Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Ελάχιστοι έχουν ακούσει για το Αλέ, μια γαλλική πόλη 40 χιλιάδων κατοίκων στο Γκαρ της Οξιτανίας.

Μια αδιάφορη πόλη του νότου με βιομηχανίες χάλυβα, αλουμινίου, υφαντουργίας και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού που είναι συγκεντρωμένες στην περιοχή είναι ό,τι έχει να επιδείξει.

Από σπουδαία πρόσωπα και ιστορικές μορφές, ο όχι και τόσο γνωστός συγγραφέας Κλοντ Γκανιέρ, μαζί με τον ακόμα λιγότερο γνωστό κρατικό λειτουργό και πιονέρο του επιχειρείν, Λουί Μπονεφόν, είναι οι κορυφαίες προσωπικότητες. Φτωχά πράγματα.

Κι όμως, αυτή η άκρως αδιάφορη περιοχή, “έβγαλε Πρόεδρο” και γέννησε έναν από τους καλύτερους Γάλλους αμυντικούς όλων των εποχών.

Και κάπως έτσι, το Alès μετατράπηκε σε “Allèz”, τη γνωστότερη και πιο προβεβλημένη ιαχή της Εθνικής Γαλλίας και του γαλλικού ποδοσφαίρου εν γένει, η οποία καθιερώθηκε στις συνειδήσεις κυρίως στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000.

Η μνήμη επιστρέφει πολύ εύκολα, όταν η συζήτηση αφορά στην κομψότητα του Ανρί, την τέχνη του Ζιντάν, τη δύναμη του Τουράμ, την τάξη του Ντεσάν, το στυλ του Λιζαραζού. Αυτοί είναι οι πυλώνες της Γαλλίας του ’98, της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στην Πόλη του Φωτός. 

Μονάχα ψαχουλεύοντας τις ρωγμές της, έρχεται στον νου ένα ξεκάθαρα καλό παιχνίδι, μια κεφαλιά, ένα τάκλιν του κορυφαίου εκείνης της ομάδας στα μετόπισθεν: του Λοράν Μπλαν.

Ο κύριος Πρόεδρος, ο Λοράν Μπλαν, είναι μια αχνή ποδοσφαιρική φιγούρα, ένα όνομα που δεν αποτυπώθηκε στα αρνητικά των αναμνήσεων, κυρίως λόγω της ύπαρξης των υπολοίπων. Υπάρχει πάντοτε η λογική εξήγηση που επικυρώνει αυτή την αλλόκοτη ποδοσφαιρική αμνησία.

Ο Μπλαν είναι από τους ελάχιστους Γάλλους εκείνης της φουρνιάς που έκανε όνομα σχεδόν αποκλειστικά εντός συνόρων, είναι ένα τυπικό ΠΟΠ γαλλικό προϊόν παλαιάς κοπής που δύσκολα καταλαβαίνουν οι “ξένοι”.

Ο Ανρί έγινε το είδωλο της Άρσεναλ, ο Τρεζεγκέ της Γιουβέντους, ο Λιζαραζού της Μπάγερν, ο Τουράμ της Πάρμα, ο Πετί της Τσέλσι και ο Ζιντάν… είναι ο Ζιντάν. Ο Μπλαν ακόμα και στη διασύνδεση με σύλλογο διεθνώς είναι “αόρατος”.

Πρέπει να επιστρέψουμε στα βάθη της δεκαετίας του ’80 και στο ξεκίνημα της καριέρας του, για να διαπιστώσουμε ότι η ομάδα, με την οποία συνδέθηκε περισσότερο από καμία άλλη, είναι η αδιάφορη Μονπελιέ.

Εκεί έφτιαξε το όνομά του και μπήκε στο national pool, ήταν μέλος της εθνικής ομάδας Ελπίδων της Γαλλίας που σκότωσε το παραμύθι της δικής μας Εθνικής το μακρινό 1988, τότε που είχαμε διαλύσει τους Ολλανδούς με 5-0.

Σε εκείνη τη Γαλλία, εκτός από τον λαοπρόβλητο σηκωμένο γιακά του Καντονά, βασικός στόπερ ήταν ο Λοράν Μπλαν.

Παρά εκείνον τον τίτλο όμως, εξακολουθούσε να μην τον προσέχει κανείς.

Κάθε φορά που προσπάθησε να αποτινάξει την εντοπιότητα από πάνω του, κάτι δεν λειτουργούσε, κάτι δεν πήγαινε καλά.

Στη Νάπολι έπεσε πάνω στο χάος τής μετά-Μαραντόνα εποχής.

Στη Μπαρσελόνα δεν ταίριαξε ποτέ.

Στην Ίντερ βρέθηκε στη φάση του λυκόφωτος της εποχής Μοράτι.

Στο Μάντσεστερ το σώμα του δεν άντεχε πια…

Το συγκεκριμένο βιογραφικό, μαζί με τις ομάδες, στις οποίες αγωνίστηκε με επιτυχία στη Γαλλία, θα το ζήλευε ο οποιοσδήποτε ποδοσφαιριστής υψηλότατου επιπέδου. Κι όμως, τον Μπλαν σχεδόν δεν τον θυμάται κανένας. Πιθανότατα γιατί δεν διέθετε ποτέ το χαρακτηριστικό γνώρισμα που θα τον άλλαζε κατηγορία.

Ο Λοράν Μπλαν, όμως, από το ξεκίνημα ήξερε ότι έπρεπε να ζήσει με τις ελλείψεις και τα μειονεκτήματά του. Ονειρευόταν μια μεγάλη καριέρα ποδοσφαιριστή, διαπίστωνε όμως αφ’ εαυτού ότι η έλλειψη ταχύτητας και φυσικών προσόντων, πολύ δύσκολα συμβάδιζε με την εξέλιξη του ποδοσφαίρου.

Παρότι ξεκίνησε σαν επιθετικός, φρόντισε να γυρίσει από την αρχή της καριέρας του στην άμυνα, να μασκαρέψει το έλλειμμα και τις αδυναμίες του με την οξυδέρκεια, το χαρακτήρα, την προσωπικότητά του.

Είχε τη διορατικότητα από πολύ νεαρός να αντιληφθεί σε ποιον τομέα μπορεί να τα καταφέρει, βελτίωσε τα δυνατά του σημεία και κατέληξε να κάνει ένα ποδοσφαιρικό ταξίδι που άλλοι, ακόμα και πολύ πιο ταλαντούχοι από εκείνον, απλώς ονειρεύονται.

Μεταφορικά, αυτή η καριέρα συνοψίζεται το Μουντιάλ του ’98. Εκεί, έγινε ο πρώτος μεταξύ ίσων, εκεί προέκυψε ο σεβασμός και η καθολική αναγνώριση. Το σημαντικότερο όλων, ότι αυτή η αναγνώριση ήρθε από τους συμπαίκτες του και όχι από τα media ή το κοινό.

Όταν εκείνη η υπέροχη Γαλλία προκρίθηκε στους ημιτελικούς και κλήθηκε να αντιμετωπίσει την τρομερή Κροατία, τον Μπλαν «σημάδεψαν» οι Κροάτες. Το θέατρο του Σλάβεν Μπίλιτς επέφερε την τιμωρία του Μπλαν με μια κόκκινη κάρτα που του στέρησε το παιχνίδι της ζωής για κάθε ποδοσφαιριστή: έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Εκείνη η κόκκινη κάρτα έκανε το Μπλαν ορατό σε Τύπο και κοινή γνώμη. Απέκτησε βαρύτητα ακόμα κι εκείνο το περίεργο τελετουργικό με τον Φαμπιέν Μπαρτέζ, τον άλλοτε σύζυγο του top model, Λίντα Εβαντζελίστα. Ένα μέχρι τότε ενοχλητικό και ολίγον αηδιαστικό τελετουργικό, με ένα φιλί στο φαλακρό κεφάλι του τερματοφύλακα, πριν από την έναρξη κάθε αγώνα.

Μετά από εκείνη την αποβολή, το φιλί έγινε ξόρκι, αναζητήθηκαν οι λόγοι και τα αίτια της κίνησης, απεδείχθη ότι ο Μπλαν ήταν άκρως προληπτικός και το φιλί στο συμπαίκτη του ήταν σαν κρεμασμένο φυλαχτό στο στήθος του. Χρειάστηκε μια αποβολή και να στερηθεί το μεγαλύτερο ματς της ζωής του, για να τον καταλάβει ο κόσμος.

Ξανάγινε μεμιάς «Πρόεδρος, Le Prèsident», προσωνύμιο που του είχε κολλήσει από τον καιρό της Μαρσέιγ, εξ αιτίας των αδιαμφισβήτητων ηγετικών του ικανοτήτων.

Δεν ήταν πια ιστορική αναφορά το γεγονός ότι υπήρξε ο πρώτος σκόρερ χρυσού γκολ στην ιστορία των Mουντιάλ.

Το γκολ εναντίον της Παραγουάης μπορεί να στεναχώρησε το ουδέτερο φίλαθλο κοινό που πάντοτε λατρεύει τις ιστορίες των underdogs και θα “πέθαινε” να δει την Παραγουάη του Τσιλαβέρτ και του Γκαμάρα να προχωράει ακόμα περισσότερο, εξακολουθεί, ωστόσο, να είναι το κρισιμότερο γκολ της Γαλλίας σε εκείνο του τουρνουά. Περισσότερο κι από τις κεφαλιές-οβίδες του Ζιζού στον τελικό.

Πάντοτε σκόραρε πολύ ο Μπλαν. Ήταν το όπλο στη φαρέτρα του, η “εκδίκησή” του επειδή λόγω σωματικών προσόντων δεν μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο οπουδήποτε αλλού εκτός από το κέντρο της άμυνας.

Από τα χρόνια της Μονπελιέ, αγνοούσε τις οδηγίες των προπονητών και προωθείτο στα στημένα, πηδούσε κι έβαζε το κεφάλι του ανάμεσα στα υπόλοιπα, έκανε προβολές με κίνδυνο να φύγει με το φορείο.

Σκόραρε 76 γκολ σε οκτώ χρόνια. Είναι επίδοση επιτελικού μέσου, επ’ ουδενί λίμπερο.

Ειλικρινά, δεν ξέρω, αν υπάρχει άλλος στόπερ με συνολικά 141 γκολ καριέρας.

Ο Μπλαν είχε και την κοψιά και τη λογική των παλιών ποδοσφαιριστών που υπηρετούσαν τους άγραφους κανόνες της Παλαιάς Διαθήκης του ποδοσφαίρου: στο στημένο «ανεβαίνουν οι ψηλοί από την άμυνα, μήπως πάρουν την κεφαλιά», στα τελευταία λεπτάόταν η ομάδα πιέζει για να ισοφαρίσει ή να κερδίσει, ο στόπερ γίνεται φορ.

Δεν υπάρχει η παραμικρή έννοια τακτικής, δεν διδάσκεται αυτό το πράγμα στις σχολές προπονητών. Είναι παλιό, αγνό, ανόθευτο ποδόσφαιρο. Εκείνο με το τσιμέντο στην εξέδρα και τις κατεβασμένες κάλτσες, το ποδόσφαιρο που το χαίρονταν μόνο, όσοι ήταν παρόντες στο γήπεδο, γιατί δεν υπήρχαν συνδρομητικές πλατφόρμες, δεν υπήρχαν social media και προβολή.

Μερικές φορές, ακόμα και στο πιο κορυφαίο επίπεδο όπως έναν νοκ-άουτ αγώνα μουντιάλ, το ποδόσφαιρο επιστρέφει στις ρίζες του και σκάβει στη δεξαμενή των άγραφων κανόνων του. Στο 113ο λεπτό εκείνου του ματς με την Παραγουάη, δεν αρκούσαν ούτε η ιδιοφυΐα του Ζιντάν, ούτε η δεινότητα του Τρεζεγκέ, ούτε οι τακτικισμοί του Ζακέ.

Χρειαζόταν η επιστροφή στην εποχή της λήθης, στο ποδόσφαιρο του ηρωισμού και του «11 αυτοί – 11 εμείς».

Το «Ouicest finì!» του Γάλλου σχολιαστή και οι ιαχές των Γάλλων σκέπασαν την αντίδραση του Μπλαν. Ο Λοράν, αφού πανηγύρισε old fashion με τεντωμένα χέρια, έτρεξε να αγκαλιάσει τον Τσιλαβέρτ.

Το “παλιό” ποδόσφαιρο σέβεται και εκτιμά.

Η μοναδική κακή σεζόν του ήταν η τελευταία. Ήταν 37 στα 38, κι όμως ο Φέργκιουσον τον είχε κρατήσει στη Γιουνάιτεντ και τον ήθελε στο γήπεδο και στα αποδυτήρια.

Ήταν εμφανώς εκτός ρυθμών Πρέμιερ Λιγκ και μόνο όσοι αναζητούν απεγνωσμένα το παρελθόν, τον ήθελαν βασικό. Ο Σερ Άλεξ ήταν ένας απ’ αυτούς, διότι την εμπειρία και το δέσιμο της ομάδας το αξιολογούσε πάντοτε διαφορετικά στις προτεραιότητες του club.

Πολλές φορές δεν κατανοούμε την εμμονή προπονητών ή ολόκληρων ποδοσφαιρικών οργανισμών με ποδοσφαιριστές σαν τον Μπλαν. Πρόχειρα έρχονται στο νου τα παραδείγματα του Ιέρο στη Ρεάλ, του Κούμαν στη Μπαρσελόνα, του Μπαρέζι στη Μίλαν. Όλοι όσοι ζούμε απ’ έξω την εκάστοτε ποδοσφαιρική πραγματικότητα, εύκολα κρίνουμε, ακόμα πιο εύκολα επικρίνουμε.

Οι ομάδες δεν είναι άψυχοι οργανισμοί, οι ποδοσφαιριστές δεν είναι συμβόλαια, οι εταιρείες δεν είναι έσοδα-έξοδα. Οι παθογένειες και τ’ ανεξήγητα καθορίζουν το dna κάθε ομάδας και εναπόκειται στην ευφυΐα κάθε ποδοσφαιριστή η αποκωδικοποίηση αυτού του γενετικού υλικού.

Θα ορκιζόμουν ότι ο «Πρόεδρος» μπορούσε να γίνει κορυφαίος προπονητής. Πιο σωστά, θα το ήθελα. Παρά τους τίτλους και την ονειρώδη σεζόν με τη Μπορντό (διότι οι τίτλοι με την Παρί είναι κάτι σαν υποχρεωτικοί από τότε που εγκαθιδρύθηκε η χαώδης οικονομική διαφορά με τις υπόλοιπες ομάδες της Ligue 1), ο Μπλαν δεν τα έχει καταφέρει.

Η αύρα του δεν βοήθησε ούτε την Εθνική ομάδα της Γαλλίας τη διετία που του ανατέθηκε η τιμή από την Ομοσπονδία.

Είναι νέος σχετικά ακόμα, αλλά φαίνεται σαν γερουσιαστής, αποπνέει το ίδιο πράγμα που ανέβλυζε και ως ποδοσφαιριστής.

Για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο του φρενήρους ρυθμού και των ηλικιακών μέσων όρων που ολοένα και χαμηλώνουν, πιθανότατα πια να είναι «παλιά ή καθόλου νέα».

Αυτή είναι, όμως, η ιστορία της ζωής του, αυτή είναι η μοίρα του. Να διασυνδέεται νοερά με το παλιό, το φθαρτό, το ξεπερασμένο.

Θα χρειαστούν χρόνια, πιθανόν δεκαετίες, για να δικαιωθεί και να πάρει τη σωστή θέση στην ιστορία.

Μέχρι τότε, παραμένει εσώκλειστος στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, για το φέρουμε και στα δικά μας ιστορικοαναφορικά μέτρα.

Όταν βγει από εκεί, ίσως τότε οι Γάλλοι να παραδεχτούν ότι τρεις ήταν οι μεγαλύτεροι Πρόεδροι της νεότερης ιστορίας τους. Μιτεράν, Ολάντ και Λοράν Μπλαν.

Πηγή: Athletes’ Stories