Επιλογή Σελίδας

Το πρώτο είδωλο λοιπόν, ήταν η πρώτη αφίσα-δώρο. Δηλαδή ο Γιώργος Δεληκάρης όταν, 18 χρονώ μορφονιός, πήγε από τον Αργοναύτη στον Ολυμπιακό. Συνήθως το πρώτο είδωλο είναι μια υπόθεση που παίζεται στην τύχη. Το πρώτο είδωλο του γιου μου στη Νέα Σμύρνη, ήταν ο Μανώλης Σκούφαλης! Μπορώ να σκεφτώ ότι εγώ στάθηκα τυχερός, με το δικό μου. Είδα στα χρόνια αργότερα, τον Δεληκάρη να βάζει στο Καραϊσκάκη με την παγκόσμια πρωταθλήτρια (Δυτική) Γερμανία, ανάμεσα στον Μπέκενμπαουερ και στον Μάιερ, το πιο εξωφρενικής αρτιστικής αξίας γκολ σ’ ολόκληρη την ιστορία της Εθνικής. Αν δεν το έχετε δει, να το δείτε. Ευτυχώς, σώζεται.

Ακόμη πιο τυχερός νιώθω για τη μία βραδυά που κάποτε συναντηθήκαμε, το πρώτο είδωλό μου κι εγώ, και το ξημερώσαμε. Από τον Αγιο Νείλο στον Πειραιά, ως το Σεβαλιέ στην Κηφισιά. Τον ρώτησα πολλά, μου είπε όσα ήθελε, κράτησα προπάντων ένα. Την αξία, να είμαστε ταπεινοί. Να μη χάνουν τα πόδια μας, την επαφή με τη γη. Μου εκμυστηρεύθηκε πως την εποχή που μεσουρανούσε “περνούσα κάτω από γέφυρα και έσκυβα”, τόσο πολύ ένιωθε ψηλωμένος που φοβόταν μη χτυπήσει το κεφάλι.

Την ίδια περίοδο που πρώτα ο Κρόιφ με πήγαινε προς τον Αγιαξ και την Ολλανδία κι ύστερα ο Κίγκαν προς τη Λίβερπουλ, εδώ ξεκινούσα να καταλαβαίνω τι εστί Κούδας. Από τα δύο γκολ που έστειλε στις γωνίες του Οικονομόπουλου, και τα δύο έξω απ’ την περιοχή, στον τελικό κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό του Πούσκας ένα χρόνο μετά το Ουέμπλεϊ. Το πρώτο τρόπαιο του ΠΑΟΚ. Το αντιλαμβάνομαι ως εξαιρετικό προνόμιο, σήμερα να βλέπω τον Μεγαλέξανδρο τόσο συχνά στην Τούμπα και να συνομιλούμε σ’ ένα κλίμα οικειότητας.

Κάπου εκεί τριγυρίζουν και ξεπετιούνται οι αναμνήσεις από τον Στάθη Χάιτα στον Πανιώνιο και τον Μιχάλη Κρητικόπουλο στον Εθνικό, και θυμάμαι την ανεξίτηλη κουβέντα που μου είχε ψιθυρίσει μια φορά ο πρώτος-μεταξύ-ίσων Μίμης Δομάζος, ότι αν ο Ασλανίδης, ο γραμματέας αθλητισμού της χούντας, “μας είχε αφήσει να πάρουμε τον Χάιτα και τον Κρητικόπουλο, θα νικούσαμε τον Αγιαξ στον τελικό”. 

Μετά “ήρθε” ο Μάικ Γαλάκος και τα τρία γκολ στην Αντερλεχτ, στο γήπεδο της Παναχαϊκής. Φυσικά, ο one-of-a-kind Χατζηπαναγής. Το μπαμ της ΑΕΚ με τον υπέροχο Μίμη Παπαϊωάννου, και κοντά του τον Θωμά Μαύρο και τον Τάκη Νικολούδη, στην Ευρώπη. Ο Νίκος Σαργκάνης, στην Κοπεγχάγη. Η ημέρα που ο Πανιώνιος πήρε, από τη Δάφνη, τον Νίκο Αναστόπουλο. Εκείνη η ημέρα, έμελλε αργότερα να κουμπώσει με τη νύχτα του κυπέλλου το ’79. Κι ένα χρόνο μετά το κύπελλο, με το Εθνών.

Λέγαμε στο σχολείο τότε, Β’ Λυκείου στην Ευαγγελική, ότι “αν η Εθνική κάνει ένα γκολ στην Ιταλία, θα το βάλει ο Αναστό”. Πράγματι η Εθνική σκόραρε ένα γκολ, στην πρώτη εμφάνισή της σε μεγάλο τουρνουά. Και (προς αποθέωσιν της πίστεώς μας) το ‘βαλε, με την κεφαλιά στους Τσεχοσλοβάκους, ο Αναστό. Επειτα από έξι μήνες, πήγε στον Ολυμπιακό. Ηδη ερχόταν όμως, ο Δημήτρης Σαραβάκος. Το τελευταίο είδωλο.

Στο μεταξύ μία άλλη τυχαία, αλλά συναρπαστική, “γνωριμία” ήταν ο στίβος. Βρέθηκα μπροστά σε μια τηλεόραση καλοκαίρι στο χωριό, να βλέπω Βαλκανικούς Αγώνες το ’73 στο Καραϊσκάκη. Εκεί “συναντήθηκα” με τον σπουδαίο μαχητή από την Κύπρο, τον εμποδιστή Σταύρο Τζιωρτζή. Με τον σπρίντερ Βασίλη Παπαγεωργόπουλο, μια βολίδα από τον Αετό Θεσσαλονίκης. Με τον Βασίλη Παπαδημητρίου που πηδούσε ύψος, ήταν και δικός μας, από την Ημαθία, και τον βρήκα ύστερα γυμναστή στον Παναθηναϊκό του Γκμοχ.

Επίσης με τον Γιώργο Μπαμπανιώτη που έριχνε σφύρα, και πολύ αργότερα, απ’ τα κουτσομπολιά του επαγγέλματος, άκουσα πως υπήρξε τρελή καψούρα της Ειρήνης Παπά. Με τον Χρήστο Παπανικολάου που τραυματίστηκε στην προθέρμανση του επί κοντώ, και έτσι χάσαμε την πρωτιά στη βαθμολογία από τους Ρουμάνους. Το δικό μου κόλλημα όμως, ανάμεσα σε όλους αυτούς, έγινε ένας άλτης από τον Βόλο, ο Απόστολος Καθηνιώτης. Γιατί ακριβώς, δεν έχω ιδέα. Αλλά στα επόμενα χρόνια, στα σχολεία και στις κατασκηνώσεις, διάλεξα να είμαι…τριπλουνίστας εξαιτίας του. Πάλευα να το κάνω απ’ την αρχή ως το τέλος, ακριβώς όπως εκείνος. Στο peak της καριέρας μου, πρέπει να έφτασα ίσαμε τα δέκα μέτρα.

Η γνωριμία με τον στίβο, ήταν γοητευτική. Και απογοητευτική, μετέπειτα. Οταν παρακίνησα στην Αθήνα φίλους να πάμε να δούμε Τσικλητήρεια (με τζάμπα είσοδο) στο Καραϊσκάκη, εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν…τηλεόραση. Πήγαμε, βαρεθήκαμε, τα άκουσα από την παρέα, φύγαμε, δεν ξαναπήγαμε ποτέ. Δεν μπορούσες να παρακολουθήσεις συγχρόνως, τα αγωνίσματα. Από τη Θύρα 5 δεν καταλάβαινες καν ποιος είχε βγει πρώτος, μέχρι να το δεις με μεγάλη καθυστέρηση στον φωτεινό πίνακα. Δεν έπαιρνες χαμπάρι, τι εξελισσόταν στο σκάμμα απέναντι. Το κυριότερο, δεν είχες στο αυτί κανένα Διακογιάννη, ή τον πατέρα του Νικόλα Βασιλαρά, να σου εξηγεί…

πηγή: sdna.gr