Μ’ αυτά και μ’ αυτά η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, λίγο μετά την αξιόλογη πλην αποτυχημένη προσπάθεια στο παρά ένα για πρόκριση στο Euro της Γερμανίας, ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Το να γεμίσει το «Καραϊσκάκης» σε ένα ματς της Εθνικής μας με την Ιρλανδία δεν είναι κάτι που εύκολα μπορούμε να το δούμε στη χώρα μας.
Ας μην γελιόμαστε, στην Ελλάδα δεν αγαπάμε την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, οι σταθεροί οπαδοί της είναι λίγοι. Αγαπάμε τις νίκες της Εθνικής μας ομάδας και τη θυμόμαστε μόνο στα καλά. Υπό αυτή την έννοια η συγκυρία που έχει δημιουργηθεί σε αυτό το νέο ξεκίνημα στο Nations League τόσο αγωνιστικά όσο και με την απίστευτα ώριμη αλλά και συγκινησιακά φορτισμένη αντιμετώπιση του τραγικού γεγονότος της απώλειας του Τζορτζ Μπάλντοκ είναι πραγματικά ευεργετική.
Η Εθνική ομάδα κερδίζει και πάλι τον Ελληνα φίλαθλο, ταυτίζεται μαζί του, το κοινό αρχίζει και πάλι να εκτιμά και να σέβεται τον Ελληνα ποδοσφαιριστή, κάτι που η χρυσή γενιά του 2004 το πέτυχε στην κορύφωση της προσπάθειας για την κατάκτηση του Euro, ούτε καν με το ξεκίνημα του τουρνουά στην Πορτογαλία και έχει δημιουργηθεί μια υγιής αύρα, που μπορεί από το πουθενά να αποτελέσει το αντίδοτο στην τοξικότητα που πνίγει το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Κάτι στο οποίο ασφαλώς μετράει πολύ και η σύνθεση της Εθνικής ομάδας. Ξεκινώντας από τον προπονητή, που είχε καταφέρει να κερδίσει την εκτίμηση του δύσκολου και δηλητηριασμένου ποδοσφαιρικού κοινού της Ελλάδας, όταν ακόμα ήταν προπονητής στον Παναθηναϊκό, όταν κατάφερε μετά από χρόνια να κάνει πρωταθλητισμό και να αρχίσει να διεκδικεί από τους άλλους μεγάλους. Δεν είναι μικρό πράγμα για τα δικά μας δεδομένα η καθολική αναγνώριση στο πρόσωπο του Ιβάν Γιοβάνοβιτς είτε κάποιος τον θεωρεί καλό προπονητή ή όχι, αυτό έχει την τελευταία σημασία.
Δεν είναι κάτι το τόσο συνηθισμένο να περιμένεις την αντίδραση του προπονητή της Εθνικής ομάδας και πριν και μετά από τους αγώνες και να γνωρίζεις ότι αυτό που θα ακούσεις από το στόμα του θα είναι πάντα στη σωστή κατεύθυνση και θα αποτελεί τροφή για σκέψη. Οκ, στην τελική φάση του Μουντιάλ περιμένουμε να μας οδηγήσει ο Ιβάν, το καταλαβαίνω, αλλά μπορούμε να κερδίσουμε ακόμα περισσότερα πράγματα από αυτόν.
Και από εκεί και πέρα υπάρχει ένα σταθερό σε μεγάλο βαθμό γκρουπ ποδοσφαιριστών, που είναι ξεκάθαρο ότι έχουν βρει τη μεταξύ τους χημεία, ότι έχουν γίνει ομάδα πρώτα εκτός, που είναι και το πιο δύσκολο, και στη συνέχεια εντός γηπέδου, ένα γκρουπ που ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς δεν αισθάνθηκε ότι έπρεπε να το αλλάξει για να δείξει επικοινωνιακά ότι βάζει τη δική του σφραγίδα και αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη συνεισφορά του μέχρι τώρα: το ότι έπραξε το αυτονόητο και το λογικό, κάτι που στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αποτελεί δεδομένο. Η τρέλα νικά τη λογική και οι επικοινωνιακές φωτοβολίδες υπερτερούν της ουσίας και της σταθερότητας στο να γίνει η δουλειά!
Και το εκπληκτικό είναι ότι μιλάμε στην ουσία για τρεις διαφορετικές κατηγορίες προέλευσης ποδοσφαιριστών. Παιδιά με εμπειρία στο ελληνικό ποδόσφαιρο όπως ο αρχηγός Τάσος Μπακασέτας, ο Μάνταλος, ο Μασούρας, ο Κουρμπέλης, ο Σιώπης, ο Ρότα, παιδιά που λες και προέρχονται από την ίδια μήτρα: χαμηλοί τόνων ποδοσφαιριστές που ποτέ δεν προκάλεσαν, ποτέ δεν μπήκαν στο στόχαστρο για κάποια ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα τους, ποτέ δεν χρειάστηκε να παίξουν κάποιο ρόλο μέσα στο ανόητο σκηνικό της στείρας εγχώριας αντιπαλότητας, οι περισσότεροι αν όχι όλοι δεν ένιωσαν καν την ανάγκη να πουλήσουν φθηνό οπαδιλίκι…
Παρ’ όλα αυτά επιβίωσαν και το τραγικό συμβάν με τον Τζορτζ Μπάλντοκ, από αυτά που δεν θέλεις ποτέ να ζήσεις στην καριέρα σου, τους έδωσε, χωρίς φυσικά οι ίδιοι να το επιδιώξουν, την ευκαιρία –μέσα σε αδιανόητα δύσκολες συνθήκες- να ξεδιπλώσουν σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση σε Λονδίνο και Φάληρο την ποιότητα του χαρακτήρα τους, ίσως και το μυστικό της επιβίωσής τους στη… ζούγκλα.
Ακουσαν και ακούν πολλά ως προς την ποδοσφαιρική τους αξία, μερικοί δραπέτευσαν είτε μόνιμα ή ευκαιριακά σε ξένα πρωταθλήματα, κάποιοι έκαναν τα δικά τους σχέδια για το πότε θα τα… παρατήσουν για να ησυχάσουν, αλλά βλέπουν τώρα ότι το μεγάλο τους ραντεβού μπορεί να είναι η τελική φάση του επόμενου Μουντιάλ. Είναι ξεκάθαρο ότι είδαν την Εθνική ομάδα ως ένα καταφύγιο και ένα ησυχαστήριο από την ταλαιπωρία του εγχώριου ανταγωνισμού.
Υπάρχει μεγαλύτερο παράδειγμα από τον Πέτρο Μάνταλο, τον σκόρερ του δεύτερου γκολ της Εθνικής μας κόντρα στην Ιρλανδία; Από το καλοκαίρι του 2020 αναζητούσε την απόδραση σε υπερατλαντικούς προορισμούς, από το καλοκαίρι του 2022 σκεφτόταν ακόμα και την ποδοσφαιρική του απόσυρση, αλλά μάλλον θα πρέπει να το… τραβήξει λίγο ακόμα!
Κοντά σε αυτά τα παιδιά η νέα φουρνιά ποδοσφαιριστών από τα σπλάχνα ελληνικών ομάδων, περιπτώσεις τύπου Κωνσταντέλια, Κουλιεράκη, Τζόλη, Τζολάκη, Ρέτσου, που πάντα ήταν ευπρόσδεκτα λόγω της έλλειψης ταλέντων στο ελληνικό ποδόσφαιρο ή καλύτερα της έλλειψης εμπιστοσύνης στα ταλέντα του ελληνικού ποδοσφαίρου και η τρίτη πηγή προέλευσης τα παιδιά που δεν έχουν… εμπλακεί στην εγχώρια ποδοσφαιρική πραγματικότητα, βγάζουν το ψωμί τους στο εξωτερικό και τους μάθαμε από την εθνική ομάδα: από τον Χατζηδιάκο μέχρι και τον Ζαφείρη.
Είναι… υποχρεωμένη αυτή η ομάδα να τα πάει καλά μέχρι τέλους. Και για την ίδια την Εθνική ομάδα, που υπάρχουν οι προϋποθέσεις να αγκαλιαστεί από τη μεγάλη μάζα των υγιών Ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων, αλλά και γιατί μπορούν να μας βοηθήσουν να χαρούμε και πάλι το ποδόσφαιρο εντός συνόρων αδιαφορώντας για πολλές από τις εγχώριες παθογένειες.
Να δούμε λίγο τα πράγματα αλλιώς… Γιατί είναι πολύ καλύτερο να… πλακωνόμαστε για το αν πρέπει στην 11άδα της Εθνικής να παίζει ο Ζαφείρης ή ο Κωνσταντέλιας, να αδημονούμε για το ματς του Νοεμβρίου με την Αγγλία στο ΟΑΚΑ, να περιμένουμε την κλήρωση για τα προκριματικά του Μουντιάλ, από το να βλέπουμε εκατοντάδες ριπλέι για την όποια αμφισβητούμενη φάση στην ελληνική Λίγκα, να ασχολούμαστε με το ποιος είναι με ποιον, ή με το ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι είναι οι απέναντι και να αναλύουμε κάθε διακοπή για τους αγώνες της Εθνικής ομάδας ως αναγκαίο κακό που μπορεί να βγάλει εκτός… ρυθμού τον αγαπημένο μας σύλλογο.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει ανάγκη την Εθνική ομάδα, το ματς με την Ιρλανδία απέδειξε ότι και ο Ελληνας φίλαθλος έχει ανάγκη να δει το ποδόσφαιρο ως διασκέδαση και ψυχαγωγία, η χρονική συγκυρία είναι μάλλον ιδανική, μακάρι τα πράγματα να εξελιχτούν ιδανικά, μακάρι το κανονικό ποδόσφαιρο να είναι αυτό που στο τέλος θα νικήσει.
Πηγή: Gazzetta