Τα πυροτεχνήματα και οι φιέστες έχουν τον τρόπο τους για να κρύβουν τα παλιά σκοτάδια, αλλά όσοι έφαγαν τα μούτρα τους στα ντουβάρια των πέτρινων χρόνων θυμούνται ακόμη τις πληγές και τα καρούμπαλα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές των 90’s, ας πούμε την πενταετία 1987-92, o Ολυμπιακός θύμιζε μάλλον κακόφημο λιμάνι, παρά το φανταχτερό σαλόνι του 21ου αιώνα και του 2025. Όσο αδιανόητο και αν ακούγεται σήμερα, ο Σωκράτης Κόκκαλης με τη γνωστή φιλοδοξία και το προφανές επιχειρηματικό ανάστημα, μελέτησε τα δεδομένα, ζύγισε τα υπέρ, τα κατά και τα ίσως και αποφάσισε να εισβάλει όχι στο ποδόσφαιρο, αλλά στο μπάσκετ.
Η ΠΑΕ, βλέπετε, ήταν τότε το πλυντήριο των φυλακόβιων προέδρων: αρχικά Κοσκωτάς, στη συνέχεια Σαλιαρέλης, Φάληρο-Κορυδαλλός μια ευθεία. Τα εμπνευσμένα χωρατά με τη ριγέ φανέλα της ομάδας έδιναν κι έπαιρναν στις αντίπαλες κερκίδες.
Ο Κόκκαλης, που δεν ήταν δα κανένας άγιος της ορθόδοξης Εκκλησίας, προτίμησε να μη συνδέσει το όνομά του με το βαπόρι που τσαλαβουτούσε στη διαφθορά και στην παρακμή. Τουλάχιστον όχι άμεσα. Πριν αποφασίσει να καθίσει στο τραπέζι με τον «μεταβατικό» πρόεδρο της ΠΑΕ Σταύρο Νταϊφά, μία φιγούρα που ερχόταν από τα παλιά για να εξυγιάνει και να τραβήξει το πλοίο από τη λάσπη, ο νέος ισχυρός ανήρ ακούμπησε τις μάρκες του στο γήπεδο του μπάσκετ.
Όχι πια στο πλαστικό τερέν του Παπαστράτειου, αλλά στο παρκέ του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, όπου χτίστηκε μία καινούρια αυτοκρατορία. Ο Γιάννης Ιωαννίδης, μετρ του προσκηνίου αλλά και του παρασκηνίου από τα χρόνια του στον Άρη, ήταν ο ιθύνων νους. Ο άνθρωπος που έτρωγε την πέτρα σαν ψωμί έκανε τον χρόνο να τρέξει πιο γρήγορα.
Ο Κόκκαλης ανέλαβε τα ηνία της ΚΑΕ με άμεσο συνεργάτη τον Γιώργο Σαλονίκη και πολύ σύντομα βρέθηκε να μετράει πιστούς. Προτού καλά καλά ακουστούν τα πρώτα «Σωκράτη θεέ, πάρε την ΠΑΕ», οι δύο εταιρίες ενώθηκαν εις σάρκαν μίαν.
Ήμουν νομίζω στη Γαλλία και παρακολουθούσα πειρατικά τον πρώτο αγώνα Ολυμπιακού-Λιμόζ του 1993 (αυτόν που έγινε στην Πάτρα) όταν έμαθα ότι ο Κόκκαλης εξασφάλιζε τις μετοχές της ΠΑΕ. Για το μπάσκετ -που μετακόμιζε με εκκωφαντικό θόρυβο από τη Θεσσαλονίκη στην Αττική- ήταν μία μάλλον κακή μέρα. Για το ποδόσφαιρο του λαοπρόβλητου συλλόγου, μία πολύ καλύτερη, αφού σηματοδοτούσε το τέλος της λίθινης πενταετίας.
Φορτωμένη με χρυσοπληρωμένους λεγεωνάριους, υπέρογκα χρέη και κακό όνομα που κρεμόταν πάνω από το «Καραϊσκάκη» σαν βαριά σκιά, η ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού χρειάστηκε άλλα πέντε χρόνια για να ξεπεράσει τους μετασεισμούς της καταστροφικής πενταετίας και να ξαναπάρει στα χέρια της τα εγχώρια σκήπτρα.
Ποιος μπορεί να διανοηθεί με όρους 2025 έναν Ολυμπιακό που θα ξεμείνει συναπτή δεκαετία χωρίς πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο; Όταν με τα πολλά επέστρεψε στους τίτλους, τον Μάιο του 1997, οι βασανισμένοι από το σύνδρομο στέρησης οπαδοί γλέντησαν στους δρόμους σαν να μην είχαν ξαναδεί ποτέ κούπα πάνω στο χορτάρι.
Στο παρκέ, όμως; Την ίδια εκείνη άνοιξη, η ομάδα μπάσκετ του Ολυμπιακού πανηγύρισε στη Ρώμη την κατάκτηση του ευρωπαϊκού τροπαίου και «καπάκι» του εγχώριου νταμπλ με θύμα τον «αιώνιο εχθρό». Κορωνίδα μίας κυριαρχίας που ξεκίνησε τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Στον Πειραιά όλοι ζούσαν και ανέπνεαν για τα πρωτεία στην ασπρόμαυρη μπάλα, αλλά ήταν το μπάσκετ αυτό που προστάτευσε και έσωσε την υπερηφάνεια του συλλόγου στη δεκαετία της παρακμής.
Με τον Ιωαννίδη και τον Ίβκοβιτς, τον Σιγάλα και τον Φασούλα, τον Πάσπαλι και τον Ρίβερς, τον Τόμιτς και τον Τάρλατς, τον Τάρπλεϊ και τον Μπέρι, τον Καμπούρη και τον Μανιάτη, τον Νάκιτς και τον Μπακατσιά, τον Γιάννη Γιαννάκη και τον «Ολλανδό», τον Κόκκαλη και τον Σαλονίκη. Με ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο, με τρία φάιναλ-φορ, με πέντε back-to-back πρωταθλήματα και δύο κύπελλα, με μία αλησμόνητη νύχτα στο Παρίσι αγκαζέ με τον Μάικλ Τζόρνταν.
Οι «βαμμένοι» της εξέδρας, σημειωτέον, αδιαφόρησαν για εκείνο το «ΜακΝτόναλντς Όπεν» και άφησαν πολλά εισιτήρια απούλητα. Εφ’ όσον η ποδοσφαιρική ομάδα συνέχιζε την προέλασή της εντός των τειχών και κάλπαζε προς το επόμενο πρωτάθλημα (από τα 7 που έμελλε να κατακτηθούν μεταξύ 1997-2003, χώρια τα 12 που ακολούθησαν τις «πράσινες» παρενθέσεις του 2004 και του 2010), δεν τους ένοιαζε τους φανατικούς κανένας Τζόρνταν.
Άλλες ομάδες διαμόρφωσαν νωρίς το μπασκετικό τους κοινό, ο Άρης και ο Παναθηναϊκός φερ’ ειπείν, αλλά στο λιμάνι βασίλισσα ήταν πάντοτε η ασπρόμαυρη μπάλα. Και παραμένει μέχρι σήμερα, νομίζω. Ή μήπως πρόκειται να ξεκινήσουν κόκκινα μιλιούνια για το Άμπου Ντάμπι, εάν το ίδιο Σαββατοκύριακο κρίνεται σε κάποιο ντέρμπι στο Φάληρο ο εγχώριος τίτλος του ποδοσφαίρου;
Όπως και αν έχει το πράγμα, το τμήμα μπάσκετ, που ακροβατεί στην ευρωπαϊκή κορυφογραμμή εδώ και 32 χρόνια, είναι -τηρουμένων των αναλογιών- εκείνο που εξωραΐζει και θωρακίζει το διεθνές προφίλ του συλλόγου όποτε το «Καραϊσκάκης» συννεφιάζει.
Ναι, και το πόλο, από κοντά και το βόλεϊ, σε άνδρες και γυναίκες, αλλά πάνω απ’ όλα το μπάσκετ, με τα τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, τα δεκατρία αν δεν έχασα το μέτρημα φάιναλ-φορ, την πανευρωπαϊκή λάμψη προσωπικοτήτων όπως ο Σπανούλης, ο Πρίντεζης, ο Παπανικολάου, ο Μπαρτζώκας, πλέον και ο Βεζένκοβ.
Τα 100ά γενέθλια του συλλόγου μπορεί να βρουν την ομάδα μπάσκετ πρωταθλήτρια Ευρώπης για τέταρτη φορά, επί ασιατικού εδάφους αν αγαπάτε, το έξυπνο ποντάρισμα για όσους περιμένουν να γιορτάσουν με πολύτιμο μέταλλο στο στήθος και κάτι γυαλιστερό στο τραπέζι. Με προέδρους διαφορετικής πάστας από εκείνους τους φυλακόβιους της δεκαετίας του ’80.
Εγώ που είμαι παλιοσειρά, θα έχω παντοτινό σημείο αναφοράς εκείνη τη ζεστή νύχτα στο Παπαστράτειο, όπου ο Ολυμπιακός των Ελληνοαμερικανών (Γιατζόγλου, Καστρινάκη, Μελίνι, Διάκουλα), ο ακόμη ερασιτέχνης Ολυμπιακός του Λεωνίδα Θεοδωρακάκη, σφράγισε την πρόκριση στους «6» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανατρέποντας το -19 της πολωνικής Γκντανσκ και έκανε τον σπήκερ της ΕΡΤ (ο Βαγγέλης Φουντουκίδης, σε μία προ Συρίγου εποχή) να κλαίει από συγκίνηση πάνω στο μικρόφωνο.
Ηταν φθινόπωρο του 1978, οι τσίγκοι αντηχούσαν από τις ζητωκραυγές και εμείς νομίζαμε ότι ζούσαμε μία από τις μεγαλύτερες βραδιές στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Έμελλε να περάσουν 15 χρόνια για να επιστρέψει ο Ολυμπιακός στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, σχεδόν 20 για να σηκώσει την κούπα. Το 1978, ο Ζάρκο Πάσπαλι ήταν και αυτός -όπως και η αφεντιά μου- παιδί 12 ετών.
Πηγή: Gazzetta