Του Θανάση Κρεκούκια
Υπάρχουν κείμενα που ξέρεις ότι δε θα ήθελες να τα γράψεις ποτέ. Κείμενα για τα οποία δε σε νοιάζει αν θα διαβαστούν, αν θα αρέσουν, αν θα κάνουν νούμερα. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να μην είχε χρειαστεί να τα γράψεις ποτέ. Μου έχουν τύχει τέτοια κείμενα στα 14 χρόνια που βρίσκομαι στο επάγγελμα. Αυτό, το σημερινό, είναι μακράν το πιο οδυνηρό που πρέπει να γράψω. Και είναι τόσο οδυνηρό γιατί τα δάκρυα βγαίνουν πιο εύκολα από τις λέξεις. Γιατί το ίδιο το πληκτρολόγιο είναι βουβό, σα να νιώθει την απουσία, το κενό, τη θλίψη. Δεν είναι εύκολο να βρεθούν τα λόγια, τα κατάλληλα λόγια για να αποχαιρετήσεις τον ήρωά σου.
Γιατί αυτό ήταν ο Ντιέγο Μαραντόνα για μένα, ένας ήρωας. Μέχρι τότε είχα συνηθίσει να διαβάζω για τους ήρωες στα βιβλία, όμως το 1986, στο Μουντιάλ του Μεξικού, εκείνος ο μικρόσωμος Θεός της μπάλας, δεν ήταν φωτογραφία σε κάποια σελίδα, αλλά πραγματικότητα στην οθόνη της τηλεόρασης. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα δάκρυα χαράς μετά την ολοκλήρωση του τελικού και το 3-2 επί της Δυτικής Γερμανίας, που είχα δει μαζί με τον φίλο μου, τον Χρήστο Σκούντζο σε ένα υπαίθριο ουζερί στο Άλσος της Ευελπίδων. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα δάκρυα των Ναπολιτάνων το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου του 1989, όταν στη διαδικασία των πέναλτι με την Σπόρτινγκ Λισαβόνας για το Κύπελλο UEFA, ο “πελούσα” αστόχησε στο δικό του.
Ναι, είχα την τύχη να τον δω ζωντανά μέσα στο “Σαν Πάολο”, αδιάφορο αν το ματς είχε λήξει 0-0 (όπως και το πρώτο ματς στην Πορτογαλία) και ο ίδιος δεν είχε σκοράρει από τη βούλα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Φεράρα είχε ευστοχήσει, ο Γκόμες είχε στείλει τη μπάλα στο δοκάρι και η Νάπολι είχε πάρει την πρόκριση, με 50.000 φίλαθλους να παραληρούν και να έχουν μάτια μόνο για τον μεγάλο τους αρχηγό που πλέον ένιωθε ανακούφιση και πανηγύριζε ξεσηκώνοντας τις κερκίδες. Και δε θα ξεχάσω ποτέ την απογοήτευση που είχα νιώσει το 1993, όταν λίγο πριν πάω στη Σεβίλλη, έμαθα ότι δε θα συνέχιζε στους “νερβιονένσες”, χάνοντας την ευκαιρία να τον ξαναδώ από κοντά, αυτή τη φορά στο “Σάντσεθ Πιθχουάν”.
Δε θα ξεχάσω ποτέ το τελευταίο του γκολ με την Αργεντινή απέναντι στην Ελλάδα στο Μουντιάλ του 1994, όταν κυριολεκτικά χάθηκε η μπάλα με τα τρία ένα-δύο των Αργεντίνων, το υπέροχο τελείωμα του Ντιέγο και τον έξαλλο πανηγυρισμό του μπροστά στην κάμερα. Και φυσικά, δε θα ξεχάσω ποτέ την ευλογημένη 20η Μαρτίου του 2010, τότε που είχα το προνόμιο να τον συναντήσω από κοντά στο γήπεδο της Εσπανιόλ, να του μιλήσω, να τον αγκαλιάσω, να του πω ότι εκείνες οι στιγμές ήταν “el sueño de mi vida”, το όνειρο της ζωής μου και να του χαρίσω ένα ευχαριστώ για τα όσα μου (μας) χάρισε. Ξέρετε τί ήταν αυτό που με έκανε πιο ευτυχισμένο εκείνο το βράδυ; Το χαμόγελό του, το αληθινό του χαμόγελο όταν πόζαρε δίπλα μου.
Η είδηση του θανάτου του ήταν ένα μούδιασμα τόσο στο μυαλό όσο και στην καρδιά μου. Μια απέραντη θλίψη που προσπαθούσε να εξηγήσει πώς γίνεται να πεθάνει ένας Θεός. Αργότερα είδα στην τηλεόραση το ασθενοφόρο που μετέφερε τη σορό του και τις εκδηλώσεις λατρείας των Αργεντίνων στους δρόμους και κατάλαβα. Οι ήρωες πεθαίνουν, ακόμα και αν είναι Θεοί, όμως παραμένουν αθάνατοι για πάντα. Ο Μαραντόνα δε θα πεθάνει ποτέ, δε θα ξεχαστεί ποτέ, τουλάχιστον όχι όσο θα υπάρχουν μια μπάλα, ένα γήπεδο και ένα όνειρο. Το όνειρο του κάθε πιτσιρικά να μοιάσει στο είδωλο, στον ήρωα, στο Θεό. Και το ποδόσφαιρο, ο βασιλιάς όλων των αθλημάτων, ξέρει πώς να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα.
“Από μια ηλικία και μετά, αρχίζεις να κοιτάς στη γραμμή του πλαγίου, για να μη σε αποσύρει ο Χάρος”. Με αυτή τη φράση χαριτολογούσε πάντα ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο, παρομοιάζοντας την ανθρώπινη ζωή με ένα 90λεπτο και τις καθυστερήσεις του. Τον ίδιο, τον έκανε “αλλαγή” στα 88 του χρόνια. Τον Ντιέγο τον απέσυρε στο 60′. Και παραλίγο να τον είχε κάνει αλλαγή πριν το ημίχρονο, στο 44′, όταν το 2004 είχε εισαχθεί σε κρίσιμη κατάσταση στην κλινική “Hispano Suiza” του Μπουένος Άιρες. Τότε τα τηλεοπτικά κανάλια της Αργεντινής έκαναν ζωντανές συνδέσεις με το νοσοκομείο σε 24ωρη βάση, ενώ απέξω βρίσκονταν συνέχεια, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, φίλαθλοι που προσεύχονταν για τη ζωή του.
Τότε ο Θεός είχε ντριμπλάρει το Χάρο. Και δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που το είχε πετύχει. Τα προβλήματα της υγείας του βρίσκονταν συνέχεια στο προσκήνιο, όμως κανείς μας δεν πίστευε ότι ο θάνατος θα ερχόταν τόσο νωρίς. Σήμερα δεν πενθεί μόνο το ποδόσφαιρο, πενθεί και η τέχνη. Γιατί ο Μαραντόνα υπήρξε ο μεγαλύτερος αρτίστας της μπάλας, εκείνος που βρήκε μπροστά του ένα μπαλάκι από αλουμινένιο περιτύλιγμα σάντουιτς που κάποιος φίλαθλος είχε πετάξει στον αγωνιστικό χώρο, το σήκωσε και το πήγε μέχρι το σημείο του κόρνερ παίζοντάς το στον αέρα, προκαλώντας το απόλυτο ντελίριο στο “Σάντσεθ Πιθχουάν”. Ή εκείνος που έπαιξε 70 φορές ένα πορτοκάλι χωρίς αυτό να ακουμπήσει κάτω, στη διάρκεια μιας συνέντευξής του στην As.
Ένα από τα πρώτα βίντεο που είχε φτάσει στην Ευρώπη στη δεκαετία του ’70, έδειχνε τον νεαρό Ντιέγο να σκάει τέσσερις συνεχόμενες ντρίμπλες στον θρυλικό τερματοφύλακα Ούγο Γκάτι της Μπόκα και στη συνέχεια να σκοράρει, ως απάντηση στο σχόλιο του γκολκίπερ πριν τον αγώνα ότι ήταν “χοντρούλης”. Και λίγο αργότερα, φάσεις από το superclásico ανάμεσα σε Μπόκα και Ρίβερ, σε λασπωμένο αγωνιστικό χώρο, με τον Ντιέγο να κάνει τα δικά του απέναντι σε έναν άλλο μύθο των γκολπόστ, τον Φιγιόλ της Ρίβερ, που δήλωνε ότι “ο μικρός τον είχε περάσει σα λεωφορείο της γραμμής”. Θα μπορούσε κανείς να γράφει για μέρες ολόκληρες και να διηγείται τα κατορθώματά του μέσα στα γήπεδα ή τα προβλήματα έξω από αυτά.
Επτά ομάδες είχαν την τύχη να τον δουν να φοράει τις φανέλες τους, η Αρχεντίνος Τζούνιορς, η Μπόκα, η Μπάρσα, η Νάπολι, η Σεβίγια, η Νιούελς και βέβαια η “αλμπισελέστε”. Όμως ο Ντιέγο υπήρξε παγκόσμιος. Ο πρώτος που γνώρισε την αποθέωση στο “Μπερναμπέου” από τους “μερένγκες” μετά τη μαγεία πάνω στον Χουάν Χοσέ, εκείνος που μετέτρεψε τη Νάπολι από κομπάρσο σε πρωταγωνιστή με πρωταθλήματα, νταμπλ και ευρωπαϊκό τίτλο, ο μοναδικός που πήρε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο μόνος του, εκείνος που του στέρησαν με το έτσι θέλω ένα ακόμα. Ο παίκτης που πέτυχε το πιο “πολιτικό” γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, με το χέρι του Θεού, παίρνοντας ρεβάνς για τον πόλεμο των Φώκλαντ εκ μέρους ολόκληρης της Αργεντινής.
Εκείνος που τέσσερα μόλις λεπτά μετά το πρώτο του γκολ εναντίον της Αγγλίας, φρόντισε να πετύχει ένα ακόμα, το κορυφαίο στην ιστορία των Μουντιάλ, για να θυμήσει ότι μπορεί να σκοράρει όπως και όποτε θέλει, αλλά και για να εμπνεύσει τον Βίκτορ Ούγο Μοράλες να μας χαρίσει την πιο θρυλική περιγραφή που έχουμε ακούσει ποτέ. Ο παίκτης που πραγματοποίησε το πιο θεαματικό ζέσταμα στην ιστορία του αθλήματος, αποδεικνύοντας ότι η μπάλα ήταν για τον ίδιο “life”, ζωή, χαρά, ευτυχία, ύπαρξη. Ο άνθρωπος που πλήρωσε από την τσέπη του τα χρήματα της ασφάλειας των παικτών της Νάπολι, για να παίξει μέσα στη λάσπη ένα παιχνίδι που έσωσε τη ζωή ενός μικρού παιδιού στην Ιταλία.
Ο Ντιέγο στάθηκε απέναντι στην αδικία, γι’ αυτό λατρεύτηκε στη Νάπολη, γι’ αυτό αγαπήθηκε από εκατομμύρια φιλάθλων σε κάθε γωνιά της γης. Τα έβαλε με τη FIFA, με τον Πάπα, με τις πολυεθνικές, με τις ΗΠΑ, με τον Μένεμ, με τους πάντες. Και βγήκε νικητής στις καρδιές των απλών ανθρώπων, που σε αυτόν έβλεπαν πάντα έναν δικό τους. Οι Αργεντίνοι τον είχαν ήδη τοποθετήσει, όσο ακόμα ζούσε, ως μέλος της αθάνατης τετράδας της χώρας. Ο Ντιέγο βρισκόταν δίπλα στον Κάρλος Γαρδέλ, στην Εβίτα Περόν και στον Ερνέστο Γκεβάρα. Η αγία τετράς της “ασημένιας”, προορισμένη να λατρεύεται αιώνια από έναν ολόκληρο λαό, ακόμα και αυτή τη στιγμή που το μπαντονεόν έχει σιγήσει από σεβασμό μπροστά στο μοιραίο.
Ο Μαραντόνα υπήρξε θρύλος πριν καν μάθουμε για το θάνατό του. Και τέτοιος θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας. Γιατί η δική του καρδιά, που δεν άντεξε και τον πρόδωσε, θα χτυπά μέσα σε κάθε γήπεδο αυτού του κόσμου. Ο Ντιέγο υπήρξε πολλά πράγματα στη διάρκεια της ζωής του. Από το ζενίθ στο ναδίρ, αλλά υπηρετώντας πάντα τη δική του αλήθεια. Στο χίλια τοις εκατό, όπως έγραψε ο Μάνου Τσάο, με σπασμένα φρένα και όπου βγει. Όμως θα είναι και το μεγαλύτερο σύμβολο του ποδοσφαίρου της αλάνας, της αλητείας, της μαγείας, μιας εποχής που με το δικό του “αντίο” χάθηκε ανεπιστρεπτί. Γιατί ο “πελούσα” υπήρξε αυθεντικός, αληθινός, τρωτός και τελικά, αν και Θεός, αποδείχτηκε θνητός.
Αν θα έπρεπε να συγκεντρώσω σε μια παράγραφο την παρακαταθήκη του, θα έλεγα ότι ο Ντιέγο είναι τα δάκρυα του Χόρχε Βαλντάνο στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, η παγωμάρα του Όσκαρ Ρουτζέρι στο τηλεοπτικό πλατό όταν έμαθε το νέο, οι λυγμοί του Σέρχιο Γκοϊκοτσέα, η μεσίστια σημαία στο “Μονουμεντάλ”, τα λόγια του Γκαγιάρδο στους παίκτες της Ρίβερ, ο αποχαιρετισμός του Πελέ με το ραντεβού στον ουρανό, η σκοτεινή “Μπομπονέρα” με μοναδικό φως αναμμένο στο σημείο που καθόταν ο “πελούσα”, ο θρήνος των αγκαλιασμένων φιλάθλων της Μπόκα και της Ρίβερ, οι ουρές χιλιομέτρων των πιστών στο λαϊκό προσκύνημα, η συγκλονισμένη υφήλιος, το πρωτοσέλιδο της L’ Equipe, το συγκλονιστικό σκίτσο του Lucas Levitan με τον Μαραντόνα να φτάνει στον ουρανό και να επιστρέφει το χέρι στον Θεό.
Η “Copa rota” των Los Rodríguez, μαζί με τον “Garufa” του Κάρλος Γαρδέλ, η “Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη” του Διονύση Σαββόπουλου (όπως τόσο εύστοχα θυμήθηκε ο φίλος Σπύρος) και φυσικά το “Don’t cry for me Argentina” των Lloyd Webber και Rice. Οι νότες αποχαιρετούν και αυτές τον Ντιέγο, ενώ από το βάθος ακούγεται σύσσωμη η κερκίδα του “Σαν Παόλο” να τραγουδάει “O mamma mamma, ho visto Maradona”. Και εκεί ψηλά έχουν στήσει πανηγύρι. Ο Φιδέλ, ο Ούγο, ο Σόκρατες, ο δον Αλφρέδο, ο Γιόχαν και πόσοι ακόμα. Μαζί τους και δυο πρόσωπα που νοσταλγούσε τα τελευταία χρόνια τόσο πολύ ο “πελούσα”. Η δόνια Τότα και ο δον Ντιέγο, οι γονείς του, που έφυγαν το 2011 και το 2015 αντίστοιχα.
Στις 10 Νοεμβρίου του 2001, στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που έγινε προς τιμή του στην “Bombonera”, είχε πει ότι “το ποδόσφαιρο είναι το πιο όμορφο και υγιές άθλημα στον κόσμο. Αν κάνει κάποιος λάθος, δε σημαίνει ότι πρέπει να πληρώσει το ποδόσφαιρο. Εγώ έκανα λάθος και πλήρωσα, όμως η μπάλα δεν λεκιάζεται”. Εκείνο το υπέροχο “la pelota no se mancha”, ήρθε να συμπληρώσει πριν λίγες ώρες ο Βαλντάνο, λέγοντας ότι ο θάνατος του Ντιέγο “έκανε ακόμα και τη μπάλα να κλάψει”. Μαζί της έκλαψαν όλοι οι φίλοι του ποδοσφαίρου, του ατέρμονου πάθους, του ανεξέλεγκτου συναισθήματος, της μοναδικής έμπνευσης, της μοναχικής πορείας, της επανάστασης που γκρέμισε τείχη στον υπερθετικό βαθμό.
Ο Μαραντόνα πέρασε πλέον στην ιστορία, αλλά είχε προλάβει πολύ πριν να γράψει ο ίδιος την ιστορία του ποδοσφαίρου, όπως εκείνος την ένιωσε μέσα του. Το μαγικό αριστερό του πόδι γεωμέτρησε την τελειότητα και έδωσε νόημα στην καλλιτεχνική υπόσταση του αθλήματος, χαρίζοντάς μας αμέτρητες στιγμές έντασης και ομορφιάς μαζί. “Από τη μία, ήταν ένα ταπεινό παιδί, ο Ντιέγο. Από την άλλη, ήταν ένας Θεός, ο Μαραντόνα. Και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο να το διαχειριστεί. Όμως δεν έκανε κακό σε κανέναν, πέρα από τον εαυτό του”, ο λόγος και πάλι στον Βαλντάνο, που φρόντισε να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Για όλους όσους τον αγαπήσαμε, θα είναι το αιώνιο σημείο αναφοράς στο ποδόσφαιρο.
Ο ένας και μοναδικός, ο απαράμιλλος, ο αξεπέραστος, η προσωποποίηση του ασύγκριτου μεγαλείου, αυτός ήταν, είναι και θα είναι ο Ντιέγο. Ο πιο ανθρώπινος Θεός που κατέβηκε ποτέ στη γη, για να μας αποδείξει ότι τα είδωλα είναι παντοτινά, είτε βρίσκονται στην ακμή τους, είτε στην παρακμή. Η αβάσταχτη συγκίνηση που είδαμε στις εικόνες από το Μπουένος Άιρες και από τη Νάπολη, δείχνουν περίτρανα πως οι φίλαθλοι συνειδητοποίησαν ότι η φαντασία του Μαραντόνα είχε θεϊκή υπόσταση. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, “ο Ντιέγο είχε τη μπάλα ραμμένη στο πετσί του και μάτια σε όλο του το κορμί. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μπορεί να προβλέψει τις διαβολιές αυτού του εφευρέτη εκπλήξεων”.
Η τελευταία έκπληξη που μας επιφύλαξε ήταν και η πιο δυσάρεστη. Όμως η μνήμη του θα είναι παρούσα, αντισυμβατική και αυθεντική. Ευλογημένοι όσοι τον ζήσαμε στην εποχή του, θησαυρός μοναδικός οι εικόνες και οι στιγμές που μας άφησε πίσω. Ο ίδιος μπορεί να μη βρίσκεται πια στη ζωή, αλλά θα βρίσκεται πάντα στα όνειρά μας. Σε εκείνα τα όνειρα που όταν ήμασταν μικροί, φορούσαμε τη φανέλα με το “10”, διαλύοντας κάθε αντίπαλη άμυνα. Έχει δίκιο ο Μέσι: “Μας άφησε, αλλά δε φεύγει, γιατί είναι αιώνιος”. Ποτέ δε θα σε ξεχάσουμε Ντιέγο, σε ευχαριστούμε για όλα. Και μακάρι, εκεί στη Μπέγια Βίστα, δίπλα στους γονείς σου, να βρεις τη γαλήνη που τόσο πολύ σου έλειψε σε αυτή τη ζωή. AD10S amigo…
Το γκολ του Μαραντόνα επί της Αγγλίας στο Μουντιάλ του 1986 στη μυθική περιγραφή του Βίκτορ Ούγο Μοράλες (22/6/1986)
Πηγή: Contra