Του Γιώργου Χρονόπουλου
Ο Πολ Έμερσον Καρλάιλ Ινς, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1957 στο Λονδίνο και ως ποδοσφαιριστής κυριάρχησε στη μεσαία γραμμή των γηπέδων της Αγγλίας και της Ιταλίας επί περίπου 20 χρόνια.
Από τη χρονιά-αποκάλυψη στη Γουέστ Χαμ, στην καθιέρωση στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τη δοκιμασία στη Serie A και την επιστροφή στα πάτρια εδάφη για λογαριασμό της «μισητής» Λίβερπουλ.
Ο ορισμός του «εργάτη» στον χώρο του κέντρου, ένας βιονικός παίκτης που σε όλη του την καριέρα έπαιξε σε 767 ματς και σημείωσε 91 γκολ (σ.σ. 820 και 93 αντίστοιχα αν προστεθούν οι εμφανίσεις με την εθνική ομάδα).
Αντισυμβατικός, ένας παίκτης που εκτός από το μεστό παιχνίδι του εντός γραμμών, οι πράξεις του είχαν επίδραση κι έξω από τα όρια του γηπέδου.
Ακούραστος και απίστευτα φιλότιμος, κατάφερε να διχάσει τους ορκισμένους φίλους και εχθρούς με τη «θρασεία» συμπεριφορά του, είτε ποζάροντας με τη φανέλα της Γιουνάιτεντ ενώ αγωνιζόταν στη Γουέστ Χαμ, είτε πανηγυρίζοντας έξαλλα ένα γκολ που έβαλε με τη φανέλα της Λίβερπουλ απέναντι στους «κόκκινους διαβόλους».
Αυτό το τελευταίο γκολ, μάλιστα, που έγραψε το τελικό 2-2 στο ντέρμπι της 5ης Μαΐου 1999 στο «Άνφιλντ» παραλίγο να στερήσει το τρεμπλ από την ομάδα του σερ Άλεξ Φέργκιουσον.
Ίσως η μοίρα αποφάσισε να του παίξει κάποιο πραγματικά αστείο παιχνίδι, αφού ο λατρεμένος του γιος είναι φανατικός υποστηρικτής της Λίβερπουλ.
Δεν φοβήθηκε ποτέ να εκφράσει τα συναισθήματα του και φρόντιζε εξίσου με τον ίδιο να μιλά η δουλειά του στο γήπεδο, δεδομένου ότι έφτασε στο σημείο να γίνει ο πρώτος μαύρος αρχηγός της εθνικής Αγγλίας.
Κάποια χρόνια αργότερα, ο Πολ Ινς μετατράπηκε και στον πρώτο μαύρο προπονητή σε επίπεδο Premier League, όταν ανέλαβε την Μπλάκμπερν το 2008.
Όπως υποστηρίζει ο Τόνι Κότι, συμπαίκτης του στη Γουέστ Χαμ κατά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του: «Ταυτιζόμασταν γιατί ήμασταν οι δύο έφηβοι που μπήκαμε ξαφνικά στην πρώτη ομάδα.
Ήταν ένας τύπος με φοβερή αυτοπεποίθηση στα όρια της αλαζονείας και δεν φοβόταν να λογομαχήσει με κάποιους από τους μεγαλύτερους σε ηλικία συμπαίκτες μας».
Άρχισε την καριέρα του στην ομάδα που υποστήριζε, δηλαδή τη Γουέστ Χαμ, σε ηλικία 14 ετών εντάχθηκε στις ακαδημίες της και στα 19 πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με τη φανέλα της πρώτης ομάδας απέναντι στη Νιούκαστλ.
Τα εξαιρετικά στοιχεία του, ο «τσαμπουκάς» και τα φοβερά μακρινά του σουτ ξεχώρισαν γρήγορα, δεδομένου ότι ο υποβιβασμός του 1989 του έδινε την ευκαιρία να πάρει παιχνίδια στα πόδια του.
Η φανέλα της Γιουνάιτεντ
Βέβαια, ο νεαρός Πολ δεν χειρίστηκε με τη δέουσα λεπτότητα την παρουσία του στην ομάδα, αν κρίνει κανείς από την ιστορία που είδε το φως της δημοσιότητας μεσούσης της μεταγραφικής περιόδου.
Η εφημερίδα «Daily Express» κυκλοφόρησε μια φωτογραφία του Ινς, όπου φαινόταν να ποζάρει με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όπως ακριβώς θα έκανε ένα νέο απόκτημα.
Φυσικά, έγινε κόκκινο πανί για τους οπαδούς της Γουέστ Χαμ επί σειρά ετών, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να μεταπηδήσει στην ομάδα του Φέργκιουσον τον Σεπτέμβριο του 1989 (σ.σ. αρχικά είχε αποτύχει να περάσει τις ιατρικές εξετάσεις).
Είχαν προηγηθεί 91 συμμετοχές και 11 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις με τα «σφυριά», τα οποία επί της ουσίας δεν συγχώρησαν ποτέ την ενέργειά του.
Όπως εξήγησε πάντως ο ίδιος ο Ινς σε άρθρο του στο περιοδικό «Four Four Two», η όλη υπόθεση ήταν αποτέλεσμα απροσεξίας και κακού σχεδιασμού.
«Μίλησα με τον Φέργκιουσον και το deal ήταν σχεδόν τελειωμένο. Μετά θα πήγαινα διακοπές και ο ατζέντης μου πρότεινε να βγάλω τη φωτογραφία πριν να φύγω.
Αυτή, όμως, κατέληξε σε μια βιβλιοθήκη της «Daily Star» και όταν η θυγατρική εφημερίδα «Daily Express» έψαχνε φωτογραφία μου για ένα θέμα, έπεσαν πάνω σε αυτή, τη δημοσίευσαν και ξέσπασε «πόλεμος». Γύρισα από τις διακοπές και οι οπαδοί της Γουέστ Χαμ είχαν τρελαθεί με αυτό», ήταν τα λόγια του.
Το ταραχώδες ξεκίνημα της καριέρας του στη Γιουνάιτεντ δεν επηρέασε, πάντως, την αγωνιστική του απόδοση, αφού ο Ινς «έδεσε» αρχικά με το δίδυμο Μπράιαν Ρόμπσον-Νιλ Γουέμπ στο κέντρο, και μετέπειτα με τον Ρόι Κιν…
Την πρώτη του χρονιά κατέκτησε το FA Cup, το 1991 το Κύπελλο Κυπελλούχων κόντρα στην Μπαρτσελόνα, το 1992 το League Cup απέναντι στη Νότιγχαμ Φόρεστ και το 1993 το πρώτο του πρωτάθλημα.
Τον Σεπτέμβριο του 1992 ο Ινς έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα, συγκεκριμένα στην ήττα από την Ισπανία με 1-0 στο στάδιο «Σαρδινέρο» του Σανταντέρ.
Το καλοκαίρι του 1993, μάλιστα, σε αγώνα εναντίον των ΗΠΑ στο πλαίσιο ενός τουρ στην Αμερική, εν απουσία των Τόνι Άνταμς και Ντέιβιντ Πλατ, ο Ινς έγινε ο πρώτος μαύρος αρχηγός στην ιστορία των «τριών λιονταριών».
Η σεζόν 1993-94 ήταν η πιο παραγωγική από άποψη τίτλων, αφού η Γιουνάιτεντ κατέκτησε δεύτερο σερί πρωτάθλημα και League Cup, με παίκτες όπως οι Ερίκ Καντονά, Πέτερ Σμάιχελ, Μαρκ Χιουζ, Ρόι Κιν και φυσικά τον «κολλητό» του φίλο Ράιαν Γκιγκς.
Το 1995 ο Ινς είδε το παρελθόν να γυρίζει και να τον «στοιχειώνει» με άσχημο τρόπο, καθώς η ομάδα του έχασε το πρωτάθλημα απόρροια εκτός έδρας ισοπαλίας με τη Γουέστ Χαμ την τελευταία αγωνιστική!
Το γήπεδο των «σφυριών» είχε μετατραπεί σε άκρως αφιλόξενο μέρος, πλέον, για εκείνον αφού η ιαχή «Ιούδα» δονούσε τις εξέδρες κάθε φορά που εκείνος έδινε το «παρών».
Έπειτα από 281 συμμετοχές και 29 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις (και 9 τρόπαια συνολικά), το καλοκαίρι του 1995 η Ίντερ ξόδεψε 7.500.000 λίρες για να τον αποκτήσει, εκμεταλλευόμενη τα «σύννεφα» που είχαν μαζευτεί γύρω από τη σχέση του με τον Άλεξ Φέργκιουσον.
Ο Σκωτσέζος προπονητής δεν ήταν ακριβώς συμπαθής προς αυθόρμητους χαρακτήρες όπως ο Ινς και αργότερα τον αποκάλεσε «big time Charlie» (σ.σ. προσβλητική έκφραση που υποδηλώνει ότι κάποιος έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του) σε ομιλία προς τους ποδοσφαιριστές του, παρουσία καμερών, πριν από αγώνα εναντίον της Λίβερπουλ με την οποία αγωνιζόταν τότε.
Χρόνια αργότερα ο σερ Άλεξ παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος του και άδικο να μιλήσει έτσι για τον Ινς, πολλώ δε μάλλον μπροστά σε κάμερες, αποδίδοντας το συμβάν στην ένταση των στιγμών πριν από τον αγώνα και στην πρόσβαση που είχαν οι οπερατέρ σε χώρους, όπως τα αποδυτήρια, όπου τα μέλη μιας ομάδας είχαν συνηθίσει να μιλούν πιο ελεύθερα.
Μάλιστα, οι σχέσεις των δύο αντρών αποκαταστάθηκαν πλήρως από τη στιγμή που ο Ινς καταπιάστηκε με την προπονητική και είχε την τιμή να πάρει κάποιες συμβουλές από έναν εκ των κορυφαίων προπονητών όλων των εποχών.
Με τη φανέλα των «νερατζούρι» πραγματοποίησε 73 εμφανίσεις και σημείωσε 13 γκολ, χωρίς ωστόσο να κατακτήσει κάποιον τίτλο, αν και η ομάδα του έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου UEFA το 1997, όταν ηττήθηκε στα πέναλτι από τη Σάλκε.
Ενδιάμεσα ο Ινς συμμετείχε με την εθνική στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1996, όπου ήταν βασικός στέλεχος της πορείας της ομάδας του Τέρι Βένμπλς.
Εντούτοις, δέχθηκε κριτική μαζί με τον Στιβ Μακ Μάναμαν, διότι στη διαδικασία των πέναλτι κόντρα στη Γερμανία (ημιτελική φάση), έδειξαν λιποψυχία σύμφωνα με τους επικριτές τους.
Αφενός μεν επειδή δεν δέχθηκαν να αναλάβουν εκτέλεση, αφετέρου δε επειδή κατά τη διαδικασία ήταν καθιστοί στο κέντρο του γηπέδου με την πλάτη γυρισμένη στις προσπάθειες των συμπαικτών τους.
Εκδίκηση μέσω Λίβερπουλ και… υιού
Μετά από δύο σεζόν στο Μιλάνο, ο Ινς επέστρεψε στην πατρίδα προκειμένου ο 5χρονος γιος του να αρχίσει το σχολείο στη χώρα καταγωγής του.
Η Λίβερπουλ κινήθηκε γρήγορα και παρά το «παρελθόν» του ούτε η ομάδα, ούτε ο ίδιος το πολυσκέφτηκαν και έδωσαν τα χέρια.
Ο μικρός Τομ Ινς μεγάλωσε στα αποδυτήρια του «Άνφιλντ» και μαγεύτηκε για πάντα από την ατμόσφαιρα, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του δεν κατέκτησε κάποιον τίτλο με τη φανέλα της Λίβερπουλ.
Έμεινε, όμως, για πάντα στη μνήμη του «Κοπ», όταν εναντίον της Γιουνάιτεντ σκόραρε στις καθυστερήσεις το γκολ της ισοφάρισης και πανηγύρισε έξαλλα μπροστά στο πέταλο, σαν να ήταν γέννημα-θρέμμα «σκάουζερ».
Μάλιστα, συνέχισε τους πανηγυρισμούς του και μετά το σφύριγμα της λήξης, χαιρετώντας στρατιωτικά τον κόσμο σε κατάσταση έξαψης.
Στα 31 του πια ο Ινς έφυγε από τη Λίβερπουλ μετά από δύο σεζόν με 81 εμφανίσεις και 17 γκολ για λογαριασμό της Μίντλεσμπρο, όπου βρήκε ως προπονητή τον παλιό του συμπαίκτη Μπράιαν Ρόμπσον.
Στην «Μπόρο» ο ήρωας της ιστορίας έμεινε για τρία χρόνια και έπαιξε σε 106 ματς, τα οποία συνδύασε με 9 γκολ, ενώ παράλληλα ήταν και αρχηγός.
Επόμενος σταθμός οι Γουλβς με τη φανέλα των οποίων αγωνίστηκε στη Β’ Κατηγορία για πρώτη φορά μετά τον ένα μήνα που έμεινε το 1989 στη Γουέστ Χαμ μέχρι να οριστικοποιηθεί η μεταγραφή του.
Με αυτόν βασικό οι «λύκοι» πήραν την άνοδο στην Premier League για πρώτη φορά από το μακρινό 1984 και παρά το γεγονός ότι υποβιβάστηκαν κατευθείαν, ο Ινς πρόλαβε να πληγώσει ξανά την Γιουνάιτεντ με μία τρομερή εμφάνιση στη νίκη της ομάδας του με 1-0.
Τελικά το 2006 ο Ινς αποχώρησε από τους Γουλβς και λίγο μετά από τη δράση, αφού οι βραχύβιες θητείες του σε Σουίντον και Μάκλσφιλντ απέφεραν μόλις 3 συμμετοχές σε δύο χρόνια (με χρέη παίκτη-προπονητή).
Σπάζοντας το ταμπού και στους πάγκους
Ο Ινς μεταπήδησε κατευθείαν στην προπονητική και ανέλαβε την Μίλτον Κέινς Ντονς με την οποία κατέκτησε το Football League Trophy και τη League Two.
Έπειτα από διαψεύσεις του ίδιου περί συζητήσεων με ομάδες της Premier League, τελικά η Μπλάκμπερν ήρθε σε συμφωνία μαζί του και τον μετέτρεψε στον πρώτο μαύρο τεχνικό της κορυφαίας κατηγορίας της χώρας.
Η θητεία του δεν ήταν πετυχημένη και απολύθηκε μετά από 17 ματς (μόλις 3 νίκες), ενώ η προπονητική του καριέρα συνέχισε να παίρνει την κατιούσα, αφού η επιστροφή του στη Μίλτον Κέινς Ντονς δεν συνοδεύτηκε από την ίδια επιτυχία.
Αποτέλεσε παρελθόν μετά από μόλις ένα χρόνο και το πέρασμά του από τη Νοτς Κάουντι το μόνο που απέφερε ήταν το ρεκόρ σερί ηττών στην ιστορία του συλλόγου με εννέα.
Τελευταία ομάδα που προπόνησε ήταν η Μπλάκπουλ, η οποία του εμπιστεύτηκε τη θέση τον Φεβρουάριο του 2013 και αυτός την οδήγησε στο καλύτερο ξεκίνημα της ιστορίας της σε οποιαδήποτε κατηγορία.
Ωστόσο, μετά από μια νίκη επί της Μπόρνμουθ ενεπλάκη σε ένα επεισόδιο με έναν από τους διαιτητές, γεγονός που είχε ως συνέπεια να τιμωρηθεί με 4.000 λίρες πρόστιμο και αποκλεισμό πέντε αγώνων από τα γήπεδα.
Τον Ιανουάριο του 2014 αποτέλεσε παρελθόν από την Μπλάκπουλ (σ.σ. ο τέταρτος πιο βραχύβιος προπονητής της), αφού η ομάδα αγνοούσε τη νίκη από τις 30 Νοεμβρίου 2013.
Ο Πολ Ινς, ο οποίος την Κυριακή (21/10) γίνεται 51 ετών, υπήρξε ένας από τους πλέον χαρισματικούς και ίσως αδικημένους παίκτες στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Παίκτης χαμηλού προφίλ στον αγωνιστικό χώρο, αρκούνταν να κάνει με περίσσιο πάθος αυτό που λένε «βρώμικη δουλειά» και να απελευθερώνει τους συμπαίκτες του, όμως ο αυθορμητισμός του τον «σημάδεψε» με αρνητικό τρόπο και σε διαφορετικές εκφάνσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
Δεν είχε τη λάμψη και τη δημοτικότητα άλλων προσωπικοτήτων, δεν ήταν όσο πολιτικά ορθός θα ήθελε το ποδοσφαιρικό στερέωμα, όμως η αναγνώριση του ανήκει δικαίως καθολικά…
Πηγή: Sport Retro