Του Νίκου Παπαδογιάννη
Όταν συνάντησα τον Γιώργο Μπαρτζώκα τετ-α-τετ, για μία συνέντευξη αθλητικοπολιτικού περιεχομένου για την εφημερίδα Documento, το ημερολόγιο έγραφε 5 Ιουλίου 2019 και η καριέρα του 56χρονου προπονητή βρισκόταν σε κρίσιμο σταυροδρόμι.
Αυτοεξόριστος αλλά στην πραγματικότητα διωγμένος από τον Ολυμπιακό, μετά τα μάλλον αφώτιστα γεγονότα εκείνης της θλιβερής βραδιάς στο πάρκινγκ του ΣΕΦ, ο Μπαρτζώκας δεν ήξερε πού, πότε και αν θα ξανάβρισκε δουλειά στην Euroleague.
Η άδοξη θητεία του στη Βαρκελώνη τού έκλεινε την πόρτα τόσο της Μπαρτσελόνα, όσο και -για προφανείς λόγους- της Ρεάλ. Η προϋπηρεσία του στη Λοκομοτίβ και στη Χίμκι μπλόκαρε και το ενδεχόμενο της ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Στον Παναθηναϊκό ήταν αδύνατο να δουλέψει, ο Ολυμπιακός τον είχε εκπαραθυρώσει. Η Φενέρμπαχτσε είχε τον αμετακίνητο Ομπράντοβιτς, η Μακάμπι τον Γιάννη Σφαιρόπουλο.
Πόσες θέσεις εργασίες αντάξιες των φιλοδοξιών ενός πρωταθλητή Ευρώπης υπήρχαν εκεί έξω; Καμιά Εφές, κανένα Μιλάνο, βαριά βαριά καμιά Βασκόνια ή Μπάγερν ή Ζαλγκίρις, λέμε τώρα βλακείες για να περνάει η ώρα. Ο Μπαρτζώκας είχε στα χέρια του πρόταση από την Εθνική Λεττονίας, αλλά οι Εθνικές ομάδες δεν είναι full time απασχόληση. Της ΕΟΚ η εξώπορτα ήταν τότε μονόδρομος από μέσα προς τα έξω, εάν αντιλαμβάνεστε τι εννοώ.
«Δεν είμαι κοράκι, να προσεύχομαι για την αποτυχία κάποιου συναδέλφου», μου είπε τότε ο Μπαρτζώκας. «Λένε ότι όσοι είναι απ’ έξω παρακαλάνε να τρυπώσουν με κάθε τρόπο, ενώ εκείνοι που είναι μέσα ανυπομονούν να ξεφύγουν από το μαρτύριο!»
Ποιο Μόναχο και ποιο Κάουνας; Στο μυαλό του Γιώργου Μπαρτζώκα, το φλέγον ζήτημα ήταν η πιθανότητα επιστροφής στο λιμάνι της καρδιάς του. Και ας έλεγε, τότε, ότι προτιμάει («εκατό τοις εκατό, για λόγους αθλητικούς αλλά και κοινωνικούς») το εξωτερικό από την Ελλάδα.
Μετά το διαζύγιο του 2014 και τους δυσοίωνους ανέμους που τα συνόδευσαν, η πόρτα του Ολυμπιακού η πόρτα ήταν μάλλον μισόκλειστη παρά μισάνοιχτη. Ο ίδιος ο Μπαρτζώκας δεν έλεγε «ποτέ», αλλά εμφανιζόταν πολύ διστακτικός. Και εξηγούσε, με τρόπο, ότι τους δισταγμούς τους γεννούσαν όχι τόσο οι Αγγελόπουλοι ή τα αποδυτήρια, αλλά κάτι παιδάκια με κουρεμένα κεφάλια και στρατιωτικό βήμα.
Γιος του εμβληματικού αγωνιστή της Αριστεράς Ανδρέα Μπαρτζώκα, δραπέτη από τη φυλακή των Βούρλων με μόνο εργαλείο ένα κοπίδι, ο μαχητικός Γιώργος ήταν εξαρχής καρφί στο μάτι μίας ακροδεξιάς φράξιας που έβρισκε καταφύγιο στο παραπλεύρως ποδοσφαιρικό γήπεδο, χωρίς φυσικά επίσημη αιγίδα. Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, το πολιτικό κλίμα ευνοούσε τέτοια καμώματα πολύ περισσότερο από το σημερινό. Και όχι μόνο στον Ολυμπιακό, φυσικά.
«Είμαι ένας άνθρωπος δίχως σπίτι», μου είπε ο Γιώργος Μπαρτζώκας σε εκείνη τη συνέντευξη. Ο «άνθρωπος δίχως σπίτι», επέστρεψε στο σπίτι του στις 12 Ιανουαρίου 2020, για να ξαναπιάσει το κόκκινο νήμα που σερνόταν στο παρκέ του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας την άγονη διετία των Ντέιβιντ Μπλατ, Κεστούτις Κεμζούρα.
«Όταν υπέγραψα για πρώτη φορά στον Ολυμπιακό, του οποίου ήμουν οπαδός από παιδί, έζησα μία από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου», ομολόγησε πρόσφατα φιλοξενούμενος του Τζο Αρλάουκας στο Crossover της Euroleague. Είναι προφανώς προνόμιο να εργάζεται κάποιος στην ομάδα που αγαπάει, αλλά η άλλη όψη του φεγγαριού είναι σκοτεινή.
Φέρνει μαζί της υπέρογκη φόρτιση, συναίσθημα που δεν κουλαντρίζεται εύκολα, ασήκωτες στενοχώριες στα ζόρια και στους χωρισμούς, υπερβολικό ενθουσιασμό όταν απαιτείται νηφαλιότητα. Ο Μπαρτζώκας τα ένιωσε στο πετσί του όλα τα προαναφερθέντα και πολύ περισσότερα. Το πάθος του ξεχείλισε πολλές φορές, ενώ η σκασίλα για την ψευδοπαραίτηση του 2014, μόλις 17 μήνες κατά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού τροπαίου, τρυπούσε τους τοίχους της λογικής.
O φτασμένος προπονητής περνούσε ώρες σερφάροντας στα social media και έπαιρνε κατάκαρδα όσα διάβαζε. Τον ενοχλούσε ακόμα και η σημειολογία των αθλητικών φυλλάδων. «Σε κάποιες εφημερίδες, από τις σοβαρές, κάθε ήττα συνοδευόταν από δική μου φωτογραφία, ενώ στις νίκες έβαζαν πάντα τους παίκτες!»
Και κάπως έτσι, έριχνε μαύρη πέτρα πίσω του. Ακούστε τον, όμως, να μιλάει για εκείνο το πολύκροτο διαζύγιο, με την ψυχραιμία του ανθρώπου που πήρε τον χρόνο του και το φιλοσόφησε:
«Όταν σε μία ομάδα λαϊκής βάσης απαιτούν οι φίλαθλοι να φύγεις, πρέπει να φύγεις. Δεν γίνεται διαφορετικά. Εκείνοι το απαίτησαν. Δεν δέχονται να χάνουν από τον Παναθηναϊκό. Οι Αγγελόπουλοι μου ζήτησαν να μείνω! Και μάλιστα, περισσότερες από 2-3 φορές. Αλλά αποφάσισα με γνώμονα το συναίσθημα.
Ξέρω ότι ο κόσμος του Ολυμπιακού δεν είναι αυτοί οι λίγοι που ήρθαν στο πάρκινγκ, αλλά δεν το έχω μετανιώσει ούτε θεωρώ ότι ήταν θυσία. Και πάλι έτσι θα το χειριζόμουν, αν γύριζα τον χρόνο πίσω. Η αλλαγή προπονητή έκανε καλό στην ομάδα, αφού αποφορτίστηκε και ξαναβρήκε την ηρεμία της. Θα ήταν λάθος για τη διοίκηση που βάζει 10-12 εκατομμύρια τον χρόνο, να έχει τον κόσμο στα χαρακώματα.
Κάποιος θα πει ότι οι δυνατοί δεν παραιτούνται. Αλλά υπάρχει και η ευθιξία. Επίσης άφησα στο τραπέζι πολλά χρήματα. Δεν γνωρίζω πολλούς που θα το έκαναν αυτό. Μετριέται και έτσι, ξέρετε, η ευθιξία!»
Δεν έβαλα κοριούς στο δωμάτιο όπου έγινε η διαπραγμάτευση, ούτε ήμουν μύγα στον τοίχο, πιστεύω όμως ότι ο Μπαρτζώκας ζήτησε και έλαβε διαβεβαιώσεις για πλήρη περιχαράκωση του τμήματος μπάσκετ και των αποδυτηρίων.
Δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο γεγονός η υπομονή και η σχετική ωριμότητα με την οποία αντιμετωπίζονται από την κερκίδα (αλλά και από τη διοίκηση και από τον οπαδικό Τύπο) αναποδιές όπως η εντός έδρας ήττα από τον Παναθηναϊκό στο ντέρμπι της φετινής Basket League. Εκείνο το βράδυ, στο πάρκινγκ του ΣΕΦ δεν κουνιόταν φύλλο.
Άλλωστε, οι φανατικοί έχουν ταχθεί αναπόδραστα με το μέρος των Αγγελόπουλων, αφού το αμφίσημο εγχείρημα «μέχρι τέλους» έγινε για το δικό τους χατίρι και έμοιαζε με δική τους απόφαση. «Ο Ολυμπιακός έχει 100% δίκιο όταν μιλάει για άνιση μεταχείριση, άσχετα με τη μέθοδο που επέλεξε για να διαμαρτυρηθεί», μου είπε on the record στην ίδια συνέντευξη ο Μπαρτζώκας.
Για τον ίδιο, αυτή η ψήφος εμπιστοσύνης είναι εφόδιο ανεκτίμητης αξίας. Και καθρεφτίζεται δίχως αμφιβολία και στο αποτέλεσμα. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο Ολυμπιακός του 2021-22 αποπνέει υγεία και ευημερία. Πρόκειται για μία ομάδα, θυμηθείτε, που μόλις πριν από 1 χρόνο έχασε τον φυσικό ηγέτη της στο παρκέ και που παράλληλα τροποποίησε το αγωνιστικό στυλ της, εγκαταλείποντας την ξενόφερτη αλεγκρία της εποχής Ντέιβιντ Μπλατ.
Η αφετηρία του φετινού Ολυμπιακού ήταν μία πενταετία χωρίς καρπούς, χωρίς φυλλωσιά και με ρίζες που τρεμόπαιζαν. Προικισμένος από τη διοίκηση με ταπεινό προϋπολογισμό, ο Μπαρτζώκας έφτιαξε μία ομάδα όπως την ήθελε, πέτυχε διάνα σε όλα σχεδόν τα στοιχήματα που έβαλε, απογαλάκτισε τον οργανισμό από τη βαριά σκιά του Σπανούλη και του Πρίντεζη και γέννησε ένα νεαρό θηρίο, που βρυχάται ασταμάτητα εδώ και 7-8 μήνες.
Για τον ίδιο τον «άνθρωπο δίχως σπίτι», η θριαμβευτική παλιννόστηση είναι και μία προσωπική δικαίωση, διανθισμένη με τις συγγνώμες αυτών που κάποτε τον οδήγησαν στην έξοδο. Το κορυφαίο παράσημο, όμως, ήταν η ψήφος των συναδέλφων του.
Οι ψηφοφορίες των φιλάθλων (και των δημοσιογράφων) έχουν πλάκα, αλλά διέπονται από κριτήρια στρεβλά: οπαδικά, εθνικοπατριωτικά, τρέχα γύρευε. Οι προπονητές, όμως, ξέρουν να ζυγίσουν σωστά τη δουλειά ενός συναδέλφου τους. Η ψήφος ή δική μου και η δική σου είναι ασήμαντες, αλλά το κουκί του Πάμπλο Λάσο και του Εργκίν Αταμάν και του Αντρέα Τρινκιέρι ζυγίζει το βάρος του πινακακίου σε χρυσάφι.
«Ο Έλληνας θέλει να έχει δύο πράγματα, λεφτά και δίκιο», λέει ο Μπαρτζώκας. Για το πρώτο δεν ξέρω και δεν μου πέφτει λόγος, εφορία δεν είμαι, αλλά το δίκιο πλέον όλοι παραδέχονται ότι το έχει με το μέρος του.
Πριν από λίγο, τον ξεμονάχιασα για λίγα λεπτά και τον ρώτησα, τι ξέρει τώρα για τα φάιναλ-φορ, που δεν το ήξερε το 2013. Όταν άρχισε να ψάλλει το γνωστό τροπάριο, «να απολαύσουμε τη διοργάνωση» και τα τοιαύτα, τον έκοψα και, με επιχείρημα τα 25 φάιναλ-φορ που έχω παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς, του επισήμανα ότι αυτά είναι παραμύθια για μικρά παιδιά. Εκείνος επισήμανε ότι «το άγχος το έχουν μόνο τα φαβορί και ο Ολυμπιακός είναι αουτσάιντερ» και συμπλήρωσε το εξής εκπληκτικό:
«Σκέψου ότι πηγαίνεις σε μία ωραία παραλία και το μυαλό σου είναι κολλημένο στις δουλειές που έχεις να κάνεις και στο άγχος της καθημερινότητας. Αν δεν αφεθείς να ευχαριστηθείς τον ήλιο και τη θάλασσα, θα περάσει η μέρα και δεν θα έχεις καταλάβει τίποτε! Ε, λοιπόν, δεν το θέλουμε αυτό».
Ολυμπιακός, λοιπόν, με γυαλιά ηλίου και ένδυμα ακροθαλασσιάς, όπως το 2012 στον ηλιόλουστο Βόσπορο και το 1997 στο Λίντο της Ρώμης. Για να ευστοχούν οι παίκτες του στο καλάθι, σαν να σημαδεύουν με βότσαλα στη θάλασσα.
Πηγή: Gazzetta