Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Δεν ήταν η πρωτομηνιά που θα ήθελαν.

Τουλάχιστον όχι αυτή που περίμεναν. Ελάχιστα ενδιέφερε τους γεροσοφούς της κορυφής της διοικητικής ιεραρχίας της Μπάγερν πώς θα φαινόταν, για ακόμα μια φορά, η αφαίμαξη του γηγενούς ποδοσφαιρικού, ξεχωριστού, ταλέντου.

Πόσο μάλλον με τη μυθολογία που αναπτύχθηκε από την αγορά, την ακριβότερη όλων των εποχών στην ιστορία της Bundesliga για τερματοφύλακα μεταξύ γερμανικών ομάδων, του Μάνουελ Νόιερ. Τριάντα εκατ. έδωσαν οι Βαυαροί για να κάνουν χρήση μιας option που τότε, καλοκαίρι του 2011, φάνταζε εξωφρενική (πλέον ψίχουλα…) και να φέρουν στο Μόναχο τον Βεστφαλό.

Χρόνια τον γυρόφερναν. Χρόνια όμως τους απέτρεπε η δεδηλωμένη αγάπη του τερματοφύλακα για τη μόνη ομάδα που είχε γνωρίσει στην καριέρα του. Γέννημα θρέμμα της κοιλάδας του Ρουρ, διάλεξε ποδοσφαιρικά την μπλε απόχρωσή της, εντασσόμενος στις φυτωριακές ομάδες της Σάλκε μόλις από τα πέντε του.

Ποτίστηκε στα μπλε. Και όπως -τότε τουλάχιστον που δεν υπήρχε ακόμη η Red Bull μπροστά από το Λειψία– οι περισσότεροι συντοπίτες του, πέραν της μεταξύ τους κόντρας, μεγάλωσε μαθαίνοντας να αποστρέφεται (sic) την Μπάγερν. Δεν περιορίστηκε στο να το εκδηλώνει μόνο στην ανωνυμία του πλήθους της εξέδρας, είτε στην Βεστφαλία είτε στο Μόναχο, όπου έφηβος τουλάχιστον συχνά πυκνά ακολουθούσε ως φίλαθλος την αγαπημένη του ομάδα, το διατήρησε, το ενίσχυσε, το φώναζε και παίζοντας.

Πικάροντας ακόμα και τα ιερά και όσια των Βαυαρών. Έχοντας ολοκληρώσει τη διαδρομή των φυτωριακών και αναπτυξιακών ομάδων των «Βασιλικών Μπλε», ήταν ήδη τρία χρόνια αναντικατάστατος στην πρώτη ομάδα, όταν τον Απρίλιο του 2009 πανηγύρισε το νικητήριο γκολ της Σάλκε στο Μόναχο, μιμούμενος, τρολάροντας, έναν θρυλικό πανηγυρισμό του Όλιβερ Καν.

Σπρίνταρε στη γωνιά του κόρνερ, ξάπλωσε κάνοντας τσουλήθρα, ξεκάρφωσε το σημαιάκι από το έδαφος και ξέσπασε μπροστά στο πέταλο, χειρονομώντας με το σημαιάκι αγκαλιά. Η Σάλκε νίκησε, λίγες εβδομάδες μετά τερμάτισε σε μια αδιάφορη όγδοη θέση, ωστόσο αυτό το αποτέλεσμα… προσωποποίηθηκε από τον προκλητικό πανηγυρισμό του, ταυτιζόμενο με την απώλεια (τελικά) του Πρωταθλήματος για την Μπάγερν.

Ήταν ξεκάθαρο πως ήθελε να πονέσει τους Βαυαρούς ακριβώς όπως τον πόνεσαν. Ο συγκεκριμένος πανηγυρισμός του Όλιβερ Καν είχε γίνει στο γκολ της ισοφάρισης του Πάτρικ Άντερσον στις καθυστερήσεις του παιχνιδιού της Μπάγερν στο Αμβούργο, στην τελευταία αγωνιστική της σεζόν 2000-2001.

Οι Βαυαροί έχαναν με 1-0 και έτσι η Σάλκε, η οποία την ίδια ώρα είχε κερδίσει με 5-3 την Ουντερχάκινγκ, έπαιρνε το Πρωτάθλημα. Οι βιαστικοί μάλιστα στη Schalke Arena είχαν ξεκινήσει τα πανηγύρια, ωστόσο ο Σουηδός στόπερ της Μπάγερν άλλαξε με το γκολ του τα πάντα, αφήνοντας όλους τους «Μπλε» αποσβολωμένους.

Μεταξύ αυτών και έναν 15χρονο φανατικό τους, ο οποίος δεν το ξέχασε ποτέ. Και, όταν λοιπόν του δόθηκε η ευκαιρία, ως επαγγελματίας πια, απάντησε με το ίδιο νόμισμα.

Και, παρότι το timing των δύο περιπτώσεων δεν ήταν το ίδιο, όταν τελικά ανακοινώθηκε η αγορά του από τη Σάλκε, κανείς δεν θυμήθηκε την καταστροφική ισοπαλία με τη Χόφενχαϊμ την προτελευταία αγωνιστική της σεζόν 2008-2009 που επέτρεψε στη Βόλφσμπουργκ να πάρει διαφορά δύο βαθμών και τελικά να κερδίσει τη «Σαλατιέρα» εκείνης της χρονιάς.

Όλοι, ή έστω κάποιοι, σημαντικοί όμως, τον πανηγυρισμό του Βεστφαλού θυμόντουσαν. Αυτόν τον Βεστφαλό για τον οποίον στο μεσοδιάστημα, κάθε φορά που εντεινόταν η φημολογία περί ενδιαφέροντος της Μπάγερν, οι οργανωμένοι φρόντιζαν να ξεκαθαρίζουν προθέσεις, σηκώνοντας απαγορευτικό.

Για την ακρίβεια, πλακάτ, ως και κορεό, με το «Koan Neuer» γραμμένο (σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «όχι Νόιερ»), το οποίο και συνόδευε τις αποδοκιμασίες τους, κάθε φορά που άγγιζε την μπάλα στα επόμενα -από εκείνο τον πανηγυρισμό- παιχνίδια των δύο ομάδων.

Ποιος λοιπόν αδικεί την εύλογη και κάθε άλλο παρά κρυφή αγωνία των (CEO) Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε και (Προέδρου και κατά πολλούς υπεύθυνο για τη μεταγραφή και κυρίως το “ψήσιμο” του Νόιερ, για το οποίο θρυλείται πως χρειάστηκαν πάνω από δύο χρόνια) Ούλι Χένες;

Πριν την επίσημη παρουσίασή του, πρωτομηνιά Ιουλίου 2011, είχαν διοργανώσει τρίωρη (!), κλειστή για τα media, συνάντηση με διευρυμένη εκπροσώπηση από τους οργανωμένους οπαδούς. Μασαζάκι κοινώς. Φρόντισαν -σπάνιο για την εποχή αλλά και για τα πεπραγμένα της Μπάγερν, ειδικά για εντός των συνόρων μεταγραφή της- να έχουν 25.000 οπαδούς, ενδελεχώς τσεκαρισμένους ως προς το background τους, στις εξέδρες για να καλωσορίσουν τον νιόφερτο σε μια εμφανή προσπάθεια να σβήσουν το παρελθόν και να δώσουν τον τόνο για το μέλλον και τη συμπόρευση πλέον των δύο πλευρών.

Αμ δε. Στο πρώτο κιόλας φιλικό της Μπάγερν, με μια μπυραρία στη Βόρεια Ιταλία, ταξίδεψαν περίπου 30 οργανωμένοι και δεν άφησαν τον Νόιερ σε χλωρό κλαρί, με τις αντιδράσεις να συνεχίζονται και στα επόμενα παιχνίδια. Και, παρότι άπαντες στην Μπάγερν εμφανώς επιδίωκαν να ρίξουν τους τόνους κάνοντας λόγο για μεμονωμένα περιστατικά, προερχόμενα από μικρή μειοψηφία, οι δράσεις που αναπτύχθηκαν έδειχναν το ακριβώς αντίθετο.

Έγιναν αλλεπάλληλες συναντήσεις της διοίκησης με τους οργανωμένους, μέχρι και μυστικές με τον ίδιο τον Νόιερ, ώστε τελικά να επιτευχθεί έστω ένα κάποιο μορατόριουμ.

Δεδομένα όμως ζημιογόνο για το προφίλ του club, μιας και με επίσημη ανακοίνωσή τους πέντε από τους μεγαλύτερους συνδέσμους των οργανωμένων της Μπάγερν ξεκαθάρισαν το πλαίσιο με το οποίο θα καθοριζόταν η συμπεριφορά τους βάσει αυτής του νέου τερματοφύλακα της ομάδας, έτσι ώστε να μην συνέχιζε, ακόμα και φορώντας τη φανέλα των Βαυαρών, να βρίσκεται στο στόχαστρό τους.

Πλαίσιο που αποτελούνταν από πέντε κανόνες (απαιτήσεις):

«-Ποτέ δεν θα ανακοινωνόταν το όνομά του από τα μεγάφωνα του σταδίου, με την αλληλεπίδραση μεταξύ εκφωνητή και κοινού (ο ένας το όνομα, οι άλλοι το επίθετο).

-Ποτέ δεν θα συμμετείχε στο παραδοσιακό σε κάθε γερμανικό γήπεδο (και περισσότερο για την Μπάγερν) “Humba”, τον πανηγυρισμό δηλαδή μετά από μεγάλες νίκες, με έναν εμβληματικό ποδοσφαιριστή να παίρνει το μικρόφωνο (ή το τύμπανο) και από την εξέδρα συνήθως να δίνει τον τόνο των πανηγυρισμών, με τους συμπαίκτες του να ακολουθούν μένοντας στο χορτάρι.

-Ποτέ δεν θα πλησίαζε καν το Νότιο Πέταλο, όπου βρίσκονται οι Ultras της Μπάγερν.

-Ποτέ δεν θα πετούσε τη φανέλα του στους οπαδούς.

-Και τέλος, ποτέ δεν θα φιλούσε το σήμα της Μπάγερν».

Κάπως έτσι, τόσο ιντριγκαδόρικα, τόσο προβληματικά, ξεκίνησε η θητεία του Μάνουελ Νόιερ στην Μπάγερν. Αν ύστερα από τόσα χρόνια έχει αλλάξει η οπτική των οπαδών των Βαυαρών μικρή σημασία έχει πια.

Και αυτό, γιατί ακριβώς με τη θητεία του στο Μόναχο ο Νόιερ άλλαξε τον ρόλο του τερματοφύλακα, την αντίληψή για το πόσο κομβικός μπορεί να είναι σε μια 11άδα, τον τρόπο που αγωνίζεται, τον τρόπο που προπονείται, τον τρόπο που προετοιμάζεται, το τι πρέπει να έχει πια ένας γκολκίπερ, ο οποίος πλέον πρέπει να δομείται, να λειτουργεί και να “κατασκευάζεται” κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του.  

Ψέματα, όχι γκολκίπερ, όχι δηλαδή ένας απλός, απόλυτα διακριτός υπερασπιστής εστίας, αλλά ένας σύγχρονος ποδοσφαιριστής, ο οποίος, ναι, υπερασπίζεται μια εστία, αλλά χωρίς σε καμία περίπτωση να ορίζεται μόνο από αυτό.

Η αλλαγή στην σκακιέρα

Η κυρίαρχη μνήμη από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 είναι η “7άρα”. Το εκκωφαντικό 7-1 της Γερμανίας στον ημιτελικό κόντρα στην οικοδέσποινα Βραζιλία. Όχι ο Τελικός, όχι ποιος το κατέκτησε, που εν προκειμένω κοινά είναι, αλλά το συγκεκριμένο ιστορικό και ανεπανάληπτο σοκ.

Η κορωνίδα της πορείας της «Nationalmannschaft» προς την παγκόσμια στέψη. Είχε προηγηθεί ο αποκλεισμός της Γαλλίας, ακολούθησε η επικράτηση στον Τελικό (στην παράταση) επί της Αργεντινής του ευρισκόμενου στο αθλητικό του peak Λιονέλ Μέσι.

Αυτή η πορεία στα νοκ άουτ είχε ξεκινήσει με τον πλέον απρόσμενο και συνάμα αγχωτικό τρόπο. Το συναπάντημα με την Αλγερία στους «16» έμοιαζε διαδικαστικό για τη Γερμανία. Δεν ήταν. Χρειάστηκε να φτάσει στην παράταση για να καταβάλει τους Βορειοαφρικανούς, χωρίς ούτε εκεί, μέχρι το φινάλε, να βρει ησυχία.

Ενδεικτικό της εικόνας του παιχνιδιού, αλλά κυρίως του τρόπου παιχνιδιού του Νόιερ, ο heat map, η απεικόνιση δηλαδή των ιχνών του κάθε ποδοσφαιριστή στο γήπεδο. Αυτές παρέπεμπαν σε αμυντικό χαφ, όχι σε τερματοφύλακα. Μόνο στο πρώτο ημίχρονο είχε περισσότερες πάσες από τους επτά της 11άδας της Αλγερίας.

Μετάλλαξη σε τρία μόλις χρόνια από την άφιξή του στο Μόναχο. Και ύστερα από την παρθενική του σεζόν με τον τύπο που βρήκε στο ταλέντο και το πρόσωπό του έναν ακόμα τρόπο να αλλάξει την χρήση των πιονιών της ποδοσφαιρικής σκακιέρας, του Πεπ Γκουαρντιόλα, ο οποίος από το προηγούμενο καλοκαίρι είχε αναλάβει την Μπάγερν.

Το παιχνίδι με τα πόδια πάντα το είχε στο ρεπερτόριο του ο Νόιερ. Όχι γιατί (σύμφωνα με τα κλισέ των ιστοριών για τερματοφύλακες), πριν καταλήξει στην εστία, έπαιζε κάπου αλλού. Όχι. Τον μεγαλύτερο αδερφό του, Μαρσέλ, ακολούθησε στην πρώτη τους ομάδα, ήταν ο μικρότερος μεταξύ των όσων έπαιζαν και έτσι κατέληξε στο τέρμα.

Όχι πως τον χάλασε. Το πρώτο πράγμα που αντίκριζε, όταν ξυπνούσε, και το τελευταίο, όταν κοιμόταν, ήταν ο Γενς Λέμαν, τον οποίον είχε αφισοκολλημένο (σε φυσικό μέγεθος μάλιστα…) πίσω από το προσκέφαλο του κρεβατιού του. Στα μπλε της Σάλκε εννοείται.

Η εξέλιξή του “φώναζε” πως έρχεται. Στα 20 του πήρε τη φανέλα βασικού, βγάζοντας από την 11άδα τον Φρανκ Ροστ, και έκτοτε δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Και πουθενά. Ψηλός (1.93), με άνοιγμα χεριών που παρέπεμπε σε μπασκετμπολίστα, γρήγορος, αλτικός, με εντυπωσιακά ρεφλέξ και ταχύτητα στις αντιδράσεις του (απότοκο και της ενασχόλησής του με το τένις), ηγετικός με το καλημέρα, επιβλητικός στους συμπαίκτες και ψαρωτικός στους αντιπάλους του.

Είχε το πακέτο και αναγνωρίστηκε γρήγορα. Όχι μόνο εντός των συνόρων αλλά και διεθνώς. Στην πρώτη του συμμετοχή στο Champions League  (2007-2008) οδήγησε τη Σάλκε στα προημιτελικά, αποκλείοντας μόνος του ουσιαστικά στους «16» την Πόρτο. Στην τελευταία του στο Ρουρ, ανάγκασε τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον να υποκλιθεί, παρότι στα ημιτελικά η Γιουνάιτεντ πέρασε… πάνω από τη Σάλκε, φτάνοντας στον Τελικό με δύο νίκες.

Ως τότε όμως ήταν -ακόμα- ένας συμβατικός τερματοφύλακας. Ένα πιόνι σε μια σκακιέρα με απόλυτα συγκεκριμένη χρήση και εύρος κινήσεων. Πολύτιμος αναντίρρητα, μα όχι ρηξικέλευθος, όχι χρήσιμος σε άλλα κομμάτια ενός παιχνιδιού που άλλαζε πολύ γρήγορα, απαιτώντας από όλους τους εμπλεκόμενους να αλλάξουν μαζί του.

Δεν γινόταν να μείνει εκτός η θέση του. Απλώς έμελλε να είναι αυτός που θα την άλλαζε.

Όταν λοιπόν έφτασε ο Γκουαρντιόλα στο Μόναχο, τότε η αναζήτηση του Καταλανού για την έξτρα κίνηση, την υπεροπλία παρά την αριθμητική ισότητα, απέκτησε πρόσωπο και οντότητα στον Νόιερ, ο οποίος σταμάτησε να είναι απλώς ένας τερματοφύλακας και μετατράπηκε σε ισότιμο, στο κάθε τι, των υπόλοιπων 10 στο γήπεδο.

«Στις ομάδες μου ο πρώτος αμυνόμενος είναι ο επιθετικός και ο πρώτος επιθετικός είναι ο τερματοφύλακας».

Το κήρυγμα του Γιόχαν Κρόιφ, νοτισμένο από το μεδούλι του «Total Voetbal», είχε πολλούς προπονητικούς αποστόλους, με πρώτο τον ίδιο τον «Ιπτάμενο Ολλανδό», ποτέ όμως δεν βρήκε κανέναν τόσο άξιο και τόσο ταιριαστό για να την διακονήσει ώστε να το επανακαθορίσει, αποτελώντας πια όχι απλώς ένα ευαγγέλιο, αλλά μια κανονικότητα. Την κανονικότητα.

Έγινε με το συναπάντημα του Πεπ και του Μάνου. Η παρανοϊκή διάνοια του πρώτου βρήκε το ιδανικό κούμπωμα στην άγνοια κινδύνου του Βεστφαλού και έτσι αυτό που αποκλήθηκε «sweeper-keeper» («λίμπερο-τερματοφύλακας») γεννήθηκε στη Βαυαρία.

Πλέον ο βασιλιάς στην ποδοσφαιρική σκαριέρα (και είναι τέτοιος, γιατί υπερασπίζεται το θέσφατο του παιχνιδιού) δεν χρειαζόταν απλώς να προστατεύει και κυρίως να προστατεύεται. Αλλά έγινε και κομμάτι της απειλής, μέρος του σχεδίου, του πλάνου για να νικηθεί ο άλλος βασιλιάς.

Αγνοήθηκε, ή καλύτερα περιορίστηκε στην σκέψη, ο κίνδυνος της έκθεσης. Γεμάτο το youtube με ανθολόγια από bloopers, λάθη και γκάφες του Νόιερ, τόσα και τόσες που άλλοι θα “σταυρώνονταν” για δαύτα, όχι απλώς για μία αλλά για 10 καριέρες. Όταν όμως ο σκακιστής αποφασίζει να αλλάξει το καθεστώς του πιο σημαντικού μα και παράλληλα πιο αδύναμου κομματιού της σκακιέρας, τότε εκ των πραγμάτων ρισκάρει.

Αποδεκτό πια το ότι ο τερματοφύλακας πια δεν θα προστατευόταν μόνο και πάντα. Πλέον θα ήταν αυτός που, ανάλογα τις συνθήκες, τις περιστάσεις, το είδος του παιχνιδιού και του αντιπάλου, θα προσαρμοζόταν, θα έβγαινε από το καβούκι του, αδιαφορώντας για “προστασία”, παίζοντας σε μέτρα που δεν είχε ξαναπατήσει ποτέ (υγιώς σκεπτόμενος) τερματοφύλακας, δοκιμάζοντας πράγματα που δεν διανοήθηκε ποτέ να κάνει τέτοιος, δίνοντας έτσι το απαραίτητο πλεονέκτημα σε μια προκαθορισμένη ισορροπία.

Αποτελώντας τον 11ο παίκτη. Όχι τον έναν του τέρματος.

Και ο Νόιερ είχε όσα χρειαζόταν για να το κάνει. Και όσα δεν είχε τα απέκτησε. Η αλλαγή, για παράδειγμα. στη σωματική του διάπλαση χαρακτηριστική. Δεν ήταν ποτέ λιπόσαρκος, ισχνός, αλλά η… ντουλάπα που έγινε παραπέμπει σε αμυντικό του NFL, όχι σε ποδοσφαιριστή, πόσο μάλλον σε τερματοφύλακα.

Έχτισε το κορμί του τόσο που έγινε φόβητρο μόνο στην όψη. Το παράστημά του αρκετό και ικανό για να τον κάνει κυρίαρχο μόνο με δαύτο στην περιοχή του, στην περιοχή τού έτσι κι αλλιώς απόλυτου ελέγχου του. Και έτσι, να αποτελέσει και το εισιτήριο για να αρχίσει το επιβεβλημένο για τη φιλοσοφία και τακτική προσέγγιση του Γκουαρντιόλα σεργιάνι έξω από δαύτην.

Το τσεκούρι δεν θάφτηκε ποτέ, απλώς κρύφτηκε

Λειτούργησε άμεσα. Όχι χωρίς κόστος, εννοείται, αλλά ήταν αμέσως εμφανές, αμέσως επιδραστικό και αμέσως καταλυτικό. Όχι μόνο στην Μπάγερν, την Εθνική Γερμανίας, τον ίδιο τον Νόιερ αλλά στο ποδόσφαιρο, θέτοντας σε τελείως άλλο επίπεδο, τελείως διαφορετικά, τον πήχη των απαιτήσεων, των προσδοκιών, του skill set που υπάρχει και ψάχνεται για κάθε τερματοφύλακα.

Ενδεικτικό αναγνώρισης -η οποία συνήθως, αν δεν αφορά σε ορατά μετρήσιμη συμβολή, καθυστερεί- το γεγονός ότι, αμέσως μετά την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2014, στην ψηφοφορία για την Χρυσή Μπάλα ήρθε τρίτος, μόλις 0.4% πίσω από τον Λιονέλ Μέσι.

Από τερματοφύλακες μόνο ο -ναι, ναι…- Όλιβερ Καν (μετά τον παγκόσμιο τίτλο της Γερμανίας το 2002 αλλά και έναν χρόνο πριν) και ο «Τζίτζι» Μπουφόν (μετά τον παγκόσμιο τίτλο της Ιταλίας το 2006) έχουν πλασαριστεί στην τριάδα της σχετικής λίστας τον 21ο αιώνα (μόνο πέντε στην ιστορία και μόνος νικητής ο Λεβ Γιασίν το 1963).

Χωρίς οι νεωτερισμοί που έφερε στο τραπέζι να μειώνουν σε τίποτα το τι ήταν -και παραμένει- κάτω από την εστία. Σε όλες τις σεζόν του στην Μπάγερν ως τώρα έχει κάνει περισσότερες από 2.000 αποκρούσεις σε όλες τις διοργανώσεις.

Την πρώτη του χρονιά, αποκρούοντας πέναλτι του Κακά και του Κριστιάνο Ρονάλντο, έστειλε τους Βαυαρούς στον Τελικό του Champions Leugue. Εκεί όμως, στην ίδια μεριά που είχε τρολάρει τον πανηγυρισμό του Καν, πανηγύρισε τελικά ο Ντρογκμπά και η Τσέλσι, επικρατώντας στα πέναλτι στην Allianz Arena, παρότι ο ίδιος σταμάτησε ένα (του Μάτα) και ευστόχησε σε αυτό που ανέλαβε (και) να εκτελέσει.

Την επόμενη χρονιά δεν επέτρεψε να φτάσουν ως εκεί τα πράγματα, έκανε οκτώ επεμβάσεις στον Τελικό με την Ντόρτμουντ, πανηγυρίζοντας το παρθενικό Champions League της καριέρας του, με το δεύτερο να ακολουθεί στο Final 8 της Λισαβώνας, στην κορύφωση του covid, το 2020.

Πέραν της πρώτης του σεζόν στο Μόναχο, δεν έχει χάσει Πρωτάθλημα, μετρώντας αισίως 27 τίτλους με την Μπάγερν, ενώ μετά την απόσυρση του Φίλιπ Λαμ (2017) έγινε και αρχηγός. Με όλα τούτα, θα περίμενε κανείς πως το τσεκούρι του πολέμου θα είχε για τα καλά θαφτεί. Και, κακά τα ψέματα, αυτό φαινόταν πως είχε συμβεί εδώ και αρκετά χρόνια.

Δεν ήταν, δεν είναι έτσι.

Χρεώθηκε τη δεύτερη διαδοχική απογοητευτική παρουσία της Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ, με ακόμα έναν αποκλεισμό στους ομίλους. Και την χρεώθηκε τόσο ως padre padrone, μάνα του λόχου, αρχαιότερος μιας πολύ ανανεωμένης ομάδας, όσο και για την αναστάτωση που προκλήθηκε από την απόφαση των Γερμανών διεθνών να αντιδράσουν στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κατάρ και τη δική του πρωτοβουλία να ζητήσει να φορέσει περιβραχιόνιο με τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Του απαγορεύτηκε τελικά με την απειλή τιμωρίας, η οποία όμως και προκάλεσε την περίφημη ομαδική φωτογραφία πριν τη σέντρα του -καταδικαστικού, όπως αποδείχτηκε, για τα «Panzer»– παιχνιδιού με την Ιαπωνία, με τους Γερμανούς να φράζουν τα στόματά τους.

Επιστρέφοντας, ήταν βάσει εσωτερικού κανονισμού υποχρεωμένος -όπως και όλοι οι συμπαίκτες του- να μην κάνει διακοπές μέχρι το τέλος του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Πήγε λοιπόν για (αγαπημένο του χόμπι) σκι σε μια βουνοκορφή στο πατρικό του, η οποία δεν έχει καν λιφτ και την οποία και γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά για δεκαετίες.

Η ζημιά όμως δεν θέλει πολύ για να γίνει. Και έγινε. Κάπου βρήκε, κάπως βρήκε, έπεσε και διέλυσε το πόδι του. Εγχειρίστηκε, η σεζόν του τελείωσε πρόωρα, προκαλώντας τεράστια, πρόσθετη, αγωνιστική (και όχι μόνο) αναστάτωση στην Μπάγερν. Το κενό του καλύφθηκε με την αγορά του Ελβετού Γιαν Ζόμερ από την Γκλάντμπαχ, κίνηση που για πρώτη φορά επί των ημερών του δείχνει να είναι ευθέως ανταγωνιστική.

Λίγες εβδομάδες αργότερα προστέθηκε κι άλλο νερό στον μύλο, με τον Τόνι Ταπάλοβιτς, τον Κροάτη προπονητή τερματοφυλάκων, ο οποίος ήταν κολλητός του Νόιερ από τα χρόνια του στη Σάλκε και ουσιαστικά τον επέβαλε στο πλαίσιο της μετακόμισής του στην Μπάγερν, απολύθηκε από τους Βαυαρούς.

Και μάλιστα χωρίς η κατηγορία που του αποδόθηκε παρασκηνιακά, ότι δηλαδή πρακτικά… ρουφιάνευε στον Νόιερ τι λεγόταν και τι γινόταν στο προπονητικό επιτελείο του Γιούλιαν Νάγκελσμαν, να διαψεύδεται ποτέ και από κανέναν από αυτούς που πήραν την απόφαση απόλυσης.

Ξεκάθαρο καρφί, εμφανές πια παντού και σε όλους. Ο Νόιερ απάντησε κατηγορώντας ουσιαστικά -παρότι έμμεσα- τους διοικούντες και προκαλώντας οργισμένες αντιδράσεις. Τόσο των… κατηγορούμενων, οι οποίοι φρόντισαν να μετριάσουν τη φωτιά χωρίς να προχωρήσουν τελικά στην επιβολή προστίμου μαμούθ, όπως είχε αρχικά εντέχνως διαρρεύσει, αλλά και αυτή των φιλάθλων, οι οποίοι έφτασαν να ζητάνε ακόμα πιο ριζοσπαστική ποινή που έφτανε ως και την αποπομπή του.

Οι εξελίξεις στη θέση του προπονητή -απόλυση Νάγκελσμαν, πρόσληψη Τούχελ– μετατόπισαν το επίκεντρο της προσοχής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως η ώρα που θα επιστρέψει στον Νόιερ αργεί.

Ακόμα και νομοτελειακά θα συμβεί. Όχι μόνο λόγω του σοβαρού τραυματισμού αλλά και γιατί πλέον μεγάλωσε (με το συμβόλαιό του να ολοκληρώνεται το καλοκαίρι του 2024). Αβέβαιο σε αυτή την προχωρημένη ποδοσφαιρικά ηλικία το πώς θα επιστρέψει.

Το αν, ο ίδιος τουλάχιστον, το έχει αποκλείσει, θεωρώντας δεδομένο πως θα γυρίσει και πως αυτός, στο γήπεδο, θα αποφασίσει το πώς και πότε θα κρεμάσει τα γάντια του.

Λάθος.

Όσο χρόνο και αν έχει ως τότε, όπως και αν τελικά συμβεί, το σωστό πια, αυτό που ο ίδιος κατοχύρωσε, είναι πως ο τερματοφύλακας του Football 2.0 δεν κρεμάει απλώς και μόνο τα γάντια του.

Αλλά και τα εξάταπα μαζί.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This