Του Νίκου Παπαδογιάννη
Να το πω όπως το τραγουδούσαν στα γήπεδα; Θα το πω: «Μάνα, ξέρεις γιατί χτυπάει η καρδιά μου; Είδα τον Μαραντόνα…».
Κάπως έτσι χτυπούσε η καρδιά μου, το απόγευμα της 25ης Ιουνίου 1994 στο Φόξμπορο. «Πατέρα, θα δω τον Μαραντόνα».
Ο πατέρας δεν ήταν πια εκεί, αλλά είχα αποτίσει φόρο τιμής μερικές ώρες νωρίτερα, με επίσκεψη στο σπίτι που μας φιλοξενούσε οικογενειακώς, όταν εκείνος έδινε τη μάχη της ζωής του στα νοσοκομεία της Βοστώνης, τρία χρόνια νωρίτερα.
Ο Μαραντόνα ήταν εκεί. Για λίγο ακόμη. Όχι ο πατέρας, αλλά ο κακός αδελφός του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Η «Ελευθεροτυπία» με είχε στείλει στην Αμερική για να καλύψω όχι την ελληνική αποστολή (την οποία είχε χρεωθεί ο Κώστας Γεωργιάδης), αλλά τα υπόλοιπα ματς του Ομίλου: Νιγηρία-Βουλγαρία στο Ντάλας με το περίφημο γκολ του Γιεκινί, Αργεντινή-Νιγηρία στο Φόξμπορο, Αργεντινή-Βουλγαρία πάλι στο Ντάλας.
Το τελευταίο δεν το είδα ποτέ, αφού η Εθνική μας αποκλείστηκε πρόωρα και μου επέτρεψε να ασχοληθώ απερίσπαστος με τους τελικούς του ΝΒΑ που έφταναν σε κρίσιμη καμπή.
Αντί να πετάξω για το Ντάλας, πήρα το επόμενο αεροπλάνο και πήγα στο γειτονικό Χιούστον, για τον 7ο τελικό Ρόκετς-Νικς. Η βιντεοκασέτα με την περιγραφή μου, από ένα απλό σταθερό τηλέφωνο, έχει μέχρι σήμερα περίοπτη θέση στο αρχείο μου.
Ξέφυγα, όμως, από το θέμα. Ζητώ συγγνώμη από εκείνον.
Οδηγώντας στα προάστια της Βοστώνης δίπλα σε αυτοκίνητα με αργεντίνικες σημαίες, ένιωθα απερίγραπτη χαρά και προσμονή. «Απόψε θα δω τον Μαραντόνα».
Ήταν 34 ετών και στο τέλος της τρίτης νιότης του, υπέρβαρος, αλλά δεν έμοιαζε με κανέναν. Το διαβατήριό του έγραφε ακόμη Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Τα κατορθώματά του στο Μεξικό μπορούσα, και μπορώ ακόμη, να τα περιγράψω με κλειστά μάτια. Ζαλίζομαι μέχρι τώρα από τις ντρίμπλες του, σαν να τις έφαγα εγώ.
Οι προβολείς από τότε που το γκρίζο βασίλειο της Νάπολι έγινε πρωτεύουσα της αθλητικής Ιταλίας δεν είχαν σβήσει ακόμη.
Οι μνήμες του «Italia 1990» θύμιζαν ότι αυτός ο κοντόχοντρος κανάγιας ήταν ικανός για όλα, όταν του έριχνες μία μπάλα στα ποδάρια.
Ο ποδοσφαιριστής πρέπει να είναι αλητάμπουρας και όχι ρομπότ. Πάντοτε το πίστευα αυτό. Εκείνη την εποχή, ήταν ακόμη κανόνας και όχι αφορισμός.
Και να κλαίει, όπως το ’90 στη Ρώμη. Οι άνδρες κλαίνε.
«Πατέρα, η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Θα δω τον Μαραντόνα».
Το περίφημο γκολ του ενάντια στην Εθνική Ελλάδας το είδα από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, κάπου στο Ντάλας, λίγο πριν ξεκινήσω για το γήπεδο.
Ο πανηγυρισμός του έμοιαζε με τελετουργικό ένθεης μανίας. Τα μάτια του απειλούσαν να πεταχτούν από τις κόγχες. «Να δεις που αυτός κάτι παίρνει», έλεγαν όλοι, μετά, στο Κότον Μπόουλ.
Τη Βοστώνη τη βρήκα έρημη από Έλληνες δημοσιογράφους. Είχαν μεταφέρει προσωρινά τις εργασίες στο Σικάγο, όπου την επόμενη μέρα η Εθνική μας θα αντιμετώπιζε την αλητήρια παρέα του Στόιτσκοφ.
Κάθισα μόνος μου στα δημοσιογραφικά, αλλά έτσι το προτιμώ. Δεν μου χρειάζεται συντροφιά, τέτοιες βραδιές.
Ο Μαραντόνα άξιζε όλη μου την προσοχή, όπως ο Φέντερερ, ο Τζόρνταν, ο Μπούμπκα, ο Καρέλιν, ο Λιούις. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
Τον είδα. Έβλεπα μόνο αυτόν. Οι Νιγριανοί προηγήθηκαν στο πρώτο δεκάλεπτο, αλλά ο Ντιεγκίτο ενορχήστρωσε την αντεπίθεση και ο διόσκουρός του, Κλάουντιο Κανίχια, την ολοκλήρωσε με δύο απανωτά γκολ.
Η νίκη σφράγισε το εισιτήριο των Αργεντινών για την επόμενη φάση, χωρίς να έχουν σημασία τα υπόλοιπα αποτελέσματα, τα δικά τους και των άλλων.
Έστησα καρτέρι μαζί με εκατοντάδες άλλους στη μικτή ζώνη, που τότε ήταν καινούριο φρούτο, βγαλμένο από τα όνειρα του δημοσιογράφου.
Οι ποδοσφαιριστές ήταν υποχρεωμένοι από τον κανονισμό να τη διασχίσουν και να απαντήσουν σε ερωτήσεις δικαίων και αδίκων.
Αλλά ο Ντιέγκο καθυστερούσε. Σχεδόν αθέατη μέσα στον χαλασμό, μία νοσοκόμα τον είχε απαγάγει με προορισμό το ντόπινγκ κοντρόλ.
Όταν πια έσκασε μύτη ο Μαραντόνα, στο τσακίρ κέφι, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είχαν σκορπίσει, με τα μπλοκάκια τους γεμάτα από δηλώσεις άλλων παικτών και προπονητών και με τα τελεσίγραφα να τρέχουν.
Ο Μαραντόνα πλησίασε στο σημείο όπου στεκόμουν και βρέθηκε αντιμέτωπος με το κινητό τηλέφωνο (μεγάλο σαν σόμπα) ενός συμπατριώτη του.
«Ντιέγο, είμαστε ζωντανά στον αέρα. Κλαούντιο, έλα κι εσύ». Ο Μαραντόνα άρπαξε το τηλέφωνο και σκαρφάλωσε στην πλάτη του του Κανίγια, σαν να ήταν δεκάχρονος πιτσιρικάς.
Οι δυό τους ξεκίνησαν με δηλώσεις και συνέχισαν με συνθήματα και ιαχές. Για 2-3 λεπτά, τραγουδούσαν εν χορώ σε απ’ ευθείας σύνδεση με την πατρίδα. Ο ένας πάνω στον άλλον, κυριολεκτικά.
Τα μάτια του «χρυσού παιδιού» ήταν γουρλωμένα με τις κόρες διεσταλμένες, σαν να έτρεχαν στον οργανισμό του ουσίες πολύ πιο αποτελεσματικές από την αδρεναλίνη.
Τρελαμένος, συνέχισε να εκτοξεύει εκατό λέξεις το δευτερόλεπτο, να γελάει, να καβαλικεύει τον κολλητό του, να ξαναζεί τον ξένοιαστο πιτσιρικά από τις φτωχογειτονιές του Λανούς. Έκανε σαν να ζούσε τις ωραιότερες στιγμές της ζωής του.
Όποτε ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα συναντιόταν με τον χαμένο αυθορμητισμό του, γινόταν ένα μεγάλο μικρό παιδί. Δεν ήταν γραφτό του να μεταμορφωθεί σε ρομπότ.
Ζούσε τη ζωή με τους δικούς του όρους και φορούσε τα πάθη του στο μανίκι.
Πήγα να τον ρωτήσω κάτι, χαμογέλασε, είπε ένα «όμπρε», απομακρύνθηκε για να προλάβει τη συνέντευξη Τύπου.
Αν υπήρχαν τότε κινητά με φωτογραφική μηχανή, το δικό μου θα είχε βγάλει φλόγες, όπως τα μάτια του Μαραντόνα.
Πατέρα, είδα τον Μαραντόνα. Από απόσταση ενός μέτρου. Μύρισα τον ιδρώτα του. Δανείστηκα τη λάμψη του. Φωτίστηκα από το χαμόγελό του. Γοητεύτηκα από τη γοητεία του.
Η ελληνική αποστολή επέστρεψε στραπατσαρισμένη από το Σικάγο, για να παίξει στο Φόξμπορο το τελευταίο, βαθμολογικά ανούσιο παιχνίδι της, με τη Νιγηρία.
Ενδιάμεσα, η πολυπληθής ελληνική κοινότητα οργάνωσε ένα αποχαιρετιστήριο σουαρέ, για τους δημοσιογράφους και τους λοιπούς παρατρεχάμενους.
Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος πήρε το μικρόφωνο για να ευχαριστήσει τους ομογενείς εκ μέρους όλων ημών και ίσως να απολογηθεί για τα χάλια της ομάδας.
«Με την ευκαιρία, έχω να σας ανακοινώσω και ένα νέο», είπε. «Ένας από τους κορυφαίους παίκτες του Μουντιάλ πιάστηκε ντοπαρισμένος και επιστρέφει σπίτι. Δεν μπορώ να σας πω όνομα, αλλά είναι Αργεντινός και νομίζω ότι φοράει το 10».
Κάπως έτσι, απέκτησα το δικαίωμα να αναφέρω στο βιογραφικό μου ότι παρακολούθησα διά ζώσης το τελευταίο ματς της καριέρας του Ντιέγκο Μαραντόνα με την Εθνική Αργεντινής.
Ήμουν μάλιστα ο μοναδικός Έλληνας δημοσιογράφος στο στάδιο του Φόξμπορο, με εξαίρεση τον σχολιαστή της κρατικής τηλεόρασης, που νομίζω ότι ήταν ο Νίκος Κατσαρός.
Την προηγούμενη νύχτα, δεν κοιμήθηκα παρά ελάχιστα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, σαν να ήμουν ερωτευμένος. «Πατέρα, θα δω τον Μαραντόνα».
Πηγή: Gazzetta