Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Ο Κάρλος Κουίντος, γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έπρεπε να αποφασίσει, εάν θα επιτρέψει στον «Ευγενή Κονκισταδόρ» Ροντρίγκο ντε Μπαστίδας να ιδρύσει μια πόλη και να υψώσει το δικό του φρούριο στην ηπειρωτική ακτή της Λατινικής Αμερικής.

Ο Ισπανός βασιλιάς, για να γλυτώσει τη γκρίνια τού γιου τού Κολόμβου, ο οποίος ήθελε να διώξει τον Μπαστίδας από το Τρίνινταντ, έδωσε την ευλογία του και ο «Κονκισταδόρ» συνοδεία τεσσάρων πλοίων ίδρυσε τον πρώτο ισπανικό οικισμό στην Κολομβία.

Η Σάντα Μάρτα, η παλαιότερη επιζώσα πόλη και ο δεύτερος παλαιότερος οικισμός στη Νότια Αμερική, είναι γνωστή για δυο πράγματα. Το ένα, ότι είναι από τους πλέον σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς στην περιοχή της Καραϊβικής. Το δεύτερο, ότι είναι η πόλη, στην οποία γεννήθηκε ο «Ευγενής Κονκισταδόρ» της μπάλας, ο Ρανταμέλ Φαλκάο Γκαρσία Ζάρατε.

Γιος της νοικοκυράς Καρμέντσα Ζάρατε και του ποδοσφαιριστή Ρανταμέλ Γκαρσία, ενός σκληροτράχηλου αμυντικού, απ’ εκείνους που υπηρετούσαν πιστά το δόγμα «η μπάλα ή ο παίκτης, ποτέ και τα δυο».

Ήταν τόσο παθιασμένος με το ποδόσφαιρο ο πατέρας του, σε σημείο που θέλησε να δώσει στον γιο του το όνομα τού μεγάλου Βραζιλιάνου αμυντικού χαφ, Πάουλο Ρομπέρτο Φαλκάο.

Μεγαλύτερο παράσημο της καριέρας τού πατέρα, η συμμετοχή με την Ολυμπιακή ομάδα της Κολομβίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980, το peak ήρθε νωρίς, η συνέχεια ήταν μια τίμια βόλτα στα σκληρά γήπεδα της Κολομβίας σε όλες τις εθνικές κατηγορίες.

Σε κάθε παιχνίδι σχεδόν, έπαιρνε από το χέρι τον μικρό Ρανταμέλ, τον ενέτασσε στο σκηνικό, τον έβαζε να ποζάρει μαζί του, να κάνει τη “μασκότ” στις ομαδικές φωτογραφίες.

Ο Φαλκάο μεγάλωσε μέσα στο ποδόσφαιρο, ήταν το φυσικό του περιβάλλον, η καθημερινότητα και ο βιότοπός του. Πίεζε από πιτσιρικάς τον πατέρα του να του μάθει ποδόσφαιρο, να τον στείλει σε μια ομάδα, να τον αφήσει να ενταχθεί σε μια ακαδημία.

Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι εκείνα τα χρόνια ο νομάδας πατέρας έψαχνε μέσω του ποδοσφαίρου το μεροκάματο, γιατί οι εντός νόμου επιλογές ήταν λιγοστές.

Δεν ήταν εύκολη η ζωή στην Κολομβία στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τα καρτέλ επηρέαζαν όλο το οικονομικοπολιτικό φάσμα της χώρας, χρηματοδοτούσαν και καθοδηγούσαν δράσεις παράνομων ένοπλων ομάδων και οι πολίτες τελούσαν υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς ελεγχόμενου φόβου. Μόνον όταν ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα της χώρας το 1991, πάρθηκαν οι πρώτες σοβαρές αποφάσεις για πολιτικά, εθνικά, ανθρώπινα και φυλετικά δικαιώματα.

Ήταν αδύνατον για τα παιδιά να αντιληφθούν όσα συνέβαιναν στο περιβάλλον τους. το μόνο που τα ένοιαζε ήταν να μπορούν να ονειρεύονται. Ο Ρανταμέλ ονειρευόταν ότι θα γίνει σταρ της μπάλας. Έπεισε από πολύ νωρίς τον πατέρα του να στηρίξει το όνειρό του, ο Γκαρσία τον πήγε να δοκιμαστεί σε ένα trial out των ακαδημιών του Άγιαξο μικρός κόπηκε.

Ίσως αν δεν είχε κοπεί σε εκείνες τις δοκιμές, να μην είχαμε γνωρίσει ποτέ τον «Tigre» της Κολομβίας. Το παιδί πληγώθηκε, αλλά πείσμωσε και αποφάσισε να κάνει στόχο ζωής να διαπρέψει στο ποδόσφαιρο.

Ο πατέρας πάλευε να τον προσγειώσει, αλλά, από ένα σημείο κι έπειτα, η ορμή τού γιου ήταν πολύ δύσκολο να χαλιναγωγηθεί. Αυτό το χαρακτηριστικό τον συνόδευσε σε ολόκληρη την πορεία της καριέρας του. Ήταν δύσκολο να τον σταματήσουν, ακόμα πιο δύσκολο να τον εμποδίσουν να κάνει αυτό που είχε στοχεύσει στο μυαλό του. Όταν εντάχθηκε στη νεοσύστατη Λανσέρος, η οικογένεια ζούσε στην Τούνχα, μια πόλη σε υψόμετρο σχεδόν 3 χιλιομέτρων στην ανατολική οροσειρά των Άνδεων.

Επτά χρόνια “έζησε” εκείνη η ομάδα, η ξεχασμένη πια Λανσέρος της Μπογιακά. Το 1993, όταν και ιδρύθηκε, ο Φαλκάο ήταν 7 ετών, το 2000, οπότε ουσιαστικά διαλύθηκε, ο θαυματουργός “μικρός” που είχε ντεμπουτάρει σε ηλικία 13 ετών σε επαγγελματική κατηγορία, ήταν ήδη μέλος της Ρίβερ Πλέιτ.

Στο Μπουένος Άιρες βρήκε ένα επαγγελματικό σύστημα παραγωγής ποδοσφαιριστών. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να διαπρέψει όντας απείρως πιο θρασύς και ταλαντούχος από τους υπόλοιπους.

Στη Ρίβερ έγινε ο «Tigre», το θηρίο που επιτίθεται και κατακρεουργεί τους αντίπαλους αμυντικούς στο διάβα του. Πραγματικά αφήνει την αίσθηση της τίγρης ο Φαλκάο. Μοιάζει κρυμμένος, “κοιμισμένος” μέσα στο κουτί και, όταν υποδέχεται τη μπάλα ή “μυρίζει” το γκολ, μετατρέπεται σε αυτό το θανατηφόρο, ασταμάτητο αιλουροειδές που ματώνει τα δίχτυα.

Δύναμη, τεχνική, πάνω απ’ όλα θέληση και κρύο αίμα. Είναι μοναδικό αυτό το χαρακτηριστικό του Φαλκάο, οι χαμηλοί παλμοί, η απόλυτη ψυχραιμία, πριν την εκτέλεση. Και ακολουθεί η έκρηξη αδρεναλίνης, όλη η ένταση που φεύγει στον πανηγυρισμό και στη διασύνδεση με τον κόσμο.

Ήταν βέβαιο ότι άμα τη ενηλικιώσει θα απασχολήσει τους σημαντικότερους ευρωπαϊκούς συλλόγους, ότι το συγκεκριμένο “υλικό” θα απέφερε πολλαπλά οφέλη στη Ρίβερ.

Ο σύλλογος που πρόλαβε, πριν ξεκινήσει μια ανείπωτη πλειοδοσία, ήταν η Πόρτο, μια ομάδα με τις σημαντικότερες και πιο αποδοτικές διασυνδέσεις στον καιρό μας. Τα 5.5 εκατομμύρια ευρώ της μεταγραφής σήμερα μοιάζουν ευτελές ποσό, ειδικότερα αν αναλογιστεί κάποιος την πορεία του Κολομβιανού και το κόστος της μεταγραφής του στην Ατλέτικο Μαδρίτης, μόλις δυο σεζόν αργότερα.

Ο Φαλκάο στο Οπόρτο σκόραρε με τη μορφή πολυβόλου, είχε έναν μέσο όρο περίπου ενός γκολ ανά παιχνίδι, εξανάγκαζε τους αντίπαλους προπονητές να κάνουν το πλάνο του αγώνα, ξεκινώντας με τον άλυτο γρίφο της αντιμετώπισης του «Tigre».

Οι ροχιμπλάνκος δαπάνησαν 40 εκατομμύρια όχι για ένα prospect της Ρίβερ Πλέιτ, το οποίο δεν γνωρίζαμε, αν θα προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά ποδοσφαιρικά δεδομένα, αλλά για τον πρώτο σούπερ σταρ κυνηγό που μπήκε στην ελίτ από την “πόρτα υπηρεσίας” του Europa League.

Είναι εν γένει καταπληκτικό αυτό που συνέβη με τον Φαλκάο. Θεωρείτο μεγάλος παίκτης, ήταν φόβητρο για τις αντίπαλες άμυνες, είχε αποδείξει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε όλα τα επίπεδα, αλλά οι ομάδες της πρώτης γραμμής, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, τον είχαν κατατάξει στο “δεύτερο επίπεδο”.

Μόνο όταν επιβεβαίωσε (ξανά) την αξία του και στη Liga με τη φανέλα της Ατλέτικο, έγινε αντικείμενο ενδελεχούς συζήτησης στις παρυφές των κορυφαίων ομάδων του Champions League. Δεν ήταν πλέον δυνατόν να αγνοηθεί ο δις πρώτος σκόρερ -και νικητής- του Europa League και ο κατά τεκμήριο κορυφαίος Κολομβιανός ποδοσφαιριστής εκείνου του καιρού.

Το ισπανικό ποδόσφαιρο τού ταίριαξε, εκείνη η τριετία μέχρι τον θλιβερό τραυματισμό του πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας από τον Έρτεκ, ήταν η περίοδος της απόλυτης βασιλείας του στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Σε συνδυασμό με την επιλογή να υπογράψει στη Μονακό του αμφιλεγόμενου κροίσου Ριμπολόβλεφ, ο τραυματισμός σήμανε και το τέλος της “εποχής Φαλκάο”. Ο Κολομβιανός μετατράπηκε σε πληγωμένο θηρίο. στον βωμό του χρήματος και της κακοτυχίας καταστράφηκε μια καριέρα που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να αγγίξει ιερά τέρατα της δεκαετίας του 2010.

Οι δανεισμοί στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και στην Τσέλσι, η επαφή του με το ξέφρενο ποδοσφαιρικό περιβάλλον της Πρέμιερσιπ, στέφθηκαν από μίζερη αποτυχία. Από υποψήφιος για τη “χρυσή μπάλα”, ο Φαλκάο βρέθηκε παγιδευμένος στις συμπληγάδες της σύγχρονης ποδοσφαιρικής βιομηχανίας, η οποία όσο γρήγορα ανεβάζει, ακόμα πιο γρήγορα διαλύει καριέρες.

Δεν είναι άμοιρος ευθυνών, έγινε απείρως πλουσιότερος. δεν μπορεί να κατηγορηθεί ένα παιδί μεγαλωμένο στη Σάντα Μάρτα ότι προέταξε το οικονομικό σε σχέση με τις προοπτικές μιας διαφορετικής, ακόμα πιο πλούσιας καριέρας.

Η ζωή κάθε ποδοσφαιριστή είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Το περιβάλλον, η καταγωγή, τα βιώματα, οι σύμβουλοι, η οικογένεια. Ο Φαλκάο στα ενήλικα χρόνια της ζωής του είχε πολύ κοντά του τη μητέρα του, λίγο αργότερα τη σύζυγό του, Λόρελεϊ Ταρόν. Όταν ένας άνθρωπος θεωρείται -και είναι- ο φάρος μιας οικογένειας, όταν εξασφαλίζει ανέσεις και πολυτελή διαβίωση, η ποδοσφαιρική αυτοπραγμάτωση πολλές φορές περνά σε δεύτερη μοίρα.

Εάν συνυπολογιστεί και η καθόλου αμελητέα παράμετρος ενός σοβαρού τραυματισμού, γίνεται αυτομάτως σαφές για ποιον λόγο ο Φαλκάο πείστηκε και έκανε τις συγκεκριμένες επιλογές καριέρας.

Κάτι όμως του έλειπε, κάτι του έτρωγε τα σωθικά. Πιθανότατα θυμόταν τη φλόγα που έκαιγε μέσα του, όταν ήταν πιτσιρικάς και πλάνταζε στο κλάμα στην αγκαλιά του πατέρα του, για να τον αφήσει να γίνει “σταρ της μπάλας”. Η δίψα, το κίνητρο, η εσωτερική ανάγκη για εκπλήρωση των ονείρων τού καθενός είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση.

Ο Φαλκάο έθεσε σε αναμονή τα όνειρά του, κατ’ άλλους “ενηλικιώθηκε” και έκανε το σωστό, γιατί οι καριέρες των αθλητών και δη των ποδοσφαιριστών καταστρέφονται πολύ εύκολα. Σε κάθε περίπτωση, όλες του οι επιλογές ήταν επιλογές ζωής. Έχω την αίσθηση ότι ωρίμασε και το αντιλήφθηκε και ο ίδιος κάπως αργά.

Η κίνησή του να αποδεχθεί τη γενναία μείωση των αποδοχών του και να επιστρέψει στη Μονακό του Ζαρντίμ το 2016, ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια να ξαναγίνει «Κονκισταδόρ», να επιστρέψει στη νιότη του, όταν το ποδόσφαιρο ήταν το νόημα της ύπαρξής του.

Σκόραρε κατά ριπάς, βοήθησε τη Μονακό να αναγεννηθεί, μετά τον τυφώνα Ριμπολόβλεφ, αλλά ποτέ δεν ξαναέγινε ο ίδιος παίκτης.

Όταν έχασε αιφνιδίως τον πατέρα του, τον Ιανουάριο του 2019, ήταν σαν να έκλεινε ένας τεράστιος κύκλος. Έπαιζε ήδη ποδόσφαιρο στην Τουρκία, είχε αποφασίσει να υπογράψει ένα τελευταίο καλό συμβόλαιο με τη Γαλατά.

Ο Γκαρσία ήταν μόλις 61, ο θάνατός του ήταν η πολλοστή ένδειξη ότι η ζωή επιφυλάσσει στροφές και ανατροπές εκεί, όπου όλοι θεωρούμε ότι ο δρόμος πηγαίνει μονάχα ευθεία. Είναι πολύ πιο εύκολο να κριθούν όλες οι επιλογές εκ του αποτελέσματος, ακόμα πιο εύκολο σε έναν εξωτερικό παρατηρητή να κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια.

Η καριέρα του Ρανταμέλ Φαλκάο είναι σαν την ελλειπτική γεωμετρία. Οι γραμμές της καμπυλώνουν η μια προς την άλλη και στο τέλος τέμνονται.

Νοητά δημιουργούν μια κυκλική σφαίρα. τη φύση και τη διάσταση της σφαίρας την καθορίζει το μυαλό και η κρίση του καθενός.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This