Δεν έχω ιδέα τι ακριβώς συνέβη στον Τζoρτζ Μπάλντοκ την μοιραία βραδιά του θανάτου του.
Όπως δεν έχουν ιδέα τι ακριβώς συνέβη στον Τζoρτζ Μπάλντοκ και όλοι όσοι έσπευσαν προτού καλά – καλά γίνει γνωστή η είδηση να φτιάξουν σενάρια και να τα δημοσιοποιήσουν με απόλυτη σιγουριά.
Δεν έχω ιδέα τι ακριβώς συνέβη στη ζωή αυτών των τύπων και τους έφερε στο σημείο να μην διαθέτουν στοιχειώδη ενσυναίσθηση, στοιχειώδη σεβασμό, στοιχειώδη ανθρωπιά.
Δεν έχω ιδέα πώς ένας εκπρόσωπος της αστυνομίας μπορεί να βγαίνει στα κανάλια και να μοιράζεται με άνεση πληροφορίες μιας εν εξελίξει έρευνας, ενώ η οικογένεια του θανόντος δεν έχει έρθει ακόμα στην Ελλάδα να δει τον αγαπημένο της.
Δεν έχω ιδέα πώς μπορεί κάποιος να σταθεί μπροστά σε μια κάμερα και να ξερνά ασχήμια, χυδαιότητα, κυνισμό, νομίζοντας ότι είναι “αυθεντικός”, “ειλικρινής”, “γνήσιος”, χωρίς να του περνά καν από το μυαλό πόσο κακό κάνει στην κοινωνία και κυρίως πόσο μαλάκας είναι!
Δεν έχω ιδέα πώς ολόκληρος ο μηχανισμός μιας τηλεοπτικής εκπομπής, με πρώτον τον παρουσιαστή μπορεί να θεώρησε “καλή ιδέα” ένα μεσιτικό ρεπορτάζ για το σπίτι του Μπάλντοκ και δεν βρέθηκε ένας να πει “ρε πάτε με τα καλά σας; Αν παίξουμε τέτοια σκουπίδια θα φάμε πατσαβούρες!”.
Δεν έχω ιδέα και δεν με ενδιαφέρει κιόλας αν η “συγγνώμη” είχε ψήγμα ειλικρίνειας ή αν ήταν απλώς ένα ατσούμπαλο “damage control” με κρυφή ικανοποίηση για το viral του πράγματος.
Δεν έχω ιδέα αλλά δεν με εκπλήσσει κιόλας πώς μαζευτήκαμε τόσο σκατόψυχοι σε τούτο το μικρό χωριό, πώς αποφασίσαμε κάποια στιγμή ότι η οθόνη του υπολογιστή μας, αποτελεί ένα ανώδυνο πεδίο άσκησης σκληρότητας και παλιανθρωπιάς, πώς ακόμα και ο θάνατος γίνεται αφορμή , όχι για περισυλλογή και σιωπή, μα για ένα πανηγύρι “ψεκασμένης” οχλοβοής και απελπισμένης ανάγκης για αυτοπροβολή και αυτοεπιβεβαίωση.
Δεν έχω ιδέα πώς ένιωθαν οι παίκτες της Εθνικής Ελλάδος ολόκληρη την Πέμπτη, από την στιγμή που αντιλήφθηκαν μια ακόμα φορά ότι για την UEFA είναι απλώς φανέλες με υποχρεώσεις και όχι άνθρωποι με δικαιώματα, μέχρι και την σέντρα στο Γουέμπλεϊ.
Ούτε πώς τους προετοίμασε ο εκπληκτικός κύριος Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
Ξέρω όμως πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτή ήταν η καλύτερη εμφάνιση της Εθνικής Ελλάδος εδώ και πολλά χρόνια, μια ποδοσφαιρική παράσταση υψηλού επιπέδου, μια συναισθηματική διαχείριση άνευ προηγουμένου, μια αληθινή, κατά το πολυχρησιμοποιημένο κλισέ, κατάθεση ψυχής,
Και ξέρω ότι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, το παιχνίδι ανάμεσα στις δύο χώρες του Τζορτζ Μπάλντοκ , με αυτήν την εικόνα και την νίκη από την Εθνική στην οποία αγωνίστηκε, αποτέλεσε το καλύτερο κατευόδιο που θα μπορούσε να έχει.
Αυτή η βραδιά δεν θα ξεχαστεί ποτέ και άρα ούτε ο Μπάλντοκ θα ξεχαστεί.
Αν η ζωή του επεφύλαξε ένα άδοξο και πρόωρο τέλος, το ποδόσφαιρο του προσέφερε το ένδοξο αντίο που του άξιζε.
Δεν έχω ιδέα αν και πόσο παρηγορεί όλο ετούτο την οικογένειά του.
Ξέρω όμως ότι παρηγορεί ουσιωδώς όλους εμάς.
Διότι, αν χρειαζόμασταν ένα χειροπιαστό παράδειγμα πώς η Ελλάδα δεν είναι μονάχα η ψυχική ασχήμια και ερημιά των social media, οι ανόητοι και ανερμάτιστοι παρουσιαστές των πρωϊνάδικων, η “δημοσιογραφία” της αδυσώπητης χυδαιότητας και όλος αυτός ο χορός των “κορακιών” που στήθηκε από το βράδυ της Τετάρτης, και θα συνεχιστεί τις επόμενες μέρες αλλά της έχει απομείνει ρε γαμώτο και καλοσύνη, ομορφιά, ακατάβλητο πνεύμα, ταλέντο, πάθος, λεβεντιά, μας το έδωσαν με τον πιο εμφατικό τρόπο ο συγκλονιστικός Τάσος Μπακασέτας και οι συμπαίκτες του.
Τους ευχαριστούμε.
Συλλυπητήρια στους οικείους του Τζoρτζ Μπάλντοκ.
Πηγή: Sdna