Πρέπει να μπεις και να αγωνιστείς, λες και είναι κάποιος πόλεμος στο μέτωπο, λες και κρίνονται οι ζωές και των υπόλοιπων. Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αλλά πρέπει στο μεταξύ να «χωνέψεις» το δηλητήριο που στάζουν τα φίδια. Αποφασίζεις να αποσυνδεθείς για λίγο από τα Social Media και τους ψηφιακούς απρόσωπους (υπο)κριτές. Και τότε βλέπεις πως τα φίδια δεν περιορίζονται. Από τη μικρή οθόνη περνούν στη μεγαλύτερη, τρέφονται από τη θλίψη και την οδύνη, είναι ίσως ο μόνος τρόπος να μετατραπούν από μηδενικά σε νούμερα. Δεν μπορείς να το επεξεργαστείς. Δεν μπορείς να ξεσπάσεις. Έχει ίσως και τη μικρότερη σημασία, μιας και τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει την πραγματική τραγωδία. Νιώθεις όμως το δηλητήριο να περνά και σε εσένα.
Το βράδυ έχεις ματς. Και τι ματς; Στο Γουέμπλεϊ. Και ποιος φταίει που δεν μπορείς να πενθήσεις ούτε για μια μέρα; Μάλλον όλοι αυτοί που αποφασίζουν και με μια συλλυπητήρια δήλωση θαρρούν πως έκαναν το χρέος τους, πετώντας αμέσως μετά τη μάσκα της θλίψης.
Πατάς το χορτάρι και η φωτιά μέσα σου είναι έτοιμη να κάψει τους πάντες. Δεν έχει σημασία πόσο υπεροπτικά σε κοιτούν, δεν έχει σημασία αν παίζουν στις καλύτερες ομάδες του κόσμου. Εσύ θα τους νικήσεις. Έχεις μια ιερή υποχρέωση. Πιστεύεις δεν πιστεύεις σε κάποια ανώτερη δύναμη, τούτη τη φορά την αισθάνεσαι. Το ξέρουν οι αντίπαλοι κι ας μην το παραδέχονται. Το έχουν δει στα μάτια σου. Δεν σε νοιάζει αν θα πάρεις βαθμούς, αν θα νικήσεις για πρώτη φορά τη φιναλίστ του Μουντιάλ, αν θα γράψεις ένα αποτέλεσμα μέσα στο σπίτι του ποδοσφαίρου. Το μόνο που θες είναι να κάνεις τη νίκη της ζωής σου για εκείνον, για εκείνους που έμειναν πίσω.
Κι η θλίψη ξεσπά, μέσα στο γήπεδο, στο σπίτι που μοιραζόσουν μαζί του. Μοιάζεις βουβός, μα στην πραγματικότητα ουρλιάζεις. Τα δάκρυα ξεπηδούν χωρίς να το καταλαβαίνεις. Σ’ όλη τη χώρα ουρλιάζουν μαζί σου. Ακόμα και τα φίδια. Ακόμα κι αυτοί που την Κυριακή θα σου ρίχνουν κατάρες επειδή έχασες μια ευκαιρία, επειδή σκόραρες απέναντι στην ομάδα τους, επειδή φοράς διαφορετικό χρώμα στη φανέλα.
Πιστεύεις ότι ίσως πια καταλάβουν, ότι ίσως βγάλουν τον σκασμό. Ίσως την επόμενη φορά είναι διαφορετικά, ποιος μπορεί άλλωστε να τα βάλει με τη θλίψη; Μένεις μόνος μαζί της, όταν τα φώτα σβήνουν. Αλλά τα φίδια δεν νοιάζονται, δεν αισθάνονται. Απλώς περιμένουν την επόμενη αφορμή. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι παραπάνω. Μίλησες, έπραξες, υπερπροσπάθησες, έσπασες. Δημιούργησες κάτι, που θα κουβαλάς ως κληρονομιά για πάντα.
Παίζεις σ’ αυτήν την Εθνική που μόνη της, σε μια βραδιά, νίκησε περισσότερους αντίπαλους από ποτέ.
Πηγή: Gazzetta