Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Το παιχνίδι στο Fritz Walter Stadion του Καιζερσλάουτερν όδευε προς τη λήξη του.

Αυστραλία και Ιταλία πάλευαν για μη θέση στον ήλιο της επόμενης φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006, τα πάντα αναμένετο να κριθούν στην ημίωρη παράταση.

Στο τρίτο λεπτό των καθυστερήσεων, ο Φραντσέσκο Τότι βγάζει μια καταπληκτική μπαλιά στο δεξί άκρο της άμυνας των σκληροτράχηλων Αυστραλών του Γκους Χίντινκ, ο Φάμπιο Γκρόσο τριπλάρει τον προσωπικό του αντίπαλο και μετά από μια δεύτερη προσποίηση πέφτει επάνω στο πόδι του στόπερ.

Ο διαιτητής ξεγελιέται παρότι είναι κοντά στη φάση και δεν διστάζει να δείξει τη βούλα. Πέναλτι!

Στα πολυτελή δημοσιογραφικά, ο Χουάνγκ Τζιάν-Ξιάνγκ σχολιαστής του μεγαλύτερου δικτύου στον κόσμο, του κινέζικου CCTV, τελεί σε παροξυσμό: «Πέναλτι! Πέναλτι! Πέναλτι! Το έκανε, ο Γκρόσο το έκανε! Ο τιτάνας Ιταλός αριστερός μπακ, στα χνάρια του μεγάλου Φακέτι, του Καμπρίνι, του Μαλντίνι. Οι ψυχές τους τον έσπρωξαν να πέσει, να κερδίσει το πέναλτι. Η ιστορία και η παράδοση του ιταλικού ποδοσφαίρου, οι θεοί του ποδοσφαίρου είναι με την Ιταλία. Θα το βάλει ο Τότι, δεν γίνεται να το χάσει. Αντίο Αυστραλία, στο καλό αμυντικογενή Χίντινκ, καταστροφέα του ποδοσφαίρου. Ευχαριστώ Φάμπιο Γκρόσο!»

Ο Τότι ευστόχησε στο πέναλτι, η Ιταλία προκρίθηκε στον προημιτελικό του Μουντιάλ, αλλά ο Κινέζος σχολιαστής αφού κλήθηκε σε απολογία, εν τέλει κατέληξε να χάσει τη δουλειά του. Έγραψε μάλιστα και βιβλίο για όλη αυτή την ιστορία, το ονόμασε «Ποτέ δεν μάχεσαι μόνος σου», γιατί θεωρεί πως και με τη δική του θετική ενέργεια, ο Γκρόσο έπεσε τη σωστή στιγμή, κέρδισε το πέναλτι και η Ιταλία προκρίθηκε.

Ο Φάμπιο Γκρόσο δεν ήταν ούτε ο Φακέτι, ούτε ο Καμπρίνι, ούτε ο Μαλντίνι. Στα 21 του δεν έπαιζε καν βασικός στην Τέραμο της Δ΄ κατηγορίας, το όνειρό του ήταν να πάρει μεταγραφή στη Β΄ Εθνική.

Η ιστορία του είναι σαν το παραμύθι του κομπάρσου που με μια εμφάνιση γεμίζει τη σκηνή και γίνεται πρωταγωνιστής. Δεν στοιχημάτιζε κανείς επάνω του, δεν τον υπολόγιζαν ποτέ μέχρι εκείνο το πέναλτι. Για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν «δικαίωση», ακόμα και «εκδίκηση» για όλους τους προπονητές που δεν τον υπολόγιζαν, δεν τον «μέτρησαν» σωστά ποτέ.

Κι όμως, δεν παραπονέθηκε ποτέ. Ακόμα και την εποχή που η Γιουβέντους τον είχε αφήσει να προπονείται με την ομάδα Νέων και τον είχε θέσει εντελώς άκομψα εκτός ομάδας, εκείνος επέμενε ότι τα καλύτερα είναι μπροστά, ότι στο τέλος η υπομονή αποζημιώνει.

Στην καριέρα του κέρδισε πολλά. Σχεδόν τα πάντα. Χωρίς να φωνάζει, δίχως προβολή από τα Μέσα. Ο κόσμος ταυτίζεται μαζί του ακριβώς γι’ αυτό, επειδή δεν «επιβλήθηκε» ποτέ. Ήταν απλώς ένα γήινο παιδί στον κόσμο των εξωγήινων και των απρόσιτων.

Με «λάθος» κορμί, «λάθος» φτιαξιά. Αριστερός μπακ ύψους 1μ. και 90εκ. εκείνη την εποχή δεν υπήρχε. Ο Γκρόσο είχε και μια ισχνή, σχεδόν εφηβική φιγούρα με πολύ λεπτά άκρα και φαινομενικά αδύναμα πόδια.

Ο πεθερός του, ο Τζόρτζιο Ρεπέτο είναι πρώην ποδοσφαιριστής της Σαμπντόρια και κυρίως της Πεσκάρα. Είναι ο ποδοσφαιριστής που σκόραρε το πρώτο γκολ της Πεσκάρα στη Serie A το 1977. Λίγες μέρες πριν είχε γεννηθεί στη Ρώμη ο Φάμπιο Γκρόσο.

Μεγάλωσε στο Abruzzo, στην Πεσκάρα και στην Κιέτι πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο, κάθε καλοκαίρι εκεί παραθέριζε η οικογένεια και αυτό αισθάνεται σπίτι του. Δάσκαλό του θεωρεί τον Τσετέο ντι Μάσιο, έναν άνθρωπο πίσω από τους προβολείς που ανακάλυψε και τον Μάρκο Βεράτι, τον Μάσιμο Όντο και πολλούς Ιταλούς πρωταθλητές.

Μαζί του κατέκτησε το πρώτο του πρωτάθλημα. Στην ερασιτεχνική κατηγορία με την «Ανγκολάνα» όπως αποκαλούν οι ντόπιοι την Ρενάτο Κούρι. «Είναι το ίδιο γλυκό με τους τίτλους που κέρδισα στη Serie A και στη Ligue 1», τον ακούς να λέει.

Στα 23 φορούσε το 10, τον λόγιζαν επιτελικό μέσο κι έπαιζε μπάλα στην τέταρτη τη τάξει κατηγορία της Ιταλίας. Δυο χρόνια πριν στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, τα πρωινά της Κυριακής λίγο μετά την εκκλησία. Το ποδόσφαιρο ήταν το χόμπι του, εκεί αξιοποιούσε τον ελεύθερο χρόνο του παράλληλα με τις υποχρεώσεις στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο.

Με τις εμφανίσεις του και κυρίως με τα 11 γκολ στα στατιστικά του, κίνησε το ενδιαφέρον της Περούτζια του Λουτσιάνο Γκαούτσι που τον άρπαξε μέσα από τα χέρια της Άσκολι και του έδωσε την ευκαιρία για πρώτη φορά να πάρει στα σοβαρά το ποδόσφαιρο και να προπονηθεί σε επαγγελματικό επίπεδο.

Έτσι ξαφνικά, σ’ ένα βράδυ, βρέθηκε στη Serie A. Και χάρις σε μια έμπνευση του «τρελού» Σέρζε Κόσμι (στην πραγματικότητα του βοηθού του, του Σαλάτσι), βρέθηκε από «δεκάρι» να δοκιμάζεται στ’ αριστερά, να «παίρνει όλη την πλευρά». Όλα αυτά στο Renato Curi, στο γήπεδο που έφερε το όνομα της ομάδας από την οποία ξεκίνησε. Γιατί όλοι οι οιωνοί έχουν τη σημασία τους.

Εκείνη η Περούτζια ήταν του Ζήση Βρύζα, του Τραϊανού Δέλλα, μια ομάδα με εξ αγχιστείας ελληνικό ενδιαφέρον που είχε καταπλήξει την Ιταλία με την πορεία της.

Τον Γκρόσο όμως δεν τον είχε προσέξει κανείς, «δεν κάνει» ήταν η βιαστική ετυμηγορία επαϊόντων και μη. Σε έξι μήνες τους είχε διαψεύσει όλους. Τόσο χρειάστηκε για να προσαρμοστεί και να κάνει τη θέση δική του. Η Περούτζια ήταν η ομάδα που τον έκανε αξιόπιστο και συνειδητό ποδοσφαιριστή, που έφερε τη μεταγραφή στο αμέσως μεγαλύτερο επίπεδο.

Η πρόταση της Παλέρμο την εμβόλιμη μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου του 2004 ήταν υπέρ το δέον δελεαστική. Ο Γκαούτσι αρνήθηκε ακόμα και την πρόταση της Ίντερ που έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για τον ποδοσφαιριστή, μιας και τα χρήματα από τη Σικελία ήταν πολλά και -κυρίως- μετρητά.

Λίγη σημασία είχε για τον Φάμπιο το οικονομικό σκέλος της μεταγραφής του. Στο Παλέρμο έκανε το αποφασιστικό ξεπέταγμα, στη Σικελία ήρθε η καμπή της αθλητικής ζωής του. Με τη ροζ φανέλα κλήθηκε στην Εθνική, στην πιο ώριμη ποδοσφαιρική του ηλικία, στα 28 του χρόνια.

Κλήθηκε στην Εθνική για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας χωρίς να έχει περάσει ποτέ από τα μικρότερα εθνικά κλιμάκια. Στο ντεμπούτο εναντίον της Γκάνας στο πρώτο παιχνίδι του ομίλου, στην εξέδρα είναι ο πατέρας του που βάζει τα κλάματα όταν τον βλέπει ντυμένο στα μπλε. Η μάνα του είχε μείνει πίσω στο Abruzzo, είχε ανάψει μονάχα ένα κερί και είχε κάνει μια προσευχή. Μόνο μία.

«Έχω προσπαθήσει να τα πω. Αλλά ό,τι και να πω δεν θα μπορέσω να σας δώσω να καταλάβετε τα συναισθήματα στην ολότητά τους. Η πραγματικότητα ξεπερνά τις λέξεις, το συναίσθημα δεν σχηματοποιείται», είναι η συγκινητική μεταφορά στο χωροχρόνο εκείνης της περιόδου που κάνει ο ίδιος ο Γκρόσο.

Κάποιοι (ορθά) «λερώνουν» αυτήν που εκείνος αποκαλεί «φάση της ζωής του». Πίστευε ότι το κερδισμένο πέναλτι με την Αυστραλία είναι ό,τι περισσότερο μπορούσε να πετύχει με τη φανέλα των azzurri. Μέχρι που έφτασε η ευλογημένη βραδιά του ημιτελικού με τη Γερμανία.

Για ακόμα μια φορά το παιχνίδι έμοιαζε ακίνητο, «παράλυτο» σε ένα βουβό 0-0 που επρόκειτο να περάσει στη λήθη εξ αιτίας των επερχόμενης διαδικασίας των πέναλτι. Η Ιταλία κερδίζει το κόρνερ. Η μπάλα φτάνει στον Αντρέα Πίρλο, τον μοναδικό ποδοσφαιριστή με τη διαύγεια και την κλάση να λειτουργήσει διαφορετικά σε σχέση με τους υπόλοιπους 21 στο χορτάρι.

Ο Αντρέα γυρίζει το βλέμμα στο άκρο της περιοχής. Ο μόνος σχεδόν αμαρκάριστος είναι ο αριστερός μπακ που έχει ανέβει αναίτια, μιας και η εντολή του Λίπι ήταν να μην ανέβουν πολλοί για να μην αδειάσουν τα μετόπισθεν.

Ο Γκρόσο δεν έβλεπε εστία. Πιο πολύ φαντάστηκε πού περίπου βρίσκεται, σούταρε με τη μία νοητά εκεί που στο όραμά του ήταν η γωνία. Η μπάλα πήρε εσωτερικά φάλτσα, πέρασε με μαγικό τρόπο απ’ όλα τα σώματα και μ’ έναν υπέροχο, περιστροφικό τρόπο αφέθηκε στην αγκαλιά των δικτύων του Γενς Λέμαν. Γκολ.

Η σκηνή που ακολούθησε ξύπνησε μνήμες του ’82, το πνιχτό ουρλιαχτό και το κούνημα του κεφαλιού του Φάμπιο Γκρόσο ήταν ίδιο κι απαράλλακτο με εκείνο του Μάρκο Ταρντέλι στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου της Ισπανίας, πάλι εναντίον της Γερμανίας. Δυο πανομοιότυπες στιγμές στο πάνθεον της ποδοσφαιρικής ιστορίας.

Βλέπω το βίντεο μετά από τόσα χρόνια και εξακολουθώ να ανατριχιάζω.

Το δεύτερο γκολ του Άλεξ Ντελ Πιέρο στην εκπνοή της παράτασης εκείνου του ημιτελικού, ήταν απλώς η τελευταία πράξη της αποθέωσης. Ο Γκρόσο μετά το παιχνίδι να μην μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του, να λέει ότι είναι η μεγαλύτερη, η πιο σπουδαία στιγμή της καριέρας του, της ζωής του ολόκληρης. Έκανε λάθος.

Στις 9 Ιουλίου ήταν ο τελικός με τη Γαλλία του Ζιντάν. Ένα παιχνίδι έντονο, τακτικό, για πολύ γερά νεύρα. Οι περισσότεροι θυμούνται την κεφαλιά του Ζιζού στον Ματεράτσι, τον τραγικό ήρωα της αναμέτρησης που μετά την «πιο τέλεια εκτέλεση πέναλτι όλων των εποχών», έμελλε να γίνει ο μοιραίος για τους blue.

Κανονική διάρκεια και παράταση έληξε ισόπαλη 1-1. Το τελευταίο πέναλτι της Ιταλίας καλείται να το εκτελέσει ο Γκρόσο. Τον ρώτησε ο Λίπι αν το αισθάνεται και ο Φάμπιο έγνεψε απλώς με το κεφάλι. Είχε να εκτελέσει πέναλτι από τη Δ΄ Εθνική, δεν ήταν ποτέ σπεσιαλίστας.

Έφτασε αργά στη βούλα, έστησε τη μπάλα, κοίταξε το διαιτητή, έκλεισε τα μάτια και σούταρε. Η μπάλα από τη μια, ο Μπαρτέζ από την άλλη. Η Ιταλία Πρωταθλήτρια κόσμου.

Αυτό είναι το τρίπτυχο που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Το κερδισμένο πέναλτι με την Αυστραλία, το ουρλιαχτό με τη Γερμανία και το νικητήριο πέναλτι στον τελικό.

Πίσω στην πατρίδα όλοι τον λάτρεψαν μεμιάς, έγινε το θέμα της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα. «Δεν είναι δυνατόν να μην αγωνίζεται σε ομάδα πρώτης κλάσης ο ήρωας του Βερολίνου», ήταν η μόνιμη επωδός εκείνων που μέχρι πρότινος θεωρούσαν «τρέλα» του Λίπι να τον συμπεριλάβει στην αποστολή.

Πήγε στην Ίντερ, κέρδισε το πρωτάθλημα, έπαιζε ημι-βασικός μαζί με τον Βραζιλιάνο Μάξγουελ. Δεν παραπονέθηκε. «Αν έπαιζα σε όλη μου την καριέρα όπως εκείνον το μήνα στη Γερμανία, θα είχα κερδίσει τη Χρυσή Μπάλα επτά φορές», συνήθιζε να λέει όποτε η κριτική ξεπερνούσε τα εσκαμμένα.

Στην Ίντερ δεν στέριωσε, στο San Siro περίμεναν κάτι σαν Ρομπέρτο Κάρλος, ο Φάμπιο ήταν απλώς ένας καλός αριστερός μπακ, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Ήρθε η πρόταση της Λυών, την αποδέχθηκε αυτοστιγμεί, γιατί μέσα του ένιωθε ότι η καριέρα του ήταν τρόπον τινά συνδεδεμένη με τη Γαλλία.

Δυο υπέροχες σεζόν, πλάι σε φανταστικούς ποδοσφαιριστές όπως ο Ζουνίνιο και ο Μπεν Αρφά, ακόμη ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο Γαλλίας και κερασάκι ένα σούπερ καπ. Είχε επανέλθει σε πολύ υψηλά στάνταρ, τόσο που στα 32 τον κάλεσε ολόκληρη Γιουβέντους πίσω.

Του έδωσαν τη φανέλα με το 6. Είναι η φανέλα του Σιρέα για κάθε γιουβεντίνο. Την πρώτη χρονιά αγάπες και λουλούδια, τις δυο επόμενες mobbing. Στην αρχή εκτός ενδεκάδας, μετά εκτός δεκαοκτάδας, μετά εκτός αποστολής. Στο τέλος τον είχαν παρατήσει να προπονείται στα 35 με τους 17χρονους.

Στη φιέστα του πρωταθλήματος το 2012 ήταν ο μόνος απών. Η διοίκηση τον πίεζε να πουληθεί, εκείνος αρνείτο, έλεγε και ξανάλεγε ότι έχει δικαιώματα, πρέπει να συμμετέχει στις αποφάσεις για το μέλλον του και τα πρωταθλήματα της Κίνας ή του Κατάρ δεν ήταν προτεραιότητά του.

Τον απείλησαν ότι «θα του κόψουν τη μπάλα». Τους είπε «όχι, ευχαριστώ» και την έκοψε μόνος του. Πολλές φορές, οι άνθρωποι πίσω από ένα γραφείο, με μια ακριβή γραβάτα και ένα πανάκριβο ρολόι, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν πως υπάρχουν και «διαφορετικοί» ποδοσφαιριστές.

«Δεν ξαναείδα ποτέ τα παιχνίδια μου στη Γερμανία». Το λέει και δεν τον πιστεύουν, είμαι βέβαιος ωστόσο ότι είναι ειλικρινής. Σε όλη του την καριέρα, σε όλη του τη διαδρομή, έκλεινε κεφάλαια, γυρνούσε τη σελίδα και δεν ξανακοιτούσε πίσω.

Κάποιες καριέρες, ορισμένες σταδιοδρομίες, επεξηγούνται μονάχα με έναν τρόπο.

Ο Φάμπιο πια είχε προτεραιότητα την οικογένειά του, τα παιδιά του, την εσωτερική γαλήνη και την ευτυχία του.

Έγινε προπονητής, αξιόλογος προπονητής, από τους καλύτερους της νέας γενιάς των Ιταλών.

Ολοκλήρωσε το αγροτικό του στις ακαδημίες της Γιούβε, δοκίμασε στο Μπάρι, στη Βερόνα, στη Μπρέσια, στο αγαπημένο του Παλέρμο.

Η χάρη του έφτασε και στην Ελβετία, στον πάγκο της Σιόν.

Συμπαθέστατη φυσιογνωμία, άνετος, ευγενικός, συγκροτημένος, με τον αέρα του ανθρώπου που δεν έχει παράπονα από τη ζωή του.

Ωραίος τύπος, χαμογελαστός, ντόμπρος, «καθαρός».

Η επαγγελματική ζωή ενός ατόμου μπορεί να συνοψίζεται σε στιγμές, αλλά εκείνες δεν είναι ποτέ ολόκληρη η ζωή του. 

Πηγή: Athletes’ Stories