Ένα από τα μεγαλύτερα σκακιστικά μυαλά που πέρασαν ποτέ από τα 64 τετραγωνάκια και σφράγισαν μια για πάντα τα παγκόσμια χρονικά του σκακιού είχε μια προσωπική ιστορία να διηγηθεί γεμάτη περιπέτειες και απρόοπτα.
Ένας καλός αριθμός συνθηκών λέγεται ότι συνωμότησαν για να κάνουν τον Πολ Μόρφι όσο πιο ιδιαίτερο και εμβληματικό έπαιρνε, από τις οποίες ξεχωρίζουν φυσικά η σκακιστική του διάνοια αλλά και το εξαιρετικά νεαρό της ηλικίας του. Αλλά και η συντομότατη περίοδος φυσικά που έφτασε στην κορυφή και μετά σίγησε για πάντα!
Σε μια εποχή που το σκάκι ήταν ευρωπαϊκή υπόθεση, ο Μόρφι έβαλε την Αμερική από το παράθυρο στον παγκόσμιο χάρτη της σκακιέρας, κάτι που εκτόξευσε το πρεστίζ του σε δυσθεώρητα ύψη. Αν και ήταν η πολύπλευρη και εντελώς ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του αυτή που θα γινόταν τελικά θρύλος του σκακιού, καθώς ο αυτοανακηρυγμένος ισόβιος ερασιτέχνης έμελλε να συναντήσει απογοητεύσεις και αναποδιές και να πάρει ο ευαίσθητος ψυχισμός του μια περίεργη τροχιά.
Κι έτσι ό,τι ξεκίνησε ως παιδί-θαύμα του σκακιού και έγινε τρανό στα πέρατα του κόσμου, θα μετατρεπόταν σε μια τραγωδία εν εξελίξει. Αρκεί μάλιστα για την ώρα να αναφερθεί ότι η εξέχουσα σκακιστική καριέρα του Μόρφι κράτησε μόλις δύο χρόνια(!), αν και ο αντίκτυπός της στην επικράτεια του σκακιού θα ήταν διαχρονικός.
Ο Πολ Μόρφι, που απεχθανόταν μετά βδελυγμίας τον επαγγελματισμό, έφτασε αμέσως στην κορυφή και μετά αποσύρθηκε αηδιασμένος από τον κόσμο του σκακιού, φλερτάροντας πια με την παράνοια, τις εμμονές και τις ιδεοληψίες. Σκάκι δεν ξανάπαιξε ποτέ και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του βουτηγμένος στην εκκεντρικότητα και τις ψευδαισθήσεις, με τρόπο που δεν προσιδίαζε ίσως σε μια από τις μεγαλύτερες σκακιστικές διάνοιες όλων των εποχών…
Πρώτα χρόνια
Ο Πολ Μόρφι γεννιέται στις 22 Ιουνίου 1837 στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα μέσα σε εύπορη οικογένεια νομομαθών: ο πατέρας του ήταν μεγαλοδικηγόρος και αργότερα γενικός εισαγγελέας και δικαστής τελικά και η πιανίστρια μητέρα του γόνος αμερικανο-γαλλικής δυναστείας. Ο μικρός Πολ μεγαλώνει λοιπόν μέσα σε ένα καλλιεργημένο περιβάλλον όπου το σκάκι και η μουσική ήταν σε ημερήσια διάταξη.
Ο πατέρας και ο θείος του συνήθιζαν να απολαμβάνουν μια κυριακάτικη παρτίδα σκάκι και ο Πολ έμαθε να παίζει απλώς παρατηρώντας τους. Σύμφωνα με τον θείο του, Ερνστ Μόρφι, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να του μάθει σκάκι και ο μικρός ήταν πραγματικά αυτοδίδακτος. Ήταν όμως και διάνοια και σε ηλικία 10 ετών κέρδιζε εύκολα πατέρα και θείο! Ο πιτσιρικάς σύντομα απέκτησε φήμη ως ο καλύτερος σκακιστής της Λουιζιάνα και οι υψηλοί προσκεκλημένοι του πατέρα του, όταν ζητούσαν να παίξουν με τον καλύτερο της περιοχής, έρχονταν αντιμέτωποι με το παιδί-θαύμα! Ακόμα και ο περίφημος ούγγρος γκραν μετρ Γιόχαν Λόβενταλ πέρασε από τη Νέα Ορλεάνη τον Μάιο του 1850 και έπαιξε με τον 13χρονο Πολ, χάνοντας τις δύο από τις τρεις παρτίδες (η τρίτη έληξε ισόπαλη)!
Το μεγάλο ταλέντο του σκακιού θέλησε να γίνει δικηγόρος και έγινε δεκτός στο δικηγορικό σώμα της Λουιζιάνα τον Απρίλιο του 1857, στα 19 του χρόνια, με τον όρο να μην εξασκήσει ακόμα τη δικηγορία γιατί ήταν ιδιαιτέρως νεαρός! Προικισμένος με ένα θαυμάσιο μυαλό που θα λέγαμε σήμερα μεγαλοφυΐα, ο Μόρφι ολοκλήρωσε τις σπουδές του πριν κλείσει τα 20 χρόνια ζωής, μιλούσε τέσσερις ξένες γλώσσες και μπορούσε να ανακαλέσει από μνήμης όλο τον Αστικό Κώδικα της Λουιζιάνα.
Αν και εκεί που πραγματικά διέπρεπε το φιντάνι ήταν στο σκάκι, έχοντας πια κερδίσει όλους τους γνωστούς σκακιστές των ΗΠΑ με σκορ που δεν άφηναν αμφιβολία για την πρωτοκαθεδρία του στο παιχνίδι. Κι έτσι όταν διοργανώθηκε το πρώτο αμερικανικό σκακιστικό τουρνουά στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του 1857, η φήμη του ως σκακιστή τον ακολουθούσε: αφού κέρδισε εύκολα την πρώτη θέση, εξέδωσε ένα αυθάδικο φιρμάνι σύμφωνα με το οποίο θα έπαιζε με οποιονδήποτε έχοντας μειονέκτημα πιονιού και πρώτης κίνησης! Ένας και μόνο ένας σκακιστής σήκωσε το γάντι, κάποιος C.H. Stanley, ο οποίος εγκατέλειψε ωστόσο έπειτα από πέντε παρτίδες, μετρώντας τέσσερις ήττες.
Αφού προκάλεσε μερικούς ακόμα περιβόητους σκακιστές των ΗΠΑ και αρνήθηκαν όλοι, ήταν τώρα η στιγμή να ανοιχτεί στην περιπέτεια των μεγάλων σκακιστικών σαλονιών της Ευρώπης…
Η τεράστια σκακιστική καριέρα των δύο ετών
Τον Ιούνιο του 1858 ο Μόρφι θα βρεθεί στην Αγγλία για να παίξει με τον πρεσβευτή του βρετανικού σκακιστικού κόσμου, τον γκραν μετρ Χάουαρντ Στόντον. Ο Βρετανός, θέλοντας προφανώς να αποφύγει τον διασυρμό από τον αμερικανό πιτσιρικά, απέφυγε με τέχνασμα την πρόσκληση και ο Μόρφι έπαιξε τελικά και πάλι με τον Λόβενταλ, μετρώντας άλλη μια εμφατική επικράτηση.
Σειρά είχε μετά η Γαλλία, όπου θα πραγματοποιήσει τον μεγάλο άθλο του, το ταυτόχρονο παιχνίδι με οκτώ παίκτες και μάλιστα με τα μάτια δεμένα! Αφού κέρδισε μια σειρά ακόμα από προβεβλημένους σκακιστές της Γηραιάς Ηπείρου και έβαλε το αμερικανικό σκάκι στον χάρτη, έδωσε τέσσερις τελικά σκακιστικές παραστάσεις με πολλαπλούς αντιπάλους και τα μάτια κλειστά: μία στο Μπέρμιγχαμ, δύο στο Λονδίνο και την επίμαχη στο Παρίσι. Και έχασε μάλιστα μόλις μία παρτίδα (παίζοντας οχτώ με καθέναν από τους οχτώ αντιπάλους του, με κάθε επίδειξη να διαρκεί περισσότερες από δέκα ώρες), γράφοντας ένα από τα πρώιμα ρεκόρ της σκακιέρας.
Η παρισινή επίδειξη έμελλε να τον ενθρονίσει στην κορυφή του σκακιστικού στερεώματος, καθώς οι αντίπαλοί του ήταν όλοι δυνατοί. Παρά τον εμφατικό του άθλο, ο Μόρφι δεν θεωρούσε αυτές τις μασκαράτες «σοβαρό σκάκι», ισχυριζόμενος ότι «δεν αποδεικνύουν τίποτα». Αφού μάγεψε την Πόλη του Φωτός, επέστρεψε στο Λονδίνο και έδωσε σειρά ανεπίσημων ματς με τους καλύτερους σκακιστές, μεταξύ των οποίων και ο κορυφαίος Άντολφ Άντερσεν, ο ανεπίσημος παγκόσμιος πρωταθλητής του 1851 και αναμφίβολα ο μεγαλύτερος γκραν μετρ της Ευρώπης. Τόσο στα επίσημα ματς όσο και τις ανεπίσημες αναμετρήσεις τους, ο πρώσος σκακιστής σημείωσε μόλις τρεις νίκες στις 17 συνολικά παρτίδες, αφήνοντας τον Μόρφι αδιαφιλονίκητο (αν και άτυπο) παγκόσμιο πρωταθλητή.
Το σοκ και η κατάπληξη των ευρωπαϊκών σκακιστικών κύκλων υπήρξαν θρυλικά. Ο σκακιστικός Τύπος της εποχής προσπάθησε να σώσει τα προσχήματα λέγοντας πως ο Άντερσεν ήταν άρρωστος και σε κακή φόρμα, αν και στην πραγματικότητα ήταν ο Μόρφι αυτός που ταλαιπωρούνταν από ασθένεια εδώ αρκετές εβδομάδες πριν από την αναμέτρηση!
Επιστρέφοντας στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1858, θα έκανε τις πρώτες εκδηλώσεις της η παροιμιώδης κατόπιν αποστροφή του Μόρφι για το σκάκι και την ευρωπαϊκή κοινότητά του. Νεαρός και ιδεολόγος, ο Μόρφι ήρθε σε επαφή με το καταστημένο του ευρωπαϊκού σκακιού, την ανεντιμότητα και τις μάταιες συμβατικότητες της κοινότητάς του και απογοητεύτηκε. Ο κόσμος του γκρεμίστηκε και από ένα άλλο γεγονός: τον επαγγελματισμό και τους τρόπους με τους οποίους οι επαγγελματίες παίκτες προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην. Αυτός, ένας ρομαντικός ιδεαλιστής του παιχνιδιού, διατεινόταν σταθερά ότι ήταν ερασιτέχνης, καθώς δεν ήθελε να δει το σκάκι ως επικερδή δραστηριότητα, όπως ήθελαν να το μετατρέψουν οι ευρωπαίοι συνάδελφοί του. Αηδιασμένος πραγματικά από την κατάσταση που αντίκρισε στα υψηλά ευρωπαϊκά σαλόνια του σκακιού, γράφει σε αντίπαλό του: «Επίτρεψέ μου να επαναλάβω ότι δεν είμαι επαγγελματίας παίκτης, ότι ποτέ δεν θέλησα να κάνω καμιά δεξιότητα που κατέχω μέσο πλουτισμού και ότι η πιο ένθερμη επιθυμία μου είναι να μην παίξω ποτέ για τίποτα άλλο παρά μόνο για την τιμή μου».
Το σκάκι άρχισε τώρα να τον στοιχειώνει για όλους τους λάθος λόγους. Όχι το ίδιο το σκάκι φυσικά, που λάτρευε, αλλά η κοινή πρακτική του επαγγελματικού παιχνιδιού και της καριέρας. Φανατικός ιδεολόγος και ρομαντικός σκακιστής, ο Μόρφι θα καταπλακωνόταν άθελά του από το βάρος της φήμης που απέκτησε αλλά και από την άρνησή του να δει το σκάκι ως βιοπορισμό…
Το τέλος του σκακιού και οι τραγικές περιπέτειες της ζωής του
Ο Μόρφι επέστρεψε στις ΗΠΑ τον Μάιο του 1859, έχοντας μετατραπεί σε έναν από τους κορυφαίους σκακιστές του κόσμου. Η υποδοχή του στη γενέτειρά του ήταν το λιγότερο ηρωική, καθώς είχε μόλις δοξάσει τις άγνωστες σκακιστικά ΗΠΑ στον πλανήτη. Σε πανηγυρική εκδήλωση στο παρεκκλήσι του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ο Μόρφι τιμάται ευρέως και παίρνει δώρο ένα υπέροχο σετ σκακιού με χρυσά και αργυρά πιόνια.
Αν και οι φεστιβαλικές εκδηλώσεις σύντομα έμελλε να επισκιαστούν από ένα δραματικό επεισόδιο που φανέρωνε την ολοένα και αυξανόμενη ευαισθησία του Μόρφι στο σκακιστικό επάγγελμα. Ο συνταγματάρχης Τσαρλς Μιντ, πρόεδρος της Αμερικανικής Σκακιστικής Ένωσης, τον χαιρέτισε στην εκδήλωση ως τον καλύτερο επαγγελματία του σκακιού, κάτι που χτύπησε τις ευαίσθητες χορδές του Μόρφι, ο οποίος πήρε ξαφνικά τον λόγο και ζήτησε να μην τον αποκαλούν έτσι, ούτε ως υπαινιγμό, αφήνοντας την αίθουσα με το στόμα ανοιχτό! Ο Μιντ εγκατέλειψε εξοργισμένος την τελετή, αν και το μάθημα έγινε γνωστό σε όλους κι έτσι κανείς δεν τον αποκάλεσε ξανά «επαγγελματία» στις κατοπινές βραβεύσεις του σε Νέα Υόρκη και Βοστόνη.
Τέτοιος ήταν πάντως ο αντίκτυπος των ευρωπαϊκών θριάμβων του Μόρφι στη χώρα του που δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι γέννησε μια σωστή λαϊκή μόδα! Πολλές εφημερίδες και περιοδικά, θέλοντας να εξαργυρώσουν την αναπάντεχη απήχηση του σκακιού, άρχισαν να φιλοξενούν στήλες για σκάκι. Ο ίδιος ο Μόρφι προσλήφθηκε από μια νεοϋορκέζικη εφημερίδα ως συντάκτης σκακιού με παχυλότατες μηνιαίες αποδοχές.
Αν και πια απομακρυνόταν ολοένα και πιο πολύ από τις δημόσιες εκδηλώσεις του σκακιού και ένα τελευταίο γεγονός θα τον έκανε να δει οριστικά την πόρτα της σκακιστικής εξόδου: επιστρέφοντας στη Νέα Ορλεάνη, γνωστοποιεί για άλλη μια φορά την παλιότερη πρόκληση-πρόσκληση να παίξει με οποιονδήποτε σκακιστή της οικουμένης δίνοντάς του πλεονέκτημα κίνησης και πιονιού. Όταν δεν ανταποκρίθηκε κανείς, κανείς όμως, ο Μόρφι κήρυξε το τέλος της καριέρας του και παρέμεινε φανατικά πιστός στις διακηρύξεις του: σκάκι, δημοσίως τουλάχιστον, δεν θα ξανάπαιζε ποτέ! Οι φίλοι του, που τον θεοπαρακαλούσαν να το ξανασκεφτεί και μηχανεύτηκαν ένα σωρό προκλήσεις και τεχνάσματα για να του εμφυσήσουν και πάλι την αγάπη για το σκάκι, συνειδητοποίησαν κάποια στιγμή ότι ο Μόρφι είχε αποξενωθεί από το παιχνίδι και πίσω δεν θα κοιτούσε.
Ο Μόρφι προσπάθησε να επιστρέψει στη δικηγορία, αν και η φήμη του ως σκακιστή έμελλε να υπονομεύσει την καριέρα του. Οι συμπολίτες του τον σέβονταν απεριόριστα και τον τιμούσαν ως το μεγαλύτερο όνομα του παγκόσμιου σκακιού, κι έτσι δεν μπορούσαν να τον φανταστούν σε οτιδήποτε άλλο παρά τη σκακιέρα. Ήταν ένας γκραν μετρ του σκακιού και τίποτα άλλο, όπως θα του πει εξάλλου ο έρωτας της ζωής του, μια όμορφη και ευκατάστατη κοπέλα από τη Νέα Ορλεάνη, όταν της έκανε πρόταση γάμου: «Μα δεν είσαι παρά απλός σκακιστής»!
Ακόμα πιο απογοητευμένος από την τροπή που είχε πάρει η ζωή του λόγω της θαυμαστής ικανότητάς του στο σκάκι, σταμάτησε να παίζει σκάκι ακόμα και ιδιωτικά και εγκατέλειψε βέβαια την παράλληλη δουλειά του ως συντάκτης σκακιού. Σταυρωμένος στον σταυρό της σκακιστικής φήμης του, κατηγορούσε πια για όλα του τα δεινά το σκάκι, έχοντας μάλλον δίκιο.
Ο Μόρφι ήταν στη Νέα Ορλεάνη προσπαθώντας να αναλάβει έστω και μία δίκη ως δικηγόρος όταν η πόλη έπεσε στα χέρια των δυνάμεων της Ένωσης. Κατάφερε να διαφύγει και τον Οκτώβριο του 1862 πέρασε στην Αβάνα της Κούβας και από κει έφτασε στο Παρίσι. Την άνοιξη του 1865 επέστρεψε στη Νέα Ορλεάνη, αν και το 1867 πήγε άλλη μια φορά στο Παρίσι, όπου θα περάσει τους επόμενους δεκαοχτώ μήνες. Πιστός στις διακηρύξεις του για οριστική εγκατάλειψη στο σκακιού, δεν ξανάπιασε πιόνι στο χέρι του. Όντας μάλιστα στο Παρίσι το 1867, δεν πήγε καν να δει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της ίδιας χρονιάς, τόση αηδία ένιωθε για το σκακιστικό κατεστημένο.
Το 1859 θα επιστρέψει οριστικά στη γενέτειρά του και πλέον το θαυμαστό μυαλό του άρχισε να του παίζει περίεργα παιχνίδια, ρίχνοντας ζοφερές σκιές στο υπόλοιπο του βίου του. Η επίσημη ψυχιατρική διάγνωση της εποχής ήταν «μανία», ένας περιεκτικός όρος που αφορούσε σε πολλές ψυχοπάθειες του καιρού. Χωρίς να υπάρχει λόγος να περιγραφούν αναλυτικά τα περιστατικά της εποχής, ο Μόρφι παρουσίαζε σημάδια παράνοιας και συνδρόμου καταδίωξης, πιστεύοντας ότι ο κουνιάδος του ήθελε να τον δηλητηριάσει και δεν έτρωγε τίποτα αν δεν το είχαν ετοιμάσει η μητέρα και η μικρότερη και ανύπαντρη αδερφή του.
Αργότερα θεωρούσε πως οι μπαρμπέρηδες θα του έκοβαν την καρωτίδα και κατέληξε κάποια στιγμή ο τρελός του χωριού, να περιδιαβαίνει τους δρόμους της Νέας Ορλεάνης σιγομουρμουρίζοντας στον εαυτό του και χαζογελώντας μόνος του. Οι συγγενείς του προσπάθησαν να τον κλείσουν κάποια στιγμή σε άσυλο (Ιούνιος 1882), αν και εκείνος, πανέξυπνος καθώς ήταν και σπουδαγμένος δικηγόρος, υπερασπίστηκε με άνεση τον εαυτό του στη δικαστική αίθουσα επικαλούμενος τις συνταγματικές του ελευθερίες. Ο δικαστής τον έκρινε λογικό και τον έστειλε σπίτι του, παρά τα παραληρήματα και τις παραισθήσεις του.
Μέσα στο κλίμα αυτό, όταν διοργανώθηκε το δεύτερο αμερικανικό σκακιστικό συνέδριο στο Κλίβελαντ το 1871, τον έκαναν θεό φίλοι και συνάδελφοι να παραστεί, αν και η άρνησή του ήταν λυσσαλέα. Δέχτηκε πάντως, μετά κόπων και βασάνων, να συναντηθεί με τον πρώτο επίσημο παγκόσμιο πρωταθλητή Βίλχελμ Στάινιτς κατά το σύντομο πέρασμα του τελευταίου από τη Νέα Ορλεάνη το 1883, θέτοντας ωστόσο όρο απαράβατο να μη συζητήσουν τίποτα που να έχει να κάνει με το σκάκι: οι δυο γκραν μετρ πράγματι συναντήθηκαν και έπειτα από δέκα αμήχανα λεπτά που δεν είχαν τι να πουν, τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του!
Ο Μόρφι δεν διαγνώστηκε επισήμως με παράνοια, καθώς παρέμενε ακίνδυνος και κανείς δεν ένιωθε να απειλείται από αυτόν. Τώρα ζούσε ως ερημίτης και είχε αποτραβηχτεί εντελώς από τη δημόσια ζωή. Η αγάπη του για το σκάκι δεν παρήλθε βέβαια ποτέ, παρά την απόσυρση και το μένος που εμφάνιζε όταν άκουγε την επίμαχη λέξη, καθώς στο σπίτι του βρέθηκαν όλα τα πρόσφατα νέα της παγκόσμιας σκακιστικής κοινότητας.
Ο ανεπίσημος παγκόσμιος πρωταθλητής και ένας από τους κορυφαίους σκακιστές που πέρασαν ποτέ από την επικράτεια της σκακιέρας άφησε αιφνιδίως την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στις 10 Ιουλίου 1884 χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο. Τον βρήκαν νεκρό μέσα στην μπανιέρα του. Τα τρόπαιά του πουλήθηκαν κατόπιν σε δημοπρασίες, αν και ο Μόρφι είχε φροντίσει με το εξαίσιο παίξιμό του να μην ξεχαστεί ποτέ από τη διεθνή σκακιστική κοινότητα αλλά και κάθε ερασιτέχνη του παιχνιδιού που θα ενδιαφερθεί να μάθει κάτι για την ιστορία του σκακιού.
Πηγή: News Beast