κολισέουμ» για να διανύσει τα τελευταία μέτρα της απόστασης, μέσα στο στάδιο ήταν σε εξέλιξη μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές, όχι μόνο των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά του παγκόσμιου αθλητισμού στο σύνολό του…
Αυτή του τερματισμού της Γκαμπριέλα Άντερσεν-Σις. Αθλήτριας από την Ελβετία, η οποία επίσης συμμετείχε στον Ολυμπιακό Μαραθώνιο.
Ο τηλεοπτικός φακός «εντόπισε» την Άντερσεν-Σις τη στιγμή που μπήκε στο τούνελ που συνδέει την έξοδο του σταδίου με την είσοδό του, με την δρομέα να δείχνει ήδη αρκετά ταλαιπωρημένη από τον αγώνα, την υψηλή θερμοκρασία (32ο C) και την υγρασία που επικρατούσε εκείνη την ώρα στην πόλη.
Βγαίνοντας από το τούνελ, είχε ακόμα τη δύναμη να ολοκληρώσει τον αγώνα, σταδιακά, όμως, το σώμα της άρχισε να την «εγκαταλείπει». Πρώτα μείωσε την ταχύτητα με την οποία έτρεχε, δευτερόλεπτα αργότερα έχασε τον βηματισμό της, και στο τέλος άρχισε να παραπατάει παρουσιάζοντας την εικόνα ενός ανθρώπου που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει στο κουλουάρ…
Αμέσως την πλησίασε ένας άνδρας (κριτής του αγώνα, όπως έγινε αργότερα γνωστό) και τη ρώτησε πώς αισθάνονταν κι αν χρειαζόταν βοήθεια. Εκείνη του έκανε νόημα να απομακρυνθεί, και συνέχισε να… παραπατάει.
«Ήξερα πως αν με ακουμπούσε, αν σταματούσα ή αν καθόμουν κάτω, αυτό θα ήταν το τέλος της προσπάθειας μου. Κι εγώ δεν ήθελα να έρθει το τέλος μ’ αυτόν τον τρόπο. Έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου “πρέπει να συνεχίσεις να τρέχεις. Πρέπει να συνεχίσεις”.
«Οι μύες του σώματός μου, όμως, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Στη διάρκεια του αγώνα είχα χάσει τον τελευταίο σταθμό από τον οποίο μπορούσα να πιω νερό κι αυτό φαίνεται πως έπαιξε τον ρόλο του στην συνέχεια της διαδρομής», είπε έπειτα από λίγα χρόνια η Άντερσεν-Σις, αναφερόμενη στη στιγμή που, ακόμα και σήμερα, προκαλεί ανατριχίλα σε όποιον την παρακολουθεί.
«Μπαίνοντας στο τούνελ αισθάνθηκα τη ζέστη ακόμα πιο έντονα στο σώμα μου. Η υγρασία και η υψηλή θερμοκρασία ήταν στοιχεία τα οποία με προβλήματιζαν από την αρχή, αλλά μέχρι το 20ο χιλιόμετρο, δεν με είχαν επηρεάσει. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο που είχα στο μυαλό μου».
Με τους κριτές να την παρακολουθούν και τους γιατρούς του αγώνα να είναι σε ετοιμότητα στην περίπτωση που κατέρρεε, η 39άχρονη -τότε- αθλήτρια, συνέχισε την πορεία της, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια για να διανύσει τα τελευταία μέτρα που απέμεναν.
Μετά από πέντε λεπτά και σαράντα τέσσερα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που μπήκε στο στάδιο, η Άντερσεν-Σις έφτασε στην γραμμή του τερματισμού και οι 75.000 θεατές που ήταν στο στάδιο και την ενθάρρυναν καθ’ όλη τη διάρκεια της προσπάθειάς της, δικαίως της απέδωσαν το τιμητικό standing ovation.
«Οι φωνές των θεατών ηχούσαν μέσα στα αυτιά μου. Μπορεί το σώμα μου να μην ανταποκρινόταν εκείνη την στιγμή σ’ αυτά που ήθελα να κάνω, όμως, το μυαλό μου λειτουργούσε κανονικά. Είχα αντίληψη για ό,τι γινόταν γύρω μου. Άκουγα και τις φωνές, και τα χειροκροτήματα των θεατών», θα πει η πρώην αθλήτρια, η προσπάθεια της οποίας μέχρι και σήμερα αποτελεί σύμβολο θέλησης, δύναμης και αποφασιστικότητας.
«Αυτός ο Μαραθώνιος ήταν ο πρώτος στην Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων στην κατηγορία των γυναικών, κι έπρεπε να τερματίσω», θα συμπληρώσει αναφερόμενη σ’ εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό του 1984. Τονίζοντας πόσο σημαντικό ήταν για εκείνη να ολοκληρώσει τον αγώνα.
«Ένιωθα πως έπρεπε να δείξω στα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής ότι είχαν πάρει τη σωστή απόφαση να επιτρέψουν τη συμμετοχή των γυναικών σε αγώνες δρόμου μεγάλων αποστάσεων. Επιστημονικά δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι δεν μπορούσαμε να το κάνουμε».
Η Γκαμπριέλα Άντερσεν-Σις δεν ήταν η μοναδική που πίστευε πως οι γυναίκες μπορούσαν να συμμετέχουν σε αγώνες δρόμου αντοχής.
Τη χρονιά (1963) που η Ελβετή μετακόμισε στις Η.Π.Α. αρχικά για να σπουδάσει σε κολέγιο της Αριζόνα και στην πορεία για να δουλέψει σε τουριστικό θέρετρο ως δασκάλα του σκι μαζί με τον σύζυγό της Ντικ Άντερσεν, οι γυναίκες στην Αμερική που είχαν το τρέξιμο ως χόμπι, άρχισαν να επαναστατούν και να πηγαίνουν κόντρα στο κατεστημένο που τις ήθελε να μην έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε αγώνες δρόμου αποστάσεων μεγαλύτερων των 1.500μ.
Η Μέρι Λέπερ με την Λιν Κάρμαν το 1963, η Ρομπέρτα Λουίζ «Μπόμπι» Γκιμπ το 1966 και η Κάθριν Σουίτζερ το 1967, ήταν οι πρώτες που τόλμησαν να τρέξουν σε Μαραθώνιους αγώνες που συμμετείχαν μόνο άνδρες, αποδεικνύοντας πως όπως εκείνοι, έτσι και οι γυναίκες, διέθεταν την ψυχική δύναμη και τη σωματική αντοχή να καλύψουν τη διαδρομή χωρίς να επιβαρυνθεί η υγεία τους.
Μετά τον θόρυβο, μάλιστα, που δημιουργήθηκε από τη συμμετοχή της Κάθριν Σουίτζερ -φοιτήτριας τότε δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Σίρακιουζ– στον Μαραθώνιο της Βοστώνης στις 19 Απριλίου 1967, και κυρίως τη θύελλα αντιδράσεων που προκάλεσαν οι φωτογραφίες που έδειχναν τον κριτή του αγώνα Τζοκ Σέμπλε να την τραβάει από την μπλούζα και να την απωθεί όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της, η συζήτηση για τα δικαιώματα των γυναικών γενικότερα, και της συμμετοχής τους στους αγώνες δρόμου μεγάλων αποστάσεων, μπήκε σε νέα βάση.
Οι απαρχαιωμένοι κανόνες άρχισαν να αλλάζουν, με την Ερασιτεχνική Αθλητική Ένωση (Amateur Athletic Union) των Η.Π.Α. αρχικά και των διοργανωτών του Μαραθωνίου της Βοστώνης στη συνέχεια, να «ανάβουν το πράσινο φως», το 1971 και 1972 αντίστοιχα, για την συμμετοχή των γυναικών σε διεθνείς αγώνες δρόμου.
Οι πρώτες μάχες είχαν κερδηθεί. Ο «πόλεμος», όμως, δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Οι «αθάνατοι» της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής συνέχιζαν να είναι αρνητικοί στην ένταξη του Μαραθωνίου Γυναικών στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, προβάλλοντας ως επιχειρήματα, πρώτον ότι το αγώνισμα έκρυβε κινδύνους για την υγεία των γυναικών και δεύτερον πως αυτό δεν θα ήταν τόσο δημοφιλές στο κοινό, όσο ήταν στην κατηγορία των αδρών.
Μέχρι που η Κάθριν Σουίτζερ, η οποία στο μεταξύ είχε αποχωρήσει από την ενεργό δράση, ανέλαβε ξανά… δράση.
Με «όπλο» την τεράστια δημοφιλία της, τον δυναμικό χαρακτήρα της αλλά και τη μεγάλη απήχηση που είχε ο διεθνής Μαραθώνιος Γυναικών το 1973 στη Δυτική Γερμανία, το 1977 πλησίασε τον γενικό διευθυντή μεγάλης αμερικανικής εταιρείας καλλυντικών προτείνοντάς σ΄αυτήν να γίνει σπόνσορας των αγώνων δρόμου μεγάλων αποστάσεων γυναικών.
Μάλιστα η πρόταση των 75 σελίδων(!) που του παρέδωσε ήταν τόσο εντυπωσιακή, που ο διευθυντής προσέλαβε την Σουίτζερ στην εταιρεία και της ανέθεσε τη διοργάνωση των αγώνων του 1978 και του 1979!
Η τεράστια επιτυχία τους και η δημοσιότητα που είχε στη συνέχεια ο Μαραθώνιος Γυναικών στη Νέα Υόρκη, ήταν αρκετά για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μιας ακόμη εταιρείας, από τον χώρο του αθλητισμού αυτή τη φορά, η οποία αποφάσισε με τη σειρά της να υποστηρίξει την προσπάθεια των γυναικών.
Πλέον, το αγώνισμα είχε κερδίσει περισσότερες γυναίκες αθλήτριες, περισσότερους φιλάθλους αλλά και περισσότερους χορηγούς.
Το μόνο που απέμενε, ήταν να «πέσει» το… κάστρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
«Πιστεύουμε ότι ήρθε ο καιρός για τον μαραθώνιο γυναικών να γίνει μέρος των Ολυμπιακών Αγώνων», δήλωνε τον Ιούλιο του 1980 η «δαιμόνια» Κάθριν Σουίτζερ, μετά την ολοκλήρωση ενός ακόμα επιτυχημένου αγώνα στο Λονδίνο. Έναν χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1981, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΔΟΕ έθεσε το θέμα προς συζήτηση στη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στο Λος Άντζελες.
Τότε, στο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχαν εννέα χώρες, οκτώ εκ των οποίων εκπροσωπήθηκαν στη συνεδρίαση. Μία εξ αυτών ήταν και η Σοβιετική Ένωση.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, Olympic Marathon: A Centennial History of the Games’ Most Storied Race», «στο παρελθόν η Σοβιετική Ένωση είχε εκφράσει ανοιχτά την αντίρρησή της για την ένταξη του Μαραθωνίου αγώνα γυναικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες και υπήρχαν φόβοι πως τόσο ο Παναμάς, όσο και η Ρουμανία θα ταυτίζονταν με τον πολιτικό τους σύμμαχο. Από την άλλη, η Ισπανία, η Ιαπωνία, η Ινδία και η Νέα Ζηλανδία ήταν υπέρ, όμως, υπήρχε και το Βέλγιο, το οποίο ήταν αναποφάσιστο.
«Για να περάσει η πρόταση χρειάζονταν πέντε ψήφοι. Η Κάθριν Σουίτζερ, λοιπόν, που εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στο Λος Άντζελες, αποφάσισε να συναντήσει τον εκπρόσωπο του Βελγίου πριν από τη συνεδρίαση, ώστε να του μιλήσει για την επιτυχία του μαραθωνίου των γυναικών. Πράγματι τον είδε, του μίλησε, κι αφού ο Βέλγος την άκουσε με προσοχή, στη συνέχεια εξαφανίστηκε…».
Λίγες ώρες αργότερα, το απόγευμα της 23ης Φεβρουαρίου 1981, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΔΟΕ ψήφισε υπέρ της ένταξης του Μαραθωνίου Γυναικών στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, με αρχή από τη διοργάνωση του 1984 στο Λος Άντζελες.
Η απόφαση επικυρώθηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στο Μπάντεν-Μπάντεν.
Το τελευταίο κάστρο είχε πέσει! Η νίκη, ήταν πια ολοκληρωτική.
«Τώρα μπορούμε να ελπίζουμε σ’ ένα πολύ καλύτερο μέλλον», είχε σχολιάσει η Τζόαν Μπενόιτ μετά την ιστορική νίκη που πέτυχε στις 5 Αυγούστου 1984, προσθέτοντας: «Αποδείξαμε σε όλους πως οι γυναίκες και μπορούν και είναι ανταγωνιστικές!».
Πηγή: Athletes’ Stories