Κατά σειρά εμφάνισης: Ρίβερ Πλέιτ, Ρεάλ Μαδρίτης, Νάπολι, Γιουβέντους, Μίλαν, Τσέλσι.
Συνολική μεταγραφική δαπάνη για την αφεντιά του που προσέγγισε στην καριέρα του τα 160 εκατ. ευρώ.
Τρία Πρωταθλήματα Ισπανίας και ένα Κύπελλο στο πέρασμά του από τη La Liga. Ένα Κύπελλο και ένα Super Cup Ιταλίας, ενόσω αγωνίζονταν στις παρυφές του Βεζούβιου. Τρία «Scudetti» και άλλα δύο Κύπελλα με τους «Bianconeri». Ένα Europa League, όταν μετακόμισε στο Λονδίνο.
Πολλά ή λίγα τα κερδισμένα του, υποκειμενική η κρίση και η αξιολόγηση. Στη σούμα, ειδικά για δαύτον, πάντα συνυπολογίζεται ο συνεκτικός δεσμός των πάντων.
Το γκολ. Τα γκολ. Και πάλι γκολ. Πολλά γκολ.
Με τον… ISO ενός κορυφαίου γκολτζή μέσο όρο καριέρας στα ευρωπαϊκά γήπεδα του ενός ανά δύο παιχνίδια. Σε 17 αισίως χρόνια επαγγελματισμού, μετράει 351 συνολικά σε συλλογικό και διεθνές επίπεδο. Παραπάνω δηλαδή από 20 κάθε χρονιά. Βρέξει-χιονίσει. Όπου και αν είναι. Του αρέσει ή δεν του αρέσει. Τους αρέσει ή δεν τους αρέσει. Τον θέλουν ή δεν τον θέλουν.
Παντού και πάντα. Σε αυτό το επίπεδο. Στο κορυφαίο. Και όμως. Ακόμα και έτσι, ακόμα και τώρα, ακόμα και έχοντας περάσει πλέον στο φινάλε της καριέρας του, μετακομίζοντας στο MLS, η υστεροφημία του Γκονσάλο Ιγκουαΐν, το πρόσημο στο λογαριασμό του δεν αφορά σε τίποτα από όσα πέτυχε, δεν εξαρτάται από όσα γκολ έφτιαξαν την καριέρα και τη ζωή του, αλλά από όσα δεν κατάφερε και από όσα τελικά δεν πανηγύρισε…
Πράξη Τρίτη, μέρος Πρώτο
Όλα σε τρία χρόνια έγιναν. Σε τρία καλοκαίρια, από του ’14 ως του ’16. Σε τρεις διοργανώσεις. Εδώ δεν μετράει η σειρά εμφάνισης μα αυτή της ιεράρχησης, της σπουδαιότητας, της ευκαιρίας. Το Copa America Centenario, της Εκατονταετίας δηλαδή στα γήπεδα του Νέου Κόσμου, τελευταίο χρονικά και αξιολογικά.
Στην παρέλαση της Αργεντινής, με πέντε νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια και 19 γκολ ως τον Τελικό, πετυχαίνει τέσσερα σε προημιτελικό και ημιτελικό, έχοντας νωρίτερα μείνει “άσφαιρος” στον όμιλο.
Στον Τελικό κόντρα στη Χιλή αντικαθίσταται στα μέσα του δεύτερου ημιχρόνου, έχοντας χάσει τις δύο καλύτερες ευκαιρίες του παιχνιδιού (παρέμειναν τέτοιες ακόμα και μετά την αντικατάστασή του), η εικόνα του οποίου εκτός αυτών ανάγλυφα αποτυπώνεται από το 0-0 στα 120 λεπτά του.
Το τρόπαιο κρίθηκε στα πέναλτι, ο Μέσι ήταν μεταξύ των δύο που τελικά αστόχησαν για την «Albiceleste», μα η δική του αδυναμία να “γράψει” στην κανονική διάρκεια του παιχνιδιού ήταν αυτή που βρέθηκε όχι απλώς στο στόχαστρο αλλά στο… κέντρο του. Ουδείς προφήτης στον τόπο του. Και ειδικά Αργεντινός και επιθετικός.
Θα μπορούσε να μην ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γεννήθηκε στην Βρετάνη, όταν ο πατέρας του, Χόρχε, αγωνιζόταν εκεί με τη φανέλα της Μπρεστ. Αυτομάτως -βάσει της γαλλικής νομοθεσίας αλλά και λάθους, αμέλειας των γονιών του που δεν δήλωσαν την γέννησή του στην πρεσβεία της Αργεντινής, με αποτέλεσμα να μην καταχωρηθεί ως Αργεντινός υπήκοος- απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα και, παρότι η οικογένεια Ιγκουαΐν δεν έμεινε παρά μόνο μια σεζόν στη Γαλλία, την διατήρησε.
Λίγο μετά την ενηλικίωση αναγκάστηκε να διαλέξει (και) την ποδοσφαιρική του ταυτότητα, όταν δέχτηκε κλήσεις και από τους «Tricolore» (τότε με τον Ρεϊμόν Ντομενέκ στον πάγκο) και από την Αργεντινή. Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Ή, τουλάχιστον, δεν φάνηκε να το σκέφτεται πολύ.
Ο Χόρχε τον ώθησε να γίνει κεντρικός αμυντικός, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν πρώτα να του μεταδώσει τη λατρεία για τη Ρίβερ Πλέιτ, στα τσικό της οποίας ο κανακάρης του βρέθηκε από τα 10 του χρόνια, και στη συνέχεια το τι θα χρειαζόταν, το τι θα πρέπει να κάνει στο γήπεδο προκειμένου να ξεπερνάει και να αντιπαρέρχεται κεντρικούς αμυντικούς σαν και του λόγου του.
Πέραν φυσικά της συνέχειας του προσωνύμιού του, «Pipa» τον αποκαλούσαν οι πατριώτες του λόγω της χαρακτηριστικής μεγάλης του μύτης, τον γιο του, αναμενόμενα με το υποκοριστικό, «Pipita» τον προσφώνησαν, αμέσως μόλις τον είδαν να… ξεμυτίζει.
Πράξη Τρίτη, μέρος Δεύτερο
Τα πατρικά τρικ -διατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρα του- απέδωσαν γρήγορα. Πριν ενηλικιωθεί, πρωτόπαιξε στην πρώτη ομάδα των «Εκατομμυριούχων» και ύστερα από σκάρτες δύο σεζόν η Ρεάλ Μαδρίτης φρόντισε να τον φέρει, γρήγορα-γρήγορα, καταχείμωνο, Ιανουάριο του ’17, χωρίς καν να έχει συμπληρώσει τα 20 του χρόνια, στο «Bernabéu». Σε μια επιθετική γραμμή που υπήρχαν Ραούλ και Βαν Νιστελρόι και οι νιόφερτοι (το προηγούμενο της δικής του άφιξης καλοκαίρι) Αριέν Ρόμπεν και Χαβιέ Σαβιόλα.
Πού να βρει χώρο; Πώς να βρει χρόνο; Δεν προβλεπόταν κιόλας. Μα ούτε όμως και προσφέρεται -ανέκαθεν- και στη «Βασίλισσα» ούτε χώρος ούτε και χρόνος για projects και υπομονή. Το βίωσε. Δεν ήταν βασικός. Δεν θα μπορούσε. Χαρακτηριστικό ότι σ’ ένα παιχνίδι στο Bernabéu, στα τέλη της δεύτερης σεζόν του εκεί -και πρώτης του από το ξεκίνημά της- δεν παίζει καλά, χάνει τη μία ευκαιρία πίσω από την άλλη, προκαλώντας τον εκνευρισμό της εξέδρας.
Κάποια στιγμή βρίσκει δίχτυα. Από τα μεγάφωνα ακολουθεί η τετριμμένη αναγγελία του γεγονότος, μα, αντί για το συνηθισμένο παιχνίδισμα με την εξέδρα για την αποθέωση με την εναλλάξ εκφορά ονόματος και επιθέτου του σκόρερ, ο εκφωνητής αλλάζει το σενάριο και σολάρει. Μα να ‘ταν μόνο αυτό…
«Ο Γκονσάλο… Ιγκουαΐν… Σκοράρει… Καιρός ήταν».
Αυτή είναι η Ρεάλ. Αυτό είναι το Bernabéu. Αδυσώπητη αρένα, που δεν αναγνωρίζει παρελθόν παρά μόνο παρόν. Δεν ενδιαφέρεται για την προοπτική, για επένδυση και απόσβεση αλλά για πληρωμή άμα τη εμφανίσει. Σε κάθε μία. Οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Και πόσο μάλλον όταν πρόκειται για επιθετικό.
Αυτό το… ξεφωνητό όμως,συνέπεσε χρονικά με αυτό που φαίνεται πλέον πως αποτέλεσε το δικό του ξυπνητήρι. Στην επόμενη πενταετία λοιπόν συνήθως “πλήρωνε”. Ικανοποιούσε, διασκέδαζε, “έγραφε”.
Έφτασε να γίνει και ο μόνος στην καριέρα του Κριστιάνο Ρονάλντο (από τότε που ξεκίνησε να λογίζεται βασικός στη Γιουνάιτεντ) που του πήρε πρωτιά σκοραρίσματος σε μια σεζόν στην ομάδα του (2009-10, 27 τα δικά του γκολ στο Πρωτάθλημα, 26 του Πορτογάλου).
Πέντε γεμάτα χρόνια, πέντε χρόνια με διψήφιο αριθμό τερμάτων, χρόνια στα οποία διέλυσε τη συχνότητα σκοραρίσματος ακόμα και αυτού του Ούγκο Σάντσες (ανά 80 λεπτά έβρισκε δίχτυα ο Μεξικανός, ανά 69 ο Αργεντινός), μα χρόνια ξέχειλα κριτικής, με υπογραμμίσεις των ευκαιριών που δεν αξιοποιούσε και όχι αναγνώριση των όσων μετέτρεπε σε γκολ.
Η αλήθεια είναι πως πολύ έκατσε. Ήταν από τους λίγους, αν όχι ο μόνος, για τους οποίους η απέχθεια του Φλορεντίνο Πέρεθ προς τους Αργεντινούς (τουλάχιστον έτσι είχε ισχυριστεί δημόσια ο πατέρας Χόρχε) μειωνόταν, παλευόταν. Όταν όμως ήρθε στον δρόμο του ο τόπος όπου οι Αργεντινοί λατρεύονται ως διάδοχοι του Θεού που αντίκρισαν, έζησαν, δημιούργησαν και λάτρεψαν οι κάτοικοί του, δεν προσπέρασε.
Νάπολι λοιπόν…
Πράξη Τρίτη, Μέρος Τρίτο
Ο Λεονάρντο Μπλανσάρ δεν έχει να θυμάται πολλά από την επαγγελματική του ενασχόληση με το ποδόσφαιρο. Το σταμάτησε μάλιστα πριν τριάμισι χρόνια, πριν καν τα 30 του. Μια σεζόν πήρε γεύση κορυφαίου επίπεδου, παίζοντας με την Φροζινόνε στη Serie A 2015-2016, όντας βασικός της στόπερ.
Δύσκολη δουλειά. Την έφερε προτελευταία και άμεσα να επιστρέφει στη Serie B, έχοντας το χειρότερο παθητικό του τότε Πρωταθλήματος. Τελευταία αγωνιστική του, με τα πάντα να έχουν κριθεί, η Φροζινόνε πήγαινε στο (τότε ακόμη επονομαζόμενο) San Paolo για να παίξει με τη Νάπολι.
Αποστολή του να μαρκάρει τον Γκονσάλο Ιγκουαΐν. Εκτέθηκε, αφού ο Αργεντινός πέτυχε χατ-τρικ. Με αυτό έφτασε τα 36 γκολ σ’ εκείνο το Campionato, σπάζοντας την καλύτερη μεταπολεμική επίδοση του κάλτσιο που κρατούσε από τη σεζόν 1949-50 και τον θρυλικού Σουηδό επιθετικό της Μίλαν, Γκούναρ Νόρνταλ. Του έλειψε άλλο ένα για να έσπαγε και την all time επίδοση, του Τζίνο Ροσέτι από τη σεζόν 1928-29.
Τον Μπλανσάρ δεν τον πείραζε. Προφανώς και ήξερε ότι η χρονιά που είχε ζήσει θα ήταν ανεπανάληπτη για τον ίδιο. Αντιλαμβανόταν πως είχε, με τον τρόπο του, συμβάλει στο να γραφτεί ιστορία. Έτσι, με το που ολοκληρώθηκε το παιχνίδι, έτρεξε στον προσωπικό του αντίπαλο και του ζήτησε τη φανέλα του.
Απαιτητικό. Δεν ήταν όποια και όποια φανέλα. Δεν ήταν όποια και όποια στιγμή. Και, παρότι ο Ιγκουαΐν συμφώνησε, το γεγονός ότι του ζήτησε να τον περιμένει στα αποδυτήρια για να την πάρει δεν έμοιαζε ελπιδοφόρο. Εύλογα, τον πρωταγωνιστή αυτής της ιστορικής επίδοσης τον περίμεναν εκεί οι πάντες. Media, celebrities. Πολλά μικρόφωνα, πολλές χειραψίες, πολλή αποθέωση. Πού μυαλό για υποσχέσεις.
Ο Μπλανσάρ σε όλον αυτόν τον χαμό περίμενε υπομονετικά σε μια γωνιά. Δεν έχασε τον Αργεντινό από τα μάτια του. Ζήτημα βέβαια και αν μπήκε ποτέ σε όλον εκείνο τον χαμό και στη δική του ματιά. Η αποστολή των «Canarini» έφυγε από το γήπεδο, αυτός όμως εκεί, για κοντά μια ώρα περίμενε.
Ο Ιγκουαΐν πέτυχε το ρεκόρ, έχοντας χάσει και τρεις αγωνιστικές λόγω τιμωρίας, σημειώνοντας ένα γκολ ανά 82 λεπτά. Για τα δεδομένα του κάλτσιο, ακόμa και της σύγχρονης -κατενάτσιο free- εποχής του, ασύλληπτο. Οι Ναπολιτάνοι κάτι περισσότερο για να τον λατρέψουν, έτσι κι αλλιώς, δεν χρειάζονταν.
Είχε την ευλογία του Ντιέγκο, τον δικό Του θρύλο αυτονόητα επικαλέστηκε ως βασική αιτία της απόφασής του να μετακομίσει στον Ιταλικό Νότο, με το δείγμα αγάπης που δέχτηκε να αγγίζει την ιεροσυλία, όταν το δικό του όνομα αντικατέστησε αυτό του Υψίστου στο τραγούδι των Ναπολιτάνων: «Ho Visto Higuain».
Και μάλιστα από νωρίς, όχι ύστερα από εκείνο το ιστορικό ζενίθ του ρεκόρ, το οποίο και αποδείχτηκε και η τελευταία του παράσταση στη Νάπολι. Αφού βίωσε όσα βίωσε στο Copa America Centenario, δεν επέστρεψε -ουσιαστικά- ποτέ, αξιώνοντας μεταγραφή.
Έκανε ό,τι μπορούσε, στα όρια πρακτικά του εκβιασμού, προκειμένου να την εξασφαλίσει. Τα 90 εκατ. ευρώ που η Γιουβέντους πλήρωσε τον έκαναν (τότε) τον πλέον ακριβό Νοτιοαμερικανό ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, το αντίτιμο ήταν (τότε) το μεγαλύτερο που έχει δαπανηθεί ποτέ από ιταλική ομάδα και το (τότε) μεγαλύτερο μεταξύ ομάδων της ίδιας χώρας -ανεξαρτήτως ποιας ήταν αυτή- στην ιστορία.
Άντε να τα πεις στους Ναπολιτάνους, οι οποίοι τον αποκαθήλωσαν σε ένα πετάρισμα των βλέφαρων.
Άντε να το πεις στον Μπλανσάρ, ο οποίος έχει αυτός από τότε, μετά από την επίμονη αναμονή του στα αποδυτήρια του San Paolo, σπίτι του κειμήλιο πραγματικό, Δισκοπότηρο της δικής του άσημης ποδοσφαιρικής καριέρας, πιθανώς τη μόνη φανέλα που οι τιφόζι των «Partenopei» δεν βρήκαν για να κάψουν.
Πράξη Δεύτερη
Copa America ήταν και εδώ. Το… κανονικό, το προβλεπόμενο, όχι το εορταστικό, το επετειακό. Έναν χρόνο νωρίτερα από εκείνο της Εκατονταετίας διοργανώθηκε στη Χιλή. Μοιραζόταν -ως συνήθως άλλωστε- θέση βασικού και ερχομένου από τον πάγκο. Η έκδοση εκείνης της Αργεντινής πολύ πιο σφιχτή, πολύ πιο μετρημένη αγωνιστικά σε σχέση με την version της επόμενης χρονιάς.
Σε τέσσερα ματς ως τον ημιτελικό με την Παραγουάη, η «Albiceleste» τέσσερα μόλις γκολ πέτυχε. Το ένα ήταν δικό του, πανηγυρίζοντας άλλο ένα στο ξέσπασμα που συνόδευσε την πρόκριση στον Τελικό, στο 6-1 επί της Παραγουάης στα ημιτελικά της διοργάνωσης. Εκεί, στον Τελικό, περίμενε η διοργανώτρια Χιλή.
Όπως και την επόμενη χρονιά, στο επετειακό τουρνουά, το τρόπαιο κρίθηκε στα πέναλτι, αφού τίποτα δεν έγινε στα 120 λεπτά του παιχνιδιού. Για την ακρίβεια, το μόνο που έγινε, η καλύτερη ευκαιρία της αναμέτρησης, δική του ήταν. Χαμένη. Δεν του έφτανε όμως μόνο αυτή, αφού αστόχησε και στο πέναλτι που ανέλαβε να εκτελέσει (έχασε και ο Μπανέγκα).
Τότε πλέον άρχισε να παγιώνεται αυτό που ολοκληρώθηκε την επόμενη σεζόν. Αυτό που τον κυνηγούσε σε όλα του τα χρόνια στη Μαδρίτη. Η πεποίθηση ότι στα μεγάλα παιχνίδια δεν μπορεί. Η αίσθηση πως όσα και να βάλει, άλλα τόσα -και ίσως και περισσότερα- θα χάσει. Υπερβολικό μάλλον, μα, όταν κάτι παγιώνεται, πάντα κάπου εδράζει, πάντα υπάρχει μια τρανταχτή αφορμή που πυροδοτεί τη συνέχεια.
Την είχε δώσει. Χωρίς την παραμικρή υποτίμηση των Copa America που η Αργεντινή κατέκτησε μόλις το καλοκαίρι του 2021 για πρώτη φορά μετά το 1993. Τόσο πολύ της είχε λείψει, τόσο πολύ είχε αναχθεί στη μεταφυσική η παροιμιώδης αποτυχία της να πάρει ξανά ένα… Δεν θα μπορούσαν να αποτελούν, έστω και επαναλαμβανόμενα, αυτή την αφορμή, δεν θα μπορούσαν να έχουν σηματοδοτήσει ποτέ την απαρχή της δημόσιας κουβέντας, της αμφισβήτησης εκατοντάδων γκολ εξαιτίας του ενός που δεν μπήκε.
Τη μεγαλύτερη λοιπόν την είχε δώσει έναν χρόνο νωρίτερα, στον Τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014.
Πράξη Πρώτη
Στα γήπεδα της Βραζιλίας, η Αργεντινή δεν έδινε σε καμία περίπτωση την αίσθηση πως θα μπορούσε να πάει all the way. Έκανε μεν το απόλυτο στον όμιλο, αλλά με νίκες στο γκολ. Τάση που συνεχίστηκε και στα νοκ άουτ. 1-0 η Ελβετία στους «16», 1-0 το Βέλγιο στα προημιτελικά (με γκολ δικό του, το μόνο στη διοργάνωση), με τον Τελικό να έρχεται στα πέναλτι κόντρα στην Ολλανδία ύστερα από ένα στείρο 0-0.
Πρώτος Τελικός μετά το 1990. Τότε χαμένος από την Γερμανία. Ο προηγούμενος, το 1986, ο τελευταίος κερδισμένος. Πάλι κόντρα στη Γερμανία. Πλέον περίμενε ξανά η «Nationalmannschaft», η οποία είχε σκορπίσει τρόμο με το ασύλληπτο 7-1 κόντρα στην Βραζιλία στον δικό της ημιτελικό.
Η «Albiceleste» όμως ήταν από άλλο μέταλλο. Σκληρή ομάδα, κράτησε, όχι απλώς αποφεύγοντας την τύχη της Βραζιλίας αλλά δείχνοντας απειλητικότερη. Τέσσερεις ευκαιρίες είχε στα 120 λεπτά του Τελικού. Η πρώτη -χαμένη- τον στοίχειωσε, αφού νωρίς, από λάθος γύρισμα του Κρόος, βγήκε μόνος, φάτσα με τον Νόιερ. “Ξεφλούδισε” όμως την μπάλα σε τραγικά κακό για την κλάση του τελείωμα.
Έμεινε. Κανείς δεν θυμόταν, κανείς ακόμη δεν θυμάται, ειδικά συγκριτικά, πως στο τέλος του 90λεπτου και ο Μέσι, έστω και από λίγο πλάγια, αστόχησε προ του Γερμανού τερματοφύλακα, ενώ ο Παλάσιο, στην παράταση πια, και αυτός φάτσα με το θεριό δεν κατάφερε ούτε τελική να κάνει.
Ακόμα-ακόμα και για το γκολ που σημείωσε, η τέταρτη καλή στιγμή της Αργεντινής, λίγο μετά τη χαμένη του ευκαιρία, κατηγορήθηκε, γιατί είχε βιαστεί να κινηθεί και υποδείχτηκε (σωστά) οφσάιντ. Όλα πλέον είχαν αρχίσει να του καταλογίζονται.
Η Αργεντινή άλλωστε είχε χάσει το τρόπαιο, αφού οι Γερμανοί τη δεύτερη δική τους καλή φάση στον Τελικό την έκαναν γκολ με τον Γκέτσε, οπότε μοιραία αναζητούνταν κάποιος για να στοχοποιηθεί. Όντας δίπλα-δίπλα με τον Μέσι στη σύγκριση για την αποτελεσματικότητα και την ευθύνη στο συγκεκριμένο παιχνίδι, η επιλογή μοιραία δεν ήταν δύσκολη για το ποιος θα μετατρεπόταν σε δακτυλοδεικτούμενο.
Την τότε λεζάντα δεν την έβγαλε ποτέ από πάνω του. Ίσα-ίσα, στα επόμενα δύο τουρνουά, στις επόμενες δύο πράξεις με την Αργεντινή, την υπογράμμισε. Ό,τι και αν έκανε τον χειμώνα, τον όποιον χειμώνα, όπου και αν το έκανε, όπως και αν το έκανε, καλοκαιριάτικα το έπαιρνε η μπάλα. Και ύστερα από τρία διαδοχικά καλοκαίρια, έφτασε να μπαίνει στη συζήτηση αν η μπάλα θα έπρεπε να πάρει τόσο τα πρότερά της καριέρας του μα και τα επόμενα.
Φινάλε
Στο «Τορίνο» δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει τον πήχη της Νάπολι. Όχι πως δεν έγραψε. Σαράντα γκολ σε δύο σεζόν στο Campionato ποτέ και για κανέναν δεν είναι λίγα. Δεν ήταν όμως… τόσα όσα στο «San Paolo», οπότε μοιραία σε άλλα εστίαζαν οπαδοί και media.
Περισσότερο απασχολούσε για το σχεδόν πάντα αντιτουριστικό σουλούπι του -μοιάζει μάλλον κωμική πλέον η παιδιόθεν και σε κάθε ευκαιρία διατρανωμένη λατρεία του για τον Ρονάλντο και η προσπάθεια του (αρχικά μέσω βιντεοκασετών στην αρχή της δεκαετίας του ’90) να κοπιάρει, στο δικό του ξεκίνημα και όχι μόνο, κάποιες από τις κινήσεις του «Φαινομένου»– και το πόσο τον επηρέαζε στο γήπεδο.
Τα κιλά του, τα οποία άλλοτε προσπαθούσε να κρύψει με την ξέζωστη, σχεδόν πάντα, φανέλα του και άλλοτε επεδίωκε να μειώσει, φτάνοντας να συνεργαστεί ακόμα και με τον διατροφολόγο του Μέσι, ενοχλούσαν. Όπως και τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού του.
Ίδια και απαράλλαχτα από το ξεκίνημα της καριέρας του, αυτά χρυσοπληρώνονταν, όμως τότε -για παράδειγμα- το γεγονός ότι έξω από το «κουτί» χάνονταν και καλά-καλά (λόγω ενίοτε και της ανύπαρκτης εκρηκτικότητας ή, χειρότερα, της κακής του φυσικής κατάστασης) δεν μπορούσε να σταθεί ερχόταν σε πρώτο πλάνο.
Τίτλους κέρδισε, αλλά και πάλι αυτός που δεν κατέκτησε, στο μεγαλύτερο συλλογικό παιχνίδι της καριέρας του, στον Τελικό δηλαδή του Champions League το 2017, κόντρα μάλιστα στη Ρεάλ, είναι αυτός που προστέθηκε στη λίστα των αμφισβητιών του.
Ενδεικτικοί οι δύο δανεισμοί του, σε Μίλαν και Τσέλσι, σε μια σεζόν (2018-2019), πριν την τελευταία του στους «Bianconeri» και την αναζήτηση ηρεμίας(;), ζωής και απαιτήσεων ταιριαστών του(;) πλέον στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Ίντερ του Μαϊάμι, όπου και για πρώτη φορά συνυπάρχει επαγγελματικά μαζί με τον μεγαλύτερο του αδερφό, Φεντερίκο (οι άλλοι δύο, ο Νίκολας και ο Λαουτάρο, έμειναν μακριά από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο).
Τον Απρίλιο του 2021 έχασε τη μητέρα του, Νάνσι. Καλλιτέχνης, ζωγράφος, αυτή του κληροδότησε αρτιστικά γονίδια. Λίγες εβδομάδες μόνο μετά τον χαμό της, έγινε πατέρας, με την επί χρόνια σύντροφο και πλέον σύζυγό του, Λάρα (σχεδιάστρια μόδας στο επάγγελμα) να του χαρίζει την κόρη, Άλμα.
Τα δικά της αρχικά προστέθηκαν στο μπράτσο του, “χτυπημένα” σ’ ένα τατουάζ που περιλαμβάνει όλα τα αντίστοιχα των μελών της οικογένειάς του. Ό,τι μετράει περισσότερο από κάθε άλλο για τον ίδιο. Δεν το κρύβει, το δηλώνει.
Όπως και το ότι δεν είχε την ίδια θεώρηση των πραγμάτων. Μπάλα, βιολογικά, έχει ακόμη μπροστά του. Αν έχει ακόμη και μέσα του αμφίβολο. Μα και ανθρώπινο, αν πλέον δεν το νιώθει.
Όταν για έναν από τους συνεπέστερους γκολτζήδες της γενιάς μας το debate για πού στον καλό θα τον κατατάξει τελικά η ιστορία του αθλήματος και το συλλογικό θυμικό δεν έχει ακόμη καταλήξει, με το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά βέβαιο ή έστω εξαρτημένο από τις επιδόσεις του να μοιάζει, ποιος τον αδικεί;
Βαρύ, ασήκωτο φορτίο του ποδοσφαίρου να’ ναι κολασμένος…