Ένας καλός φίλος και συνάδελφος, με τον οποίο είχαμε κάνει ατελείωτες και αξέχαστες μεταμεσονύχτιες συζητήσεις στην «Φαίδρα» της Φωκίωνος Νέγρη για ποδόσφαιρο και όχι μόνο, εκεί όπου είχα δει από κοντά τον κινηματογραφικό ήρωα των παιδικών – εφηβικών μου χρόνων Στάθη Ψάλτη (ξέφυγα όμως…), σχολίασε μέσω του προφίλ του στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης την περιγραφή του απίθανου Μπαρτσελόνα – Ίντερ.
«Σε αντίστοιχη ηλικία με του Γιαμάλ κανείς παίκτης δεν είχε καταφέρει τόσα πολλά, είπε ο εις εκ των δύο τηλεπεριγραφέων. Ένας Πελέ ας πούμε είχε σηκώσει ένα ψωρό-Παγκόσμιο Κύπελλο με προσωπικό ρεσιτάλ» ανέφερε στην σχετική του ανάρτηση ο φίλος.
Με την ελπίδα – βεβαιότητα ότι δεν θα μου ζητήσει πνευματικά δικαιώματα, απλώς να αναφέρω ότι ο Λαμίν Γιαμάλ Νασραουΐ Εμπανά είναι τώρα 17 ετών και δεν έχει παίξει ακόμα Παγκόσμιο Κύπελλο, κάτι που αναμένεται να γίνει το καλοκαίρι του 2026, όταν ενήλικας πια θα είναι εκ των ηγετών της πρωταθλήτριας Ευρώπης Ισπανίας, κατ’ εμέ ένα από τα φαβορί για να σηκώσει την κούπα στα γήπεδα Ηνωμένων Πολιτειών, Μεξικού και Καναδά.
Όχι, ο Λαμίν Γιαμάλ δεν έχει (και ούτε πρόκειται πλέον να) κατακτήσει Μουντιάλ στα 17 του με προσωπικό ρεσιτάλ, όπως έκανε ο Πελέ πριν από περίπου 70 χρόνια, όταν το ποδόσφαιρο δεν είχε καμία σχέση με το τωρινό και όπου οι απαιτήσεις από πλευράς φυσικής κατάστασης και τακτικής περιορισμού από τον αντίπαλο δεν είχε καμία σχέση με την τωρινή, επιστημονική προσέγγιση.
Στην ηλικία του, όμως, τολμώ να πω ότι δεν υπήρξε μέχρι σήμερα ποδοσφαιριστής με τόσο μεγάλη επιρροή στο παιχνίδι, τόσο της ομάδας του όσο και συνολικά. Ο Σιμόνε Ιντσάγκι, ο οποίος έχει βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του σε αυτή την εξαιρετική Ίντερ, είπε ότι τέτοιοι παίκτες βγαίνουν κάθε 50 χρόνια.
Και μπορεί να ακούγεται ως υπερβολή, αλλά δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η σύγκριση με Λιονέλ Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο στα 17 βγάζει απόλυτο θριαμβευτή τον θαυματουργό πιτσιρικά από την γειτονιά Ροκαφόντα του Ματαρό, προάστιο της Βαρκελώνης (έχω πάει που λέει και η διαφήμιση, έχω και συγγενείς) που του δίδαξε να είναι σκληρός από πολύ πιο μικρός (τι θα έχουν δει τα μάτια του…). Πέραν απ’ όσα έζησε και είδε σε μια φτωχογειτονιά μεταναστών, απέβαλε τον φόβο στο γήπεδο γιατί, σε ηλικία έντεκα – δώδεκα ετών, έπαιζε κόντρα σε εικοσάρηδες.
Στην ασύλληπτη ματσάρα της Τετάρτης (30/04), η τεχνική επιτροπή της UEFA έβγαλε κορυφαίο του αγώνα τον (επίσης καταπληκτικό) Ντένζελ Ντάμφρις, επειδή σημείωσε δύο γκολ. Ο Γιαμάλ, όμως, ήταν με διαφορά ο άνθρωπος του αγώνα, αυτός που ταρακούνησε τις δύο ομάδες με τις ενέργειές του.
Διαχρονικά, θαυμάζαμε τις επελάσεις του Μέσι, τα πλασέ του Κριστιάνο ή τις ρουλέτες του Ζινεντίν Ζιντάν. Ε όλα αυτά (και άλλα πολλά) τα είδαμε μαζεμένα σε ένα 90λεπτο από ένα 17χρονο παιδί που στο 100ό του ματς ως Μπλαουγκράνα ήταν ο παίκτης με τις περισσότερες τελικές (6), με τις περισσότερες σέντρες (10), ολοκληρωμένες ντρίμπλες (6), ο τρίτος σε επαφές με 102 (πίσω μόνο από δύο κεντρικούς μέσους όπως οι Φρένκι ντε Γιονγκ και Πέδρι, με 112 και 107 αντίστοιχα), σούταρε δύο φορές προς την εστία, δημιούργησε άλλες δύο ευκαιρίες, είχε ένα γκολ και δύο δοκάρια και 46 στις 61 εύστοχες πάσες (ποσοστό 75%). Τι άλλο να κάνει, σπαθιά να καταπιεί;
Έχει ταβάνι; Και αν ναι, ποιο (θα) είναι;
Επειδή λογικά γίνεται η σύγκριση με τον προηγούμενο παίκτη – φαινόμενο της Μασία, τον άτυπο νονό του Λαμίν Γιαμάλ, Λιονέλ Μέσι, η εξέλιξη του Αργεντινού μας έδειξε έναν ποδοσφαιριστή που στα μικράτα του έκανε επελάσεις και έβαζε γκολ α λα Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, αλλά σταδιακά ωρίμασε πιο πολύ, μοίραζε ιδανικά τις δυνάμεις και τις ανάσες του στην διάρκεια ενός αγώνα και στο παιχνίδι του άφησε στην άκρη τις πολλές ντρίμπλες και εστίασε περισσότερο στους συνδυασμούς με τους συμπαίκτες του και στα τελειώματα, αφού βελτίωσε θεαματικά και τις εκτελέσεις φάουλ.
Το τρομακτικό με τον Λαμίν Γιαμάλ είναι ότι στα 17 του ασκεί τεράστια επιρροή στο παιχνίδι και δεν φοβάται, με το θράσος των νιάτων του, να αναλάβει τον ρόλο του ηγέτη, όταν η λογική (;) θα έλεγε ότι σε αυτή την ηλικία θα έπρεπε να έρχεται από τον πάγκο για να δώσει ποιοτικά λεπτά, όπως άλλωστε έκανε ο Μέσι στο ξεκίνημά του.
Φαντάζει αδύνατο, επιστημονικά και ανθρώπινα μη εφικτό να γίνεται κάθε χρόνο και καλύτερος, γιατί τότε σε 3-4 χρόνια θα παραπέμπει περισσότερο σε… εξωγήινο. Δεδομένα, όμως, και εφόσον τον σεβαστούν οι τραυματισμοί, κάτι που δεν έγινε με ένα άλλο φαινόμενο Made in Masia ονόματι Ανσού Φάτι, θα προσθέσει και άλλα στοιχεία στα τελειώματά του, θα μάθει να χρησιμοποιεί πιο αποτελεσματικά το δεξί του πόδι και θα μάθει να μοιράζει ακόμα καλύτερα τους χρόνους για το πότε θα φορτσάρει και πότε θα κουλάρει μέσα στο ίδιο ματς.
Το επίσης τρομακτικό (συγνώμη για την επανάληψη της λέξης, αλλά δεν μπορώ να βρω άλλη πιο ταιριαστή) είναι το πόσο δείχνει να έχει βουτήξει την γλώσσα στο μυαλό προτού μιλήσει, πόσο ώριμες είναι οι απαντήσεις του, χωρίς να αποφεύγει δηλώσεις που ταιριάζουν στην ηλικία του, όπως αυτή ότι «όσο κερδίζω, δεν μπορούν να μου πουν τίποτα!».
Ο αγαπητός Ιβάν Ράκιτιτς υποστήριξε ότι στην δική του Μπαρτσελόνα ο Λαμίν Γιαμάλ θα ήταν στον πάγκο και ο πολύ επιδραστικός στον πρώτο ημιτελικό Μάρκους Τιράμ (τι γκολάρα έβαλες βρε άνθρωπέ μου;) υποστήριξε ότι οι δύο καλύτεροι παίκτες στον κόσμο αυτή την στιγμή είναι Γάλλοι και ανέφερε τους Ουσμάν Ντεμπελέ και Κιλιάν Μπαπέ.
Ναι, ίσως και να είναι (που δεν είμαι σίγουρος), ίσως να είναι ο Μοχάμεντ Σαλάχ, απόλυτος πρωταγωνιστής στο πρωτάθλημα – περίπατο της Λίβερπουλ. Με μια σημαντική επισήμανση, όμως. Ο Ντεμπελέ είναι 27 και μόλις φέτος αποφάσισε να ξεδιπλώσει το πραγματικό του ταλέντο (κάλλιο αργά παρά ποτέ…), ο Μπαπέ 26 και ο Σαλάχ 32! Ο Λαμίν Γιαμάλ, όμως, απέχει 73 ημέρες από την ενηλικίωσή του (13 Ιουλίου). Αυτό…
Υ. Γ.: Όπως ίσως διαπιστώσατε, σε όλο το κείμενο τον αναφέρω πάντα ως «Λαμίν Γιαμάλ» και όχι σκέτο «Λαμίν» ή «Γιαμάλ». Γιατί; Επειδή το Λαμίν Γιαμάλ είναι ένα όνομα, όχι ονοματεπώνυμο. Πως λέμε, δηλαδή, Λουίς Ενρίκε, Τιάγκο Σίλβα ή Λουίς Γκουστάβο; Τέτοιο είναι και το Λαμίν Γιαμάλ (και μετά πάνε τα επίθετα των γονιών του), το οποίο στα μαροκινά σημαίνει «έντιμη ομορφιά». Και η ιστορία για το πώς προέκυψε είναι ακόμα πιο ιδιαίτερη. Ο γονείς του, Μουνίρ Νασραουϊ και Σέιλα Εμπανά, δεν μπορούσαν να πληρώσουν το νοίκι και συμφώνησαν εντέλει να μείνουν στο σπίτι δύο ανθρώπων που ονομάζονταν Λαμίν ο ένας και Γιαμάλ ο άλλος. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τους υποσχέθηκαν ότι αν μια μέρα κάνουν έναν γιό, θα τους δώσουν τα ονόματά τους. Και αυτό ακριβώς έκαναν. Τι λέτε, του ταιριάζει ή όχι όταν πατάει το χορτάρι του γηπέδου;
Πηγή: Gazzetta