Επιλογή Σελίδας

Του Κώστα Μπράτσου

Μία από τις πιο εμβληματικές μορφές του παγκοσμίου ποδοσφαίρου και δη του κάλτσιο είναι ο Νιλς Λίντχολμ. Ο «βαρόνος», όπως τον αποκαλούσαν οι τιφόζι της Μίλαν λόγω του γάμου του με τη γαλαζοαίματη Μαρία Λουτσία, υπήρξε πιονέρος της ανοικοδόμησης του ποδοσφαίρου της χώρας, μετά από τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μισό αιώνα αργότερα είχε επιτύχει τόσο με την ιδιότητα του ποδοσφαιριστή όσο και με εκείνη του προπονητή.

Με πρωταθλήματα ως ποδοσφαιριστής, βοηθός προπονητή, προπονητής και παράγοντας, με τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής και με το τρόπαιο ως βοηθός προπονητή, με τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου ως ποδοσφαιριστής, με χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο και με αμέτρητους αστέρες του αθλήματος να κάνουν ντεμπούτο υπό τις οδηγίες του, αποτελεί μια από τις λίγες προσωπικότητες του ποδοσφαίρου που είναι εξίσου αγαπητός τόσο στον βορρά όσο και στον ιταλικό νότο.

Πήγε στη Μίλαν με… μέσο

Προερχόμενος από την αμέτοχη στον Πόλεμο Σουηδία και πραγματοποιώντας εκπληκτική καριέρα με τη Νόρσεπινγκ και το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της πατρίδας του (μετά από τρία χρόνια στη Σλέιπνερ της δεύτερης κατηγορίας, κατόπιν υπόσχεσης σε συμφάνταρό του), έφτασε σε σημείο να χαρακτηρίζεται «ποδοσφαιριστής του αιώνα» από την «Aftonbladet».

Το 1948 αποδείχθηκε κομβική χρονιά, αφού εκτός απο το πρωτάθλημα, μαζί με τον συμπαίκτη του στον σουηδικό σύλλογο, Γκούναρ Νόρνταλ, καθώς και το αστέρι της Γκέτεμποργκ, Γκούναρ Γκρεν, αλλά και κάποιους ακόμα εξαίρετους Σουηδούς ποδοσφαιριστές της εποχής, έφτασαν μέχρι την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μεγάλης Βρετανίας.

Αυτή η επιτυχία των Σκανδιναβών οδήγησε τους κραταιούς συλλόγους της ιταλικής επικράτειας να απευθυνθούν στη Σουηδία για παίκτες και προπονητές υψηλής ποιότητας, ώστε να αναπληρώσουν τον χαμό των δικών τους ανθρώπων που είχαν πέσει θύματα του Πολέμου.

Ο Νόρνταλ κατέφθασε στη Μίλαν τον Ιανουάριο του 1948 και έξι μήνες αργότερα έπεισε τη διοίκηση να ποντάρει τόσο στον Λίντχολμ και τον Γκρεν, όσο και στον προπονητή του στη Νόρσεπινγκ, Λάσλο Τσάιζλερ. Το «Gre-No-Li» άρχισε να κατακτά το ιταλικό ποδόσφαιρο από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, με τη Μίλαν να στέφεται πρωταθλήτρια τη σεζόν 1950-1951, πανηγυρίζοντας το πρώτο σκουντέτο μετά από το 1907.

Πρώτη λάθος πάσα μετά από δύο χρόνια

Ο Λίντχολμ αναλάμβανε ηγετικό ρόλο με το πέρασμα των ετών. Υψηλόσωμος και γεροδεμένος, αφού είχε εμμονή με την καλή φυσική κατάσταση και μάλιστα έκανε ατομικές προπονήσεις πάνω σε πευκοβελόνες για να δυναμώσει τις γάμπες του, ενώ ήταν καλός σφαιροβόλος και ακοντιστής, με συνέπεια να εκτελεί πλάγιο από το κέντρο του γηπέδου και να δίνει ασίστ στον Νόρνταλ.

Το μεγαλύτερο χάρισμα ήταν η οργάνωση του αγώνα. Χαρακτηριστικός είναι ο θρύλος που τον ακολουθεί, σύμφωνα με τον οποίο το 1951, σε ένα παιχνίδι απέναντι στη Γιουβέντους, έκανε λάθος πάσα και όλο το γήπεδο σηκώθηκε και χειροκροτούσε για πέντε λεπτά, επειδή ήταν η πρώτη λάθος μεταβίβασή του στα δύο χρόνια στην ομάδα!

Ήταν ο πλέιμεϊκερ εκείνης της Μίλαν, έχοντας αναπτύξει σχέσεις τηλεπάθειας με τον Νόρνταλ από τον καιρό της Νόρσεπινγκ και δίνοντάς του αρκετά έτοιμα γκολ, με συνέπεια ο τελευταίος να αποτελεί μέχρι και σήμερα τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία της Serie A.

Ο Λίντχολμ δεν πήγαινε πίσω, αφού στα 394 παιχνίδια που έδωσε με τη φανέλα της Μίλαν σε όλες τις διοργανώσεις, σημείωσε 89 τέρματα. Σε αυτές τις δώδεκα σεζόν μέχρι να κρεμάσει τα «παπούτσια» του ήταν πάντοτε βασικός και εκτός του πρωταθλήματος το 1951, κατέκτησε ακόμα τρία στους «ροσονέρι», το 1954-1955, το 1956-1957 και το 1958-1959, σηματοδοτώντας την πρώτη «χρυσή εποχή» του συλλόγου.

Έχασε τους δύο μεγαλύτερους τελικούς σε λίγες εβδομάδες

Μπορεί ο Γκρεν να είχε φύγει από το 1953 και ο Νόρνταλ από το 1956, ωστόσο ο Λίντχολμ παρέμεινε πιστός «στρατιώτης» στη Μίλαν και πλαισιώθηκε από εξίσου σπουδαίους ποδοσφαιριστές όπως ο Τσέζαρε Μαλντίνι, ο Λορέντζο Μπουφόν (θείος του Τζιανλουίτζι), ο Τζιοβάνι Τραπατόνι, ο Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο και άλλους, με συνέπεια τη σεζόν 1957-1958, οι «ροσονέρι» να φτάσουν στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Η διοργάνωση είχε εξελιχθεί σε θεσμό της Ρεάλ Μαδρίτης με δύο κατακτήσεις τα προηγούμενα δύο χρόνια, ωστόσο η Μίλαν ταξίδεψε στις Βρυξέλλες χωρίς φόβο. Το έδειξε και στον αγωνιστικό χώρο, όταν προηγήθηκε δύο φορές των Ισπανών, παίζοντας αρκετά καλύτερα, αλλά η Ρεάλ άντεξε στο «σφυροκόπημα», οδήγησε το παιχνίδι στην παράταση κι εκεί ο Πάκο Χέντο κατάφερε το τελειωτικό «πλήγμα» στους Ιταλούς.

Την ίδια σεζόν, ο Λίντχολμ επέστρεψε στην εθνική Σουηδίας μετά από εννέα χρόνια αποκλεισμού λόγω του επαγγελματικού στάτους του. Η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας απαγόρευε τη χρησιμοποίηση παικτών που ήταν επαγγελματίες, με συνέπεια η επιλογή της εθνικής να περιορίζεται στους παίκτες που έπαιζαν στο ερασιτεχνικό σουηδικό πρωτάθλημα. Ο περιορισμός άρθηκε ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου που θα φιλοξενούσε η χώρα, με συνέπεια ο Λίντχολμ να επιστρέψει παρότι 36 ετών και μάλιστα ως αρχηγός.

Προπονητής του ήταν και πάλι ο Τζορτζ Ρέινορ, ο Άγγλος τεχνικός που είχε οδηγήσει τη Σουηδία στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948. Ήταν αυτός που έλεγε ότι η χώρα θα φτάσει μέχρι τον τελικό, παρότι ήταν «η πιο αργή στη διοργάνωση. Εάν ήταν σκυταλοδρομία μεταξύ όλων των ομάδων, η Σουηδία θα τερμάτιζε τελευταία. Αλλά ακόμα κι έτσι, θα φτάσουμε στον τελικό».

Έβαλε το καλύτερο γκολ που είδε ο Πελέ

Για να συμβεί αυτό, χρειάστηκε και η βοήθεια της διαιτησίας στον ημιτελικό του Γκέτεμποργκ με αντίπαλο τη Δυτική Γερμανία, αφού ο Λίντχολμ κατέβασε με το χέρι μία ψηλή μπαλιά στο 32′, προτού βγάλει την ασίστ για την ισοφάριση σε 1-1 του Νάκα Σκόγκλουντ. Ακολούθησαν δύο γκολ από τον 38χρονο Γκρεν και τον 34χρονο Κουρτ Χάμριν, με τους Σουηδούς να προκρίνονται στον τελικό του «Ρασούντα».

Εκεί, ο Ρέινορ είχε προβλέψει ότι εάν η Βραζιλία «έδινε ένα γκολ νωρίς, τότε θα πανικοβληθεί». Αυτή η πρόβλεψη πέτυχε κατά το ήμισυ, αφού μόλις στο 4′, ο Λιντχολμ πήρε μια πάσα μπροστά από το κέντρο, απέφυγε δύο αντιπάλους έξω από την περιοχή της Βραζιλίας και με σουτ στη γωνία του Ζιλμάρ, άνοιξε το σκορ.

Ο Πελέ χαρακτήρισε αυτό το γκολ ως το καλύτερο που έχει δει ενάντια στην πατρίδα του, ωστόσο παρότι 17 ετών, δεν πανικοβλήθηκε και οδήγησε σε μία θεαματική αντεπίθεση και στη νίκη με 5-2. Η Βραζιλία έσπασε την κατάρα και κατέκτησε το πρώτο Μουντιάλ στην ιστορία της, ο Πελέ έκανε την πρώτη μεγάλη εμφάνιση στη διεθνή σκηνή, αλλά και η Σουηδία του Λίντχολμ ολοκλήρωσε μία μαγική πορεία.

To γκολ του Λίντχολμ στο 0:56

Διαδέχθηκε πρωταθλητές Ευρώπης, έφυγε λόγω ηπατίτιδας

Την επόμενη σεζόν, ο Σουηδός κατέκτησε τον τελευταίο τίτλο της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, το πρωτάθλημα του 1959. Η καλή φυσική κατάσταση και η οπισθοχώρησή του στον αγωνιστικό χώρο (έπαιζε πλέον ως λίμπερο) τον κράτησαν στα γήπεδα μέχρι και τη σεζόν 1960-1961.

Το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του, το Μίλαν – Λέκο στις 21 Μαΐου 1961, τον βρήκε να αγωνίζεται σε ηλικία 38 ετών, 7 μηνών και 13 ημερών, μικρότερος μόνο από τους Αλεσάντρο Κοστακούρτα, Πάολο Μαλντίνι, Ενρίκο Αλμπερτόζι και Φίλιπο Ιντζάγκι, από τους παίκτες που φόρεσαν τη φανέλα του συλλόγου και πίσω σε συμμετοχές μόνο από τον Κλάρενς Ζέεντορφ από τους ξένους.

Η νέα σεζόν τον βρήκε ξανά στη Μίλαν, αλλά στη δεύτερη θέση του πάγκου, ως εκ των βοηθών του Νερέο Ρόκο. Στην πρώτη χρονιά του εκτός αγωνιστικού χώρου, πανηγύρισε ακόμα ένα πρωτάθλημα, σε μία ομάδα που δέσποζε πλέον η μορφή του διαδόχου του στο κέντρο, Τζιάνι Ριβέρα, και του Ζοζέ Αλταφίνι στην επίθεση.

Το 1962-1963 κατάφερε ως βοηθός αυτό που δεν πέτυχε ως παίκτης, να κατακτήσει έναν διεθνή τίτλο. Η Μίλαν στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης απέναντι στην Μπενφίκα του Εουσέμπιο, ωστόσο το ίδιο καλοκαίρι, ο Ρόκο αποχώρησε και τη θέση του πήρε ο Αργεντινός Λουίς Καρνίγλια, που είχε νικήσει τη Μίλαν ως προπονητής της Ρεάλ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1958 (ενώ κατέκτησε και το επόμενο). Η σεζόν δεν πήγε καλά για τους «ροσονέρι» και τον Μάρτιο απολύθηκε ο Αργεντινός, με συνέπεια να ανοίξει η πόρτα στον Λίντχολμ.

Ο Σουηδός έκανε το ντεμπούτο του ως πρώτος προπονητής στον πάγκο της ομάδας όπου πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ποδοσφαιρικής καριέρας του. Η σεζόν ολοκληρώθηκε με την 3η θέση στο πρωτάθλημα και την επόμενη σεζόν έπεσε θύμα των πιέσεων του προέδρου Φελίτσε Ρίβα, με συνέπεια να χρησιμοποιήσει τον ανέτοιμο Αλταφίνι που μόλις είχε επιστρέψει από τη Βραζιλία σε ντέρμπι με την Ίντερ του Ελένιο Ερέρα. Οι «νερατζούρι» νίκησαν και στο τέλος κατέκτησαν και το πρωτάθλημα, επιβεβαιώνοντας ότι εκείνη την εποχή βρίσκονταν πάνω από τα «ξαδέρφια» τους στην πόλη.

Η σεζόν 1965-1966 ήταν φρικτή για τον Λίντχολμ, ο οποίος έμεινε 53 ημέρες στο κρεβάτι λόγω ηπατίτιδας και χρειάστηκε και οκτώ μήνες για να αναρρώσει. Η Μίλαν τον αντικατέστησε επισήμως τον Μάρτιο του 1966 με τον Τζιοβάνι Κατότσο και έτσι άδοξα ολοκληρώθηκε μία σχέση 17 διαδοχικών ετών.

Τον φοβήθηκε η Ίντερ, απέρριψε τη Γιουβέντους για… fair play

Το επόμενο βήμα του Λίντχολμ έμοιαζε με αυτοκτονία, αφού αποδέχθηκε την πρόταση της Βερόνα, η οποία τη σεζόν 1966-1967 πάλευε για να αποφύγει τον υποβιβασμό στη Serie C. Όχι μόνο τα καταφέρνει, αλλά την επόμενη σεζόν την ανεβάζει στη Serie A. Επόμενη αποστολή η Μόντσα, επίσης μία ομάδα που ετοιμαζόταν για υποβιβασμό στη Serie C. Την κρατά και συνεχίζει στη Βερόνα, με την οποία ανεβαίνει στη Serie A και βοηθάει στα πρώτα βήματα του μετέπειτα σπουδαίου επιθετικού της Γιουβέντους και της εθνικής Ιταλίας, Ρομπέρτο Μπέτεγκα (αγωνίστηκε ως δανεικός).

Το 1971 ανέλαβε το «τιμόνι» της Φιορεντίνα. Μπορεί να μην κατάφερε κάτι παραπάνω από την 4η θέση, ωστόσο δημιούργησε μία νεανική ομάδα που προσέφερε ορισμένους αξέχαστους αγώνες στο κοινό του ποδοσφαίρου και από την οποία ξεπήδησε ο μετέπειτα ηγέτης στον χώρο της μεσαίας γραμμής, Τζιανκάρλο Αντονιόνι.

Η Ίντερ τον θέλει, αλλά την τελευταία στιγμή ο πρόεδρος των «νερατζούρι», Ιβάνοε Φραϊτσόλι, κάνει πίσω διότι το όνομά του είχε συνδεθεί άρρηκτα με τη Μίλαν. Η Γιουβέντους κάνει κίνηση, όμως δεν τα βρίσκει με τον Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι και μάλιστα κάνει μία ιστορική δήλωση: «Δεν πήγα στον Τορίνο λόγω αλληλεγγύης προς το πρωτάθλημα. Η Γιουβέντους κι εγώ μαζί, θα το σκοτώναμε».

Περιβραχιόνιο στον Μπιγκόν, ντεμπούτο στον Μπαρέζι και ζώνη

Βρίσκει καταφύγιο στη Ρόμα το 1973, η οποία εξελίχθηκε στη δεύτερη μεγάλη αγάπη του. Εκεί βρήκε ένα ενδιαφέρον πρότζεκτ, με παίκτες όπως ο Μπρούνο Κόντι, ο Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι, ο Φραντσέσκο Ρόκα, ωστόσο μετά από τέσσερις σεζόν, δεν μπορούσε να αρνηθεί το κάλεσμα της Μίλαν.

Οι «ροσονέρι» είχαν υποστεί πανωλεθρία την προηγούμενη σεζόν με το πείραμα του Τζιουζέπε Μαρκιόρο στον πάγκο, που άντεξε μόνο στον 1ο γύρο και αντικαταστάθηκε από τον Ρόκο που είχε γίνει αθλητικός διευθυντής. Η χρονιά έκλεισε με μόλις 5 νίκες στο πρωτάθλημα, αρνητική επίδοση που κρατάει μέχρι σήμερα, καθώς και τη 10η θέση.

Ο Λίντχολμ επέστρεψε ως «σωτήρας», έδωσε ξανά κίνητρο στον Ριβέρα, αξιοποίησε καλύτερα τον Φάμπιο Καπέλο που είχε αποκτηθεί από τη Γιουβέντους το προηγούμενο καλοκαίρι, έκανε υπαρχηγό του Ριβέρα τον Αλμπέρτο Μπιγκόν και προώθησε από τη δεύτερη ομάδα έναν λιγνό, αλλά πολύ εγκεφαλικό αμυντικό, ονόματι Φράνκο Μπαρέζι, δίνοντάς του ντεμπούτο τον Απρίλιο του 1978, στην εκτός έδρας νίκη επί της Βερόνα, πριν συμπληρώσει τα 18 του.

Η «μαγιά» υπήρχε κι έτσι τη νέα σεζόν η Μίλαν πανηγύρισε το «scudetto della stella», το δέκατο πρωτάθλημα που της χάρισε το πρώτο αστέρι στη φανέλα της. Ο Λίντχολμ αγωνίστηκε ουσιαστικά χωρίς «φουνταριστό», με «ψευδοεννιάρι» τον Μπιγκόν, χρησιμοποιώντας την άμυνα ζώνης που τόσο πολύ λάτρεψε και κατάφερε να εισάγει σε ένα ιταλικό ποδόσφαιρο όπου κυριαρχούσε το man-to-man και ο λίμπερο. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αρίγκο Σάκι με αυτή τη μέθοδο δημιούργησε την κορυφαία Μίλαν της ιστορίας

Η μάχη με τη Περούτζια για το σκουντέτο κερδήθηκε, αλλά την επόμενη μέρα ζήτησε τριετές συμβόλαιο από τον πρόεδρο Φελίτσε Κολόμπο και αντ’ αυτού εισέπραξε ένα μονοετές. Δεν υπέγραψε και αποχώρησε ως πρωταθλητής για τη δεύτερη θητεία του στη Ρόμα.

Τίτλοι με τη Ρόμα μετά από 40 χρόνια

Στο «Ολίμπικο» τελειοποιεί την άμυνα ζώνης, καθιερώνει τον Βραζιλιάνο Φαλκάο ως έναν από τους κορυφαίους παίκτες του κόσμου, χρίζει ηγέτη τον Κόντι και στηρίζεται στα γκολ του Ρομπέρτο Προύτσο και στα νεανικά, αλλά εύθραυστα γόνατα του Κάρλο Αντσελότι. Αργότερα θα δήλωνε ότι του έμειναν χαρακτηριστικές οι σκηνές προπόνησης της Ρόμα, την ώρα που ακούγονταν από τα αποδυτήρια τα ουρλιαχτά του Αντσελότι, όταν οι γυμναστές του πείραζαν το εγχειρισμένο γόνατο.

Αυτά τα πέντε χρόνια στους «τζιαλορόσι» τα συνόδευσε με τρεις κατακτήσεις κυπέλλου και το πρωτάθλημα του 1983, το πρώτο για τον σύλλογο μετά από σαράντα χρόνια και μόλις το δεύτερο της ιστορίας του. Το σκουντέτο ήρθε δίχως καμία αντίσταση από την αγαπημένη του Μίλαν, η οποία βρέθηκε για δεύτερη σεζόν μέσα σε τρία χρόνια στη Serie B, αυτήν τη φορά για αγωνιστικούς λόγους (το 1980-1981 έπαιζε στη Serie B για σκάνδαλο στημένων αγώνων).

Η Ρόμα έβαλε από κάτω τη Γιουβέντους του Μισέλ Πλατινί χάρη στην άμυνα ζώνης του Λίντχολμ, ο οποίος επικρίθηκε για κατενάτσιο και για αρκετό κόσμο ταυτίστηκε με τον Ερέρα της Ίντερ. Παρ’ όλα αυτά, η Ρόμα απέδειξε την επόμενη σεζόν ότι δεν αποτελεί μια τυχαία ομάδα. Έχοντας προσθέσει στο «οπλοστάσιο» τον Τονίνιο Σερέζο και τον Φραντσέσκο Γκρατζιάνι, έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Απέναντι στην κραταία Λίβερπουλ της εποχής, ο τελικός έφτασε στα πέναλτι, μετά από τα τέρματα των Φιλ Νιλ και Προύτσο. Οι «κόκκινοι» έχασαν το πρώτο με τον Στιβ Νίκολ, αλλά ευστόχησαν στα επόμενα τέσσερα. Ο Λίντχολμ επέλεξε να μην δώσει ευκαιρία στον Φαλκάο, κάτι που του κόστισε, αν και πάντα υποστήριζε ότι «έχασαν πέναλτι δύο παγκόσμιοι πρωταθλητές», αναφερόμενος στους Κόντι και Γκρατζιάνι.

Έβαλε τον Μαλντίνι δεξιά

Το καλοκαίρι του 1984 επέστρεψε στη Μίλαν. Ο Ντι Μπαρτολομέι τον ακολούθησε, ο Μπαρέζι είχε γίνει αρχηγός με υπαρχηγό τον Σέρτζιο Μπατιστίνι, ενώ στην ομάδα υπήρχαν οι Μάουρο Τασότι, Αλμπέριγκο Εβάνι, Φίλιπο Γκάλι που θα συνέχιζαν και στα «χρυσά χρόνια», καθώς και δύο αξιόλογοι Άγγλοι, ο Ρέι Γουίλκινς και ο Μαρκ Χέιτλι. Η πιο σημαντική παρουσία στο ρόστερ, όμως, ήταν εκείνη ενός 16χρονου αμυντικού, γιου ενός θρύλου της ομάδας.

Ο Πάολο Μαλντίνι είχε καταπλήξει με την απόδοσή του στα τμήματα υποδομής της ομάδας και λόγω και του πατέρα του, Τσέζαρε, είχε τραβήξει τα βλέμματα των ανθρώπων της ομάδας. Στις 20 Ιανουαρίου του 1985, στο ημίχρονο ενός αγώνα στο «Φρίουλι» με αντίπαλο την Ουντινέζε, ο Λίντχολμ γύρισε προς τον πάγκο και τον ρώτησε: «Θέλεις να παίξεις αριστερά ή δεξιά;». «Εσύ αποφασίζεις», απάντησε ο μικρός Πάολο και ο Σουηδός αντικατέστησε τον Μπατιστίνι και τον έβαλε δεξιά.

Η παρουσία του Λίντχολμ στον πάγκο συνέπεσε με την αλλαγή ιδιοκτησίας και την ανάληψη των «ηνίων» από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι το 1986. Λίγο καιρό αργότερα, ο Λίντχολμ απολύθηκε, με τον Καπέλο, που είχε εξελιχθεί σε «μαθητή» του, να αναλαμβάνει υπηρεσιακός, έχοντας πάντα στο αυτί τις συμβουλές του Σουηδού, που για ένα διάστημα διετέλεσε τεχνικός διευθυντής.

Η επιστροφή στη Ρόμα, το χιλιοστό ματς και οι αμπελώνες

Όταν αποχώρησε, η κατάληξη ήταν… πρόδηλη. Ο νέος αθλητικός διευθυντής της Ρόμα, Εμιλιάνο Μασέτι, του τηλεφώνησε και του ζήτησε να επιστρέψει, όπως κι έγινε. Μετά από την 3η θέση της πρώτης σεζόν του σε αυτήν τη θητεία, το 1988-1989 δεν ήταν αντάξιο της ιστορίας του.

Απολύθηκε μετά από τη 18η αγωνιστική, αλλά ο πρόεδρος Ντίνο Βιόλα τον έφερε πίσω στην 23η και τον έδιωξε ξανά μετά από την 24η. Παρότι είχε στις τάξεις της παίκτες όπως η Τζιουζέπε Τζιανίνι, ο Ντανιέλε Μασάρο και ο Ρούντι Φέλερ, η Ρόμα τερμάτισε μόλις 8η εκείνη τη χρονιά.

Παρέμεινε για δύο χρόνια εκτός πάγκων, χρονικό διάστημα στο οποίο ανέπτυξε την επιχείρηση οινοποιίας που είχε δημιουργήσει, όταν το 1973 αγόρασε έναν τεράστιο αμπελώνα, τη Βίλα Μποέμια, στους λόφους Μονφεράτο του Πιεμόντε και οι οποίοι του προσέφεραν 90.000 φιάλες κρασιού ετησίως.

Το 1991-1992 επέστρεψε στη Βερόνα διαδεχόμενος τον Εουτζένιο Φασέτι και μετά από εννέα παιχνίδια και μια 16η θέση, ολοκλήρωσε μία μακρά πορεία στους πάγκους.

Επέστρεψε για οκτώ αγώνες ως υπηρεσιακός στη Ρόμα το 1996-1997, αντί του Κάρλος Μπιάντσι, και μάλιστα σε αυτό το διάστημα έφτασε τις 1.000 παρουσίες σε αγώνες της Serie A. Εξελίχθηκε σε σύμβουλος του ιδιοκτήτη Φράνκο Σένσι μέχρι το 2002, πανηγυρίζοντας το πρωτάθλημα του 2001 υπό τις οδηγίες του Καπέλο.

Κατόπιν, αποσύρθηκε στους αμπελώνες του, τους οποίους «έτρεχε» μαζί με τον γιο του, Κάρλο, απολαμβάνοντας και τον ρόλο του ως τηλεσχολιαστής, καθώς και τις πολλές τιμητικές εκδηλώσεις για την καριέρα του.

Όταν «έφυγε» από τη ζωή η γυναίκα του το 2004, αποδείχθηκε πως είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου και γι’ αυτόν. Άντεξε μόλις τρία χρόνια, προτού αφήσει την τελευταία πνοή στις 5 Νοεμβρίου 2007, σε ηλικία 85 ετών.

Πηγή: Sport Retro