«Madridista! Madridista! Madridista»!
Μια καθώς πρέπει κυρία με λευκό μαλλί, καθισμένη πίσω από τον πάγκο της γηπεδούχου Μπαρτσελόνα σε όλα τα παιχνίδια. Οπαδός της, φυσικά. Αλλά… πολέμια του νέου προπονητή των «Blaugrana».
Είμαστε στο 1985 και ο Μαδριλένος Αλεχάντρο Γκαρθία Ρενέσες διανύει τις πρώτες του ημέρες στον πάγκο της «Μπάρτσα». Τι κι αν έχει ήδη φτιάξει το όνομά του στον μπασκετικό χώρο (σε άλλες ομάδες) στην Καταλονία; Η διαπεραστική φωνή της… προδρόμου της σύγχρονης κυρίας στη Βιτόρια (με την αγριοφωνάρα που περνάει σε κάθε τηλεοπτική μετάδοση αγώνα ελληνικής ομάδας με την Μπασκόνια) γίνεται το κλου της χρονιάς.
Αυτός είναι ο Ρενέσες. Ένας αδιαμφισβήτητα κορυφαίος προπονητής εδώ και μισό αιώνα, ο οποίος εξάπτει πάθη και διχάζει. Ο Μαδριλένος που έγινε Καταλανός, ο πολυνίκης και πολυτροπαιούχος που πήγε σε έξι Final 4 και δεν πήρε μισή κούπα, με αποτέλεσμα να του κολλήσει η στάμπα του λούζερ.
Ο μπασκετμπολίστας των «Φοιτητών» (όπως είναι η μετάφραση της Εστουδιάντες) που έγινε πρύτανης της μπασκετικής επιστήμης. Με τις επιτυχίες του σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο πλην τροπαίων στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, ακόμα περισσότερο με την ανάδειξη παικτών που μεσουράνησαν και μεσουρανούν, ακόμα και στο ΝΒΑ. Ακόμα και σε εποχές που ο ίδιος προπονούσε σε ταπεινούς συλλόγους της ισπανικής λίγκας.
Δεκέμβριος 2020: Ο Αΐτο Ρενέσες σε ηλικία 74 ετών / Photo by: Eurokinissi.
Αΐτο, ο λούζερ
Ο Αλεχάντρο Γκαρθία Ρενέσες που έγινε πρώτα απ’ όλα (ο γνωστός σε όλους ως) Αΐτο. Γεννηθείς στις 20 Δεκεμβρίου του 1946. Στη Μαδρίτη, όπου και έπαιξε με επιτυχία μπάσκετ στην Εστουδιάντες. Μεγαλωμένος στην Ισπανία του Δικτάτορα Φράνκο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δηλαδή η χώρα του ήταν διεθνώς απομονωμένη και οικονομικά αποκλεισμένη από το σχέδιο Μάρσαλ, βρήκε τον δρόμο του με μια πορτοκαλί μπάλα στα χέρια –και στο μυαλό.
Μια χαρά γκαρντ ήταν ο νεανίας Ρενέσες των 186 εκατοστών, κι ας περιγράφει τον εαυτό του ως «κακό σουτέρ και αργό, απλώς ικανό πασέρ και διεισδυτικό». Πήρε μεταγραφή στα 21 του στην Μπαρτσελόνα, έστω κι όταν το στάτους της δεν είχε καμία σχέση με το κατοπινό. Πολιτογραφήθηκε μπασκετικά Καταλανός, έμεινε μια ζωή στην ευρύτερη περιοχή.
Έγινε και αρχηγός των «Blaugrana», προτού γίνει προπονητής τους για 13 χρόνια, σπασμένα σε τρεις θητείες. Ενδιάμεσα, με μικρά διαλείμματα, αναλάμβανε Τεχνικός και Αθλητικός Διευθυντής τους. Από εκείνη την εποχή, η οποία κράτησε από τα μέσα των ‘80s έως τη χαραυγή του νέου αιώνα, βαστάει ο χαρακτηρισμός του λούζερ.
Έξι Final 4 Κυπέλλου Πρωταθλητριών, τρεις Τελικοί, μηδέν κούπες. Επτά Final 4, αν συνυπολογίσουμε και του 2001, όταν ως Διευθυντής και Τζένεραλ Μάνατζερ της «Μπάρτσα» έχασε στο τελευταίο ματς -ξανά- από την πιτσιρικαρία της ΠΟΠ 84 στο Παρίσι.
Παρίσι, ε; Η «πόλη του φωτός» έμελλε να αποβεί πέντε χρόνια αργότερα το μέρος ενός ακόμα Τελικού. Ενός αγώνα που προκάλεσε ακόμα πιο οξύ τόνο. Η πρώτη στέψη ελληνικής ομάδας. Του Παναθηναϊκού, με την (αντικανονική) τάπα του Στόικο Βράνκοβιτς στον Χοσέ Αντόνιο Μοντέρο, ενόσω (εξίσου… αντικανονικά) είχε κολλήσει το χρονόμετρο.
Είχε που είχε τον πόνο του ο Αΐτο, είχε και απέναντι τον χειρότερο δυνατό συνάδελφο να πανηγυρίζει. Τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, με τον οποίον είχαν συνεργαστεί και εν τέλει αγρίως τσακωθεί τη σεζόν 1990-1991. Ναι, εκείνη που είχε καταλήξει ευρωπαϊκά με το Τρεμπλ των πρώην παιδιών του Μπόζα στο Σπλιτ.
Ιούλιος 1991: Αΐτο Ρενέσες και Μπόζινταρ Μάλκοβιτς στο εξώφυλλο του περιοδικού «Gigantes».
Την επομένη του… Paris No.2 είχε Ρώμη. Την πρώτη στέψη και του Ολυμπιακού, στο ματς που η «Μπάρτσα» δεν εμφανίστηκε ποτέ, μένοντας στους 58 πόντους με “κλειδωμένο” (και λαβωμένο επίσης) τον Σάσα Τζόρτζεβιτς. Άλλον Σέρβο δηλαδή που δεν χάνει ευκαιρία να ξιφουλκεί εναντίον του Ίβηρα τεχνικού…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εμείς είχαμε στην Ελλάδα τον Γιάννη Ιωαννίδη με την παροιμιώδη ανικανότητα να πανηγυρίσει σε ένα Final 4 και οι Ισπανοί είχαν τον Ρενέσες. Κανενός βέβαια η προπονητική αξία και η διαχείριση μεγάλων “καραβιών” δεν αμφισβητήθηκε.
Έξι ήταν και τα χαμένα Final 4 του «Ξανθού», με το ακριβώς αντίθετο ταμπεραμέντο από τον ήρεμο, μειλίχιο, σχεδόν απαθή μπροστά από τον πάγκο του, Αΐτο.
Τη διετία 1989-1990, οπότε ο τελευταίος έπεσε στις μεγάλες βραδιές του Τόνι Κούκοτς της Γιουγκοπλάστικα σε ημιτελικό και Τελικό, ο Ιωαννίδης βρέθηκε απέναντί του στον μικρό Τελικό (Μόναχο ‘89) και τον ημιτελικό (Σαραγόσα ‘90), αντίστοιχα.
Η σχετική εξάδα της αποτυχίας του ολοκληρώθηκε σε ένα ακόμα Ευρωπαϊκό του Παναθηναϊκού, το 2000 στη Θεσσαλονίκη. Σε ένα ακόμα “non show” της Μπαρτσελόνα, ιδίως επιθετικά, μια και σημείωσε με το ζόρι 51 πόντους στον ημιτελικό με τη Μακάμπι του Πίνι Γκέρσον.
Συνεχώς στην πηγή, ποτέ το νερό στον ουρανίσκο του. Σε ό,τι αφορά στην κορυφαία διοργάνωση, έτσι; Διότι στην τεράστια καριέρα του πήρε πέντε άλλα ευρωπαϊκά κύπελλα. Έξι, με το Super Cup του 1986.
Πολύ πιο πρόσφατα, το 2015 και το 2019, έφτασε και στους Τελικούς του EuroCup με την Γκραν Κανάρια (θύτης η Χίμκι) και την Άλμπα. Με τους Βερολινέζους ηττήθηκε 2-1 από τη Βαλένθια. Κατέρρευσαν στο Game 3 (89-63), η ξεθωριασμένη στάμπα αποτυπώθηκε πάνω του ξανά.
Ιανουάριος 1995 – Μάρτιος 1999 : Ο Αΐτο Ρενέσες στον πάγκο της Μπαρτσελόνα / Photos by: Eurokinissi (Action Images).
Αΐτο, ο δάσκαλος
Ποτέ δεν επέλεξε τον εύκολο δρόμο. Συχνά τον δημιούργησε ο ίδιος. Όπως με τις συχνές αλλαγές του, οι οποίες έγιναν κανονικότητα πολλά-πολλά χρόνια αργότερα. Σε εποχές που σχεδόν όλες οι ομάδες έπαιζαν από την αρχή μέχρι το τέλος με μία πεντάδα, άντε με κανά-δυο αλλαγές, αν βασικοί είχαν χρεωθεί με φάουλ, ο Ρενέσες ξεχώριζε για το σταθερά εκτεταμένο ροτέισιον.
«Θέλω τους καλύτερους παίκτες μου φρέσκους στο τέλος, μα ταυτόχρονα πιστεύω σε όλους. Ακόμα και ο λιγότερο ταλαντούχος μπορεί να δώσει κάτι. Μια άμυνα, δύο ποιοτικά λεπτά», έχει εξηγήσει.
Δημιούργησε και παικταράδες. Από το μηδέν σε ανδρικό επίπεδο. Υπό την έννοια δηλαδή ότι ανέβασε στο επαγγελματικό σανίδι δεκάδες μπασκετμπολίστες που εξελίχθηκαν σε κορυφαίους. Στην Ισπανία, στην Ευρώπη, στο ΝΒΑ.
Οι Χουάν Κάρλος Ναβάρο και Πάου Γκασόλ είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ως προς την τόλμη του. Την άγνοια κινδύνου συνάμα με την πίστη στους ταλαντούχους εφήβους. «Χαρακτηριστικότερα», διότι δεν δίστασε ο Αΐτο να μείνει πιστός στις αρχές του και να τους ρίξει στα βαθιά, ακόμα και όταν δούλευε σε έναν σύλλογο κολοσσό. Όταν η δουλειά του, θεωρητικά, ήταν να κερδίζει. Όχι να αναδεικνύει νεαρούς.
Ο Γκασόλ, μάλιστα, είχε συμπεριληφθεί για πρώτη φορά στη δεκάδα της Μπαρτσελόνα σε ευρωπαϊκό αγώνα στη Νέα Σμύρνη. Στο κλειστό της Αρτάκης, σε κοτζάμ ημιτελικό του Korać το 1999 κόντρα στον Πανιώνιο. Τότε που είχε βάλει 16 πόντους ο Ευθύμης Ρεντζιάς, εξαιρετικός και στους νικηφόρους τελικούς που ακολούθησαν με την πρώτη αγάπη του Ρενέσες, την Εστουδιάντες.
Ιανουάριος 2002: Ο Αΐτο Ρενέσες στον πάγκο της Μπαρτσελόνα / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Στους «4» του Korać είχε φτάσει 20 χρόνια νωρίτερα και με την πρώτη του ομάδα ως προπονητής. Την άσημη Τσίρκολ Κατόλικ, από την Μπανταλόνα. Εκείνο τον καιρό σύστηνε στο ευρύ κοινό έναν 16χρονο αέρινο φόργουορντ με μεγάλη μύτη. Τον Αντρές Χιμένες, βασικό “4άρι” της Εθνικής Ανδρών της Ισπανίας τη δεκαετία του ’80.
Τον είχε παίκτη το ίδιο καλοκαίρι και στο Ευρωμπάσκετ Παίδων της Συρίας. Στη διοργάνωση δηλαδή που ο Αΐτο ανέδειξε και τον ακόμα καλύτερο ψηλό, σύντομα ηγέτη της Ρεάλ και ΝΒΑer, Φερνάντο Μαρτίν. Με τον φόργουορντ-σέντερ που βιάστηκε να αποχωρήσει από τα εγκόσμια, ο μέντοράς του έμελλε να παίξει δεκάδες φορές αντίπαλος στα «clásicos» -έχοντας ο ίδιος παίκτη, στην Μπαρτσελόνα, εκ νέου τον Χιμένες.
Στην πρώτη του θητεία στην Μπανταλόνα (1983-1985), έχρισε ηγέτη τον Τζόρντι Βιγιακάμπα, πρώτο σκόρερ σύντομα και στα περισσότερα ματς της «Roja», ανεβάζοντας επιπλέον στην πρώτη ομάδα τον πλέι μέικερ Ράφα Τζοφρέσα.
Στη δεύτερη θητεία, δύο ολόκληρες δεκαετίες αργότερα (2003-2008), έδωσε την μπαγκέτα στον 18χρονο Ρούντι Φερνάντεθ και πέταξε στα βαθιά της ACB ένα μειράκιο 14 ετών και 11 μηνών (νεαρότερο παίκτη ever στην Α’ κατηγορία), ονόματι Ρίκι Ρούμπιο.
Τον μελαχρινό πόιντ γκαρντ τον κατέστησε ενεργό μέλος του ροτέισιον και στην Ευρωλίγκα από τα 16 χρόνια του. Κατηφορίζοντας το 2012 στη Σεβίλλη για την Καχασόλ, έδωσε τα ηνία μέσα στις τέσσερεις γραμμές στον Τόμας Σατοράνσκι. Ταυτόχρονα έδωσε χρόνο σε έναν πανύψηλο 17χρονο Λετονό με καλό σουτ, τον οποίον έλεγαν Κρίσταπς Πορζίνγκις!
Μάρτιος 2009: Ο Αΐτο Ρενέσες στον πάγκο της Μάλαγα / Photo by: INTIME.
Αΐτο, ο διαχρονικός
Από το 1963, οπότε προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα της Εστουδιάντες, έως το 2023, όταν και έκατσε για τελευταία φορά σε πάγκο (της Τζιρόνα, στην Καταλονία φυσικά!), ο σενιόρ Ρενέσες συμπλήρωσε 60 χρόνια στην πρώτη γραμμή. Ως παίκτης, ως προπονητής, μέχρι και ως πάροχος… ηλεκτρολογικού υλικού.
Παράλληλα με την πορεία του μέσα στις τέσσερεις γραμμές, την οποία τερμάτισε ο ίδιος μόλις στα 26 του, επειδή διέβλεπε καλύτερες προοπτικές έξω από αυτές, ο Ρενέσες σπούδασε Φυσική και Τηλεπικοινωνίες.
Το πτυχίο δεν το πήρε, οι γνώσεις του όμως σε συνδυασμό με την εμπειρία του στα γήπεδα τού επέτρεψαν να κατασκευάσει τον πρώτο ηλεκτρονικό πίνακα για αγώνες μπάσκετ στην Ισπανία. Δεν έγινε Μηχανικός Τηλεπικοινωνιών, όπως το σκεφτόταν για ένα διάστημα, έγινε ωστόσο ο προμηθευτής πινάκων σε καμιά τριανταριά σάλες στη χώρα του.
Με την γνωστότερη ιδιότητά του δεν βιάστηκε. Δεν πίεσε καταστάσεις. Μια ολόκληρη δεκαετία έμεινε στην Τσίρκολ Κατόλικ, προτού μεταπηδήσει στη γνωστότερη (αλλά χειρότερη συνήθως της δική του προηγουμένως) ομάδα της Μπανταλόνα, την Τζοβεντούτ.
Από το προάστιο της Βαρκελώνης, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από το κέντρο, στην καρδιά της, Μπαρτσελόνα, για περισσότερο από μιάμιση δεκαετία ως κόουτς και Διευθυντής/Μάνατζερ. Πάλι Μπανταλόνα αλλά και Εθνική Ισπανίας.
Έφερε το εθνόσημο σε μικρά κλιμάκια ως παίκτης, ανέβηκε στο βάθρο Ευρωπαϊκού U16 ως εκλέκτορας το 1979, έφτασε σε Τελικό Ολυμπιακών Αγώνων με την Ανδρών. Το 2008 έφαγε 37 στο κεφάλι στον όμιλο από τις ΗΠΑ, αλλά στον Τελικό, όπου η «Roja» έφτασε με τρομερές εμφανίσεις, παραλίγο να προκαλέσει την απόλυτη έκπληξη στο Πεκίνο. Δύο λεπτά πριν το τέλος μείωσε στους τέσσερεις πόντους, χάνοντας εν τέλει 118-107 από την Team USA του ΛεΜπρον Τζέιμς, του Κόμπι Μπράιαντ, του Καρμέλο Αντονι.
Αύγουστος 2008: Ο Αΐτο Ρενέσες στον πάγκο της Εθνικής Ισπανίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου / Photo by: INTIME.
Έπαιξε στον δικό τους ρυθμό και δεν ήθελε πολύ να τους κερδίσει. Έφτιαξε μέσα στον χρόνο ομάδες που έπαιζαν στους 100 πόντους, ομάδες (λιγότερες φορές) που βασίζονταν στην άμυνα. Πάντα ζητούσε πίεση και τρέξιμο, πάντα σκάρωνε εκπλήξεις σε ομολόγους του.
Στην Μπαρτσελόνα, για παράδειγμα, κατηγορούνταν από τον φιλομαδριλένικο Τύπο για… «karate-press». Για υπέρ το δέον σκληρή άμυνα απέναντι στη Ρεάλ του Ντράζεν Πέτροβιτς. Του Ντράζεν, παρεμπιπτόντως, που είχε προταθεί και στους Καταλανούς, πριν πάει στο ΝΒΑ. Και κατηγορήθηκε ο Αΐτο πως τον έκοψε.
«Αηδίες», θα απαντήσει σε μεγάλη συνέντευξή του στο «jotdown.es». «Ο Πέτροβιτς μπορούσε να έρθει μόνο υπό το καθεστώς δανεισμού για ένα χρόνοv από την Τσιμπόνα. Δεν θα είχαμε κέρδος, παρά πρόσκαιρο αγωνιστικά και όχι σίγουρα. Δεν ήταν και το καλύτερο παιδί, δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα, αν ένας παίκτης μου έφτυνε αντιπάλους», η σχετική του (μισή) εξήγηση.
Όσο για τις προαναφερθείσες εκπλήξεις που σκάρωνε ο Αΐτο, ας μην πάμε μακριά. Να, στους τελικούς του ’89 θριάμβευσε με 3-2, εμφανίζοντας στο πέμπτο ματς μία άμυνα “1-4” (ένας-τέσσερεις), η οποία εγκλώβισε τον Ντράζεν.
Από τότε τη συγκεκριμένη άμυνα, με τέσσερεις παίκτες σε ζώνη και έναν να αναλαμβάνει το αστέρι της αντίπαλης ομάδας και να το ακολουθεί παντού, θα την επιστρατεύσει και σε άλλες περιπτώσεις. Σε μία εξ αυτών, 30 χρόνια αργότερα στο ΟΑΚΑ, θα προκαλέσει την απόλυση του Αργύρη Πεδουλάκη από τον πάγκο του Παναθηναϊκού. Στόχος του “box-and-one” ο Νικ Καλάθης. Ο ηγέτης των «Πρασίνων» εννιά λάθη, ρεκόρ καριέρας που κρατάει μέχρι σήμερα, η δε Άλμπα το “διπλό”!
Νοέμβριος 2019: Ο Αΐτο Ρενέσες στον πάγκο της Άλμπα Βερολίνου / Photo by: INTIME.
Αΐτο, ο νικητής!
Στην Άλμπα λοιπόν στα γεράματα ο σενιόρ. Έχοντας περάσει κατά σειρά και από Ουνικάχα Μάλαγα, Σεβίλλη και Γκραν Κανάρια, έπιασε δουλειά για πρώτη φορά εκτός Ισπανίας, λίγο προτού γίνει 71 ετών! Έμεινε τέσσερα χρόνια στο Βερολίνο, έκανε αξιοπρεπέστατες πορείες στην Ευρωλίγκα, της χάρισε και ένα Νταμπλ και συνολικά δύο διαδοχικούς τίτλους στην Bundesliga. Διότι, ναι, είναι και νικητής.
Λούζερ για κάποιους, επειδή δεν του έκατσε να σηκώσει ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών. Κατά τ’ άλλα, έχει σηκώσει 24 κούπες. Ευρωπαϊκές, ισπανικές, γερμανικές. Χώρια οι μικρότερης εμβέλειας, τοπικοί τίτλοι, όπως κάποιοι στην Καταλονία και την περιοχή Αστούριας.
Στην πρώτη του κιόλας σεζόν στην Μπαρτσελόνα πήρε το Κυπελλούχων, με “πλάγιους” τους Έπι και Σιμπίλιο, ψηλούς τους Πικουλίν Ορτίθ και Γκρεγκ Γουίλτζερ. Έναν χρόνο μετά, το 1987, πήρε και το Korać. Σημείωση: οι «Blaugrana» σε ολόκληρη την ιστορία τους νωρίτερα είχαν κατακτήσει ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο.
Korać και το 1999, EuroChallenge και ΕuroCup με την Μπανταλόνα το 2006 και το 2008 αντιστοίχως – και με MVP τον Ρούντι Φερνάντεθ σε αμφότερους τους Τελικούς. Και εννιά Πρωταθλήματα Ισπανίας, πέντε Copa del Rey…
Αν πάντως τον ρωτήσετε (όπως τον ρώτησαν στο «Jot Down»), θα σας πει ότι σιγουριά για το πιο βαρύτιμο τρόπαιο ένιωσε όχι σε κάποια χρονιά που έληξε άδοξα σε Tελικό αλλά το 2001 που αποκλείστηκε στους «16» από την Μπένετον Τρεβίζο. Στην χρονιά του διχασμού (διότι διεξήχθη παράλληλα με την Ευρωλίγκα κι η Σουπρολίγκα) έτυχε να τραυματιστούν ταυτόχρονα ο Πάου Γκασόλ με τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους…
Ο Σάρας οδήγησε την «Μπάρτσα» στην πρώτη της κατάκτηση Ευρωλίγκας το 2003, πάνω που είχε αποχωρήσει από τον σύλλογο ο Αΐτο. Άλλωστε έχει να το λέει κι ότι απ’ όπου έφυγε μόνο καμμένη γη δεν άφησε. Ίσα-ίσα, οι περισσότερες ομάδες του συνέχισαν τουλάχιστον το ίδιο καλά. Και οι παίκτες που ανέδειξε… καλύτερα.
Στο δικό του παραμύθι, ο φαινομενικά ψυχρός, αυστηρός τύπος με τα χόμπι του τένις και της φωτογραφίας στον ελεύθερο χρόνο του, όταν δεν αναμοχλεύει ακόμη κάποια ηλεκτρονική συσκευή, δεν περίμενε πιθανό happy end.
Χαιρόταν να δημιουργεί, να εξελίσσει παίκτες, να κοουτσάρει περισσότερο πλέον από 2.000 παιχνίδια στην καριέρα του. Χαιρόταν να είναι εκεί.

















