Της Μαρίας Καούκη
Όποιος περίμενε να ακούσει αποσπάσματα της “Υψικαμίνου” του Ανδρέα Εμπειρίκου ή έργου άλλου ποιητή μας στην Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (29/08/2004), ζούσε στη σφαίρα του σουρεάλ, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
“Ήταν ζάχαρη και μέλι, η τελετή με τσιφτετέλι“.
Γράφω στιχάκια κι αυτοκτονούν τα Βραβεία Νόμπελ. Πάντως, αυτός θα μπορούσε να είναι ένας τίτλος για τις αναμνήσεις που μας φέρνει στον νου η Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Σύμφωνοι, ένας χιουμοριστικός τίτλος (γέλασε κανείς;). Και γιατί να μην είναι χιουμοριστικός; Το ελληνικό γλέντι ήταν σε πρώτο πλάνο. Ο Φοίβος κι η Αθηνά ξεκουράζονταν και είχε αναλάβει δράση ο Διόνυσος. Ο λίγο -και άλλοτε πολύ- άσωτος των Θεών. Ίσως κι ο πιο αγαπημένος. Ελιξίριο ζωής, αλλά και επιβίωσης. Ο αναπόδραστος από τις ψυχές των Ελλήνων θεός. Αυτός που με μοναδική μαεστρία, με ποτό και γητειές κι άλλες φορές με βαθύ αναστεναγμό ‘γεννάει’ χορό ακόμη και μέσα από τη λύπη. Η διονυσιακή πτυχή μας είναι βασικό χαρακτηριστικό, που εντοπίζεται στα προτερήματα, αλλά και ελαττώματά μας, ταυτοχρόνως.
Η Τελετή Λήξης διέφερε πολύ από την εμβληματική και αλησμόνητη Τελετή Έναρξης και σπάνια γράφονται γι’ αυτήν κείμενα. Δεν ήταν παγκόσμια, αλλά ήταν αληθινή. Στην Αθήνα δεν είχαμε έναν Μίσα να δακρύζει, αλλά μάλλον ζήσαμε μια από τις πιο ειλικρινείς στιγμές μας, σε ένα ξεκάθαρα εξωστρεφές περιβάλλον.
Οι Αγώνες στον νόστο τους αντάμωσαν -μέσω των δύο τελετών- με το παρελθόν και το παρόν της Ελλάδας που είχε κατέβει πολλά σκαλοπάτια… ακμής στο πέρασμα των χρόνων. Το παραδεχθήκαμε αθόρυβα, αλλά κι ανέμελα, όπως κι ότι επιζητούσαμε επάνοδο. “Ας κρατήσουν οι χοροί“, τραγούδησαν οι Γιώργος Νταλάρας, Γιάννης Πάριος, Δήμητρα Γαλάνη, Μαρινέλα, Χαρούλα Αλεξίου μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο στα πρώτα λεπτά της Τελετής Λήξης και το τραγούδι ακούστηκε και στο κλείσιμο της. Πρόσεχε τι εύχεσαι και πώς. Οι χοροί κράτησαν, αλλά τα επόμενα χρόνια χορεύαμε πάνω στο ταψί. Και συνεχίζουμε. Κι εγώ έχω κάπου εδώ -παραδίπλα στο γραφείο- ένα τσακισμένο στάχυ. Ενθύμιο από εκείνη τη βραδιά. Το κοιτάζω και μου προκαλεί όλους αυτούς τους συνειρμούς. Σαν τσακισμένο χρυσό στάχυ, που παλεύει να γλιτώσει από τα δρεπάνια μοιάζει η Ελλάδα.
Καψούρα και slang
Το στάδιο ήταν γεμάτο στάχυα εκείνο το βράδυ. Στο θερισμό τους, η φωνή της Δήμητρας Γαλάνη ακούμπησε πάνω σε όλες τις πληγές αυτής της πατρίδας (και στις επόμενες), με τη βοήθεια της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι, των στίχων του Ιάκωβου Καμπανελλή και της λέξης ‘μάνα’ που επιδρά πιο αναλγητικά από κάθε άλλη, για τον περισσότερο κόσμο. “Τι να μου κάνουν δάκρυα δυο και στεναγμοί σαράντα δυο, μανούλα μου!” Το τραγούδι ‘Μανούλα Μου’ γράφτηκε το 1959 για τη θεατρική παράσταση ‘Παραμύθι Χωρίς Όνομα’ του Ιάκωβου Καμπανέλλη και το 1962 ακούστηκε πάλι στη μουσική παράσταση “Οδός Ονείρων”.”Μάνα μου Ελλάς που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς“, τραγούδησε κάποια στιγμή ο Νταλάρας. Αλήθεια ήταν κι αυτή, όμως η χαρά κάλυπτε γρήγορα τη λύπη και η γιορτή μεταφερόταν από τόπο σε τόπο, μέσω των παραδοσιακών ήχων. Αρχικά, με τον Χρόνη Αηδονίδη, “φίλοι μ, καλώς ορίσατε” κι έπειτα με τη Δόμνα Σαμίου.
Μέχρι που πήρε φωτιά το γλέντι κι… ανέβηκε πάνω στα τραπέζια ο κοσμάκης, να σε χαρώ. “Σε πόνεσε η καρδιά μου και σε γουστάρει“, με φωνή και σπάσιμο χεριού Μαρινέλας. Καψούρα και slang πάνε μαζί. Και η καρότσα με τα καρπούζια εμφανίστηκε. Μαζί και οι κοπέλες, οι γυφτοπούλες με τα χρωματιστά ρούχα τους που μπήκαν τρέχοντας και αποθεώθηκαν. Ναι, αυτήν τη στιγμή τη γούσταρα κι εγώ κι ας μην άκουσα”είναι ζάχαρη και μέλι τα καρπούζια του Βαγγέλη“. Πληροφοριακά, έχει γίνει franchise το εν λόγω τετράτροχο ‘κατάστημα’ κι ακούγεται -όπως μαθαίνω- σε όλη την Αττική. Δεν είναι ο ίδιος. Έτσι υπερήφανα, οι Ρομά -οι βασιλιάδες του όξω νου και του κεφιού- μπήκαν στην τελετή. Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη. Τώρα, που το ξανασκέφτομαι, ο παραπάνω στίχος με “την καρδιά μου” που “σε γουστάρει” (όχι με τα καρπούζια), άνετα μπαίνει σε χιπχοπιά. ΟΚ, με λίγο πιο μπρουτάλ κίνηση στο χέρι της Μαρινέλας.
Οι ποντιακοί χοροί νίκησαν τους κρητικούς στο χειροκρότημα και σίγουρα επηρέασαν θετικά και τους ξένους θεατές που βρέθηκαν στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ήταν το κατάλληλο ζέσταμα πριν από τον ‘Ζορμπά’ που ξεσήκωσε τους πάντες και το χειρότερο πριν από την ελαφρά ψυχρολουσία που νιώσαμε με τα λόγια του προέδρου της ΔΟΕ, Ζακ Ρογκ. Η εναλλαγή ζεστό-κρύο κάνει καλό στην επιδερμίδα, αλλά τη μαστιγώνει κιόλας. “Αυτοί οι Αγώνες διεξήχθησαν σε πνεύμα ειρήνης και αδελφοσύνης. Σε αυτούς τους Αγώνες ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν φαινόμενα εξαπάτησης, ενώ οι ‘καθαροί’ αθλητές προστατεύτηκαν καλύτερα“, μας είπε κατάμουτρα στον λόγο που εκφώνησε, ενώ ήταν σε εξέλιξη η υπόθεση Κατερίνας Θάνου-Κώστα Κεντέρη με τον αποτυχημένο έλεγχο ντόπινγκ των δύο αθλητών. Αυτό ήταν το πρώτο “άουτς” που είπαμε. Είχε και δεύτερο.
Ο προκάτοχος του Ρογκ, Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, είχε μετατρέψει σε παράδοση μια πρόταση. Στο κλείσιμο των Θερινών Αγώνων συνήθιζε να λέει”αυτοί ήταν οι καλύτεροι Αγώνες που έχουν γίνει ποτέ“. Δηλαδή, κάθε νέα διοργάνωση ήταν καλύτερη από τις προηγούμενες. Το Σίδνεϊ το άκουσε με χαρά το 2000 και τα ελληνικά ‘πηγαδάκια’ συζητούσαν μόνο αυτό πριν από την Τελετή Λήξης, έξω από το ΟΑΚΑ. “Θα πει για εμάς κάτι τέτοιο;“Η αγωνία όλων περιστρεφόταν γύρω από το πώς θα χαρακτηρίσει του Αγώνες της Αθήνας ο Ρογκ.
“Αχ Καραπιπερίμ, πιπερίμ, πιπερίμ”
Η μαγική λέξη”καλύτεροι” δεν ακούστηκε, όπως επιθυμούσαν πολλοί. “Αυτοί οι Αγώνες ήταν αξέχαστοι, ονειρεμένοι Αγώνες“, είπε ο ορθοπεδικός στο επάγγελμα Ρογκ. Το ξεφούρνισε χωρίς ναρθηκάκι για το σπάσιμο στα νεύρα. Μια φορά, ο Σάκης Ρούβας προσγειώθηκε όρθιος στην πίστα, χωρίς διάστρεμμα, κάταγμα. Επειδή, μπορεί. Βέβαια, με το “Αχ Καραπιπερίμ, πιπερίμ, πιπερίμ“, ανησυχήσαμε μην έπαθε κάτι. “Καλά ακούσαμε;” αναρωτηθήκαμε με τους συναδέλφους. Οι περισσότεροι στα δημοσιογραφικά θεωρεία σαστίσαμε αρχικά, ρωτήσαμε τους διπλανούς μας και μετά γελάσαμε. Το ξεχάσαμε με τη ‘Μαντουβάλα’. Οι αθλητές διασκέδαζαν με μπουζούκια πάνω στο σκεπασμένο χορτάρι κι εμείς ξεροσφύρι κουνούσαμε μπαλόνια σαν άβγαλτα σε παιδική εκδρομή. Στο κλείσιμο, εκτός από τον Ρουβά, τραγούδησαν ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, η Ελευθερία Αρβανιτακη (δυνατά-δυνατά), η Άννα Βίσση, ο Αντώνης Ρέμος και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη.
Η Φλόγα είχε σβήσει. Ένα μικρό κορίτσι πήρε λίγο φως σαν φυλαχτό με τη βοήθεια της Σοφίας Μπεκατώρου και της Αιμιλίας Τσουλφά που είχαν κατακτήσει το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στα ‘470’ της ιστιοπλοΐας. Το κορίτσι ανέλαβε να μοιράσει το φως -όπως το αναστάσιμο- σε όλο το στάδιο. Κι έπειτα το έσβησε στον βωμό μ’ ένα φύσημα, σαν θηλυκός Αίολος.
Τελικά, βρεθήκαμε αντικριστά με πολλούς στίχους από την ‘Υψικάμινο’ στην τελετή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τον καλό, αλλά και τον δηκτικό. “Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας“.
Πηγή: Contra