Της Μαρίας Καούκη
Την Πέμπτη στις 17 Οκτωβρίου ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης θα γινόταν 45. Σαρανταπέντε ετών κάτω από το δυνατό φως ενός ολόγιομου φεγγαριού, όπως θα ταίριαζε στη φωτεινή ψυχή του. Ένας νέος άντρας, χτισμένος στα θεμέλια του αγώνα και των οραμάτων για ένα καλύτερο, δικαιότερο κόσμο.
Το μέτρημά του επί της γης σταμάτησε στις 14 Οκτωβρίου του 2022, πριν από ακριβώς δύο χρόνια. Το διαμέτρημά του όμως εκτείνεται στην αιωνιότητα. Έφυγε λίγο πριν αγγίξει τους 43 Μάηδες.
Ποτισμένος με απαντοχή έδωσε ήσυχα και αξιοπρεπώς μάχη για τη ζωή του, μάχη με αντίπαλο τον καρκίνο και μας άφησε σύξυλους σ’ ένα σταυροδρόμι. Από τη μια το πένθος και από την άλλη η ελπίδα.
Φεύγοντας, στο διδακτικό επίλογο της ζωής του μάς διαβεβαίωσε ότι εκείνος μάς αποχαιρετά νικητής και ικανοποιημένος, παρόλο που δεν θα συνεχίσει να πορεύεται μαζί μας και μάς ζήτησε να διαλέξουμε το δρόμο της ελπίδας και του αγώνα σε αυτό το σταυροδρόμι.
Σχεδόν μας το επέβαλλε, όχι με το λόγο του, αλλά με την επιθυμία του να δοθούν σε δημοπρασία -με σκοπό να βοηθηθούν άνθρωποι σε ανάγκη- τα δύο σημαντικότερα κειμήλιά του από τη λαμπρή αθλητική διαδρομή του, τα δύο μετάλλιά του σε Ολυμπιακούς Αγώνες, αργυρό της Αθήνας και το χάλκινο του Πεκίνου.
Αυτή τη σκέψη την έκανε πρώτη φορά όταν ακόμα ένιωθε δυνατός και ότι μπορεί να γιατρευτεί.
Όμως πώς να μη σε τραβήξει προς το μέρος του το πένθος για ένα 43χρονο; Πώς γίνεται να μην το κουβαλάς μέσα σου για πάντα, να μην πονάς σε κάθε ανάμνηση αυτής της νιότης που έσβησε;
Με τον Αλέξανδρο υπήρξαμε φίλοι από το 1999 και ομολογώ ότι μέχρι σήμερα δεν αντέχω να κοιτάξω μια φωτογραφία του. Το αποφεύγω και δεν τολμώ να σκεφτώ πόσο οδυνηρή είναι η απουσία του για τους οικείους του.
Πώς μπορεί να συμφιλιωθεί κάποιος με το θάνατο νέων ανθρώπων; Πώς γίνεται; Προσωπικά, αρνούμαι να αποδεχθώ τέτοια γεγονότα. Είμαστε και θα παραμείνουμε εχθροί.
Πρώτη φορά έγραψα για το θάνατο ενός φίλου μου το πρωινό που έφυγε ο Αλέξανδρος. Ήταν η πιο δύσκολη μέρα της 26χρονης διαδρομής μου στη δημοσιογραφία. Και τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις, δυο χρόνια μετά το θάνατό του, δεν την παλεύω.
Ίσως και επειδή αντιλαμβάνομαι ότι ο ίδιος ο κόσμος και η ύπαρξή του δεν την παλεύει χωρίς Αλέξανδρους, χωρίς την ανδρεία του Νικολαΐδη, δίχως μια στάλα δονκιχωτισμό.
Ναι, είναι αδύνατον να μην πενθήσεις έναν νέο άνθρωπο, αλλά και εξοντωτικό να σταματήσεις να ελπίζεις, να ονειρεύεσαι και να οραματίζεσαι. Κάνε και τα δύο.
Ο Ψηλός μάς ζήτησε όσο ζούμε να μαζεύουμε και να ακουμπάμε στο σήμερα καθαρά λιθαράκια για να χτίσουμε το αύριο που θέλουμε. Καθαρές και εγκάρδιες πράξεις, όχι μόνο για το δικό μας χαμόγελο αλλά και των ανθρώπων γύρω μας.
Αν δεν χαμογελούν όλοι και το δικό μας χαμόγελο θα σβήσει γρήγορα. Μόνο κάποιος χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης θα άντεχε να είναι χαρούμενος ανάμεσα σε σκυθρωπά πρόσωπα. Και από δαύτους διαθέτουμε πολλούς.
Έλλειμμα σε Αλέξανδρους έχουμε. Είναι σπάνιοι και ίσως έτσι να εξηγείται γιατί νιώθουμε ότι ανταμώνουμε με το θείο -σαν να βλέπουμε βαθμοφόρους ενός τάγματος μικρών και μεγάλων θαυμάτων-, όταν τους συναντάμε. Οι Αλέξανδροι είναι η ελπίδα μας.
“Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης επάνω μου, ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά του δρόμου που βγήκα μέσ’ απ’ το καπέλο του” (Τάσος Λειβαδίτης “Η Ανάσταση των Φτωχών”).
Πηγή: Sport24