Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου
Ήταν 15 Οκτωβρίου του 1969. Σαν σήμερα πριν από σχεδόν μισό αιώνα. Η Ελβετία ήταν η αντίπαλος μας στο (ανακαινισμένο) Καυταντζόγλειο Στάδιο στην Θεσσαλονίκη και με νίκη θα ήμασταν μία ανάσα από τα τελικά του παγκοσμίου κυπέλου στο Μεξικό. Το όνειρο έμεινε ανεκπλήρωτο γιατί παρά το εντυπωσιακό 4-1 επί των Ελβετών, οι Ρουμάνοι πήραν την ισοπαλία που τους χρειαζόταν στο τελευταίο ματς στο Βουκουρέστι και πήγαν στα τελικά αντί για την δική μας εθνική του Δομάζου, του Σιδέρη, του Κούδα, του Παπαϊωάννου, του Ελευθεράκη, του Καμάρα, του Χάιτα και του Μποτίνου.
Μόνοι είχαμε βγάλει τα μάτια μας αφού εκείνη η ελληνική ομάδα, ίσως η πληρέστερη από σταρ και ρόστερ όλων των εποχών, είχε την ατυχία να βρίσκεται στα χέρια ενός εκκεντρικού και εγωιστή ανθρώπου, του αείμνηστου Νταν Γεωργιάδη. Όταν πια έγινε η αλλαγή, με τον χαρισματικό Λάκη Πετρόπουλο να αναλαμβάνει, παρά την βελτίωση και τις νίκες ήταν αργά για να διορθωθεί το κακό. Στο εξαιρετικό κομμάτι που υπάρχει στην στήλη του ρετρό, ο Πάνος Δημητρίου μας δίνει όλα τα στοιχεία εκείνης της αναμέτρησης μαζί με τα σημαντικά πρωτοσέλιδα που καθόρισαν και το κλίμα της εποχής. Ένα από αυτά τα πρωτοσέλιδα σας έχω κρατήσει εγώ για τη στήλη μου επειδή είναι ιδιαίτερες οι υπογραφές: πρόκειται για την ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στην οποία έμελλε να κάνω τα πρώτα μου δημοσιογραφικά βήματα μια δεκαετία αργότερα και οι απεσταλμένοι στην Θεσσαλονίκη ήταν ο (άνθρωπος που του χρωστάω παρά πολλά) ο Αντρέας Μπομης και ο… Φίλιππος Συρίγος! Ο Φίλιππος που έκανε τα πρώτα του δημοσιογραφικά βήματα έγραφε και ποδόσφαιρο εκτός από το αγαπημένο του μπάσκετ που τότε δεν κατείχε και μεγάλη θέση στις ελληνικές εφημερίδες και που ίδιος κατάφερε μετά να το βάλει (και να το καθιερώσει) στην τηλεόραση και με τον οποίο επίσης συνεργάστηκα επί σειρά ετών στην ΕΡΤ και όχι μόνο!
Εκείνη η μέρα λοιπόν, έμεινε σημαδιακή για κάτι άλλο. Ήταν η πρώτη φορά που η ευρισκόμενη ακόμη στα σπάργανα ελληνική τηλεόραση, το ΕΙΡ (Εθνικό ίδρυμα ραδιοφωνίας) έκανε την προσπάθεια να μεταδώσει με δική του παραγωγή, ζωντανά, ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Από τότε η «τσίχλα των ματιών» όπως αποκαλούσαν οι κοινωνιολόγοι την τηλεόραση θα ερωτευόταν και στην Ελλάδα (παράφορα) το «παιχνίδι των λαών» αρχίζοντας το γαϊτανάκι των μεταδόσεων που με τα χρόνια θα γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης της. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού μέχρι τότε, το ποδόσφαιρο υπήρχε μόνο με μαγνητοσκοπημένες μεταδόσεις των δευτέρων ημιχρόνων από παιχνίδια του πρωταθλήματος συν τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1969 από την Μαδρίτη ανάμεσα σε Μίλαν και Άγιαξ. Μάλιστα σε αυτό το ματς η σύνδεση έγινε μόνο στο δεύτερο ημίχρονο γιατί υπήρχε ο φόβος πως ο κόσμος δεν πρόκειται να κάτσει να δει με… ενδιαφέρον ολόκληρο το ματς!
Η συνάντηση της Θεσσαλονίκης καλύφτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τα δεδομένα της εποχής, με τέσσερις κάμερες! Μάλιστα υπήρχε και ριπλέι από την βασική κάμερα και χρησιμοποιήθηκε στις φάσεις των γκολ! Ο εξοπλισμός ήταν ολοκαίνουργιος και είχε αποκτηθεί λόγω των Πανευρωπαϊκών αγώνων στίβου που είχε διοργανώσει η χώρα μας, στο Στάδιο Καραϊσκάκη τον Σεπτέμβρη του 1969.
Είχε έρθει λοιπόν η ώρα να δοκιμάσει η ελληνική τηλεόραση τα πρώτα της βήματα και σε μία ποδοσφαιρική μετάδοση. Σκηνοθέτης ήταν ο αείμνηστος Κώστας Περπερίδης, ο οποίος μετέπειτα κάλυψε όλα τα μεγάλα γεγονότα τα οποία επωμίστηκε η ΕΡΤ. Ένας σπάνιος άνθρωπος και δάσκαλος που είχα την τύχη να βρεθεί δίπλα μου στο ξεκίνημα της τηλεοπτικής μου σταδιοδρομίας. Στις τέσσερις κάμερες ήταν ο Πέτρος Ζωίδης, ο Βαγγέλης Σκιάνης, ο Πέτρος Παδουβάς και ο Γιάννης Παπανδρέου.
Στον σχολιασμό και την περιγραφή του αγώνα ήταν φυσικά ο Γιάννης Διακογιάννης που λίγες εβδομάδες πριν είχε παρουσιάσει και την πρώτη ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΚΗ, η οποία παραμένει η παλιότερη εκπομπή, με το ίδιο ηχητικό σήμα στην ελληνική τηλεόραση. Η μετάδοση του μάλιστα έγινε μέσα από τον αγωνιστικό χώρο, σχεδόν δίπλα στην γραμμή της σέντρας!
Το ματς κρίθηκε υπέρ μας κυρίως λόγω της εκπληκτικής παρουσίας και των δύο γκολ του Βασίλη Μποτίνου στο καλύτερο ματς του με το εθνόσημο στο στήθος. Ενός βιρτουόζου επιθετικού ο οποίος αγωνιζόταν στον Ολυμπιακό και η καριέρα του δυστυχώς, επισκιάστηκε από σοβαρούς τραυματισμούς. Η ευθύνη των κακών ιατρικών χειρισμών και η πίεση για να αγωνίζεται αν και ανέτοιμος κόστισαν στο να αναγκαστεί σε ηλικία μόλις 27 χρόνων να σταματήσει. Επέστρεψε για λίγο, στα 29 του χρόνια με την φανέλα του Παναιγιάλειου και για λίγους μήνες με εκείνη του Πανιωνίου, αλλά το καλοκαίρι του 1974, μόλις έκλεισε τα 30 του, επέλεξε να αποσυρθεί και να κλειστεί στον εαυτό του.
Σε μία εκπομπή στον ΣΠΟΡ FM το 2004, μιλώντας για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, μου είχε εκμυστηρευτεί πόσο πολύ τον πλήγωνε αυτή η ιστορία. «Όλοι με ξέχασαν» είχε πει. «Είχα προτάσεις από την Σάλκε, η οποία έδινε πάρα πολλά λεφτά για την εποχή και την Αντβέρπ η οποία με ήθελε για παρτενέρ του Σιδέρη. Δεν με έδωσαν και αντίθετα με πίεζαν να κάνω ενέσεις κορτιζόνης για να παίζω. Κατέστρεψα το πόδι μου και την καριέρα μου χωρίς να ακούσω ποτέ ούτε ένα ευχαριστώ. Πλήρωσα όλα τα έξοδα από τις οικονομίες μου για να γίνω καλά και κάποιοι σφύριζαν αδιάφορα όταν με έβλεπαν» ήταν τα λόγια του που έσταζαν πίκρα. Σε μία χώρα που ξεχνά πάρα πολύ εύκολα θα ήταν ουτοπικό να ζητήσει κανείς να συντηρεί το ποδόσφαιρο τις μνήμες του.
Κλείνω την αναφορά με ότι μου είχε πει ο Γιάννης Διακογιάννης για εκείνη τη μετάδοση στον ΣΠΟΡ FM το 2009: «Ήταν πραγματικά κρίμα και άδικο για εκείνη την ομάδα που από πλευράς ταλέντου πιθανώς ήταν η καλύτερη που είχαμε ποτέ στην ιστορία μας να μην μπορέσει να πάει στο παγκόσμιο κύπελλο που παίχτηκε στο Μεξικό λίγους μήνες μετά και από που θα αντιμετωπίζαμε την Βραζιλία του Πελέ του Ζαϊρζίνιο, του Ζέρσον του Ριβελίνο και την Αγγλία παγκόσμια πρωταθλήτρια τέσσερα χρόνια νωρίτερα που είχε τον Μπόμπι Moore, τον Μπόμπι Τσάρλτον, τον Μάρτιν Πίτερ και τον Γκορντον Μπανκς».
Και συμπλήρωσε: «Είμαι βέβαιος ότι κάποιοι από τους δικούς μας παίκτες εκείνης της εποχής θα είχαν πάει στο εξωτερικό αν πηγαίναμε στο παγκόσμιο κύπελλο τότε, εκτός από τον Σιδέρη που πήγε στην Αντβέρπ και ίσως να πήγαινε και κάπου πολύ υψηλότερα, ο Δομάζος, ο Παπαϊωάννου, ο Χάιτας, ο Ελευθεράκης και σίγουρα και ο Μποτίνος άξιζε να φύγουν αλλά δεν θα τους άφηνε η ομάδα τους! Και αυτό τους έκανε ζημιά και έκανε και στο ελληνικό ποδόσφαιρο!»
Πηγή: BN Sports