Του Ιωάννη Πέππα
Ο Βραζιλιάνος αριστερός μεσοεπιθετικός και αργότερα προπονητής Μάριο Ζαγκάλο (Mário Jorge «Lobo» Zagallo), γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 1931, στο Ματσέιο της πολιτείας του Αλαγκόας. Ο πρώτος στη Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία που κατέκτησε τον υπέρτατο ποδοσφαιρικό τίτλο αυτού του πλανήτη, τόσο ως παίκτης το 1958 και το 1962, όσο και ως προπονητής, το 1970! Έχει συμμετοχή και με τις 2 ιδιότητες, στους 4 από τους 5, μέχρι στιγμής Παγκόσμιους Τίτλους που έχει κατακτήσει η Βραζιλία, αφού ήταν βοηθός, σε ρόλο συμβούλου το 1994! Με μεγάλη ποδοσφαιρική καριέρα σε κορυφαίους βραζιλιάνικους συλλόγους, δημιούργησε θρύλο γύρω από τ’ όνομά του, ξεκινώντας την ποδοσφαιρική του καριέρα με την Αμέρικα το 1948, ενώ αργότερα έπαιξε για την Φλαμένγκο, κατακτώντας ως παίκτης της το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, αλλά και την Μποταφόγκο, κατακτώντας ως παίκτης της τον Παγκόσμιο τίτλο του 1962. Κέρδισε συνολικά 33 διεθνείς συμμετοχές με τη Βραζιλία, μεταξύ 1958 και 1964. Στη συνέχεια, έβαλε τη σφραγίδα του και ως προπονητής, όπου αποδείχτηκε πραγματικός «Lobo» (Λύκος) των πάγκων, όπως δηλώνει το παρατσούκλι του που απέκτησε από τους ποδοσφαιριστές του, για λόγους που αφορούσαν την τακτική του στο παιχνίδι, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια πανίσχυρη γραμμή κρούσης, από ποδοσφαιριστές που στους συλλόγους τους αγωνιζόντουσαν ΌΛΟΙ ΤΟΥΣ ως δεκάρια!
Ως ποδοσφαιριστής αγωνίστηκε σε 3 μεγάλες ομάδες, την Αμέρικα του Ρίο ντε Τζανέιρο για μια διετία από το 1948 έως το 1950, τη Φλαμένγκο για την επόμενη οκταετία έως το 1958, κατακτώντας 3 φορές το πολιτειακό πρωτάθλημα του Ρίο (Campeonato Carioca) το 1953, το 1954 και 1955 και τη Μποταφόγκο από το 1958 έως το 1965, πανηγυρίζοντας ακόμα 2 πολιτειακούς τίτλους, το 1961 και το 1962 ενώ κατέκτησε και 2 φορές το Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάουλο που έπαιζε τον άτυπο ρόλο του πρωταθλήματος Βραζιλίας, το 1962 και το 1964.
Έκανε το ντεμπούτο του στην εθνική Βραζιλίας στις 4 Μαΐου του 1958. Έπαιξε 33 διεθνείς αγώνες με την «σελεσάο» και σημείωσε 5 γκολ. Κατέκτησε τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1958, σκοράροντας στον τελικό με την Σουηδία, ως παίκτης της Φλαμένγκο και του 1962, σκοράροντας στο εναρκτήριο ματς με το Μέξικο, παίζοντας για τη Μποταφόγκο. Ο τελευταίος διεθνής αγώνας πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου του 1964.
Ως ποδοσφαιριστής, ο Μάριο Ζαγκάλο υπήρξε ένας καθαρόαιμος αριστερός εξτρέμ με μια σχετικά μικρή σωματική διάπλαση, ο οποίος ήταν γνωστός για τις τεχνικές του ικανότητες και την υψηλή συνεισφορά του στην αμυντική λειτουργία της ομάδας, καθώς και την ικανότητά του να επιτίθεται από σχετικά οπισθοχωρημένες θέσει, ενεργώντας ως ένας παραγωγικός μέσος. Ήταν επίσης σε θέση να παίζει ακόμα και σε πιο επιθετικούς ρόλους, είτε σε ρόλους δεύτερου ή κρυφού κυνηγού ακόμα και ως κύριος επιθετικός.
Ως προπονητής, ξεκίνησε το 1965 από τη Μποταφόγκο, την οποία οδήγησε σε δύο πολιτειακούς τίτλους Carioca και δύο Κύπελλα Βραζιλίας. Από το 1970 ήταν παράλληλα και προπονητής στην εθνική ομάδα. Μαζί της κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μέξικο και έγινε ο πρώτος άνθρωπος που κέρδισε τον Παγκόσμιο Τίτλο και ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής. Το έχει επαναλάβει έκτοτε και ο Φραντς Μπεκενμπάουερ (Franz Anton Beckenbauer), ως ποδοσφαιριστής το 1974 και ως προπονητής το 1990. Στην ηλικία των 38 ετών, είναι επίσης ο 2ος νεότερος προπονητής που οδήγησε εθνική ομάδα σε κατάκτηση Παγκοσμίου Κυπέλλου, μετά τον Ουρουγουανό Αλμπέρτο Σούπιτσι (Alberto Suppici) με την Ουρουγουάη το 1930, σε ηλικία 31 ετών.
Το πρωτοποριακό για την εποχή του, ήταν ότι κατάφερε να δημιουργήσει μια πανίσχυρη γραμμή κρούσης με τους Τοστάο (Eduardo Gonçalves de Andrade, “Tostão”), Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”), Ζαϊρζίνιο (Jair Ventura Filho, “Jairzinho”), Ζέρσον (Gérson de Oliveira Nunes, “Gérson”) και Ριβελίνο (Roberto Rivellino) που ήταν ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ… δεκάρια! Ουσιαστικά επρόκειτο για μια ομάδα που αγωνιζόταν με σύστημα 5-3-2 (5 αμυντικούς, 3 μέσους και 2 επιθετικούς), εκ των οποίων μόνο οι 3 είχαν ουσιαστικά αμυντικούς ρόλους, ενώ οι άλλοι 2 (συνήθως τα ακραία μπακ) λειτουργούσαν ως οι πτέρυγες, επικουρικά στους 3 μέσους και που μπορούσε να μετατραπεί άνετα και αμέσως σε 3-5-2 όταν επιτίθονταν, με τον Ζαγκάλο να έχει θέσει τα θεμέλια για τον τρόπο που θα έπαιζε η Βραζιλία τα επόμενα χρόνια.
Ενώ ήταν εθνικός προπονητής, ήταν επίσης προπονητής στη Φλουμινένσε το 1971. Εκείνη τη χρονιά, κέρδισε το πρωτάθλημα του Ρίο ντε Τζανέιρο για 3η φορά. Κατά τη διάρκεια του 1972, ανέλαβε την αώνια αντίπαλο, Φλαμένγκο, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα του Ρίο για 2η συνεχόμενη σεζόν. Κέρδισε το τρόπαιο για πέμπτη φορά το 1974 και πάλι με την Φλαμένγκο, ενώ ως εθνικός προπονητής, το 1974 κέρδισε την 4η θέση στη Γερμανία και το 1975 παραιτήθηκε. Επέστρεψε σ’ αυτήν το 1993 ως τεχνικός διευθυντής/συντονιστής κι ένα χρόνο μετά κατέκτησε το Μουντιάλ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο ενδιάμεσο εργάστηκε στη Μποταφόγκο, στο Κουβέϊτ και δημιούργησε την ομάδα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με τα οποία πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, την έχει οδηγήσει σε συνολικά 154 αγώνες, έχοντας απολογισμό: 110 νίκες, 33 ισοπαλίες και μόλις 11 ήττες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προπονητικής του καριέρας, είχε το παρατσούκλι «Ο Καθηγητής», λόγω της τακτικής ενημέρωσης και της επιβλητικής παρουσίας στον πάγκο του, ενώ από τους παίκτες του αποκαλούνταν επίσης ως «El Lobo» (Ο Λύκος).
Το αρχικό όνομα της οικογένειας είναι Zakour, με καταγωγή από το Ζαλέ, στη κοιλάδα Μπεκάα του ανατολικού Λιβάνου. Ρωμαιοκαθολικός το θρήσκευμα, παντρεύτηκε την Alcina de Castro στις 13 Ιανουαρίου του 1955, στην Εκκλησία των Καπουτσίνων στο Ρίο ντε Τζανέιρο και παρέμειναν μαζί μέχρι το θάνατό της, στις 5 Νοεμβρίου του 2012, αποκτώντας 4 γιους. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συμπατριώτες του, που φημίζονται για τη δεισιδαιμονία τους, λατρεύει τον αριθμό 13! Παντρεύτηκε στις 13 του μήνα, κατέκτησε το πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο τη χρονιά του 58 (5+8=13) και τον τελευταίο του ως προπονητής το 94 (9+4=13), έχει τον αριθμό 13 τυπωμένο σε όλα του τα ρούχα και μένει στον 13ο όροφο της οικοδομής που κατοικεί!
PALMARES
Επαγγελματική καριέρα
- 1948/49: America Football Club
- 1950–1958: Clube de Regatas do Flamengo, 217 (30)
- 1958–1965: Botafogo de Futebol e Regatas
Διεθνής
- 1958–1964: Βραζιλία, 33 (5)
Προπονητική καριέρα
- 1966–1970: Botafogo de Futebol e Regatas
- 1967/68: Βραζιλία
- 1970–1974: Βραζιλία
- 1971/72: Fluminense Football Club
- 1972–1974: Clube de Regatas do Flamengo
- 1975: Botafogo de Futebol e Regatas
- 1976–1978: Κουβέιτ
- 1978: Botafogo de Futebol e Regatas
- 1979: Al-Hilal Saudi Football Club
- 1980/81: Club de Regatas Vasco da Gama
- 1981–1984: Σαουδική Αραβία
- 1984/85: Clube de Regatas do Flamengo
- 1986/87: Botafogo de Futebol e Regatas
- 1988/89: Bangu Atlético Clube
- 1989/90: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
- 1990/91: Club de Regatas Vasco da Gama
- 1991–1994: Βραζιλία (συντονιστής)
- 1994–1998: Βραζιλία
- 1999: Associação Portuguesa de Desportos
- 2000/01: Clube de Regatas do Flamengo
- 2002: Βραζιλία (υπηρεσιακός)
- 2003–2006: Βραζιλία (συντονιστής)
- 2011–2017: Λίβανος (σύμβουλος)
Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Συλλογικοί
Με τη Flamengo
- Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο (Campeonato Carioca): 3 (1953, 1954, 1955)
Με τη Botafogo
- Διεθνές Τουρνουά Παρισιού: 1963
- Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο (Campeonato Carioca): 2 (1961, 1962)
- Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάουλο: 2 (1962, 1964)
Διεθνείς
Με τη Βραζιλία
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 2 (1958, 1962)
- Copa América: φιναλίστ το 1959
Προσωπικές Διακρίσεις
- Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1962
- Μέλος του Hall of Fame του Βραζιλιάνικου Ποδοσφαίρου
Ως προπονητής
Συλλογικοί
Με τη Botafogo
- Κύπελλο Βραζιλίας: 1968
- Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο ντε Τζανέιρο (Campeonato Carioca): 2 (1967, 1968)
- Guanabara Cup: 2 (1967, 1968)
Διεθνείς
Με τη Βραζιλία
- Παγκόσμιο Κύπελλο :1970, 1994 (ως συντονιστής), φιναλίστ το 1998, 4η θέση το 1974
- Κύπελλο Συνομοσπονδιών FIFA (Confederations Cup): 1997
- Copa América: 1997, φιναλίστ το 1995
- CONCACAF Gold Cup: φιναλίστ το 1996, 3η θέση το 1998
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Εθνικός Προπονητής στον Κόσμο από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: 1997
Πηγή: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο