Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Τη μέρα του τελικού του Αλέξανδρου Νικολαΐδη με τον Νοτιοκορεάτη Μουν Ντάε-Σουνγκ, το κλειστό του τάεκβοντο στο Φάληρο θύμιζε περισσότερο ποδοσφαιρικό γήπεδο (ή τη σημερινή συναυλιακή αρένα), παρά θέατρο ενός ευγενούς Ολυμπιακού αθλήματος. Ναι, ευγενές σπορ είναι το τάεκβοντο και όχι μπουνοκλωτσίδι σαν την πυγμαχία και τα παρακλάδια της. Όπως έλεγε ο ίδιος ο Αλέξανδρος: «Ο αθλητής των πολεμικών τεχνών είναι σκληρός με τον εαυτό του και ευγενής με τους άλλους. Διακυβεύεται και μία αρχέγονη υπερηφάνεια, όταν ανεβαίνουν δύο μαντράχαλοι και χτυπιούνται, ένα ένστικτο πολέμου».

Εκείνο το βράδυ, ο Έλληνας πήγε στο γήπεδο για να δει μπάλα. Έτσι, τουλάχιστον, νόμιζε. Η παρουσίαση του Μουν συνοδεύτηκε από αποδοκιμασίες, του Νικολαΐδη από πατριωτικές ιαχές. Ο Αλέξανδρος μπήκε στον αγώνα φαρμακωμένος. Η αυτοσυγκέντρωσή του πήγε περίπατο από την πρώτη κιόλας φάση, όταν οι κριτές του φέρθηκαν αυστηρά και του «έκλεψαν» έναν πόντο. «Έπαιζα σαν μπουνταλάς, έγινα ρεζίλι», ομολόγησε πολλά χρόνια αργότερα. Και έχασε με νοκ-άουτ, το πρώτο της καριέρας του. Η αντανακλαστική αντίδρασή του, την ώρα της απονομής, ήταν να κλειστεί στον εαυτό του και να κλάψει ή ίσως να επιστρέψει στα αποδυτήρια και να τα κάνει ρημαδιό.

Άκουσε όμως τα γιουχαΐσματα και ένιωσε το χρέος να τον καλεί. Ο 25χρονος Νικολαΐδης πλησίασε τον νικητή, τον πήρε αγκαζέ και έκανε μαζί του τον γύρο του θριάμβου, με τις δύο σημαίες να ανεμίζουν. Τότε και μόνο τότε το πλήθος ηρέμησε. Ήταν μία βραδιά ντροπής για τον Έλληνα «φίλαθλο», που δύο μέρες νωρίτερα είχε καταρρίψει όλα τα ρεκόρ ξεφτίλας με τις ιαχές «Κεντέρης-Κεντέρης» και τις αποδοκιμασίες στον αφέτη, την επεισοδιακή βραδιά του τελικού των 200 μέτρων.

Οι θεατές που κατέκλυσαν το τάεκβοντο στις 29 Αυγούστου 2004 αποχώρησαν βλαστημώντας τη διαιτησία, σαν οπαδοί καυτού ποδοσφαιρικού ντέρμπι. Ήμουν παρών (όπως ήμουν και το 2000 στο Σίντνεϊ) και θυμάμαι ότι δεν ήξερα πού να κρύψω τα μούτρα μου και την ελληνική σημαία στην κάρτα διαπίστευσής μου. Το ίδιο και ο βουρκωμένος Αλέξανδρος Νικολαΐδης. Αυτός ντρεπόταν διπλά. Βίωνε στο πετσί του τη χειρότερη μέρα της ζωής του.

από την απονομή του 2004

Συνάντησα για πρώτη φορά τον Αλέξανδρο στις αρχές Δεκεμβρίου του 2018, στη Θεσσαλονίκη, όπου μοιραστήκαμε δύο καφέδες, κάτι γλυκά και τρεις ώρες κουβέντας εκ βαθέων. Έκτοτε γίναμε καλοί φίλοι, αφού ο Ολυμπιονίκης θεωρούσε τη συνέντευξη που μου έδωσε για το Documento απαρχή εξωστρέφειας, πολιτικοποίησης και επιστροφής στην κοινωνία. Τον ρώτησα, τότε, για το χαμένο χρυσό μετάλλιο της Αθήνας. Και είδα το βλέμμα του να συννεφιάζει, σαν να ξανάβλεπε μπροστά του τον χαμένο τελικό του 2004.

«Η ήττα μου από τον Κορεάτη το 2004 μου έφαγε τα σωθικά», ομολόγησε ο Νικολαΐδης. «Έγινε κινητήριος δύναμη στο πρωινό μου ξύπνημα, για τα 7-8 χρόνια που ακολούθησαν. Είναι το μεγάλο μου απωθημένο. Πιο εύκολα βλέπω το βίντεο του τραυματισμού μου στο Σίντνεϊ, όπου έσπασα το πόδι μου, παρά τον τελικό της Αθήνας! Το πρώτο νοκ-άουτ της ζωής μου συνέβη μπροστά σε 9.000 συμπατριώτες μου, μέσα στη χώρα μου, σε τελικό Ολυμπιακών Αγώνων! Επί μία εβδομάδα, έβλεπα εφιάλτες. Σκεφτόμουν τον απλό φίλαθλο που στήθηκε στην τηλεόραση εκείνη τη μέρα και είπε: “Έλα μωρέ, τον πατάτα…”».

Τον ρώτησα, τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ του 2004. Κατά πόσον επηρεάστηκε από την ατμόσφαιρα και από το κύμα της προσμονής. Ο Αλέξανδρος πίστευε ακράδαντα ότι αδικήθηκε, αλλά το κράτησε μέσα του για 14-15 χρόνια. Δεν ξεστόμισε κουβέντα μετά τον αγώνα με τον Μουν ή στις σποραδικές συνεντεύξεις που έδωσε αργότερα. Ώσπου, το πήρε απόφαση. Και μου είπε τα εξής:

«Πριν τον αγώνα ακόμη, ο προπονητής μου, που ήταν Κορεάτης, με έπιασε και μου είπε να προσέχω τις επαφές για να μη δώσω δικαίωμα στους κριτές. “Η Κορέα έχει λιγότερα χρυσά μετάλλια από την Ταϊπέι, οπότε έχουμε πρόβλημα”, μου εξήγησε. Στην πρώτη κιόλας φάση, επιτέθηκα όπως είχαμε σχεδιάσει και κατάφερα στον αντίπαλο μία γεμάτη κλωτσιά. Την είδα, την ένιωσα και την άκουσα! Κοιτάζω πανηγυρίζοντας προς τον πίνακα και βλέπω 0-0. Εκεί, έπεσαν μαύρες κουρτίνες. Έπαψα να σκέφτομαι νηφάλια. “Θα το πάρεις, πούστη, αλλά θα σε σκοτώσω”, έλεγα μέσα μου. Έσφιγγα τα δόντια και έπαιζα σαν μπουνταλάς. Δεν ήθελα απλά να κερδίσω, αλλά να τον χτυπήσω. Εγώ φταίω που βγήκα νοκ-άουτ. Αν είχα κυνηγήσει τη νίκη χωρίς βλακείες, θα κέρδιζα. Αλλά μη τα γράψεις αυτά, δεν θέλω να μου πουν ότι ψάχνω δικαιολογίες…”».

Μη τα γράψεις αυτά! Δεν θέλω να πουν ότι ψάχνω δικαιολογίες! Μιάμιση δεκαετία αργότερα! Αυτός ήταν ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης. Ήταν αδύνατο να κοιτάξει κάποιος κατάματα το ήθος του δίχως να τυφλωθεί. Παραπονεμένος έφυγε και το 2008 από το Πεκίνο, όπου ηττήθηκε στον τελικό των 80+ κιλών από έναν νεότερο Νοτιοκορεάτη, τον 22χρονο Τσα Ντονγκ-Μιν. «Ούτε τότε μίλησα για αδικία», μου θύμισε, αν και ήμουν εκεί και θυμάμαι καθαρά την αξιοπρεπή στάση του αθλητή, κόντρα στην οργή του προπονητή και της ελληνικής αποστολής.

Korea

«Στο Πεκίνο έπαιξα καλύτερα και αισθάνομαι νικητής», πρόσθεσε ο Αλέξανδρος. «Εξιλεώθηκα για την Αθήνα και ένιωσα μεγάλη ανακούφιση. Το μεγαλύτερο παράσημο της ζωής μου το έλαβα τέσσερα χρόνια μετά, όταν μου έδωσαν τη σημαία στο Λονδίνο. Προφανώς αισθάνθηκα υπερήφανος που κρατούσα τη σημαία της χώρας μου, αλλά δεν το λέω για τη σημαία. Ήταν μια χειρονομία αναγνώρισης και δικαίωσης από την αθλητική κοινωνία. Το απόγειο της καριέρας μου. Δεν το ζήτησα ούτε είχα καμία τέτοια απαίτηση. Το ότι με διάλεξαν ήταν η μέγιστη τιμή. Τα μετάλλια βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο».

Ο Μουν Ντάε-Σουνγκ αποθεώθηκε στη μακρινή πατρίδα του για εκείνο το νοκ-άουτ της Αθήνας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πέρασε τις πύλες της ΔΟΕ και έγινε «Αθάνατος», ενώ το 2012 εξελέγη βουλευτής. Αργότερα αποκαθηλώθηκε όταν μαθεύτηκε ότι η πτυχιακή εργασία του αποτέλεσε προϊόν αντιγραφής, αλλά το αθλητικό κύρος του παραμένει άθικτο. Ο Μουν σοκαρίστηκε όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του συναθλητή του. Θέλησε να ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για την κηδεία, αλλά τα χρονικά περιθώρια ήταν απαγορευτικά. Το μαύρο μαντάτο μαθεύτηκε Παρασκευή πρωί, η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε Σάββατο.

Απτόητος, ο Ανατολίτης γίγαντας των 1,91 μ. καβάλησε το αεροπλάνο όταν το επέτρεψαν οι υποχρεώσεις του και ήρθε στην Ελλάδα για να προσκυνήσει σεμνά τον τάφο του Αλέξανδρου Νικολαΐδη στο Φίλυρο. «Καλή αντάμωση φίλε μου», του ψιθύρισε. Το δάφνινο στεφάνι που ένωσε τους δύο κολοσσούς του αθλητισμού δεν πρόκειται να μαραθεί ποτέ.

Πηγή: Gazzetta