Επιλογή Σελίδας

Της Νίκης Μπάκουλη

Την Κυριακή 8/11 η Ρέιντζερς αντιμετώπισε τη Χάμιλτον, που αν ψάξεις να τη βρεις στη βαθμολογία της Premiership της Σκοτίας, είναι στην τελευταία θέση, με 9 ήττες σε 12 ματς. Δεν είναι όμως, αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι πού βρίσκεται η Ρέιντζερς, μετά το 8-0, που είναι η μεγαλύτερη -σε εύρος- νίκη που ‘χει πανηγυρίσει ο Στίβεν Τζέραρντ, ως προπονητής των Gers, οι οποίοι παρεμπιπτόντως δεν έχουν υποστεί ήττα φέτος, στα 14 παιχνίδια της σκωτσέζικης λίγκας. Τα επτά πρώτα ματς της αγωνιστικής περιόδου, χωρίς να δεχθεί γκολ είναι ρεκόρ στην ιστορία της λίγκας (από το 1906). Επειδή μπορεί να χρειαστεί, η τελευταία εκ των 54 φορών που στέφθηκε πρωταθλήτρια η εν λόγω ομάδα -στην ελίτ των κατηγοριών-, ήταν το 2011. Η ομάδα του είχε να σκοράρει οκτώ γκολ, στην κορυφαία κατηγορία από το 1981.

Aυτό που είχε να πει ο προπονητής, μετά το τέλος της διαδικασίας (στο ‘καλά, δεν μπορούσατε να σταματήσετε νωρίτερα; Έπρεπε να βάλετε οκτώ γκολ;’) ήταν πως “δεν είμαστε ακόμα σε θέση να παίζουμε με ‘εγώ’ σε κάποιο παιχνίδι, της οποιαδήποτε φάσης. Προσπαθούμε να γίνουμε νικήτρια ομάδα, επιτυχημένη ομάδα. Άρα δεν μπορούμε να δείχνουμε ασέβεια στον όποιον αντίπαλο. Η προτεραιότητα μας είναι να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να γίνουμε δυνατοί και όσο το δυνατό πιο συνεπείςΑυτό που τους είπα ήταν να είναι αδίστακτοι, από την αρχή έως το τέλος. Θέλω να είναι οι ίδιοι, κάθε φορά. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να βγάλουμε το πόδι από το γκάζι. Και για αυτό θα πω ότι πρωτίστως μου άρεσε πως παίξαμε στον ίδιο ρυθμό και με τον τρόπο που έπρεπε, από την αρχή έως το τέλος.

Αυτός ο τύπος εν τω μεταξύ, έως το 2015 δεν ήταν σίγουρος ότι θέλει να γίνει προπονητής.

Η πρώτη φορά που ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί τη ζωή του, ήταν το 2006 (όταν ήταν 26 χρόνων και ενεργός παίκτης), με τον δημοσιογράφο Χένρι Ουίντερ να αναλαμβάνει να κάνει τις σκέψεις του, προτάσεις και τελικά το βιβλίο Gerrard: My aytobiography. Η δουλειά αυτή είχε τιμηθεί με το βραβείο του καλύτερου αθλητικού βιβλίου στη Βρετανία.

Πριν συμπληρωθεί δεκαετία, στα 35 και πριν φύγει για τους LA Galaxy όπου έβαλε την τελεία στην ιστορία του, ως ποδοσφαιριστής έκρινε ότι έχει να πει και άλλα σε όσους ενδιαφέρονταν -ώστε να έχουν το πλήρες της εικόνας. Αυτές οι σημειώσεις έγιναν το ‘My Story’ που εξέδωσε το Σεπτέμβριο του 2015. Για το τι θα έκανε στη ζωή του, μετά την καριέρα του ως παίκτης, αφιέρωσε μόλις μια παράγραφο. Βλέπεις, η προοπτική να γίνει προπονητής ήταν τότε μια απλή σκέψη. Είχε ήδη κινήσει τις διαδικασίες για να πάρει άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος, αλλά όπως είχε σημειώσει “δεν ξέρω αν τελικά, θα πάρω αυτόν το δρόμο“.

Η παράγραφος που σου λέω είναι στο πέμπτο κεφάλαιο, αυτό στο οποίο συγκρίνει τους διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης των ποδοσφαιριστών του Ράφα Μπενίτεθ και του Μπρένταν Ρότζερς (όπως και των Ρόι Χόντγκσον, Κένι Νταλγκλίς, Κέβιν Κίγκαν, Σβεν Γκόραν Έρικσον, Στιβ ΜακΚλάρεν, Φάμπιο Καπέλο, με τους οποίους επίσης δούλεψε σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο). Είχε καταλήξει στο ότι αν μια μέρα γινόταν προπονητής, θα ήθελε να ενώσει όσα έκανε ο Μπενίτεθ και αφορούσαν τις τεχνικές, με εκείνα που έκανε ο Ρότζερς στη διαχείριση της ανθρώπινης υπόστασης των παικτών. Είχε επίσης, ξεκαθαρίσει ότι δεν τον ‘έβλεπε’ να γίνεται από αυτούς που στήνουν κώνους στον αγωνιστικό χώρο και βάζουν τους παίκτες τους να κάνουν drills και σουτ όλη μέρα.

Fact: Ο Μπενιτεθ είχε αποκαλύψει πως ‘στην πρώτη μου συζήτηση με τον Τζέραρντ, όταν ανέλαβα τη Λίβερπουλ, άρχισα να του αναλύω τις τακτικές που θα έθετα σε εφαρμογή. Ήταν περίεργος. Ήταν στην αρχή, όταν δεν χρειαζόταν να το κάνει”.

Θα ήθελα να σου πω και τι έγραψε, αντί επιλόγου στο βιβλίο αυτό. “Παίζω για τον Τζον Πολ”, τον εξάδελφο του που ήταν το μικρότερο σε ηλικία θύμα στην τραγωδία του Χίλσμποροου. Ο Τζέραντ ήταν 8. Ο Τζον Πολ 10. “Οι αντιδράσεις της οικογένειας του ήταν το κίνητρο μου, για να γίνω ο παίκτης που έγινα” κατέληξε.

Το επίσημο ‘αντίο’ στην ενεργό δράση το είπε το Νοέμβρη του 2016. Λίγες μέρες πριν κάνει τη σχετική ανακοίνωση, είχε περάσει από την πρώτη συνέντευξη για δουλειά προπονητή. Ήταν από τη Milton Keynes Dons, της League One. Μετά το τέλος, έκρινε πως δεν ήταν ακόμα έτοιμος. Όπως είχε πει στο ΒΤ Sport “είναι μια φανταστική δουλειά, αλλά για κάποιον άλλον. Σε ό,τι αφορά εμένα, πιστεύω ότι η ευκαιρία εμφανίστηκε πολύ νωρίς. Δεν ήθελα να αναλάβω μια δουλειά για την οποία δεν ήμουν έτοιμος, να ‘χω κακή εμπειρία και να μη θέλω να συνεχίσω να προσπαθώ να γίνω προπονητής“. Κάπως έτσι, ανέκρουσαν πρύμναν και οι Σέλτικ και Νιουκάστλ Γιουνάιτεντ, που επίσης τον είχαν στη λίστα τους.

Ο τύπος που ‘χε 710 συμμετοχές με τη Λίβερπουλ και τις τέταρτες περισσότερες με το εθνόσημο στο στήθος, συν οκτώ τρόπαια σε κορυφαίες διοργανώσεις (πχ Champions League 2005, UEFA Cup 2001 και UEFA Super Cup 2001, αλλά μηδέν στην Premier League και ας μην ξαναμιλήσουμε για τη μέρα που γλίστρησε), δεν είχε προλάβει να πάρει το UEFA A δίπλωμα -το δεύτερο τη τάξει από όσα υπάρχουν διαθέσιμα. Επίσης, δεν είχε προκάμει να αποσυμπιεστεί από μια μεγάλη (σε διάρκεια και διακρίσεις) και απαιτητική καριέρα. Ήθελε να χαλαρώσει λίγο -στο σώμα και το μυαλό- πριν πάρει τις αποφάσεις για τη συνέχεια. Όταν τον Γενάρη του 2017 τον πλησίασε η Λίβερπουλ για να του προσφέρει μια θέση στις ακαδημίες, ήταν έτοιμος για τη δοκιμή. Από το Γενάρη του 2017 παρακολουθούσε όσα γίνονταν στις U16, U18 και U23. Το Μάρτιο έπιασε δουλειά στις ακαδημίες και τρεις μήνες μετά ο ‘Κύριος Κλοπ’ -όπως τον αποκαλεί ο Τζέραρντ- είχε δηλώσει εντυπωσιασμένος και έτοιμος να του δώσει την U18, για τη σεζόν 2017-18. Πριν κάνει το πέρασμα στην πρώτη καρέκλα του πάγκου, έκανε μια τελευταία εμφάνιση με τη φανέλα της Λίβερπουλ, σε φιλικό με τη Syndey FC.

Πριν αναλάβει την U18, στις εξέδρες ήταν δέκα νοματαίοι. Μετά έγιναν εκατοντάδες. Όπως έλεγαν αυτοί που ήταν δίπλα του “ήξερε πως η παρουσία του θα τραβήξει την προσοχή στους νέους της ομάδας, οπότε είχε επιλέξει να αφήσει το ποδόσφαιρο που θα έπαιζαν να μιλάει -αντί εκείνου“. Σε έξι μήνες ένιωσε πως είχε μεγαλώσει κατά δυο χρόνια. Δεν το λέω εγώ. Εκείνος το είπε, προσπαθώντας να εξηγήσει πώς ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της δουλειάς που έβρισκε τα παιδιά του στην κορυφή της βόρειας Premier League, αήττητα, πριν τερματίσουν τρίτα.

Η ομάδα που είχε ‘σπάσει’ το αήττητο ήταν η Άρσεναλ και είχε νικήσει τον Τζέραρντ στο Anfield, σε νοκ άουτ ματς για το FA Youth Cup. Μεταξύ των παικτών του ήταν οι Κέρτις Τζόουνς και Άνταμ Λιούις, οι οποίοι εγκατέλειψαν νωρίς, καθώς προωθήθηκαν στην U23, ώστε να καλύψουν θέσεις παικτών που θα δίνονταν ως δανεικοί. Εξυπακούεται πως σε μηδενικό χρόνο έπρεπε να βρει τις λύσεις. Είχε ήδη βρει τον τρόπο να κάνει τους παίκτες να παίζουν και για αυτόν. “Διαπίστωσα πως η δουλειά του προπονητή περιλαμβάνει πολλά από όσα πίστευα, ως παίκτης. Η βασική διαφορά είναι πως το μόνο άγχος δεν είναι ο εαυτός σου. Έχεις πάνω σου όλα τα μάτια, γιατί είσαι ο υπεύθυνος για το πώς θα παίξει ένα μεγάλο γκρουπ ανθρώπων -δεν είσαι το ένα μέλος αυτού του γκρουπ. Είχα πολλά να μάθω. Αποφάσισα να ασχοληθώ με μια δουλειά την οποία δεν μπορείς να κάνεις ποτέ τέλεια. Ή να την τελειώσεις. Πάντα πρέπει να μαθαίνεις ώστε να εξελίσσεις το παιχνίδι, τους παίκτες, να αλλάζεις συστήματα, να δοκιμάζεις πράγματα, να ‘απαντάς’ σε τρικ και τακτικές των αντιπάλων. Η γνώση δεν τελειώνει ποτέ“, είχε πει στο Boot Room.

“Αν απομακρύνεσαι από το παιχνίδι και αυτομάτως πιστεύεις πως θα είσαι κορυφαίος προπονητής, χάριν του ονόματος που είχες στην πλάτη ή της καριέρας που απήλαυσες, τότε παίρνεις τεράστια ρίσκα, κόβεις δρόμο και χάνεις ευκαιρίες να μάθεις, να ωριμάσεις και να εξελιχθείς. Δεν βιάζομαι. Δεν έχω θέσει στόχους με χρονοδιάγραμμα. Απλά φροντίζω ώστε όταν μου δοθούν οι ευκαιρίες για να αναλάβω πρώτη ομάδα, να είμαι έτοιμος”.

Το Σεπτέμβριο του 2017) ανέλαβε την U19, που εκπροσώπησε τον οργανισμό στο UEFA Youth League. Παγκοσμίως αναφερόταν ως ‘most high-profile youth coach in football’. Η Ρέιντζερς έτρεξε να προλάβει και στα τέλη του Απρίλη (του 2018) τον έπεισε να συζητήσει την προοπτική της μετακόμισης στη Σκωτία. Aυτή έγινε στις 3/5, όταν δημοσιοποιήθηκε το τετραετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει. Η Σέλτικ είχε κάνει επτά τα σερί πρωταθλήματα.

‘Ψώνισε’ από εκεί όπου ήξερε

Στη Σκωτία δεν πήγε μόνος. Πήρε μαζί του φίλους. Για βοηθό διάλεξε τον Γκάρι ΜακΆλιστερ (δούλευαν μαζί για χρόνια, στο κέντρο), τον Τζόρνταν Μίλσον (ο πρώην φυσικοθεραπευτής της Λίβερπουλ έγινε επικεφαλής στον τομέα της απόδοσης), τον Τομ Κάλσοου (πρώην κόουτς της ακαδημίας, που τον έκανε υπεύθυνο επί της τεχνικής) και τον Μάικλ Μπιλ, άλλον έναν ‘απόφοιτο’ της Λίβερπουλ, ο οποίος είχε κάνει σεφτέ στην προπονητική καριέρα με την Τσέλσι, πριν πάει στη Σάο Πάουλο και τελικά αναλάβει όλο το project της Ρέιντζερς, με τον Τζέραρντ να κρατά τον τελευταίο λόγο στη γενική στρατηγική.

Το Bleacher Report είδε πώς κινήθηκε, στον τρόπο που επέλεξε να παίζει η ομάδα του, για 21 μήνες και μετά έγραψε ότι “η νοοτροπία στις τακτικές παραπέμπει επίσης στη Λίβερπουλ του Κλοπ, με επιτιθέμενα φουλ μπακ, μια λειτουργική τριάδα μέσων και ένα στενό τρίο στην επίθεση”. Δεν έκανε copy paste ακριβώς, καθώς υπήρχε και ένα twist: “Αντί για δυο εξτρέμ, οι δυο παίκτες που παίζουν υποστηρικτικά στον μόνο επιθετικό Αλφρέντο Μορέλος, λειτουργούν ως δίδυμα Νο10, που σημαίνει πως το σύνηθες σύστημα της ομάδας είναι αυτό που είναι γνωστό ως 4-3-2-1 ή αλλιώς ‘Χριστουγεννιάτικο δέντρο’.

Το συμπαγές, καλολαδομένο και επιθετικό σχήμα έχει δώσει επιτυχίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πριν προσληφθεί, η Ρέιντζερς ήταν στο ναδίρ, με αποκλεισμούς από ομάδες όπως η Νίντερκορν των part-timers, στην προκριματική φάση. Στην πρώτη του σεζόν ο οργανισμός προκρίθηκε στους ομίλους και ένα χρόνο μετά έφτασε έως τους ’16′”, όπου αποκλείστηκε από τη Λεβερκούζεν. “Η Ρέιντζερς δεν είχε φτάσει τόσο μακριά, σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, από το 2013“.

Εκείνος επιμένει πως “χρησιμοποίησα ότι πίστευα πως χρειάζομαι από όσα έζησα με τους προπονητές που είχα. Συγκεκριμένες φράσεις, SOS σε παίκτες, σε ατομικές συζητήσεις, το πώς καταλήγω στην 11αδα. Ο Μπενίτεθ ήταν εξαιρετικός στην τακτική, ο Καπέλο και ο Ρόντζερς σε κυριαρχία της μπάλας. Το ‘κλειδί’ πάντα ήταν να ‘παίρνω’ ό,τι χρειάζομαι και να το κάνω με το δικό μου στιλ“.

Από την αρχή, δεν αναφερόταν ποτέ σε κάποιον παίκτη ξεχωριστά. Πάντα έλεγε ‘η ομάδα’. Και πάντα έπαιρνε την ευθύνη για τα αποτελέσματα, μιλώντας με πάσα ειλικρίνεια στα media. Οι ρεπόρτερ του ‘έδωσαν’ και ότι δεν μιλούσε ποτέ για τους διαιτητές, με απώτερο στόχο να δημιουργήσει νοοτροπία που δεν είχε δικαιολογίες. Αυτό δεν σήμαινε πως δεν πίεζε τους παίκτες του ή δεν ήταν απαιτητικός. Κάθε άλλο.

Δεν τους φώναζε. Απλά τους έδειχνε τα στοιχεία που συγκέντρωνε (γιατί στο πρόγραμμα του υπάρχουν μετρήσεις για όλα) και τους άφηνε να τα επεξεργαστούν -και να αντιδράσουν. Αν δεν υπήρχε αντίδραση, δεν υπήρχε και χρόνος συμμετοχής. Όποιος και αν ήταν ο παίκτης που ολιγωρούσε. Όσο και αν τον χρειαζόταν. Όποια και αν ήταν η συνέπεια. Για παράδειγμα, όταν πέρυσι ο Μορέλος είδε την πέμπτη κόκκινη κάρτα της σεζόν, εναντίον της Σέλτικ τον ενημέρωσε πως θα ήταν χρήσιμο να ξεχάσει το μισθό του, για μια εβδομάδα.

“Αν λάτρευα κάτι, ως παίκτης ήταν οι συζητήσεις με τον προπονητή επί της ανάλυσης της της απόδοσης μου, με τη βοήθεια video. Είναι πολύ σημαντικό να βλέπουν οι παίκτες τι έκαναν στο γήπεδο. Είναι ωραίο να τους δείχνεις διαφορετικές ιδέες, αλλά είναι σημαντικό να τους δείχνεις τι κάνουν. Κάθε παίκτης είναι διαφορετικός και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της αντιγραφής. Πιστεύω πως πάντα οφείλεις να είσαι αυτός που είσαι και να μαθαίνεις από τα λάθη σου, για να βελτιώνεσαι”.

Το πλάνο δεν λειτουργούσε στη λίγκα

Την ίδια ώρα, παράλληλα με τις καλές εμφανίσεις στο Europa League, στην Premiership της Σκωτίας, η Ρέιντζερς είχε θέματα απέναντι σε ομάδες που ‘έστηναν’ λεωφορεία στην άμυνα. Οι ειδικοί, όπως ο Στίβεν Σμιθ πρώην αριστερό μπακ της ομάδας, εξηγούσαν πως αυτό που στην Ευρώπη ‘δούλευε’ “γιατί οι αντίπαλοι παίρνουν περισσότερα ρίσκα και άρα δίνουν χώρους στους επιθετικούς της Ρέιντζερς, ομάδα που είναι καλή και στις αντεπιθέσεις”, δεν ‘έδινε’ αποτέλεσμα στο εγχώριο πρωτάθλημα “γιατί εκεί οι αντίπαλοι κάθονται πίσω και περιμένουν, κάνοντας πολύ δύσκολη τη δουλειά της ομάδας του Τζέραρντ“. Έγινε η ‘διάγνωση’ πως δεν υπήρχε εναλλακτικό πλάνο. Κατά τα φαινόμενα, φέτος υπάρχει.

Η Ρέιντζερς επέστρεψε στην Premiership το 2016 με το όνειρο να πάρει επιτέλους, το πρωτάθλημα. Το καλύτερο της, προ της εμφάνισης του Τζέραρντ, ήταν να τερματίσει δύο φορές τρίτη. Το χειρότερο ήταν πως εναντίον του ‘αιώνιου αντιπάλου’ (Σέλτικ) είχε φτάσει να μετρά έντεκα διαδοχικές ήττες, με σκορ ντροπής (5-1, 5-0, 4-0). Στην πρώτη του χρονιά, ο Τζέραρντ έδειξε το δρόμο της νίκης -της πρώτης από τον Αύγουστο του 2016. Ακολούθησε αυτή του Δεκέμβρη του 2019, στο Celtic Park από όπου δεν είχε φύγει η Ρέιντζερς με το διπλό για οκτώ χρόνια. Το τέλος της σεζόν 2019-20 βρήκε την παρέα του σημερινού πρωταγωνιστή στη δεύτερη θέση της βαθμολογίας, για δεύτερη συναπτή αγωνιστική περίοδο. Εξυπακούεται πως ο κόσμος είχε επιστρέψει στο γήπεδο (είχε βρει νόημα ακόμα και να συντονιστεί, τηλεοπτικά με το Old Firm Derby) και είχε ξαναβρεί τη φωνή του.

Είναι ο διάδοχος του Κλοπ;

Το συμβόλαιο που έχει ο Τζέραρντ με τη Ρέιντζερς, λήγει το 2024, όταν εκπνέει και αυτό του Γιούργκεν Κλοπ με τη Λίβερπουλ. Kάτι το ‘θέλω να κοουτσάρω τη Λίβερπουλ, όταν η δουλειά θα είναι διαθέσιμη’ του ενός, κάτι το ‘ο Τζέραρντ θα πρέπει να είναι αυτός που θα με αντικαταστήσει -αν με διώξουν αύριο’ του άλλου, καταλαβαίνεις γιατί μένει πάντα ‘ζωντανό’ το ενδιαφέρον των φαν των ‘κόκκινων’ ως προς την παρακολούθηση όσων κάνει το ‘παιδί’ τους στη Σκωτία.

Μη ξεχάσω να σου πω ότι τα χρήματα που ‘χει ξοδέψει για αυτά που κάνει, από την πρώτη μέρα έως τώρα είναι στα 27.120.000 ευρώ. Ναι, είναι και ‘οικονόμος’.

Αυτήν την στιγμή, η Ρέιντζερς είναι στην κορυφή της βαθμολογίας, έχοντας 38 πόντους σε 14 ματς. Ακολουθεί η Σέλτικ με 29 πόντους σε 12 ματς, όσα έχει παίξει και η Αμπερντίν που ‘χει 26 πόντους. H διαδρομή τελειώνει στην 38η αγωνιστική. Θα αντέξουν ο Τζέραρντ και οι εκλεκτοί του; Δηλαδή, οι εκλεκτοί του, γιατί αυτός έχει μάθει να τελεί υπό πίεση από όταν ήταν 18 χρόνων (1998). Δηλαδή, από την πρώτη φορά που έβαλε τη φανέλα της Λίβερπουλ. Δεν ξέρει πώς είναι να ζει χωρίς κίνητρα και άγχος. Το θέμα είναι αν έχει καταφέρει να περάσει τη γνώση και στους παίκτες του, επί της ουσίας.

Πηγή: Contra