Επιλογή Σελίδας

Του Γιάννη Φιλέρη

Τον Γιάννη Διακογιάννη τον γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του 70, καθώς η σύζυγος του Βαρβάρα είχε ανοίξει ένα μικρό κατάστημα δώρων, δίπλα σε αυτό του πατέρα μου, το πρώτο μαγαζί με ρούχα στο Παγκράτι: Goldman στην οδό Βρυάξιδος.

Η μητέρα μου Ερμίνα, ως συνήθως πιο κοινωνική απ’ όλους, έγινε φίλη με την αείμνηστη Βαρβάρα, οπότε κάποια στιγμή ήταν λογικό να εμφανιστεί και ο “κύριος Γιάννης”.

Πρώτα για να αγοράσει ένα πουκάμισο ή ένα παντελόνι, δεν θυμάμαι καλά, κι ύστερα για να συνδεθεί με μια πραγματική φιλία με τους γονείς μου.

Για κάμποσα χρόνια ειδικά τα καλοκαίρια, στη βεράντα του τέταρτου ορόφου της οδού Ασπασίας 14, η φωνή του Γιάννη Διακογιάννη δεν δονούσε τους υπόλοιπους Έλληνες, αλλά το ίδιο μου το σπίτι, ειδικά όταν το κρασί που πάντα έρεε άφθονο επιδρούσε σιγά – σιγά στους μόνιμους συνδαιτημόνες.

Ο “Ζανό” εκτιμούσε απεριόριστα τον μουσακά και τον γαύρο στο φούρνο, σπεσιαλιτέ της κουζίνας της κυρίας Ερμίνας. Πιο πολύ, όμως, του άρεσε που είχε βρει στο πρόσωπο του κυρ-Βασίλη έναν ιδανικό συμπότη, καθώς ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήταν ανέκαθεν αυτό που λέμε γερό ποτήρι.

Οι νταμιτζάνες με το χύμα κρασί, από την περίφημη κάβα Τσαούση έφευγαν η μία μετά την άλλη, ο πατέρας μου έπινε και ρετσίνα, όχι όμως και ο Διακογιάννης που από κάποιο σημείο και μετά έφερνε δυο -τρία μπουκάλια Lac De Roche νέα κυκλοφορία της εποχής, από την οινοποιεία Μπουτάρη. Η αποθέωση γινόταν όταν εμφανιζόταν κάθε χρόνο με το νέο Μποζολέ, που περίμενε πώς και πώς από τη Γαλλία.

Ήταν η ώρα για την συνηθισμένη κουβέντα, η οποία με την πάροδο της ώρας και των αμέτρητων κιλών οίνου, άναβε για τα καλά. Ο Διακογιάννης υπερασπιζόταν με πάθος τη γαλλική Δημοκρατία, την ελευθερία και τις αξίες του δυτικού πολιτισμού και ο πατέρας μου, πάντα σκωπτικός, του θύμιζε τις θηριωδίες των “Δημοκρατών” στις περίφημες αποικίες τους.

Εκεί σε αυτή τη βεράντα, μας εξιστορούσε τις περιπέτειες του μετά από κάθε μεγάλο ταξίδι, είτε ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Μόσχας είτε το Μουντιάλ του ’82 που είχε ξεσπαθώσει υπέρ των Ιταλών (και του Σάντρο Περτίνι) με “την εξυπνάδα, το μπρίο, την φαντασία” να κάνουν το 3-0 κόντρα “στο ποδόσφαιρο της δύναμης, του ρεαλισμού, το ποδόσφαιρο των ρομπότ” όπως έχει πει στην ιστορική του περιγραφή μετά το γκολ του Αλτομπέλι.

Δεν ήταν ότι αγαπούσε την Ιταλία, αλλά καθώς η Γερμανία στα ημιτελικά είχε αποκλείσει με τις βαρβαρότητες του Σουμάχερ κατά του Μπατιστόν την αγαπημένη του Γαλλία -δεύτερη πατρίδα του, λόγω και της μητέρας του- στα πέναλτι (ή πέναλτις, όπως ήθελε να λέμε) έγινε ο πιο φανατικός οπαδός της Σκουάντρα Ατζούρα στη μετάδοση του τελικού.

“Φεύγει πάνω στο βιράζ ο Κόε”

Ο Διακογιάννης, βέβαια πιο πολύ από το ποδόσφαιρο, αγαπούσε τον στίβο. Με τον πατέρα μου, που λάτρευε τον κλασικό αθλητισμό και πήγαινε πάντα στο Παναθηναϊκό Στάδιο για να θαυμάσει αθλητές όπως ο Ρένος Φραγκούδης, ο Χρήστος Μάντικας, ο Νίκος Σύλλας και οι υπόλοιποι πιονιέροι του ελληνικού στίβου, έπιανε την κουβέντα για τους παλιούς και τους νεότερους υπεραθλητές.

Του άρεσε πολύ να μεταδίδει τους δρόμους ημιαντοχής, που έχουν και στρατηγική αλλά και δεν τους βαριέσαι όπως τα πέντε ή τα δέκα χιλιόμετρα

.”Φεύγει πάνω στο βιράζ ο Κόε…” φώναζε το 1984 στις ιστορικές μάχες του νυν προέδρου της IAAF με τον Στιβ Όβετ. Διέθετε μια καταπληκτική αντίληψη στις περιγραφές του στίβου, καθώς στο τέλος μιας κούρσας όπως τα 100 μέτρα, ήξερε με ακρίβεια τις θέσεις της τελικής κατάταξης ακόμη κι αν δυο – τρεις σπρίντερ έπεφταν μαζί στον τερματισμό.

Ο Διακογιάννης προσπαθούσε κάθε φορά να περιγράφει αυτό που γινόταν ενώπιον του όσο πιο απλά μπορούσε με πιστότητα και αξιοπιστία. Ήθελε να σου πει ότι κάνει τη σέντρα ο Νταλγκλίς και σκοράρει με κεφαλιά ο Ιαν Ρας, αποφεύγοντας τις ευκολίες του στιλ “η σέντρα και το… γκολ” (για να δούμε ποιος πανηγυρίζει και να σας μεταφέρουμε τον σκόρερ).

Μελετούσε πολλές ώρες πριν από κάθε μετάδοση και βασιζόταν στο περίφημο αρχείο του. Έχοντας ένα μικρό διαμέρισμα -γραφείο στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας που έμενε για χρόνια στην οδό Βρυάξιδος, εργαζόταν κάθε πρωί για δυο – τρεις ώρες πάνω στο αρχείο του.

Με οδηγό τις ξένες εφημερίδες και τα περιοδικά, αλλά και τον ελληνικό Τύπο, ενημέρωνε τους εκατοντάδες φακέλους του, γράφοντας πάντα στη γραφομηχανή και καπνίζοντας τα αγαπημένα του Γκολουάζ (ή Ζιτάν, αναλόγως τι έβρισκε).

Μας φαίνεται λίγο περιττό όλο αυτό, στην εποχή του ίντερνετ όπου με ένα κουμπί μαθαίνεις τα πάντα για τους πάντες, αλλά έτσι ακριβώς ο Γιάννης Διακογιάννης ξεχώρισε από τους υπόλοιπους και ήταν μπροστά από την εποχή του. Είχε την ευχέρεια αλλά και τα εφόδια να μεταφέρει τις πληροφορίες για όλους τους αθλητές με τους οποίους θα καταπιανόταν, αφού ήταν το αντικείμενο της μελέτης και της εργασίας του στο ιδιαίτερο Γραφείο του στο Παγκράτι.

Εκεί, ανάμεσα σε διάφορα λάβαρα, εμβλήματα ποδοσφαιρικών ομάδων και διαπιστεύσεις από διάφορες διοργανώσεις, μέσα από τα χαρτιά του παρέλαυναν ο Πιέτρο Μενέα, η Ίρινα Σεβίνσκα αλλά και ο Κέβιν Κίγκαν, με τον Μίμη Δομάζο. Πολυσχιδής, πολύπλευρος, ευρύτατα μορφωμένος συνδύαζε τις πληροφορίες που ανέσυρε από το αρχείο του με τις ιστορίες της κάθε πόλης, ή χώρας που βρισκόταν, απότοκο και της κοσμοπολίτικης, ευρωπαϊκής θα λέγαμε, νοοτροπίας του.

Δεν πέθανε ένας εμβληματικός αθλητικός δημοσιογράφος, όπως γράφτηκε κατά κόρον, αλλά ένας πρωτοπόρος δημοσιογράφος, που έφερε στην Ελλάδα την κουλτούρα της “Εκίπ” και την αρτιότητα με την οποία λειτουργούσε το επάγγελμά μας στην Ευρώπη.

Το χειρόγραφο που του έδωσα

Στα μάτια ενός 13χρονου – 14χρονου αγοριού, που έτσι κι αλλιώς του άρεσαν τα σπορ, ο Γιάννης Διακογιάννης έμοιαζε με Θεό. Έτσι τον έβλεπα εκείνα τα βράδια στο σπίτι μου. Ο άνθρωπος που έλεγε “κυρίες δεσποινίδες και κύριοι” πριν από κάθε μετάδοση του, ή στην “Αθλητική Κυριακή” που προσμέναμε με αγωνία κάθε φορά για να δούμε τα στιγμιότυπα των μεσημεριανών ματς τα οποία, νωρίτερα το μεσημέρι, είχαμε ακούσει από το ραδιόφωνο, ήταν δίπλα μου, μιλούσε με τον πατέρα μου, ολοζώντανος, χειροπιαστός.

Οι προσκλήσεις που μου έδινε για να δω αγώνες όπως το Ελλάδα-Σοβιετική Ένωση 1-0 ή το ΑΕΚ-Νότιγχαμ (δίπλα στους Άγγλους φιλάθλους, που μεθυσμένοι τραγουδούσαν τα συνθήματα της ομάδας τους) έμοιαζαν με δώρα του Άη Βασίλη. Του… Αη-Γιάννη, καλύτερα.

Τον χειμώνα του 1979 ο Ολυμπιακός είχε αποκτήσει τον Τόμας Άλστρομ. Ο Σουηδός σέντερ-φορ έγινε αμέσως το… ινδαλμά μου όταν με έβλεπε με φώναζε “Άλστρομ”!

Κόβοντας τα αποκόμματα των εφημερίδων, κολλώντας τα σε σχολικά τετράδια, είχα δημιουργήσει το δικό μου αρχείο, εκδηλώνοντας και λόγω του θαυμασμού μου στο πρόσωπο του, τον πρώτο επαγγελματικό προσανατολισμό.

Όταν μάλιστα σε μια έκθεση μου στην τρίτη Γυμνασίου, ο φιλόλογος και έξοχος στιχουργός, αείμνηστος Ηλίας Κατσούλης, μου είχε γράψει “ωραίο, μπορείς να γίνεις και δημοσιογράφος” ήξερα ήδη ποιο δρόμο θα ακολουθούσα.

Η μητέρα μου πήρε το θάρρος και μίλησε για όλα αυτά στον Διακογιάννη: “Πες του να πάει σε ένα ματς, να μου το γράψει και να μου το φέρει να το διαβάσω“, της είπε.

Ενθουσιάστηκα. Την επόμενη Κυριακή, ήμουν στο Καραϊσκάκη με ένα τετράδιο και έβλεπα τον αγώνα του Ολυμπιακού, αν δεν απατώμαι, εναντίον του Ηρακλή. Είδα ό,τι είδα, έγραψα ό,τι έγραψα, το δωσα στην μάνα μου να του το πάει στο Γραφείο του.

Τα λόγια του, που αργότερα μου τα επανέλαβε και δια ζώσης, ήταν καθοριστικά για την υπόλοιπη ζωή μου: “Πες του Άλστρομ ότι έχει ταλέντο, αλλά προς Θεού να τελειώσει πρώτα το σχολείο και μετά να ασχοληθεί με το επάγγελμα“.

Υπήρχε περίπτωση να εγκαταλείψω τις σπουδές; Η εποχή τότε δεν απαιτούσε από τους δημοσιογράφους ούτε καν απολυτήριο Λυκείου, άρα ναι ελλόχευε ένας μικρός κίνδυνος γιατί όποιος άρχισε να ασχολείται σοβαρά με τη δουλειά “ξεμυαλιζόταν από τον τρόπο ζωής και τις ιδιομορφίες της δημοσιογραφίας”.

“Ο Καμάρας, πώς μπήκε ο Καμάρας”

Ο κύριος Γιάννης, βέβαια, ήταν Παναθηναϊκός. Θεωρούσε ότι ο Μίμης Δομάζος δεν είχε καν αντίπαλο στον τίτλο του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, δεν σήκωνε κουβέντα στην αμφισβήτηση του “έπους του Γουέμπλεϊ”, ποτέ όμως δεν άφησε τη συλλογική του προτίμηση να επηρεάσει τη δημοσιογραφική του κρίση. Γι’ αυτό όσοι δεν ήξεραν ρωτούσαν να μάθουν τι ομάδα είναι.

Στην ιστορία, φυσικά, έχει μείνει η μετάδοση του τρίτου γκολ κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα. Αυτό που πέτυχε ο Αριστείδης Καμάρας και νομίζω ότι είναι εκείνο που πανηγύρισε περισσότερο από κάθε άλλο, κρατώντας το μικρόφωνο.

Αγαπούσε τον Παναθηναϊκό, οι πρόεδροι ή ιδιοκτήτες του οποίου σέβονταν πολύ τη γνώμη του (ειδικά ο Βαρδής Βαρδινογιάννης) την οποία, όμως, έπαιρναν σοβαρά και οι ομόλογοι των άλλων ομάδων, αφού μπορούσε να συμβουλεύσει -αν τον ρωτούσαν- είτε τον Νίκο Γουλανδρή είτε τον Λουκά Μπάρλο.

Λάτρευε επίσης τη Ρεάλ Μαδρίτης, τον Αλφρέδρο Ντι Στέφανο και τον Φέρεντς Πούσκας, τη Λίβερπουλ και τον Πελέ, που τον έβαζε στην πρώτη θέση των καλύτερων. Πιο πάνω κι από τον Ντιέγκο Μαραντόνα.

Όλους, βέβαια, τους είχε δει με τα μάτια του, ένα ακόμη τεράστιο πλεονέκτημα για όσα μετέδιδε. Την άποψή του την κατέθετε, χωρίς υπερβολές, αλλά με το κύρος του ονόματος του, το οποίο σεβόταν, ξεπερνώντας συλλογικές προτιμήσεις και συμπάθειες.

Μα πάνω απ’ όλα ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν ένας άνθρωπος που έζησε τη ζωή του με ένταση, πάθος, απόλαυσε την καλή παρέα και τους φίλους, συναδέλφους και μη, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί και μιλώντας για την κλασική μουσική, τις άριες της Μαρίας Κάλας, ή σιγοτραγουδώντας ένα από τα τραγούδια του αγαπημένου του Γιώργου Χατζηνάσιου.

Συμπληρώνοντας 20 χρόνια στην ελληνική τηλεόραση (νομίζω το 1985 ή το 1986), είχαμε μια μικρή γιορτή στο σπίτι και ο πατέρας μου, Βασίλης Φιλέρης, που του άρεσε να σκαρώνει σατιρικά ποιηματάκια για τους φίλους του, του αφιέρωνε αυτούς τους χιουμοριστικούς στίχους.

Μεταφέρουν πολλά από τα βράδια εκείνων των αξέχαστων καλοκαιριών και αναδεικνύουν τον Γιάννη Διακογιάννη όπως τον γνώρισα

Είκοσι χρόνια μας μιλάς απ΄τη μικρή οθόνη
Θρύλος, τραγούδι έγινες, από τον Κηλαηδόνη
γιατί η φωνή σου μας δονεί και άλαλοι σε ακούμε
μαζί σου μέσα στα γήπεδα κάθε στιγμή τη ζούμε

Γίνονται οι λέξεις χείμαρρος το στόμα σου αηδόνι
κι έτσι καθώς η ένταση σιγά-σιγά μας ζώνει
για ηλικίες μας μιλάς και για χρονολογίες
του κάθε τόπου θα μας πεις μνημείων ιστορίες

Ω, για τη Γαλλία σαν μιλάς, για γαλλική κουζίνα

Ω ο Μισέλ ο Πλατινί και τα κρασιά τα φίνα

Ω πως πετούν οι Πετεινοί. Ω κείνο το Παρίσι

Ω του Πλανήτη η καρδιά σ’ ανατολή και δύση

Ω της Βαστίλης η ψυχή, του Τιγκανά τριπλέτα

Γαλατική ευγένεια και τροτουάρ αβέρτα

Για την Αγγλία σαν μιλάς μας λες για το λιμάνι
σαν είσαι στο Γουέμπλεϊ, ε τότε ποιος σε πιάνει

Ω Ιαν Ρας, ω Λίβερπουλ, ω του Νταλγκλίς θωπεία

Ω Νέλσονα Οράτιε, ω Στιούαρτ, ω Μαρία

Και με τον μέγιστο τον Γκρόμπελαρ, τον όγδοο Ερίκο
και να σαι τώρα στη Μπραζίλ, με Σώκρατες και Ζίκο

Σαν μας μιλάς για τον Πελέ μας λες και για Δομάζο

Και μας μιλάς για Μπολιβάρ και δεν ξεχνάς τον Βάζο

Όμως δεν ξέρω φίλε μου, αν είναι ένα καπρίτσιο
εκείνη σου η διαστροφή, εκείνο σου το βίτσιο
κεινο σου το ελάττωμα, εκείνη σου η τρέλα
που σου τα πήρε τα μυαλά κι έγινες βαζέλα

Θα ήτανε καλύτερα μιας κι είσαι τόσο λαύρος
να ήσουνα χανούμισα κι αν δεν σ΄αρέσει, γάβρος

Είκοσι χρόνια είναι αυτά και δεν θα βαρεθούμε

Ακόμα άλλα είκοσι, Γιάννη μας να σ΄ακούμε

Κύριε Γιάννη, δυστυχώς δεν πρόλαβα να σου δώσω αυτά τα στιχάκια, γραμμένα, όπως ήθελε η μητέρα μου, όταν βρήκε τα κιτρινισμένα χειρόγραφα του πατέρα. Δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς σε ευχαριστώ, σε ευχαριστούμε για όλα!

Πηγή: Sport24