Επιλογή Σελίδας

Του Θανάση Κρεκούκια

Ο Μπερντ Σούστερ δεν είναι μια τυχαία αναφορά στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Η περίπτωσή του είναι ιδιαίτερη, όχι μόνο γιατί υπήρξε ένας πολύ μεγάλος παίκτης, αλλά και γιατί απασχόλησε συμπαίκτες, αντιπάλους, προπονητές, φιλάθλους και Τύπο με τα τερτίπια του, αφού ο χαρακτήρας του ήταν δύσκολος, ατίθασος και ασυμβίβαστος μαζί. Αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ ακραίας συμπεριφοράς και ποδοσφαιρικής μαγείας μέσα στα γήπεδα, δημιούργησε τον “μύθο” του “ξανθού άγγελου” που πολλές φορές έγινε “διάβολος” ξεπερνώντας και προκαλώντας τα όρια.

Ο Σούστερ γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1959 στο Άουγκσμπουργκ της Δυτικής Γερμανίας και από μικρός έμαθε τη μπάλα παίζοντας στις αλάνες με τους φίλους του. Το ταλέντο φάνηκε γρήγορα και γράφτηκε στις ακαδημίες της τοπικής SV Hammerschmiede. Στα 16 του πήγε στην Άουγκσμπουργκ με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα Βαυαρίας και στη συνέχεια πήρε μεταγραφή για την Κολονία. Διηγείται ο ίδιος: “Ήταν η εποχή που η Μπουντεσλίγκα κυριαρχούσε στην Ευρώπη με την Εθνική Δ. Γερμανίας και την Μπορούσια του Μένχενγκλαντμπαχ των Ούλι Στίλικε, Χάινκες κλπ. Μέσω της Εθνικής Νέων με είδαν οι άνθρωποι της Κολονίας και ο βοηθός του προπονητή Χένες Βάισβαϊλερ (που είχε περάσει τη σεζόν 1975/76 από τον πάγκο της Μπαρτσελόνα), με φώναξε για να μου προσφέρει συμβόλαιο με τους επαγγελματίες. Ο Μπέρτι Φογκτς, ο Μπόνοφ, ο Σίμονσεν, όλοι αυτοί ήταν δικές του ανακαλύψεις, τους έβγαλε όλους από την Γκλάντμπαχ. Κάθε χρόνο και δυο-τρία καινούργια αστέρια έβγαιναν από τον Βάισβαϊλερ. Το ίδιο έγινε με εμένα και τον Πιέρ (Λιτμπάρσκι)“.

Το καλοκαίρι του 1980 ο Μπερντ κλήθηκε από τον ομοσπονδιακό τεχνικό της Δ. Γερμανίας, Γιούπ Ντέρβαλ στην αποστολή των “πάντσερ” για την τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος της Ιταλίας. Εκεί πραγματοποίησε φανταστικές εμφανίσεις και στα 20 μόλις χρόνια του έγινε γνωστός παγκοσμίως. Συμπεριλήφθηκε στην κορυφαία ενδεκάδα του τουρνουά από την UEFA, η συνεισφορά του στην κατάκτηση του τροπαίου από την ομάδα του ήταν καταλυτική και στο τέλος της σεζόν ήρθε δεύτερος στην ψηφοφορία του France Football για τη Χρυσή Μπάλα, πίσω μόνο από τον Ρουμενίγκε και μπροστά από τον Μισέλ Πλατινί. Η Κολονία ήταν πλέον πολύ μικρή για τον Σούστερ, που μετακινήθηκε στη Μπαρτσελόνα. Το καλοκαίρι του ’80, μετά το EURO, ο Μπερντ είχε πάει στη Μπαρμπέγια για διακοπές και εκεί γνωρίστηκε στο ξενοδοχείο με τους Ασένσι και Τσάρλι Ρεσάκ. Δυο μήνες αργότερα, θα τους συναντούσε στα αποδυτήρια των “μπλαουγκράνα”. Ο Σούστερ ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα παίζοντας στη θέση του λίμπερο. Ξεχώριζε για την αντίληψη του παιχνιδιού, τις εκπληκτικές μακρινές του πάσες και την φινέτσα με την οποία έφευγε η μπάλα από τα πόδια του.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Όμως στην Μπαρτσελόνα μετακινήθηκε στα χαφ, εκεί όπου διέπρεψε ως μαέστρος της ορχήστρας. Πανέξυπνος και με εντυπωσιακή τεχνική, “κινούσε” την ομάδα στον ρυθμό που χρειαζόταν, είτε με κοντινές πάσες, είτε με μακρινές μπαλιές, είτε με “θανατηφόρες” κάθετες. Εκτός αυτού, όταν έπαιζε στο κέντρο του γηπέδου, είχε συχνές προωθήσεις στην αντίπαλη περιοχή, πετυχαίνοντας συχνά γκολ. Αυτό πάντως για το οποίο θαυμάστηκε περισσότερο, ήταν ο εκπληκτικός τρόπος με τον οποίο χτυπούσε τη μπάλα. Τα στημένα του, φάουλ, κόρνερ, πέναλτι, δεν είχαν ταίρι. Χρησιμοποιούσε τη δύναμη όποτε χρειαζόταν και ήξερε πώς να στείλει συστημένη τη μπάλα εκεί που έπρεπε. Ο ίδιος έχει πει σε παλιότερη συνέντευξη: ” Οι μακρινές μου μπαλιές έγιναν διάσημες. Ο Μπέκενμπαουερ, το μεγάλο μου είδωλο, όταν με είδε να αγωνίζομαι, είπε ότι είχα την καλύτερη τεχνική στις πάσες σε όλη τη Γερμανία. Και αυτό το απέκτησα μετά από εκατομμύρια σουτ στην προπόνηση. Οφείλει όμως πολλά η τεχνική μου και στο ότι μικροί παίζαμε στις αλάνες, με ή χωρίς παπούτσια“.

Όμως όσο τεράστια προσωπικότητα ήταν παίζοντας ποδόσφαιρο, άλλο τόσο δημιουργούσε προβλήματα με κάθε ευκαιρία, πληρώνοντας σε αρκετές περιπτώσεις το πείσμα του, την ξεροκεφαλιά του και την “ιδιαιτερότητα” της πρώτης συζύγου του, Γκάμπι, η οποία ήταν για αρκετά χρόνια και μάνατζέρ του. Εγκατέλειψε την Εθνική του όταν ήταν μόλις 24 ετών, προκάλεσε μια ανταρσία στην Μπαρτσελόνα την οποία πλήρωσε με την απομάκρυνσή του από την ομάδα, έφυγε από τη Ρεάλ Μαδρίτης λόγω των κακών του σχέσεων με τη διοίκηση, οι συμπαίκτες του στη Γερμανία έθεσαν βέτο για να μην ξαναγίνει διεθνής. Μια από τις πιο διάσημες φωτογραφίες του είναι εκείνη με την άσεμνη χειρονομία στον τελικό του Copa del Rey του 1983 στην Σαραγόσα με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης. Το σκορ ήταν 1-1 και όταν στο 90′ ο Μάρκος Αλόνσο πέτυχε το νικητήριο γκολ για τους “μπλαουγκράνα”, ο Σούστερ έκανε τη χειρονομία που βλέπετε στην από κάτω φωτογραφία, προκαλώντας την οργή των φιλάθλων της Ρεάλ. Όμως αργότερα έμαθαν όλοι ότι αποδέκτες δεν ήταν οι οπαδοί των “μερένγκες”, αλλά ο παίκτης της Ρεάλ και συμπατριώτης του Σούστερ, Ούλι Στίλικε!

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Θυμάται ο ίδιος: ” Φυσικά και πήγαινε στον Ούλι! Γνωριζόμασταν από την Εθνική και είχαμε καλή σχέση, αλλά η αντιπαλότητα Μπάρτσα – Ρεάλ ήταν εμφανής. Ακούγονταν βρισιές και προσβολές στην διάρκεια των clásicos. Το τί λέγαμε με τον Καμάτσο και τον Ντελ Μπόσκε ήταν απίστευτο. Κι εγώ δεν ήθελα και πολύ. Λίγο να με προκαλούσες, άρχιζα τα άντε γαμήσου, τα άντε έτσι, τα άντε αλλιώς! Αλλά αυτό με τον Ούλι ερχόταν από πιο παλιά, από το πρώτο μου αντίο στην Εθνική Γερμανίας, μετά από ένα φιλικό με τη Βραζιλία και το πάρτι γενεθλίων του Χάνσι Μίλερ. Ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο έπαιξα χωρίς την άδεια της Μπαρτσελόνα. Δεν με άφηναν να πάω επειδή ακολουθούσε αγώνας μεσοβδόμαδα με την Ράγιο που έπαιζε στην Σεγούντα Β. Ήταν το πρώτο μου παιχνίδι εναντίον της Βραζιλίας των Ζίκο, Σόκρατες, Ζούνιορ κλπ. Γίνεται να χάσεις τέτοια ευκαιρία για ένα ματς με την Ράγιο; Είμαστε τρελοί; Πήρα ένα αεροπλάνο και πήγα στη Γερμανία.

Συμφώνησα με τον προπονητή να παίξω μόνο ένα ημίχρονο. Όλα καλά, αλλά την επόμενη μέρα θα πήγαινα από την Στουτγκάρδη στη Φρανκφούρτη και από εκεί στη Μαδρίτη για να παίξω το ματς με την Μπάρτσα. Και εκεί παρουσιάστηκε το πρόβλημα. Εκείνο το βράδυ θα γιόρταζε ο Χάνσι Μίλερ τα γενέθλιά του και είχε καλέσει όλη την ομάδα. Δεν πήγα γιατί είχα πρωινή πτήση το επόμενο πρωί στις 7.30 και όταν ο Μπράιτνερ επέστρεψε από το πάρτι στο ξενοδοχείο στις 4.30 τα ξημερώματα, εγώ έφευγα για το αεροδρόμιο. Αρκετοί συμπαίκτες μου εκμεταλλεύτηκαν την απουσία μου και άρχισαν να μιλάνε άσχημα για μένα στον μίστερ, ζητώντας του να μην με καλέσει για το παιχνίδι με τη Νορβηγία. Και ένας από αυτούς που με κακολογούσαν, ήταν ο Ούλι. Γι’ αυτό όταν σκόραρε ο Μάρκος, του είπα “πάρε να ‘χεις, αυτό είναι για πάρτη σου”. Τελικά προκάλεσα έναν πανικό για να παίξω με τη Βραζιλία, μου την έπεσαν από όλες τις πάντες, αλλά στο Βαγέκας κερδίσαμε 0-6“.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Ο Σούστερ έμεινε 8 χρόνια στη Βαρκελώνη, μια περίοδο στην οποία έζησε τα πάντα. Το 1982 ο “χασάπης του Μπιλμπάο”, Γκοϊκοετσέα, του διέλυσε τους συνδέσμους στο γόνατο, κάτι που παραλίγο να του στοιχίσει την καριέρα. Αυτήν την μεγάλη καριέρα πάντως που ευτυχώς για όλους μας, συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, δεν θέλησε να την μοιραστεί με την Εθνική Γερμανίας, την οποία εγκατέλειψε σε ηλικία μόλις 24 ετών. Οι κόντρες του με την γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία, τον εκλέκτορα Γιουπ Ντέρβαλ και με αρκετούς διεθνείς, όπως ο Μπράιτνερ και ο Στίλικε, οδήγησαν τις σχέσεις των δυο πλευρών σε αδιέξοδο. Η ιστορία με τη Βραζιλία είχε διαμορφώσει ήδη ένα κακό κλίμα. Και όταν ο Σούστερ αρνήθηκε να ταξιδέψει για να αγωνιστεί εναντίον της Αλβανίας, προκειμένου να μείνει κοντά στην Γκάμπι η οποία θα γεννούσε το δεύτερο παιδί τους, το σκάνδαλο ξέσπασε. Ο γερμανικός Τύπος τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις και ο Μπερντ γύρισε οριστικά και αμετάκλητα την πλάτη του στην Εθνική.

Επιστρέφοντας στη Μπαρτσελόνα, διηγείται ο Γερμανός: ” Οχτώ σεζόν σε μια ομάδα, ειδικά στην ηλικία που πήγα εγώ, αφήνουν το σημάδι τους πάνω σου ανεξίτηλο. Πολλές αναμνήσεις και στιγμές. Από τα 20 στα 28 μου, έμαθα τη γλώσσα, μεγάλωσα, γνώρισα τη χώρα και κάθε γωνιά του γηπέδου, αν και είχα παίξει εκεί με την Κολονία σε ένα τουρνουά “Γκάμπερ”. Θυμάμαι, είχα μείνει μετά τον αγώνα μέσα στο “Καμπ Νόου” μόνος μου και με μάζεψαν οι φροντιστές μας στη 1 και μισή τη νύχτα! Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, σε καμία περίπτωση δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να μείνω 8 χρόνια στη Μπάρτσα. Η Γκάμπι δυσκολεύτηκε πολύ περισσότερο να συνηθίσει εδώ. Φτάσαμε εδώ με ένα μωρό 10 μηνών. Τελικά, όταν είσαι νέος, έχεις χρόνο για όλα. Και ήμουν τυχερός, γιατί όλα πήγαν καλά“. Παρά το γεγονός ότι το 1982 ο Μαραντόνα μεταγράφηκε στη Μπαρτσελόνα, τα δυο αστέρια των Καταλανών δεν κατάφεραν να κερδίσουν το πρωτάθλημα και περιορίστηκαν σε ένα Κύπελλο, ένα Λιγκ Καπ και ένα ισπανικό Σούπερ Καπ.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Η άποψη του Μπερντ είναι ότι η “σκιά” του Ντιέγο ήταν πολύ μεγάλη και “εξαφάνισε” τους υπόλοιπους παίκτες: ” Κάναμε όλοι την ελάχιστη προσπάθεια. Θα μπορούσαμε να είχαμε σημαδέψει μια ολόκληρη εποχή, γιατί εκτός από τον Μαραντόνα, είχαμε 7 διεθνείς Ισπανούς στην ομάδα. Δεν καταφέραμε τελικά να πείσουμε τους εαυτούς μας. Και η απόδειξη είναι η εξής. Μόλις έφυγε ο Ντιέγο, κερδίσαμε το πρωτάθλημα με μια ομάδα σαφώς χειρότερη. Με τον Άρτσιμπαλντ που δεν τον ήξερε κανείς. Δεν θέλω να προσβάλλω τον Άρτσι, που ήταν ένας φανταστικός τύπος, αλλά δεν είχε ούτε το 10% της ποιότητας του Μαραντόνα. Με τον Ντιέγο ποτέ δεν ένιωσα άβολα, ποτέ δεν ζήλεψα. Είχαμε πολύ καλή σχέση, ήμασταν συγκάτοικοι στα ξενοδοχεία“. Τότε είχε συμβεί και ο καυγάς με τον πρόεδρο των “μπλαουγκράνα”, Τζουσέπ Γιουίς Νούνιεθ. Ο Πάουλ Μπράιτνερ είχε προσκαλέσει τους Σούστερ και Μαραντόνα στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του. Όμως η διοίκηση είχε ενημερώσει τους δυο παίκτες ότι δεν θα τους δινόταν άδεια, γιατί σε 10 μέρες υπήρχε ο τελικός του Κυπέλλου με τη Ρεάλ Μαδρίτης.

“ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΙΛΜΠΑΟ ΠΑΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΕΑ. ΠΑΙΚΤΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΤΥΠΑΕΙ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΚΛΕΜΕΝΤΕ”

Ο λόγος και πάλι στον Γερμανό: ” Ρισκάραμε να τραυματιστούμε, η διοίκηση είχε δίκιο, αλλά εμείς ήμασταν δυο ξεροκέφαλοι, θέλαμε να πάμε, γιατί ήταν ο Μπράιτνερ, ένας παγκόσμιος πρωταθλητής και για μια ακόμα φορά δεν βγάλαμε άκρη. Ο Ντιέγο κι εγώ, οι δυο μαζί, φανταστείτε για τί μιλάμε… Ήμασταν στα γραφεία και κάποια στιγμή ο Μαραντόνα είπε “αν δεν μας αφήσετε, θα κατεβάσω όλα τα τρόπαια από τις βιτρίνες, θα τα πετάξω κάτω”!!! Θα είχαμε φύγει σίγουρα χωρίς να ζητήσουμε άδεια, αλλά εκείνη την εποχή οι σύλλογοι κρατούσαν τα διαβατήρια των παικτών και έτσι δεν είχαμε τρόπο να την κάνουμε. Αλλά τελικά δεν πετάξαμε τα τρόπαια. Ήταν μια απειλή του Ντιέγο και ευτυχώς δεν ξεπεράστηκαν τα όρια“. Στον τελικό του ’84 ο Σούστερ έριξε μερικές ψιλές στην κλωτσοπατινάδα του “Μπερναμπέου”, θέλοντας να υποστηρίξει τον φίλο του, Μαραντόνα και να “επιστρέψει” μερικά από τα χρωστούμενα στον Γκοϊκοετσέα. Τελικά απέφυγε την τιμωρία, αλλά το μέλλον θα του επιφύλασσε πολύ χειρότερες καταστάσεις. Ήταν εκείνος ο τελικός του Πρωταθλητριών, το 1986, στο “Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν” με αντίπαλο την Στεάουα Βουκουρεστίου, που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και τερμάτισε ουσιαστικά την καριέρα του Σούστερ στην Μπαρτσελόνα.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Στη διάρκεια του παιχνιδιού, λίγο πριν τη λήξη (85′), ο Βέναμπλς έβγαλε τον Σούστερ. Ο Γερμανός κατευθύνθηκε προς τα αποδυτήρια βρίζοντας δυνατά θεούς και δαίμονες, έκανε ντους και στη συνέχεια εξαφανίστηκε! Αργότερα οι συμπαίκτες του έμαθαν ότι είχε φύγει με την σύζυγό του, Γκάμπι (δική της ήταν η ιδέα) για την Καρμόνα, μια πόλη 30 χιλιόμετρα νότια της Σεβίλλης. Προτίμησε να πάει για μπύρες, αντί να μείνει στο γήπεδο και να παρακολουθήσει το υπόλοιπο του τελικού! Ποια ήταν όμως η εξήγηση που έδωσε ο ίδιος ο Σούστερ; Ιδού! ” Είχαν συμβεί πολλά πράγματα. Καταρχήν είχαμε κερδίσει το πρωτάθλημα την προηγούμενη σεζόν, το πρώτο μετά από 11 χρόνια. Η υποδοχή ήταν αξέχαστη. Από το αεροδρόμιο μέχρι και το Καμπ Νόου έζησα τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Μετά από εκείνη τη Λίγκα, το καλοκαίρι του ’85, ο Βέναμπλς πήγε στον Νούνιεθ και του είπε ότι ήθελε καινούργιο ξένο, γιατί εγώ ήμουν ήδη 5 χρόνια στην ομάδα και αυτό ήταν μεγάλο διάστημα. Αν τον διώξω, θα με σκοτώσουν, του απάντησε ο πρόεδρος και ο Βέναμπλς έβρασε στο ζουμί του“.

Ο Σούστερ ήταν πεπεισμένος ότι ο Βέναμπλς τον ζήλευε και τον είχε στη μαύρη λίστα του, παρά το γεγονός ότι στο τέλος του ’85 είχε βρεθεί για μια ακόμα φορά στην πρώτη τριάδα της Χρυσής Μπάλας (πίσω από τους Πλατινί και Έλκιερ). Η δική του εκδοχή πάντως για τον τελικό του ’86, ήταν διαφορετική από εκείνη της “Καρμόνα και των μπυρών”. Ας τη διαβάσουμε: ” Ο Τέρι είχε κόντρες με τον Μιγκέλι, τον Θουμπιθαρέτα και άλλους. Και στον τελικό φτάσαμε με τραυματισμούς και κακή ψυχολογία, αφού δυο εβδομάδες νωρίτερα είχαμε χάσει το Κύπελλο. Εγώ όλη την τελευταία εβδομάδα σκεφτόμουν ότι ο προπονητής δεν με ήθελε. Τελικά αγωνίστηκα αλλά δεν ήμουν καλά γιατί επέστρεφα από τραυματισμό, όμως τα έδωσα όλα γιατί έπρεπε να σηκώσουμε την κούπα. Ο αντίπαλος ήταν άγνωστος και το γήπεδο ήταν γεμάτο με 60.000 Καταλανούς. Το ματς παρέμενε στο 0-0 και στο 85′ με έκανε αλλαγή. Φαντάσου το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό μου. Ήμουν ο σπεσιαλίστας στα πέναλτι και το ματς πήγαινε στην παράταση. Κάθισα μόνος μου στο ημίφως των αποδυτηρίων και σκέφτηκε ότι ο κερατάς ήθελε να κερδίσει το τρόπαιο χωρίς εμένα, για να πει μετά ότι δεν έχουμε ανάγκη τον Γερμανό. Ρισκάρισε ο κερατάς. Για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του, το έπαιξε κορώνα-γράμματα“.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Και συνεχίζει ο Σούστερ, πλέον φανερά εκνευρισμένος: ” Και τελικά έχασε και ήμουν εγώ ο μαλάκας που κατηγορήθηκε, ενώ στην πραγματικότητα υπήρξε εκείνος που έπαιξε στην τύχη το Κύπελλο Πρωταθλητριών βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την Μπαρτσελόνα. Όταν συνειδητοποίησα τί είχε παιχτεί, ντύθηκα και είπα: Φεύγω και να πάει να γαμηθεί. Βρήκα ένα ταξί και του είπα να με πάει στο ξενοδοχείο. Ο ταξιτζής με αναγνώρισε αμέσως. Μπερνάρντο τί κάνεις εδώ; Αφού πριν λίγο έπαιζες! Εγώ του απάντησα να με πάει στο ξενοδοχείο. Άκουσα την παράταση στο ραδιόφωνο και είδα τα πέναλτι στην τηλεόραση του δωματίου. Ήθελα να κερδίσει η Μπάρτσα. Δυο χρόνια πολεμούσαμε για αυτόν τον στόχο. Μετά την φοβερή ανατροπή που είχαμε κάνει στον ημιτελικό με την Γκέτεμποργκ. Για τον Τέρι όμως χάρηκα γιατί μου φάνηκε τελείως απαράδεκτη η συμπεριφορά του. Άκου εκεί να ρισκάρει το Πρωταθλητριών και να βάλει το εγώ του πάνω από τον σύλλογο. Γιατί για τον σύλλογο η κούπα ήταν τα πάντα…“. Από εκεί και μετά, τα πράγματα ξέφυγαν τελείως. Ο Νούνιεθ, εξοργισμένος από τη στάση του Σούστερ, κατέφυγε στα δικαστήρια ζητώντας την ακύρωση του συμβολαίου του Γερμανού.

Λίγο αργότερα και ο Μπερντ μήνυσε την Μπαρτσελόνα για παράνομη αθέτηση συμβολαίου. Ο δικηγόρος του Σούστερ, για να την σπάσει στον Νούνιεθ, δημοσιοποίησε το ιδιωτικό συμφωνητικό του πελάτη του για τα δικαιώματα εικόνας και χάθηκε πλέον κάθε έλεγχος! Η εφορία άρχισε να ψάχνει τα πάντα, ζητώντας διαφυγόντα κέρδη και ακολούθησε η περίφημη “ανταρσία του Εσπέρια” . Το περίεργο είναι ότι ο Σούστερ ήταν ένας από τους τρεις απόντες της συγκέντρωσης και ο μοναδικός για τον οποίο δεν μαθεύτηκε ποτέ ο λόγος της απουσίας του. Μόλις πάντως ολοκληρώθηκε η σεζόν 1987/88, ο Γερμανός έμεινε ελεύθερος, αφού το συμβόλαιό του έληξε και φυσικά ο Νούνιεθ δεν υπήρχε περίπτωση να το ανανεώσει. Λίγες εβδομάδες έγινε γνωστό ότι ο Σούστερ είχε έρθει σε συμφωνία με την “αιώνια” αντίπαλο, Ρεάλ Μαδρίτης. Θυμάται ο ίδιος: ” Τελικά κατέληξα στη Ρεάλ τελείως συμπτωματικά. Δεν ήθελα να πικάρω την Μπάρτσα, όπως δεν ήθελα να πικάρω τη Ρεάλ όταν πήγα στην Ατλέτικο. Η αλήθεια είναι ότι είχα μια εντυπωσιακή πρόταση από την Γιουβέντους, που με ήθελε ως διάδοχο του Πλατινί. Όλα ήταν τέλεια, εκτός από το ότι δεν μπορούσαν να βρουν γερμανικό σχολείο για τα παιδιά μου. Εκεί χάλασε η συμφωνία. Και γι’ αυτό με πήρε τηλέφωνο ο Λίο Μπενάκερ“.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Ο Σούστερ έφτασε στη Ρεάλ την εποχή που μεσουρανούσε η “σειρά του Γύπα” μαζί με την παλιά φρουρά. Όπως διηγείται ο ίδιος: ” Με υποδέχτηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Χωρίς το παραμικρό “αλλά”. Ξεκινώντας από τον Μπενάκερ και καταλήγοντας στους παίκτες. Πήγα εκεί νιώθοντας κάπως περίεργα, γιατί με κάποιους από τους παίκτες είχαμε ανταλλάξει απερίγραπτα μπινελίκια. Με τον Γκαγέγο, με τον Καμάτσο… Και ξαφνικά βρέθηκα να μοιράζομαι μαζί τους τα ίδια αποδυτήρια. Θα με σκίσουν, σκεφτόμουνα. Τίποτα δεν συνέβη όμως, το παραμικρό. Από την πρώτη μέρα όλα ήταν τέλεια. Με τον Μίτσελ, τον Εμίλιο, τον Σαντσίς, τις παλιές καραβάνες. Συνειδητοποίησα ότι ήταν διαφορετικά από ότι στη Μπαρτσελόνα. Σε όλα. Καλύτερο κλίμα στα αποδυτήρια, πιο κοντά παίκτες και διοίκηση, καλή επικοινωνία με τον Μεντόθα και τον Φερνάντεθ Τρίγο, που ήταν αυτός που έκανε κουμάντο. Ο Μεντόθα (σ.σ. ο τότε πρόεδρος της Ρεάλ) ήταν πιο πολύ για τα τραπέζια και τα μπάρμπεκιου, για την πειθαρχία όμως υπεύθυνος ήταν ο Τρίγο“.

“Η ΓΚΑΜΠΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ”.

Στην πρώτη του χρονιά στη Ρεάλ, ο Σούστερ ένιωσε το σοκ που κουβαλούσε ολόκληρος ο σύλλογος μετά τον αποκλεισμό την προηγούμενη σεζόν από την PSV Αϊντχόφεν στον ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, εκεί όπου χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία για τη Ρεάλ να επιστρέψει στην κορυφή της Ευρώπης, 22 χρόνια μετά την τελευταία της κατάκτηση με τους θρυλικούς Yé-yé το 1966. Οι “μερένγκες” πήραν τελικά την εκδίκησή τους αποκλείοντας την PSV στα προημιτελικά του Πρωταθλητριών της σεζόν 1988/89, όμως στη συνέχεια απέτυχαν απέναντι στην μεγάλη Μίλαν των Ολλανδών. Θυμάται ο Σούστερ: ” Νομίζω ότι ήταν ψυχολογικό το θέμα. Ήδη πριν το παιχνίδι, σκεφτόμουν ότι θα μας περάσουν εύκολα. Φτάσαμε στο Μιλάνο με το 1-1 του πρώτου αγώνα, όμως από την ημέρα της κλήρωσης, το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχαμε προετοιμαστεί εγκεφαλικά. Σε ότι αφορά την τεχνική και την φυσική κατάσταση, ήμασταν πανέτοιμοι. Στην Ισπανία κερδίσαμε το νταμπλ. Αλλά απέναντι στη Μίλαν παρουσιαστήκαμε κατώτεροι των περιστάσεων. Ο Σάκι έδωσε ένα μάθημα στον Λίο και οι παίκτες του άλλο ένα σε εμάς. Νομίζω εκείνο το βράδυ θα μπορούσαν να μας ρίξουν και εφτά και οχτώ, αλλά μετά το 5-0 έριξαν στροφές“.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Ο Σούστερ έμεινε δυο χρόνια στη Ρεάλ και κατέκτησε ισάριθμα πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα ισπανικό Σούπερ Καπ. Υπήρξε μέλος της ομάδας του Τζον Μπέντζαμιν Τόσακ που πέτυχε το ιστορικό ρεκόρ των 107 τερμάτων (1989/90). Οι σχέσεις του με τον Ραμόν Μεντόθα υπήρξαν τυπικές: ” Ήταν ο πρόεδρος με τον οποίο είχα την μικρότερη επαφή στην καριέρα μου. Όλη του η στοργή ήταν αποκλειστικά για την Quinta del Buitre. Με τους υπόλοιπους ασχολιόταν μόνο μετά από μεγάλες επιτυχίες“. Και ενώ ολοκληρωνόταν η σεζόν του επιθετικού ρεκόρ της Ρεάλ, ο Γερμανός που είχε έναν ακόμα χρόνο συμβόλαιο με τους “μπλάνκος”, βρέθηκε ξαφνικά να ψάχνει ομάδα. Η απόφαση ήταν του Μεντόθα, ο οποίος στη Γενική Συνέλευση έπεισε τα υπόλοιπα μέλη για την αναγκαιότητα αυτής της κίνησης. Έτσι, μετά από δυο χρόνια συνεργασίας, οι δρόμοι της Ρεάλ και του Σούστερ χώρισαν. Οι “μερένγκες” πλήρωσαν 250 εκατομμύρια πεσέτες αποζημίωση στον παίκτη (περίπου 1.5 εκ. σημερινά ευρώ) και ο Χεσούς Χιλ δεν άφησε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. Μετά από ασφυκτικό πρέσινγκ στον Μπερντ, οι δυο πλευρές συμφώνησαν στις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου του 1990 για συμβόλαιο ενός έτους με οψιόν για ένα ακόμα και 90 εκ. πεσέτες ετήσιες απολαβές (μισό εκ. ευρώ).

Έτσι, στα 30 του χρόνια, ο Γερμανός έγινε ο πρώτος παίκτης (ξένος ή γηγενής) στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου που θα έπαιζε και στις τρεις μεγάλες ομάδες της Πριμέρα, Μπαρτσελόνα, Ρεάλ και Ατλέτικο (5 χρόνια αργότερα, στη λίστα προστέθηκε και ο Μικέλ Σολέρ). Στους “ροχιμπλάνκος”, ο Σούστερ βρήκε τον μεγάλο Πάολο Φούτρε και οι δυο τους μεγαλούργησαν την τριετία 1990-93. Η Ατλέτικο της ανυποληψίας των προηγούμενων χρόνων, ανέβηκε αμέσως επίπεδο και διεκδίκησε το πρωτάθλημα. Τη σεζόν 1990/91 οι “ίντιος” τερμάτισαν στη δεύτερη θέση και την αμέσως επόμενη χρονιά τρίτοι, μόλις 2 βαθμούς πίσω από την πρωταθλήτρια Μπάρτσα. Όμως οι μεγάλες στιγμές εκείνης της Ατλέτικο ήρθαν με τις δυο σερί κατακτήσεις του ισπανικού Κυπέλλου, αμφότερες μέσα στο “Σαντιάγο Μπερναμπέου”. Πρώτα με τη νίκη 1-0 στην παράταση επί της Μαγιόρκα του Λορένθο Σέρα (1991) και δώδεκα μήνες αργότερα με το 2-0 επί της Ρεάλ Μαδρίτης, εκεί όπου ο Σούστερ άνοιξε το σκορ με μια υπέροχη εκτέλεση φάουλ, στέλνοντας τη μπάλα στο αριστερό παραθυράκι του Μπούγιο (βίντεο στο τέλος του κειμένου) και το έκλεισε ο Φούτρε με ένα σουτ που κατέληξε στο ίδιο, το αριστερό “γάμα” του τερματοφύλακα των “μπλάνκος”.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Η σχέση του Σούστερ με τον Χεσούς Χιλ ήταν πολύ ιδιαίτερη. Ο εκκεντρικός ιδιοκτήτης της Ατλέτικο λάτρευε τον Γερμανό που “έκανε άνω κάτω τη Ρεάλ”. Θυμάται ο Μπερντ: ” Ο Χιλ ήταν ένας άνθρωπος τελείως απρόβλεπτος. Ένας τύπος με μια τεράστια καρδιά. Αν χρειαζόσουν κάτι, οτιδήποτε και αν ήταν αυτό, στο έβρισκε αμέσως. Όμως από την άλλη μεριά είχε τις δικές του απαιτήσεις στο πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος το ποδόσφαιρο και τον σύλλογο. Τρεις ήταν οι λέξεις κλειδιά: να μάχεσαι, να τρέχεις, να ιδρώνεις. Αν έκανες αυτά τα τρία, γινόταν σκλάβος σου. Μπορείς να χάσεις ένα παιχνίδι, έλεγε, δεν τρέχει τίποτα. Όμως ο φίλαθλος που ξέρει πόσα παίρνεις, πρέπει να σε δει να ιδρώνεις. Και στην παραμικρή υπόνοια ότι δεν συνέβαινε αυτό, είχαμε τις συσκέψεις. Πώς ήταν αυτές οι συναντήσεις; Ο Χεσούς Χιλ είχε μια αίθουσα με ένα τεράστιο τραπέζι συσκέψεων που χωρούσε 40-50 άτομα. Εκείνος καθόταν στην μια κορυφή και εμείς, οι παίκτες, στην άλλη μεριά, με καμιά εικοσαριά καθίσματα ανάμεσα σε εμάς και τον πρόεδρο, τελείως άδεια. Και μόλις ξεκινούσε τα δικά του, έβγαζε το σακάκι του, μέσα στο οποίο χωρούσαν τρεις από εμάς. Αλλά δεν γελούσαμε, τον σεβόμασταν απόλυτα. Μέσα σε ένα τέταρτο μας εξηγούσε τί σημαίνει Ατλέτικο και μας έδιωχνε. Στην αρχή φοβόμασταν, σκεφτόμασταν, πάει, αυτός θα μας σκοτώσει. Αλλά τελικά είχαμε πολύ καλή σχέση. Εμένα με είχε αφήσει να ιππεύσω και τον Imperioso, το αγαπημένο του άλογο“.

Στο τέλος της τρίτης του σεζόν στην Ατλέτικο, ο Σούστερ ενημερώθηκε ότι δεν θα ανανεωνόταν το συμβόλαιό του. Ήταν πλέον στα 33 του και μετά από 13 ολόκληρα χρόνια στην Ισπανία, είχε έρθει η στιγμή να επιστρέψει στη Γερμανία. Επόμενος σταθμός στην καριέρα του ήταν η Μπάγερ του Λεβερκούζεν. Εκεί έμεινε μια τριετία, χωρίς να κατακτήσει κάποιον τίτλο. Όμως οι καλές του εμφανίσεις στην πρώτη του σεζόν (η Μπάγερ τερμάτισε τρίτη στην Μπούντεσλιγκα) δημιούργησαν ένα ρεύμα ανάμεσα στους Γερμανούς φίλαθλους που ήθελαν να τον ξαναδούν να παίζει με την Εθνική τους ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Τελικά ήταν οι Γερμανοί διεθνείς που έθεσαν βέτο στην επιστροφή του Σούστερ, ο ίδιος όμως επιβραβεύτηκε από τον φίλαθλο κόσμο στην ψηφοφορία στο τέλος εκείνης της χρονιάς για το καλύτερο γκολ, όπου κέρδισε και τις τρεις πρώτες θέσεις! Όταν το 1996, ολοκλήρωσε το πέρασμά του από την Μπάγερ, πήγε στην Ολλανδία κάνοντας για λίγες εβδομάδες προπονήσεις με την Φίτεσε, στη συνέχεια ακολούθησε την San Jose Clash από την Καλιφόρνια σε μια τουρνέ και το 1997 υπέγραψε συμβόλαιο με την μεξικάνικη Club Universidad Nacional. Εκεί δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί, έπαιξε μόλις 9 παιχνίδια και στη συνέχεια εγκατέλειψε την ομάδα (επικαλέστηκε πονόδοντο!), βάζοντας έτσι τέλος στην εικοσάχρονη ποδοσφαιρική του καριέρα.

Σούστερ, ο "ξανθός άγγελος"

Ο Μπερντ Σούστερ υπήρξε ένας χαρισματικός χαφ, από τους κορυφαίους στον κόσμο στη δεκαετία του ’80 και στο ξεκίνημα του ’90 και ο μοναδικός λόγος που δεν έγινε ακόμα περισσότερο γνωστός σε παγκόσμια κλίμακα, ήταν το γεγονός ότι σταμάτησε να αγωνίζεται πολύ μικρός στην Εθνική, χάνοντας έτσι όλα τα μεγάλα ποδοσφαιρικά τουρνουά. Ολοκλήρωσε την παρουσία του ως παίκτης, έχοντας συμπληρώσει 466 επίσημα παιχνίδια ως επαγγελματίας (109 γκολ). Κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Ισπανίας, 6 Κύπελλα Ισπανίας και ένα EURO με την Δυτική Γερμανία. Αφού σταμάτησε την αγωνιστική δράση, ασχολήθηκε με την προπονητική, περνώντας διαδοχικά από τις Φορτούνα Κολονίας, Κολονία, Χερέθ, Σαχτάρ Ντόνετσκ, Λεβάντε, Χετάφε, Ρεάλ Μαδρίτης, Μπεσίκτας και Μάλαγα. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ισπανίας (2007/08) με τη Ρεάλ και έφτασε μέχρι τον τελικό του Copa del Rey (2007) με την Χετάφε, χάνοντας τον τίτλο από την Σεβίγια. Το 2006 ανακηρύχθηκε ως ο κορυφαίος τεχνικός της Πριμέρα Ντιβισιόν. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η ΕΠΟ ήρθε σε επαφή μαζί του και του έκανε πρόταση να αναλάβει την ελληνική εθνική ομάδα. Οι συζητήσεις προχώρησαν, υπήρξε προφορική συμφωνία, αλλά όταν ο Σούστερ ήρθε στην Ελλάδα να υπογράψει, το θέμα ναυάγησε αφού οι δυο πλευρές διαφώνησαν στους συνεργάτες του Γερμανού.

Βίντεο: Τελικός ισπανικού Κυπέλλου 1992 στο “Μπερναμπέου”. Ατλέτικο – Ρεάλ 2-0 με τέρματα των Σούστερ και Φούτρε (27/6/1992)

Πηγή: Sport 24