Του Βασίλη Σαμπράκου
Περίπου 20 χρόνια πίσω, τον Σεπτέμβριο του 2000, είχα την ευκαιρία μιας σύντομης συναναστροφής με τον Όλιβερ Καν στο Αμβούργο. Πίσω στο 2000, στα 31 του, ο 31χρονος τερματοφύλακας θεωρούνταν ο κορυφαίος στην θέση του στην Ευρώπη. Είχε ήδη αναδειχθεί καλύτερος τερματοφύλακας στην Ευρώπη, ποδοσφαιριστής της χρονιάς στην Γερμανία, είχε ήδη κατακτήσει 3 πρωταθλήματα με την Μπάγερν, ήταν ο βασικός τερματοφύλακας της Εθνικής και μια από τις κορυφαίες προσωπικότητές της. Η ιστορία έδειξε ότι ήταν στο δρόμο προς το απόγειο της καριέρας του, αλλά ήδη τον καιρό εκείνο το γερμανικό περιβάλλον του συμπεριφερόταν σαν να ήταν ένας εκ των εκλεκτών.
Τον καιρό εκείνο, στα 31 του, ο Καν δεν είχε ιδέα για το “μετά”. Αυτό έλεγαν οι Γερμανοί δημοσιογράφοι που τον παρακολουθούσαν στενά, αυτό καταλάβαινες και από τη συναναστροφή μαζί του. Τα γερμανικά σκανδαλοθηρικά έντυπα της εποχής τον κυνηγούσαν για να έχουν την αποκλειστικότητα της επόμενης συντρόφου του, ή να έχουν εικόνες και μαρτυρίες από το επόμενο πάρτι που θα έστηνε ή θα επισκεπτόταν στο Μονακό με προσκεκλημένα τα πιο διάσημα μοντέλα και τις celebrities της εποχής. Στην συμπεριφορά του Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε όμως διέκρινες ότι εκεί που οι πολλοί έβλεπαν έναν καλό τερματοφύλακα αυτός έβλεπε έναν διάδοχο του στην διοίκηση της Μπάγερν.
Τότε, στο Αμβούργο, όπου είχε συγκεντρωθεί η αποστολή της Εθνικής Γερμανίας για ένα παιχνίδι με την Εθνική Ελλάδας για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2002, είχα την ευκαιρία να περάσω 5-6 ώρες, την παραμονή του παιχνιδιού, στο ξενοδοχείο της γερμανικής αποστολής ως ένας ευπρόσδεκτος Έλληνας αθλητικός δημοσιογράφος. Κατά την επίσκεψή του στο ξενοδοχείο, ο τότε αντιπρόεδρος της Μπάγερν Ρουμενίγκε θα είχε λόγο να περάσει χρόνο με κάθε έναν από τους ποδοσφαιριστές του συλλόγου του που ήταν μέλη της Εθνικής. Ο Ρουμενίγκε όμως έδινε όλη του τη σημασία στον Καν. “Έχει επενδύσει πάνω του, και για το αύριο, αγωνιστικά, και για το μεθαύριο, διοικητικά”, μου εξηγούσαν Γερμανοί δημοσιογράφοι.
Την κουβέντα αυτή την έφερα μπροστά στο μυαλό μου τον Μάρτιο του 2019, όταν βρέθηκα στην Allianz Arena για να παρακολουθήσω έναν αγώνα πρωταθλήματος της Μπάγερν και είδα τον Καν να κουβεντιάζει, σε ένα VIP σαλόνι με τον Ρουμενίγκε και τον Ούλι Χένες. Πέντε μήνες μετά, όταν διάβασα την ανακοίνωση της Μπάγερν για την απόφασή της να εντάξει τον Καν στο συμβούλιο των εκτελεστικών διευθυντών της και να υπογράψει 5ετές συμβόλαιο μαζί του προκειμένου να γίνει ο επόμενος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Μπάγερν από τις 31 Δεκεμβρίου 2021, όταν θα αποχωρήσει από τη θέση ο Ρουμενίγκε, τα τελευταία κομμάτια του παζλ είχαν συμπληρωθεί στο μυαλό μου.
Πώς είχε φτάσει μέχρι εκεί ο Καν; Το 2010 απέκτησε δίπλωμα προπονητή, στον καιρό που έκανε παράλληλες σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων, για να φτάσει το 2012 να πάρει το μάστερ του στην διοίκηση επιχειρήσεων. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Καν πειραματίστηκε με ένα σωρό επιχειρηματικές ιδέες, τις οποίες ξεκινούσε από το “μηδέν”, είτε ήταν σχετικές με το ποδόσφαιρο και την εκμετάλλευση της εικόνας του και του αποτυπώματος που άφησε στη θέση του τερματοφύλακα είτε ήταν σχετικές με τα media, τα digital media, την πληροφορική και την ψυχαγωγία. Ο Καν έκανε διοίκηση, δημιούργησε τρεις – τέσσερις διαφορετικές εταιρείες, είχε επιτυχίες και αποτυχίες, δηλαδή απέκτησε εμπειρία και τη νοοτροπία προκειμένου να σκέφτεται επιχειρηματικά. Και συγχρόνως βελτίωσε τις δεξιότητες του και στην επικοινωνία, μέσα από τη συνεργασία του με το ZDF ως τηλεσχολιαστής και αναλυτής. Και όλα αυτά τα έκανε με την ενθάρρυνση των Χένες και Ρουμενίγκε, οι οποίοι έβλεπαν σε αυτόν τον διάδοχό τους.
“Ήταν ένας πολύ σημαντικός ποδοσφαιριστής στην ιστορία της Μπάγερν, ήταν αρχηγός στην Μπάγερν και την Εθνική, έχει κατακτήσει σχεδόν κάθε τίτλο που υπάρχει. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων, έστησε και διηύθυνε τις δικές του επιχειρήσεις. Δηλαδή έχουμε κάποιον που ξέρει το ποδόσφαιρο, ξέρει τις επιχειρήσεις, και κουβαλά το dna της Μπάγερν. Αυτός είναι ο κατάλληλος για το μέλλον της Μπάγερν”, ήταν η δήλωση του Ούλι Χένες τον Αύγουστο του 2019. Μια δήλωση που είναι το νόημα όλων όσων συνέβαιναν, για κάποιο λόγο, προηγουμένως στη ζωή του Καν και τον προετοίμαζαν για αυτό που του συμβαίνει αυτόν τον καιρό. Μια προετοιμασία με την φροντίδα της Μπάγερν.
Ιδια είναι η ιστορία της εξέλιξης του Εντιν Φαν ντερ Σαρ σε αυτό που είναι σήμερα, ως διευθύνων σύμβουλος του Άγιαξ. Τον καιρό που ετοιμαζόταν, προτού ακόμη ολοκληρώσει την ποδοσφαιρική καριέρα του, να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον Γιόχαν Κρόιφ, ο οποίος όχι απλώς τον ενθάρρυνε αλλά του φώτισε το μονοπάτι που πρέπει να διαβεί προκειμένου να φτάσει να διοικήσει τον Αγιαξ. “Συνήθως ένας δικηγόρος ή ένας επιχειρηματίας που ξέρει οικονομικά εξελίσσεται σε διευθύνοντα σύμβουλο μιας ποδοσφαιρικής εταιρείας. Αλλά για να πετύχεις σε αυτή τη θέση πρέπει να έρχεσαι από το πανεπιστήμιο του ποδοσφαίρου, της ζωής, να ξέρεις τι χρειάζεται να διδαχθεί ο ποδοσφαιριστής: την αποτυχία, την επιτυχία, την πίεση, το να νικά σε τελικούς, το να χάνει σε τελικούς, το να κάνει ένα λάθος στο 89′ λεπτό, το να αποκρούει στο 91’ο λεπτό”, του είχε πει, μέσες άκρες, σε εκείνο το τηλεφώνημα ο Κρόιφ. Ο Άγιαξ τον πίστεψε και επένδυσε πάνω του, του έδωσε το ερέθισμα και το κουράγιο για να ακολουθήσει τις σπουδές, τον πέρασε από διαφορετικές θέσεις του sport management, τον έβαλε να εργαστεί για μια 4ετία στο μάρκετινγκ, κι ύστερα του έδωσε τα κλειδιά του συλλόγου, τα κεφάλαια και την εμπιστοσύνη.
Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί τούτο τον καιρό η Ντόρτμουντ για τη συνέχεια στη θέση του αθλητικού διευθυντή. Προκειμένου να αντικαταστήσει μια εμβληματική μορφή, τον Μίκαελ Τσορκ, ετοιμάζει εδώ και 3 χρόνια μια άλλη εμβληματική μορφή, τον Σεμπάστιαν Κελ, για τη θέση. Δηλαδή από έναν πρώην αρχηγό της ομάδας που εξελίχθηκε σε στέλεχος, πηγαίνει σε έναν επόμενο από την λίστα των αρχηγών της, ο οποίος σπούδασε και κάνει εδώ και τρία χρόνια την πρακτική του δίπλα στον σημερινό αθλητικό διευθυντή, την ίδια ώρα που έχει ήδη αναλάβει την ευθύνη της διεύθυνσης ενός τμήματος της εταιρείας.
Θα μπορούσα να γράψω αμέτρητες ακόμη ιστορίες της συνέχειας και της εξέλιξης των ποδοσφαιρικών εταιρειών. Ιστορίες που ακούγονται ως φυσιολογικές στα αφτιά όσων έχουν την εμπειρία ζωής σε μια πολυεθνική εταιρεία που έχει στην κουλτούρα της την προετοιμασία των στελεχών του αύριο. Ιστορίες που πληγώνουν όλους εμάς που παρακολουθούμε τον φανταστικό κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου και επιχειρούμε συνειρμικά τις συγκρίσεις.
Ποια ήταν η τελευταία φορά που μια ομάδα προετοίμασε μια προσωπικότητά της για να αναλάβει τη διοίκηση; Εδώ δεν είναι μόνο ότι δεν συμβαίνει αυτό, δηλαδή ότι δεν λειτουργούν προνοητικά οι ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις. Εδώ συμβαίνει και το άλλο: αν κάποιος επιλέξει μόνος του να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, της πνευματικής καλλιέργειάς του και της επιμόρφωσής του προκειμένου να εφοδιαστεί επαρκώς για να φτάσει σε μια θέση ευθύνης, το περιβάλλον θα κάνει ότι μπορεί για να τον αποθαρρύνει. Στη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας το ποδόσφαιρο έχει δώσει κάποιες ευκαιρίες σε προσωπικότητες του ποδοσφαίρου, αλλά στην πλειονότητά τους αυτοί μπήκαν απροετοίμαστοι, “αμόρφωτοι” και “ανεκπαίδευτοι” διότι δεν υπήρξε ένας σύλλογος που να νοιάστηκε να τους προετοιμάσει.
Στην Ελλάδα οι ποδοσφαιρικές εταιρείες προσλαμβάνουν συνήθως τους πρώην ποδοσφαιριστές που υπηρετούν ανάγκες επικοινωνίας και μόνο. Τους δίνουν περιορισμένες εξουσίες, τους ελέγχουν με την κακή έννοια, τους χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν ή να κερδίσουν εντυπώσεις, κι ύστερα τους χρεώνουν ευθύνες που δεν τους αναλογούν και τους “καίνε”. Κι όσοι διοίκησαν, το έκαναν χωρίς να έχουν προηγουμένως σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων και φυσικά χωρίς να έχουν διοικήσει προηγουμένως μια εταιρεία.
Στην Ελλάδα σήμερα κυκλοφορούν αρκετοί πρώην ποδοσφαιριστές με “καλά μυαλά”. Στην πλειονότητά τους όμως έχουν παραμείνει ακατέργαστοι, φυσικά και με δική τους ευθύνη. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή το περιβάλλον όχι απλώς δεν τους εμπνέει και δεν τους προκαλεί για να βάλουν αυτόν τον στόχο, αλλά τους αποθαρρύνει. Όσα συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο στην διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών πείθουν τους σημερινούς πρώην ποδοσφαιριστές ότι δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να το επιχειρήσουν. Διότι οι θέσεις δίνονται σε “αρεστούς”, “υποτακτικούς”, “επιφανειακούς”, “μπράβους”, “αυλοκόλακες”, “αναλώσιμους”, “ανθρώπους που ελέγχουν το παρασκήνιο”. Φυσικά, ευτυχώς, υπάρχουν εξαιρέσεις. Και σε κάποιες ομάδες γίνονται βήματα. Μόνο που οι εξαιρέσεις και τα βήματα δεν δημιουργούν νέα κουλτούρα, δεν δημιουργούν ρεύμα, δεν φέρνουν ακόμη νέα τάση, δεν αλλάζουν την παρωχημένη ελληνική επιχειρηματική νοοτροπία στο ποδόσφαιρο.
Στην Ελλάδα θα πρέπει να περιμένουμε είτε να εμφανιστούν πολυεθνικοί ιδιοκτήτες, που θα εφαρμόσουν τις πολυεθνικές πρακτικές και θα νοιαστούν για την εκπαίδευση και ανάδειξη στελεχών που προέρχονται από το ποδόσφαιρο, είτε να περάσουν δεκαετίες ώστε να αλλάξουν οι γενιές των ιδιοκτητών τόσο που να αλλάξουν και οι αντιλήψεις. Μόνο που και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται ότι θα πρέπει να ζήσουμε για χρόνια σε συνθήκες ποδοσφαιρικού lockdown, δηλαδή σε αυτή την καραντίνα που ετοιμάζεται να μπει το ελληνικό ποδόσφαιρο ως περίπου αποκλεισμένο από την προχωρημένη ποδοσφαιρικά Ευρώπη και περιορισμένο σε θεάματα της επαρχίας.
Πηγή: Gazzetta