Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Αδαμόπουλου

Οι αναφορές έμοιαζαν είτε με τρέιλερ μίας προϊστορικής ταινίας ή ενός ντοκιμαντέρ για σπάνια είδη. Τα χαρτιά που είχαν μαζί τους οι σκάουτερ που γέμισαν το γηπεδάκι ενός γυμνασίου του Σικάγο, έδειχναν… σκισμένες ή από σενάριο ή από βιβλίο ανατομίας.

Η πρώτη ματιά στην έδρα της ακαδημίας Φάραγκατ ήταν πάνω στις κατάμεστες εξέδρες. Ο πόλος έλξης, ωστόσο, ήταν ένας νεαρός για τον οποίο τα scouting reports περιλάμβαναν πολλές περίεργες λέξεις, αλλά κατέληγαν σε ένα συμπέρασμα.

Ο ψηλόλιγνος έφηβος είχε «άνοιγμα χεριών σαν προϊστορικό πουλί!». Πάντως, «έτρεχε σαν τσίτα και κινούνταν όπως η γαζέλα». Οι ειδικοί και οι παράγοντες του ΝΒΑ είχαν «μεταφράσει» τα παραπάνω.

Έλεγαν ότι μοιάζει με σέντερ, όμως κινείται όπως ένας πλέι μέικερ. Πίστευαν πως αν και δείχνει συχνά βαριεστημένος, ακροβατεί ανάμεσα στην αλαζονική «εκρηκτικότητα» και τη «βελούδινη» και «δαντελένια» αρμονία στο παιχνίδι του.

Τον είχαν δει να σκοράρει, να πασάρει και να παίζει άμυνα. Κυρίως, τον είχαν «συλλάβει» να μαρκάρει και τις πέντε θέσεις του παρκέ.

Όπως παραδέχθηκε ένας σκάουτερ πολλά χρόνια αργότερα στην ιστοσελίδα «Bleacher Report», «μέχρι εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα του 1995 στο Σικάγο, κανένας δεν είχε δει κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Μπροστά μας στεκόταν ο παίκτης της νέας εποχής. Λέγαμε τότε πως είναι “First of his kind”»…

Ο πρώτος του είδους του. Εκείνος ο πιτσιρικάς που έκανε τόσα κεφάλια να γυρίζουν, γύριζε το δικό του βλέμμα στην προσφώνηση «Κέβιν Γκαρνέτ».

Ο τότε 19χρονος Γκαρνέτ, γεννημένος στις 19 Μαΐου 1976 στο Γκρίνβλιλ της Νότιας Καρολίνας, δεν γνώριζε τότε τα παρατσούκλια που θα του «κολλούσαν» στη μετέπειτα πορεία του.

Δεν ήξερε πως ήταν τόσο μοναδικός που θα άλλαζε το ΝΒΑ, τόσο αγωνιστικά όσο και οικονομικά ή και σε επίπεδο κουλτούρας.

Το μπάσκετμπολ ήταν μεν η ζωή του, ωστόσο για καιρό ήταν η κρυφή ζωή του, η ένοχη απόλαυσή του. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της Σιρλεϊ Γκαρνέτ, την οποία ο πατέρας του, Ο’Λιούις ΜακΚάλοχ παράτησε λίγο μετά τη γέννηση του Κέβιν…

Ο μικρός πέρασε τα παιδικά χρόνια του μαζί με τη μητέρα του και τον νέο σύντροφό της, Έρνεστ Ίρμπι, με τον οποίο δεν τα πήγαινε καλά. Η πορτοκαλί μπάλα τον έκανε να ξεχνά τις φασαρίες στο σπίτι.

Στο δημοτικό δεν έπαιζε οργανωμένα. Του έφτανε να «σκάει» τη μπάλα από και προς το σχολείο. Ο ήχος της, όμως, δεν άρεσε στην Σίρλεϊ.

Στο γυμνάσιο Μόλντιν, ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας, αλλά είχε αποφασίσει να το κρύψει από την μητέρα του, η οποία δεν ήθελε αυτοί οι περισπασμοί να επηρεάζουν τη μελέτη του.

Στο ντοκιμαντέρ «Beyond the Glory», ο Κέβιν είχε αποκαλύψει πως «δύο πράγματα φοβάμαι στη ζωή. Τον θεό και τη μαμά μου!». Όταν χρειάστηκε η συγκατάθεση της κυρίας Γκαρνέτ για να παίξει, έβαλε έναν φίλο του να πλαστογραφήσει την υπογραφή της!

Στο Μόλντιν, βεβαίως, έμοιαζε εκείνη την εποχή όλοι να γνωρίζουν ποιος είναι ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας του τοπικού γυμνασίου εκτός από την μητέρα του Γκαρνέτ.

Κάθε φορά που επέστρεφε από την προπόνηση ή τον αγώνα άφηνε τα ιδρωμένα ρούχα του έξω από το παράθυρο, έμπαινε στο σπίτι και έλεγε στην Σίρλεϊ ότι πέρασε το απόγευμα διαβάζοντας στο σπίτι κάποιου συμμαθητή.

Δεν είχε κινήσει υποψίες μέχρι που ένας πελάτης είπε στην κυρία Γκαρνέτ συγχαρητήρια για τον κανακάρη της. Έφυγε άμεσα, πήγε στο σχολείο, και κοίταξε με τέτοιο βλέμμα τον «παγωμένο» γιο της, που με δυσκολία του είπε: «Ο π…..ς σου είναι δικός μου όταν έρθεις στο σπίτι!».

Όταν το ίδιο βράδυ τον αντίκρισε μετανιωμένο για το μυστικό αλλά τόσο αφοσιωμένο σε αυτό που αγαπούσε, δέχθηκε πως η καρδιά του άνηκε στο παιχνίδι.

Η «ανακωχή» κράτησε λίγο, αν και για άλλους λόγους. Το τελευταίο καλοκαίρι πριν από την τελευταία σχολική χρονιά του, ο Γκαρνέτ ήταν παρών -αν και δεν ενεπλάκη άμεσα- σε έναν καυγά μεταξύ μαύρων και λευκών αγοριών…

Ήταν από τους τρεις μαθητές που συνελήφθησαν με την κατηγορία του λιντσαρίσματος, από την οποία πάντως απαλλάχθηκε στην προδικαστική παρέμβαση.

Ωστόσο, υπό τον φόβο να γίνει φυλετικός στόχος στο Μόλντιν, η μητέρα του αποφάσισε να τον στείλει να ζήσει μαζί με μία αδερφή του και να αποφοιτήσει από το Σικάγο.

Αυτή η απόφαση άλλαξε και τη ζωή και την καριέρα του. Στην ακαδημία Φάραγκατ κατέγραψε ως τελειόφοιτος μ.ό. 25,2 πόντους, 17,9 ριμπάουντ, 67 ασίστ και 6,5 τάπες(!) και κατέκτησε όλα τα ατομικά βραβεία της πολιτείας του Ιλινόι.

Οδήγησε την ομάδα του σε ρεκόρ 28-2 και προ(σ)κάλεσε όλους τους κορυφαίους σκάουτερ στις εξέδρες. Το παράλληλο όνειρο της μητέρας του για μία κολεγιακή υποτροφία, όμως, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.

Οι προπονητές του NCAA έκαναν «ουρά» έξω από το γήπεδο και τα αποδυτήρια, όμως ο Γκαρνέτ αποφάσισε να προσπεράσει το πανεπιστήμιο, αρχικά γιατί δεν πήγε καθόλου καλά στις τελικές εξετάσεις του.

Είχε αποκαλύψει πως αν κατάφερνε να περάσει, θα είχε επιλέξει το Μέριλαντ. Η ιστορία, όμως, γράφτηκε διαφορετικά και τον τοποθέτησε εξαρχής με μεγάλα γράμματα στις σελίδες της.

Η επιλογή του στο Νο5 του ντραφτ του 1995 από τους Μινεσότα Τίμπεργουλβς ήταν η απαρχή καταστάσεων που το ΝΒΑ είτε δεν είχε ζήσει είτε είχε να δει για δεκαετίες. Ο Γκαρνέτ ήταν ο τρίτος παίκτης που επιλέχθηκε απευθείας από το γυμνάσιο και ο πρώτος μετά το 1975 και τους Ντάριλ Ντόκινς και Μπιλ Ουίλομπι.

Μετά τον Γκαρνέτ, 38 παίκτες από γυμνάσιο επιλέχθηκαν στο ντραφτ την επόμενη δεκαετία, μεταξύ των οποίων την επόμενη χρονιά και ο Κόμπι Μπράιαντ!

Το 2001 οι τρεις από τις τέσσερις πρώτες επιλογές ήταν παίκτες που δεν πήγαν στο κολέγιο. Στο Νο1 ήταν ο Κουόμε Μπράουν, όπως πρώτο πικ ήταν το 2003 ο ΛεΜπρον και το 2004 ο Ντουάιτ Χάουαρντ.

Ο Γκαρνέτ εκείνος που υποχρέωσε το ΝΒΑ να σκεφτεί και πάλι το όριο ηλικίας, τα μαξ συμβόλαια, την πενταετή κλίμακα των ρούκι και ουσιαστικά, με το περίφημο συμβόλαιο των 126 εκατ. δολαρίων, ώθησε στο λοκ-άουτ του 1998…

Η φιγούρα, το ταλέντο, οι ικανότητες και το «πακέτο» του Κέβιν Γκαρνέτ «ανάγκασε» το ΝΒΑ να στραφεί στους ψηλόλιγνους φόργουορντ/σέντερ που άρχισαν δειλά-δειλά να «δραπετεύουν» από τη ρακέτα και να παίζουν και στην περιφέρεια.

Εκτός από τους Ντάριους Μάιλς, Στρομάιλ Σουίφτ και Άντονι Ράντολφ, που έπαιξαν την ίδια εποχή, οι ομάδες στις Η.Π.Α. άρχισαν να ψάχνουν στην Ευρώπη για παρόμοιους ψηλούς και στα τέλη των 90’s και τις αρχές του επόμενου αιώνα «ανακάλυψαν» τους Ντιρκ Νοβίτσκι και Πάου Γκασόλ, αντίστοιχα.

Το σύγχρονο ΝΒΑ είναι γεμάτο από τους λεγόμενους «freaks», τους «point-forwards», όπως ο ΛεΜπρον, ο Κέβιν Ντουράντ, ο Άντονι Ντέιβις και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.

Τον «Αντέτο» κατόρθωσε να «κλέψει» το 2013 ο τότε τζένεραλ μάνατζερ του Μιλγουόκι, Τζον Χάμοντ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο ίδιος, ως ασίσταντ κόουτς του Ντιτρόιτ, έχοντας ήδη το ίδιο μπασκετικό όραμα, είχε οργανώσει προπονήσεις του Γκαρνέτ με πιο έμπειρους αντιπάλους, στο πανεπιστήμιο του Ιλινόι-Σικάγο.

«Αυτό που θυμάμαι είναι πόσο νευρικός ήταν ο Κέβιν», θυμήθηκε στο «Bleacher Report» ο Χάμοντ. Συμπληρώνοντας ότι «πιστεύαμε ότι θα λιποθυμήσει… Τον πήρα, πήγαμε στο άλλο καλάθι και έχοντας τους πάντες στην πλάτη μας, πια, τον έβαλα να σουτάρει εκεί ελεύθερες βολές. Τότε ηρέμησε».

Στην εποχή των dominant σέντερ, όπως ο Χακίμ Ολάζουουν, ο Σακίλ Ο’Νιλ, ο Πάτρικ Γιούινγκ, ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον και σταρ και σκληροτράχηλα «4άρια» σαν τον Καρλ Μαλόουν, τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ και τον Τσαρλς Όουκλι, τέσσερις ομάδες προσπέρασαν τον «K.G.».

Οι Ουόριορς επέλεξαν τον Τζο Σμιθ, οι Κλίπερς τον Αντόνιο ΜακΝτάις, οι Σίξερς τον Τζέρι Στάκχαουζ και οι Μπούλετς τον «πιο παραδοσιακό», πάουερ φόργουορντ, Ρασίντ Ουάλας.

Οι Γουλβς της Μινεσότα δεν πίστευαν στην τύχη τους, έστω και αν ο Γκαρνέτ δεν έγινε άμεσα βασικό «γρανάζι» τους. Οι μ.ό. των 10,4π.-63ριμπ. τού χάρισαν μία θέση στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα των ρούκι και οι «Λύκοι» έμειναν για έβδομη σερί σεζόν κάτω από τις 30 νίκες.

Στο ντραφτ του 1996 απέκτησαν με ανταλλαγή τον Στεφόν Μάρμπερι και άρχισαν οι συγκρίσεις του νέου διδύμου με τους Στόκτον–Μαλόουν. Η Μινεσότα πέτυχε 40 νίκες χάρη στους μ.ό. 17π. του Γκαρνέτ και προκρίθηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία τους στα πλέι οφς!

Αποκλείστηκαν εύκολα με 3-0 από το Χιούστον, όμως το μέλλον έδειχνε ευοίωνο, αλλά και με λίγη ίντριγκα πασπαλισμένη από τον «K.G.».

Το ίδιο καλοκαίρι, το 1997, ο νεαρός και ο ατζέντης του, Έρικ Φλάισερ, απέρριψαν πρόταση 102 εκατ. για έξι χρόνια, θεωρώντας πως μπορούσαν και «έπρεπε» να ξεπεράσουν τα 105 εκατ., του Αλόνζο Μούρνινγκ στο Μαϊάμι και τα 100,8 εκατ. του Τζουάν Χάουαρντ στην Ουάσινγκτον.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αποφάσισε να μείνει εκτός του προσκήνιου και πέρασε το καλοκαίρι στο σπίτι του Φλάισερ, στη Νέα Υόρκη.

Μία ώρα πριν από την εκπνοή της προθεσμίας της 1ης Οκτωβρίου 1997 για την πρόωρη επέκταση συμβολαίου, ο Γκαρνέτ συμφώνησε για εξαετές συμβόλαιο αντί 126 εκατ., το τότε υψηλότερο στην ιστορία των επαγγελματικών σπορ των Η.Π.Α.!

Οι ειδικοί έκαναν λόγο για μεγάλο ρίσκο που δεν έδινε στους Γουλβς μεγάλη ευχέρεια απόκτησης παικτών ή ανανέωσης άλλων. Μπορεί ως δευτεροετής να είχε γίνει All Star, όμως ο 21 ετών Γκαρνέτ δεν ήταν (ακόμη) σούπερ σταρ.

Το αντίτιμο ήταν σχεδόν κατά 40 υψηλότερο από το ποσό που έδωσε το 1994 ο ιδιοκτήτης των Τίμπεργουλβς, Γκλεν Τέιλορ, για να αγοράσει την ομάδα! Το ποσό ήταν μεγαλύτερο από τα συνολικά έσοδα του Μάικλ Τζόρνταν από τους Μπουλς. Συμπαίκτες και αντίπαλοι τον έβαλαν σε μία «μαύρη λίστα».

Οι ιδιοκτήτες έγιναν έξαλλοι, κατηγόρησαν τον κομισάριο Ντέιβιντ Στερν για «σπασμένο σύστημα» και ο Τύπος της εποχής έγραψε πως το συμβόλαιο του «Da Kid» ή «The Big Ticket», όπως ήταν τα νέα παρωνύμιά του, ήταν ο λόγος του λοκ-άουτ του 1998, που υποχρέωσε τη Λίγκα να ξεκινήσει τη σεζόν τον Φεβρουάριο του 1999, με μόλις 50 ματς κανονικής περιόδου.

Ο Γκλεν Τέιλορ, πάντως, τόνιζε πως «είναι άδικο για τον Κέβιν να είναι ο εύκολος στόχος. Οι ομάδες από τις μικρές αγορές είναι αναγκασμένες να ξοδέψουν για να κρατήσουν τους σταρ τους».

Ο Γκαρνέτ δεν συγχώρησε ποτέ τον Μάρμπερι όταν ζήτησε ανταλλαγή και παραχωρήθηκε στους Νετς στα μέσα της σεζόν 1998-1999.

Ούτως ή άλλως είχε γίνει ένας από τους πιο προκλητικούς trash talkers του ΝΒΑ.

Σε ένα ματς είχε ευχηθεί «Happy Mother’s Day» στον Τιμ Ντάνκαν, ο οποίος είχε χάσει την μητέρα του σε ηλικία 14 ετών. Είχε αποκαλέσει «καρκινοπαθή» τον Τσάρλι Βιλανουέβα, ο οποίος είχε αλωπεκία, μία ασθένεια που προκαλεί απώλεια μαλλιών…

Ως παίκτης των Σέλτικς, τα επόμενα χρόνια, είχε φωνάξει σε δύο διαδοχικές κατοχές στο πρόσωπο του Ισπανού Χοσέ Καλδερόν και είχε κάνει τόσο έντονες παρατηρήσεις στον συμπαίκτη του, Γκλεν Ντέιβις, που είχε αναγκάσει τον επονομαζόμενο «Big Baby» να βάλει τα κλάματα!

Όταν αγωνιζόταν στους Νετς, η κάμερα τον «συνέλαβε» να δαγκώνει το χέρι του τότε σέντερ των Μπουλς, Τζοακίμ Νοά.

Ήταν πρώτος στον κάθε καυγά, αλλά και εκείνος που υπερασπιζόταν κάθε συμπαίκτη του στα δύσκολα. Αυτό του είχε χαρίσει τον σεβασμό στα αποδυτήρια, αν και από τη ρούκι χρονιά του έδειχνε συχνά απόμακρος.

Απόμακρος έγινε και στις 20 Μαΐου 2000, όταν αμέσως μετά τα γενέθλια του, ο καλός φίλος και συμπαίκτης του, Μαλίκ Σίλι, σκοτώθηκε σε δυστύχημα από έναν μεθυσμένο οδηγό…

Ο Σίλι είχε φύγει από το πάρτι του «K.G.», όμως δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι του και ο Γκαρνέτ ήταν συντετριμμένος.

Πέρασε το καλοκαίρι θρηνώντας και δουλεύοντας σκληρά το παιχνίδι του. Τη σεζόν 2000-2001 είχε ένα επιπλέον κίνητρο να παίξει, όμως όπως κάθε χρόνο, οι Γουλβς αποκλείστηκαν στον πρώτο γύρο, από τους Σπερς.

Το 2002 αυτό συνέβη για έκτο διαδοχικό πρώτο γύρο, αλλά αυτό δεν απογοήτευσε τον μεγάλο σταρ της Μινεσότα. Το 2002-2003 κατέγραψε μ.ό. 23π.-13,4ριμπ.-6ασ. και ήταν δεύτερος στην ψηφοφορία για τον πολυτιμότερο παίκτη.

Στα πλέι οφς, ωστόσο, οι Λέικερς τους άφησαν εκτός και πάλι από τον πρώτο γύρο. Ο Γκαρνέτ άρχισε να γκρινιάζει προς τη διοίκηση, ζητώντας ενίσχυση του ρόστερ.

Ο Γκλεν Τέιλορ τού έκανε το χατίρι, με την προσθήκη των έμπειρων Λατρέλ Σπρίουελ και Σαμ Κασέλ και οι Γουλβς πέτυχαν 58 νίκες και πέρασαν τον πρώτο γύρο, νικώντας τους Νάγκετς.

Ο Γκαρνέτ αναδείχθηκε MVP της κανονικής περιόδου, και μετά την επικράτηση επί των Κινγκς με 4-3, ηττήθηκαν στους δυτικούς τελικούς από τους Λέικερς, στα έξι ματς.

Η Μινεσότα δεν πλησίασε άλλη φορά κοντά στον τίτλο και το 2007 ο Τέιλορ αποφάσισε να αποχωριστεί τον αγαπημένο παίκτη του. Από τις προτάσεις των Μπουλς, Λέικερς, Ουόριορς, Πέισερς, Σανς, Μαβς και Σέλτικς, προτίμησε τους τελευταίους.

Έπειτα από 12 σεζόν στη Μινεάπολις, έφτασε στις 31 Ιουλίου 2007 στη Βοστόνη, η οποία έστειλε στους «Λύκους» τους Αλ Τζέφερσον, Ράιαν Γκόμες, Σεμπάστιαν Τέλφερ, Θίο Ράτλιφ και Τζέραλντ Γκριν και δύο ντραφτ πικ πρώτου γύρου.

Η προσθήκη του Ρέι Άλεν στο πλάι του Πολ Πιρς «έχρισε» άμεσα τους Σέλτικς από τα φαβορί για τον τίτλο. Η «Big-3» βοήθησε τη Βοστόνη να πετύχει 66 νίκες, 42 περισσότερες από την περασμένη σεζόν!

Οι «πράσινοι» του κόουτς Ντοκ Ρίβερς ήταν εκτός πλέι οφς για δύο χρόνια, όμως το 2008 όχι απλώς επέστρεψαν στην post season, αλλά κατέκτησαν και τον 17ο τίτλο της ιστορίας τους, κόντρα στους Λέικερς!

Ένα σοβαρό διάστρεμμα τον άφησε εκτός πλέι οφς του 2009 και οι Σέλτικς δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον τίτλο τους, μένοντας εκτός από το Ορλάντο στους ανατολικούς ημιτελικούς.

Το 2009-2010, με την απόκτηση και του Ρασίντ Ουάλας, η Βοστόνη έφτασε και πάλι στους Τελικούς, όμως τούτη τη φορά ο Κόμπι Μπράιαντ και οι Λέικερς πήραν τη ρεβάνς τους.

Στη Βοστόνη ανέπτυξε μία φιλική σχέση με τον θρύλο της ομάδας, Μπιλ Ράσελ, ο οποίος έγινε μέντοράς του κυρίως εκτός παρκέ. Οι τραυματισμοί άρχισαν να γίνονται συχνότεροι. Τα χρόνια βάραιναν τους ώμους και τα πόδια του.

Τον Ιούνιο του 2013, σε ηλικία 37 ετών, έγινε μαζί με τον Πολ Πιρς ανταλλαγή στο Μπρούκλιν…

Στους Νετς επέλεξε το Νο2, στη μνήμη του Μαλίκ Σίλι.

Η ομάδα της Νέας Υόρκης είχε ένα «μπαρουτοκαπνισμένο» ρόστερ, μαζί με τους Ντερόν Ουίλιαμς, Τζο Τζόνσον και Μπρουκ Λόπεζ, όμως δεν πήγε παραπέρα από τον δεύτερο γύρο των πλέι οφς.

Ο Κέβιν Γκαρνέτ δεν περνούσε καλά στο Μπρούκλιν. Τον Φεβρουάριο του 2015 συμφώνησε να απορρίψει τον όρο να μην γίνει ανταλλαγή και ζήτησε να επιστρέψει στην πρώτη ομάδα του.

Ήθελε να φορέσει τη φανέλα των Τίμπεργουλβς και να κλείσει εκεί την καριέρα του, κάτι που έγινε τον Σεπτέμβριο του 2016, όταν εξήγησε πως τα ταλαιπωρημένα γόνατά του δεν αντέχουν και δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του δεύτερου έτους της διετούς ανανέωσης που είχε υπογράψει τον Ιούνιο του 2015.

Αποχώρησε ως πρωταθλητής, ως χρυσός Ολυμπιονίκης το 2000 στο Σίδνεϊ και ως κορυφαίος αμυντικός τη χρονιά που κατέκτησε τον τίτλο με τους Σέλτικς.

Κέρδισε περισσότερα από 326 εκατ. δολάρια και είναι ο δεύτερος πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ, πίσω από τον ΛεΜπρον Τζέιμς. Μάλιστα, έχει συμφωνήσει και θα λαμβάνει για τα πρώτα επτά χρόνια της «συνταξιοδότησής» του από τη Λίγκα πέντε εκατ. ετησίως από τους Σέλτικς.

Το 2011 αγόρασε ένα μερίδιο μετοχών της Ρόμα, όμως το ΝΒΑ δεν ενέκρινε τη συναλλαγή, καθώς ο μεγαλομέτοχος της ιταλικής ομάδας είχε και μετοχές στους Σέλτικς.

Έγινε παρουσιαστής εκπομπής για το ΝΒΑ και πρωταγωνίστησε στην ταινία «Uncut Gems» του Netflix, στην οποία υποδύθηκε τον εαυτό του στο πλάι του Άνταμ Σάντλερ.

Ο εαυτός του ήταν πάντα μέσα κι έξω από το γήπεδο. Απλώς, πολύ συχνά, ήταν ένας διαφορετικός τύπος. Άλλες φορές προκλητικός, άλλες ομαδικός και άλλες απόμακρος.

Η δημοσιογράφος του δικτύου ESPN, Τζάκι ΜακΜιούλαν, είχε γράψει το 2015 πως «ο Κέβιν σιχαινόταν να κάθεται και να παρακολουθεί στην προπόνηση. Το έβρισκε παράλογο και, κυρίως, ένδειξη αδυναμίας.

»Ακόμη κι αν το ταλαιπωρημένο γόνατό του ικέτευε για ένα διάλειμμα, εκείνος πίστευε πως αν τον δουν εκτός των τεσσάρων γραμμών, θα τον θεωρούσαν ευάλωτο…

»Στη Βοστόνη, το 2009, ο κόουτς Ρίβερς τού εξηγούσε πως “θα χάσεις μία προπόνηση, αλλά θα σε έχω για ολόκληρη τη σεζόν”». Ο Γκαρνέτ διαφωνούσε. Όταν ο Ρίβερς επέμεινε, ο μεγάλος σταρ του βγήκε εκτός της τελικής γραμμής, άρχισε να αντιγράφει ότι έκανε ο αναπληρωματικός σέντερ, Λίον Πόου!

Ο προπονητής του τον προειδοποίησε ότι θα διακόψει την προπόνηση… Ο «K.G.» επέμεινε. Ο Ρίβερς σάστισε, έγινε έξαλλος και φώναξε: «Τέλος, όλοι στα σπίτια σας!». Τη στιγμή που οι παίκτες άρχισαν να αποχωρούν, είδαν τον Κέβιν να παίρνει μία μπάλα και να αρχίζει να σουτάρει.

Τον παρατήρησαν για λίγο, πριν εκείνος πάρει μία γκριμάτσα σχεδόν μίσους και τους πει: «Πού πηγαίνετε; Δεν φεύγει κανένας. Εδώ θα καθίσουμε. Δεν έχουμε δικαίωμα στο ρεπό!».

Στο παρκέ είχε και σκληράδα και φινέτσα, ως αποτέλεσμα της καταπληκτικής «πλαστικότητάς» του. Στα αποδυτήρια ήταν ηγέτης και δεν κρυβόταν ποτέ.

Ενίοτε ήταν παρεξηγημένος. Τον αντιμετώπιζαν ως πολεμιστή αλλά και ως «νταή». Για άλλους ήταν «βρώμικος» και για πολλούς απλώς ένας σκληρός αμυντικός με τεράστια θέληση για νίκη. Το «εκρηκτικό» ταπεραμέντο του ήταν ένας συνδυασμός με το ταλέντο που πολλές φορές τον έφερνε στα όρια και τα «σύνορα» της δημιουργίας και της «παραφροσύνης»!

Τίποτε από αυτά δεν ξέμεινε ως «ρυτίδα» στην καριέρα του. Όταν στέφθηκε πρωταθλητής δάκρυσε. Όταν επέστρεψε στη Μινεσότα, βούρκωσε.

Από απόμακρος ως ρούκι τύπος στα αποδυτήρια των Γουλβς έμαθε να κάθεται μόνος του πριν από κάθε ματς. Το «τελετουργικό» του, το να χτυπήσει το κεφάλι του στη βάση της μπασκετας, ήταν για 22 σεζόν το ίδιο, αλλά συνάμα και κάτι (το) διαφορετικό.

Ο ίδιος δεν θα πει και δεν παραδεχθεί ποτέ ότι ήταν από μόνος του μία νέα εποχή στο ΝΒΑ. Η αλήθεια είναι, όμως, πως «σημάδεψε» μία ολόκληρη εποχή και γενιά της Λίγκας. Με το ταλέντο, τις ικανότητες, τις επιτυχίες, τον χαρακτήρα και το πείσμα του.

Λίγο πριν από τα 45α γενέθλιά του, τον Μάιο του 2021, έγινε και επισήμως μέλος του Hall Of Fame.

Μία εξέλιξη φυσιολογική για όσα πρέσβευε και αποτύπωσε στα γήπεδα. Αλλά, παράλληλα, και κάτι σχεδόν απίθανο για ένα παιδί που έκρυβε από την μητέρα του ότι παίζει μπάσκετμπολ.

Για έναν «ωραίο τρελό» που κάποια στιγμή στην πορεία του αποδέχθηκε και «αγκάλιασε» το ότι είναι μοναδικός στο είδος του.

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This