Του Νίκου Παπαδογιάννη
Το καλοκαίρι του 1996, ο Ολυμπιακός συμπλήρωνε πενταετία κυριαρχίας στο εγχώριο πρωτάθλημα, αλλά το πρόσφατο ευρωπαϊκό κλέος του άσπονδου εχθρού στο Παρίσι έμοιαζε με μύγα στη μαρμελάδα του. Το πολύκροτο διαζύγιο με τον Γιάννη Ιωαννίδη είχε δημιουργήσει συνθήκες διχασμού στις κερκίδες και τα αρχικά σκαμπανεβάσματα πολλαπλασίασαν την αναταραχή. Τα νερά ηρέμησαν όταν οι «ερυθρόλευκοι» αποκαθήλωσαν τον Παναθηναϊκό από τον ευρωπαϊκό θρόνο με 20άρα μέσα στο ΟΑΚΑ στα προημιτελικά.
«Νίκες εκτός έδρας όπως αυτή στο ΟΑΚΑ, αλλά και οι προηγούμενες δύο στο Βελιγράδι, τονώνουν την αυτοπεποίθηση μίας ομάδας», μου έλεγε πρόσφατα ο Μίλαν Τόμιτς, που έχει ζήσει από μέσα και τα 10 φάιναλ-φορ του Ολυμπιακού.
Οι «κόκκινοι» μπήκαν στα πλέι-οφ με απόλυτο μειονέκτημα και σφράγισαν το εισιτήριό της για τη Ρώμη μέσα στα μέτωπα του πολέμου. Απέναντι στην Παρτίζαν κέρδισε το πρώτο ματς στο Βελιγράδι (όχι βέβαια στην Μπεογκράντσκα, που ακόμη ήταν οικόπεδο, αλλά στην Πιονίρ), έχασε το δεύτερο μέσα στο Φάληρο ενώ όλοι θεωρούσαν το 2-0 ακλόνητο στάνταρ και πήγε και ξανακέρδισε, ο αθεόφοβος, στη Γιουγκοσλαβία: 71-81, 60-61, 69-74. Τρία διπλά.
Η απερίγραπτη αγωνία του ταξιδιωτικού πράκτορα Γιώργου Κοκοβίνου που συνεργαζόταν με τον Ολυμπιακό, να κλείσει πτήσεις και δωμάτια μέσα στη νύχτα της Τρίτης, για το τρίτο ματς που ήταν προγραμματισμένο για την Πέμπτη, ήταν ένα πάθημα που έγινε μάθημα. Έκτοτε, όλοι προνοούν για να μη μετανοούν.
Ευτυχώς, βρέθηκε διαθέσιμο τσάρτερ και η ομάδα πέταξε κανονικά το επόμενο μεσημέρι, στραπατσαρισμένη αλλά έτοιμη για νέα μάχη. Οι δημοσιογράφοι, με πρώτο εμένα που ανέλαβα την τηλεοπτική περιγραφή, μείναμε στο βομβαρδισμένο ξενοδοχείο «Yugoslavia», που στη ρεσεψιόν είχε ακόμη χαλάσματα.
Το μεσημέρι του ημιτελικού στη Ρώμη με βρήκε με ημικρανίες, για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου. Η προετοιμασία για τη ραδιοφωνική μετάδοση έγινε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ξενοδοχείου, ανάμεσα σε ψυχρολουσίες στο ντους. «Εάν χάσει ο Ολυμπιακός στον ημιτελικό, θα γυρίσω πρόωρα στην Ελλάδα», ανακοίνωσα στον Συρίγο, με τόνο παρακλητικό. Δεν ξέρω τι ακριβώς προσδοκούσα από την επιστροφή στα πάτρια εδάφη, αλλά κεφάλι που πάει να σπάσει δεν σκέφτεται λογικά. Κάποιος προσφέρθηκε να με ξεματιάσει από το τηλέφωνο, αλλά του το έκλεισα κατάμουτρα και έσφιξα τα δόντια.
Ο Ολυμπιακός δεν ηττήθηκε στον ημιτελικό και το εισιτήριό μου δεν άλλαξε. Ξεπάστρεψε την πρωταθλήτρια Σλοβενίας που προσγειώθηκε ξεκούδουνα στο φάιναλ-φορ και έφτασε καμαρωτός στο ραντεβού του τίτλου, για τρίτη φορά μέσα σε μία τετραετία. Η τελευταία βραδιά των πλέι-οφ είχε εξελιχθεί σε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου για τα φαβορί, που ηττήθηκαν, όλα, στην έδρα τους: η Ολύμπια Μιλάνο από τη συνώνυμη Ολύμπια Λιουμπλιάνας, η Φορτιτούντο Μπολόνια από τη Μπαρτσελόνα και η Εφές Πίλσεν από τη Βιλερμπάν.
Ο Ολυμπιακός είχε αποκλείσει τον πλέον μισοδιαλυμένο Παναθηναϊκό του Μάλκοβιτς με 2-0 και περίμενε να μάθει τους αντιπάλους του, με τα πόδια αραγμένα στον καναπέ και με τους μαγεμένους οπαδούς του να κάνουν ήδη πλιάτσικο στα διαθέσιμα εισιτήρια. Από εκεί που ετοιμαζόταν για φάιναλ-φορ με δύο ιταλικές ομάδες επί ιταλικού εδάφους, βρέθηκε να συγχρωτίζεται με Σλοβένους, Γάλλους και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις.
Ο Ολυμπιακός δεν είχε δα την καλύτερη ομάδα της ιστορίας του. Στους πρώτους μήνες της σεζόν, γνώρισε ντροπιαστικές ήττες από τον ΒΑΟ και τον Παπάγου. «Έχω δοκιμάσει τα πάντα», μουρμούριζε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς βλέποντας άλλη μία ήττα να πλησιάζει. «Λούσου με Ούλτρεξ και θα δεις», ακούστηκε από την άκρη του πάγκου η φωνή του προσωρινά παραγκωνισμένου Δημήτρη Παπανικολάου.
«Ήμασταν όμως μία πολύ δεμένη ομάδα», τονίζει ο Τόμιτς. «Δεκαπέντε επαγγελματίες νικητές και όχι κλαψιάρηδες. Σε κάθε αναποδιά, λέγαμε πάμε παρακάτω». Ο Παναγιώτης Φασούλας ισχυρίζεται ότι οι παίκτες του Ολυμπιακού του 1996-97 «πήγαιναν στα μπουζούκια όχι στις νίκες, αλλά στις ήττες». Όχι για γλέντι, αλλά για σύσφιξη σχέσεων και για όρκους ανασυγκρότησης.
Ο Ίβκοβιτς έδιωξε τον έναν από τους δύο Αμερικανούς του (Ουίλι Άντερσον), αλλά το ισχυρό συμβόλαιο του δεύτερου επέβαλε μορατόριουμ. Με τους Έλληνες της ομάδας, Φασούλα, Σιγάλα και Παπανικολάου, καλά καλά δεν μιλιόταν. Ο αντικαταστάτης του Άντερσον, Έβρικ Γκρέι, πιάστηκε ντοπέ και εκπαραθυρώθηκε.
Επιφορτισμένος με τη μπαγκέτα του κουμανταδόρου σε μία ομάδα όπου κανένας δεν μιλούσε με κανέναν, ο πανταχόθεν βαλλόμενος Ντέιβιντ Ρίβερς, ο ξένος με το ισχυρό συμβόλαιο που λέγαμε, εμφανίστηκε στη Ρώμη οπλισμένος με μαγικό ραβδάκι και μετέτρεψε το ασχημόπαπο σε Ρωμαίο αυτοκράτορα. Στους δύο αγώνες του φάιναλ-φορ, ο Αμερικανός πέτυχε 54 πόντους.
«Εάν μπορούσα να προσθέσω στον τωρινό Ολυμπιακό έναν παίκτη από το παρελθόν, θα επέλεγα τον Ρίβερς», εξομολογείται ο Μίλαν Τόμιτς. «Ήταν ένας γκαρντ γρήγορος, ικανός σε όλα, κομμένος και ραμμένος για το σύγχρονο μπάσκετ». Ο ίδιος ο Τόμιτς είχε μετατοπιστεί τότε στη θέση “2”, ώστε να χρησιμοποείται συχνά δίπλα στον Ρίβερς. Στον ημιτελικό, πάντως, έπαιξε και πλέι-μέικερ, όταν ο Αμερικανός φορτώθηκε με φάουλ.
«Θα δώσουν το κύπελλο στη Μπαρτσελόνα, ώστε να την εξευμενίσουν για την κλοπή του Παρισιού», προφήτευαν οι Κασσάνδρες στα μετόπισθεν. Οι Ισπανοί είχαν στο παρκέ τον Σάσα Τζόρτζεβιτς, αλλά οι -ιτς του Ολυμπιακού ήταν κουαρτέτο, εάν συνυπολογιστεί ο μοναδικός -ατς: Ίβκοβιτς, Τόμιτς, Τάρλατς, Νάκιτς. «Χωρίς Σέρβους δεν παίρνεις κύπελλο», μουρμούριζε από τον πάγκο της ΑΕΚ ο Ιωαννίδης, ηττημένος από τη Ρεάλ του Ομπράντοβιτς και απολυμένος από τον Σωκράτη Κόκκαλη μερικούς μήνες νωρίτερα.
Για πρώτη φορά μετά τη διπλή αυτοκαταστροφή του Τελ Αβίβ (1994) και της Σαραγόσα (1995), ο Ολυμπιακός πήγε να διεκδικήσει ευρωπαϊκό τρόπαιο με την προσοχή στραμμένη στον πραγματικό εχθρό και όχι στον Παναθηναϊκό. Το ίδιο ευτύχημα συνέβη στους «πράσινους» έναν χρόνο νωρίτερα , στο Παρίσι.
Το ελληνικό μπάσκετ μπορεί να είχε κατακτήσει το πρώτο του Κύπελλο Πρωταθλητριών πιο νωρίς, αν δεν επέτρεπε στους «εμφυλίους» να τρώνε τα σωθικά του. Το αφοριστικό αφήγημα κατέρρευσε το 2009 στο Βερολίνο, όταν ο νικητής του ελληνοελληνικού ημιτελικού σήκωσε και την κούπα, αλλά τότε το διαβάσαμε διαφορετικά: «Αφού πάθαμε και ξαναπάθαμε, επιτέλους μάθαμε».
Οι ημικρανίες που με βασάνισαν επί συναπτό, μαρτυρικό τριήμερο εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας το βράδυ του ημιτελικού. Ο Ολυμπιακός πάσχιζε να διαβεί για πρώτη φορά τον Ρουβίκωνα και είχε με το μέρος του ένα στοιχείο που του έλειψε τη διετία 1994-95. Αυτή τη φορά, ο «αιώνιος εχθρός» ήταν απών. Ο ημιτελικός έφερνε απέναντί του όχι τον Παναθηναϊκό, αλλά ξένη ομάδα. Τεράστιο πλεονέκτημα, για όσους είχαν ζήσει τον εμφύλιο σπαραγμό που προηγήθηκε.
Ο Ίβκοβιτς πήρε τους παίκτες του και τους πήγε στην ακροθαλασσιά του Λίντο το πρωινό του τελικού, για να τους αποφορτίσει. Το ίδιο έμελλε να κάνει και το 2012, στην Κωνσταντινούπολη. «Ναι, πιάνει αυτό το κόλπο», διηγείται ο Τόμιτς, «αλλά εξαρτάται και από την ομάδα. Άλλωστε όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα. Εάν χάναμε από τη Μπαρτσελόνα, θα έλεγαν όλοι ότι πήγαμε για καφέ αντί να κάνουμε προπόνηση και θα έστελναν τον προπονητή στην κρεμάλα».
Οι παίκτες του Ολυμπιακού αποφορτίστηκαν τόσο πολύ, ώστε αστοχούσαν ακόμα και στα καρφώματα. Ο Ίβκοβιτς αντιδρούσε με χειροκρότημα ενθάρρυνσης. Αν ήταν ο «ξανθός» στη θέση του, θα τον τσιμέντωνε τον φουκαρά τον Φράνκο Νάκιτς στον βυθό του Τίβερη. Ίσως αυτή η στάση να έκανε, τελικά, τη διαφορά. Ο Ολυμπιακός έπαιξε απτόητος το μπάσκετ του μόλις καθάρισε το μυαλό του και ανέτρεψε πολύ γρήγορα και μεθοδικά το αρχικό μειονέκτημα.
Στο ημίχρονο, το σκορ ήταν 31-29. Και λίγο αργότερα, 39-29 με τρίποντο του Γιώργου Σιγάλα, του ανθρώπου που θα παραλάμβανε πρώτος το κύπελλο. Το δεύτερο μέρος θύμιζε Κολοσσαίο. Χριστιανοί εναντίον λιονταριών. Τελείωσε με 15άρα υπέρ του Ολυμπιακού: 73-58. Η Μπαρτσελόνα έβαλε 29 πόντους σε κάθε εικοσάλεπτο και δεν είχε καν το άλλοθι του 1996 για να παρηγορηθεί.
Ο καημένος ο Αϊτο Ρενέσες έχασε τον 6ο τελικό της καριέρας του, σε ισάριθμες απόπειρες, ένας Ιωαννίδης της Καταλωνίας. «Αυτός είναι η κατάρα της ομάδας, ας τον διώξουν να ησυχάσουμε», τον στόλισε μέσα από τα αποδυτήρια της ίδιας της ομάδας του, βρίζοντας σαν ξένος φαντάρος, ο Σάσα Τζόρτζεβιτς. «Έχουμε για προπονητή τον σενιόρ Κανένα», συνέχισε τα γλυκόλογα ο μετέπειτα λιμανίσιος Αρτούρας Καρνισόβας.
Ελόγου μας, πάλι, βλέπαμε τα κοκκόρια μας να γεννάνε λαχταριστά αυγά, γεμιστά με σαμπάνια. Συμπεριλαμβανομένου του Κυπέλλου Κόρατς που κατέκτησε ο Άρης την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, με θρίαμβο επί της γηπεδούχου Τόφας στην Προύσα, μετρούσαμε πια τρία ευρωπαϊκά τρόπαια σε δώδεκα μήνες. Ο φτωχός συγγενής κλείδωνε αμετάκλητα στο χρονοντούλαπο τον καιρό της πενίας.
Ο Παναγιώτης Φασούλας άναψε πούρο στον πάγκο πριν ακόμη ολοκληρωθεί ο τελικός, αποφασισμένος να ξορκίσει τα φαντάσματα τριών τραυματικών φάιναλ-φορ: ΠΑΟΚ 1993, Ολυμπιακός 1994 και 1995. «Τελείωσε, το πήραμε», είπε στον Τόμιτς δύο λεπτά πριν το τέλος, με τη διαφορά σε διψήφιο νούμερο. Ο Μίλαν του συνέστησε υπομονή: «Περίμενε ρε μαλάκα, δεν είδες τι πήγε να πάθει ο Παναθηναϊκός πέρυσι;»
Η εκκίνηση για το ταξίδι της επιστροφής δόθηκε όχι από το Φιουμιτσίνο, αλλά από ένα μισοέρημο στρατιωτικό αεροδρόμιο, που βγήκε από τη ναφθαλίνη μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τις ορδές των Ελλήνων ταξιδιωτών. «Θα σας βάλω σε ένα τσάρτερ με φιλάθλους», προειδοποίησε ο προαναφερθείς ταξιδιωτικός πράκτορας, «αλλά δεν θα έχετε πρόβλημα. Εσείς οι δημοσιογράφοι θα καθίσετε στην πρώτη θέση του αεροπλάνου και οι άγριοι πίσω». Ακούσαμε, φυσικά, τα σχολιανά μας. Ήταν αδύνατο να περάσουμε απαρατήρητοι.
Λίγη ώρα μετά την απογείωση, αναδύθηκε από τη γαλαρία του αεροσκάφους η γλυκιά ευωδιά της μαριχουάνας. Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή και με τους επιτάφιους να βγαίνουν στους δρόμους, οι απεσταλμένοι των εφημερίδων φτάσαμε στην Αθήνα μαστουρωμένοι, δίχως να εξαιρούνται οι άκαπνοι πολίτες της πρώτης θέσης. Πώς το έγραψε ο ποιητής; Μέχρι που να πιάσουμε Περού, το φορτίο θα το ‘χουμε καπνίσει.
Ο Ολυμπιακός κατέκτησε και το πρωτάθλημα Ελλάδας, μια τρίτη στέψη μέσα σε ένα τετράμηνο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, αξιώθηκε να βγει ραντεβού με τον Μάικλ Τζόρνταν στο Παρίσι. «Είμαστε η καλύτερη ομάδα της τελευταίας πενταετίας σε ολόκληρη την Ευρώπη», δήλωσε σεμνά ο Σιγάλας. Ωστόσο, το «triple crown» του 1997 αποδείχθηκε κύκνειο άσμα, αφού 13 από τα επόμενα 14 πρωταθλήματα κατέληξαν στον άσπονδο εχθρό της απέναντι όχθης. Στον ευρωπαϊκό τελικό που ακολούθησε, το ελληνικό μπάσκετ εκπροσωπήθηκε από την ΑΕΚ, με τιμονιέρη μάλιστα τον Ιωαννίδη.
Ο Ολυμπιακός επέστρεψε στον θρόνο το 2012, με νέα τριπλή ομοβροντία τροπαίων, διαφορετική διοίκηση και αφεντικό ξανά τον γεροπαράξενο Ίβκοβιτς. Κολυμπώντας κόντρα στο ρεύμα, ανεβαίνοντας τα σκαλιά τρία τρία από την αριστερή πλευρά. Κάποιοι από τους ήρωες της Κωνσταντινούπολης ήταν ακόμη αμούστακα παιδιά, όταν ο Φασούλας άναβε το πούρο της πρώτης φοράς.
*Tα αποτελέσματα του φάιναλ-φορ του 1997, στο Παλαέουρ της Ρώμης: Ολυμπιακός-Ολύμπια Λ. 74-65, Μπαρτσελόνα-Βιλερμπάν 77-70 (ημιτελικοί), Ολύμπια-Βιλερμπάν 86-79 (μικρός τελικός), Ολυμπιακός-Μπαρτσελόνα 73-58 (τελικός). Στον ματς του τίτλου, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς χρησιμοποίησε τους Ρίβερς 26, Σιγάλα 7, Νάκιτς, Τάρλατς 11, Φασούλα 6, Μπακατσιά 1, Παπανικολάου 11, Τόμιτς 9, Βελπ 2, Γαλακτερό. Για τη Μπαρτσελόνα του Αΐτο Ρενέσες έπαιξαν οι Τζόρτζεβιτς 6, Φερνάντεθ, Καρνισόβας 14, Χιμένεθ 16, Ρίβας 6, Ρ.Τζοφρέσα 9, Εστεγιέρ 3, Αντρέου 2, Μπος, Ντουένιας 2.
Πηγή: Gazzetta