Επιλογή Σελίδας

Ο Βασίλης Σαμπράκος αναλύει την απόδοση της ΑΕΚ απέναντι στον ΠΑΣ, στέκεται στην δεύτερη σερί καθίζηση της ομάδας του Μάσιμο Καρέρα στο β’ ημίχρονο, και αναρωτιέται για την επιλογή που θα κάνει ο Ιταλός προπονητής απέναντι σε μια ομάδα που παίζει σε πολύ υψηλό ρυθμό.

Το πρώτο της ημίχρονο απέναντι στον ΠΑΣ πιθανόν να ήταν το καλύτερο δείγμα παιχνιδιού που έχει δείξει ως τώρα στα επίσημα παιχνίδια της σεζόν η ΑΕΚ. Ήταν το καλύτερο δείγμα της σε σχέση με την ποιότητα της κατοχής της μπάλας, δηλαδή σχετικά με τους τρόπους ανάπτυξης των επιθέσεών της. Ήταν το καλύτερο δείγμα της σε ρυθμό, και αυτό συνέβη επειδή: 1. η ΑΕΚ αντιμετώπισε μια ομάδα που είχε διάθεση να παίξει ποδόσφαιρο και όχι να αμυνθεί με βάθος, και 2: επειδή η ΑΕΚ έδειξε δουλειά, δηλαδή ανέπτυξε επιθέσεις με ταχύτητα που δημιουργούσε την αίσθηση ότι οι ποδοσφαιριστές είχαν δουλέψει αποτελεσματικά με τον προπονητή πάνω στην εφαρμογή των συστημάτων που είχε επιλέξει για αυτό το παιχνίδι. Η συνεργασία των κεντρικών αμυντικών με – κυρίως αυτούς – τους κεντρικούς μέσους έφερνε αποτελεσματική ανάπτυξη στο πρώτο στάδιο των επιθέσεων. Κι ύστερα οι τακτικές κινήσεις των μεσοεπιθετικών και του σέντερ φορ δημιουργούσαν χώρους με συνέπεια η ΑΕΚ να κυκλοφορεί με άνεση την μπάλα (81% ακρίβεια στις μεταβιβάσεις), και να φτάνει στην αντίπαλη περιοχή. 

Σε αυτό το παιχνίδι, και ειδικά στο πρώτο ημίχρονο, η ΑΕΚ επιτέθηκε περισσότερο από ποτέ από τον κεντρικό άξονα (58%) με κάθετες μεταβιβάσεις που διαπερνούσαν τις δύο πρώτες γραμμές άμυνας του ΠΑΣ. Κι αυτό το πέτυχε χάρη στην κινητικότητα των ποδοσφαιριστών της, η οποία “επέτρεψε” στους μέσους και τους μεσοεπιθετικούς να έχουν επιλογές και να μεταβιβάζουν με ακρίβεια την μπάλα (Σάκχοφ 81%, Μαχαίρας 83%, Μάνταλος 83%, Τάνκοβιτς 88%, Αναριφάρντ 91%). 

Για να το κάνει όλο αυτό η ΑΕΚ χρειάστηκε να τρέξει πολύ, και με ένταση στο α’ ημίχρονο. Σε αυτό το διάστημα κατέγραψε, σύμφωνα με το Wyscout, τον υψηλότερο δείκτη έντασης του πρέσινγκ της. Στα πρώτα 30’ λεπτά του ματς κατέγραψε τα περισσότερα κλεψίματα. Δεν επανέκτησε την κατοχή της μπάλας περισσότερες φορές συγκριτικά με τον μέσο όρο της, αλλά αθροιστικά κέρδισε την κατοχή περισσότερες φορές -συγκριτικά με τον μέσο όρο της- στο μεσαίο και στο επιθετικό τρίτο του τερέν. Με άλλα λόγια, επειδή η στάση της ήταν πιο επιθετική και το πρέσινγκ της ξεκινούσε πιο ψηλά και είχε μεγαλύτερη ένταση, η ΑΕΚ ήταν πιο επικίνδυνη για τον αντίπαλο συγκριτικά με το “συνηθισμένο” της. Και αυτό το έκανε απέναντι σε μια από τις πιο καλοδουλεμένες ομάδες του ελληνικού πρωταθλήματος στη διάρκεια αυτών των πρώτων – θεωρητικώς – 6 αγωνιστικών. 

Η καθίζηση που παρουσιάζουν όλα τα στατιστικά δεδομένα της στο διάστημα από το 46’ έως περίπου το 70’ επιβεβαιώνουν την αίσθηση του θεατή του παιχνιδιού: για περίπου 25’ λεπτά η ΑΕΚ λύγιζε στην πίεση του ΠΑΣ και ένα μέρος της εξήγησης, εκτός από την απόδοση του αντιπάλου, ήταν η διαπίστωση ότι η ΑΕΚ έτρεξε λιγότερο και με λιγότερη ένταση με συνέπεια να γίνει περίπου παθητική στην άμυνα και να επιτρέπει στον αντίπαλο να φτάνει απέναντι σε μια εκτεθειμένη από παντού τελευταία αμυντική γραμμή. Στο β’ ημίχρονο η ΑΕΚ έχασε την μπάλα (58%-42% για τον ΠΑΣ), εκδήλωσε λιγότερες επιθέσεις, και δέχθηκε πίεση επειδή έπαψε η ίδια να είναι πιεστική, όπως πιστοποιούν οι δείκτες της απόδοσης της σε αυτό το κομμάτι (7.9 στο α ημίχρονο, 5.6 στο β’). 

Αυτή η εικόνα, σε συνέχεια της εικόνας που παρουσίασε απέναντι στην Μπράγκα, είναι ένα φυσιολογικό και συγχρόνως ανησυχητικό σημάδι ενόψει του αγώνα με την Λέστερ. Σε δύο σερί παιχνίδια η στρατηγική του Μάσιμο Καρέρα ήταν να βάλει την ΑΕΚ σε φουλ ένταση από την αρχή – στην Πορτογαλία επειδή εκτίμησε ότι αυτός ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος απέναντι σε μια ομάδα με υψηλό ρυθμό, στα Γιάννινα επειδή εκτίμησε ότι αυτή η επιλογή θα του φέρει το προβάδισμα στο σκορ για να το διαχειριστεί. Στην Πορτογαλία έπεσε έξω, στα Γιάννινα το αποτέλεσμα δικαίωσε την στρατηγική του. Και στα δύο παιχνίδια όμως η ΑΕΚ διαπίστωσε ότι αυτή την εποχή δεν είναι ακόμη έτοιμη να παίξει σε υψηλή ένταση για μεγάλο διάστημα αγώνα. Μια ομάδα που δεν άντεξε την προηγούμενη Πέμπτη ήταν λογικό να μην αντέξει και την Κυριακή. 

Η ανάλυση της απόδοσής της στα δύο τελευταία παιχνίδια οδηγεί στην εκτίμηση ότι αν η ΑΕΚ επιχειρήσει να παίξει στον αγγλικό ρυθμό απέναντι στην Λέστερ θα πάρει το ρίσκο να ξαναμείνει από δυνάμεις στο β’ ημίχρονο, δεδομένου μάλιστα ότι είναι αναγκασμένη να βασιστεί στους ίδιους κεντρικούς μέσους και σε αρκετούς ακόμη βασικούς των δύο τελευταίων αγώνων. 

Απέναντι σε μια ομάδα της οποίας το scouting report αναφέρει μεγάλη ικανότητα στο κλέψιμο της μπάλας στο αντίπαλο μισό του τερέν και υψηλό ρυθμό ανάπτυξης των επιθέσεων, ο Μάσιμο Καρέρα, ο οποίος αντιμετωπίζει μια μεγάλη πρόκληση απέναντι σε μια από τις πιο καλές αγγλικές ομάδες του τελευταίου καιρού, βρίσκεται μπροστά σε μια αποφασιστική επιλογή. Η μέχρι σήμερα συμπεριφορά της Λέστερ δημιουργεί την εικόνα μιας ομάδας με αδυναμία αντιμετώπισης των αντεπιθέσεων, όπως και των στατικών φάσεων. Θεωρητικά αυτές οι αδυναμίες προσφέρουν στην πρώτη ανάγνωση μια επιλογή στρατηγικής: αφήνεις την μπάλα στον αντίπαλο, αμύνεσαι με βάθος και ποντάρεις στην συνοχή και την συγκέντρωση της ομάδας σου, με στόχο να χτυπήσεις τον αντίπαλο σε ένα αδύναμο σημείο του, στις αντεπιθέσεις. Δεν υπάρχει όμως επιλογή χωρίς ρίσκο, και δεδομένου ότι ο Μπρένταν Ρότζερς σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει κατά πλειοψηφία τους “βασικούς” του, η Λέστερ θα έχει στο τερέν την ομαδική και ατομική ποιότητα για να εκμεταλλευθεί την κατοχή της μπάλας και να κουράσει το μυαλό και τα πόδια της ΑΕΚ ώστε να προκαλέσει τα λάθη που θα επιδιώξει να εκμεταλλευθεί. 

Δεν είναι καθόλου απλή και εύκολη η δουλειά της προεκτίμησης που κάνει ένας προπονητής όταν προσεγγίζει το παιχνίδι και ετοιμάζει μέσα από την προπόνηση την ιδέα του για τον συγκεκριμένο αγώνα. Γι’ αυτό αυτή του προπονητή είναι μια δουλειά που πληρώνει καλά. Και είμαι πολύ περίεργος να δω τι θα επιλέξει να κάνει ο Μάσιμο Καρέρα, σε ένα ματς που μπορεί να μεγαλώσει την αγωνιστική δυναμική της ΑΕΚ, αλλά και να την πληγώσει αν δεν το διαχειριστεί σοφά. 

Σε μια θεότρελη, ιστορικά, σεζόν, που τα επιστημονικά επιτελεία που υποστηρίζουν την δουλειά ενός προπονητή δεν μπορούν να βρουν τρόπο να “νικήσουν” τον ανθρώπινο παράγοντα και να προσφέρουν ποδοσφαιριστές με φορτισμένη μπαταρία, οι προπονητές χρειάζεται να γίνουν πιο δημιουργικοί και ευρηματικοί για να αντιμετωπίσουν αυτές τις πρωτόγνωρες προκλήσεις. Σε παιχνίδια σαν αυτό της Πέμπτης η ΑΕΚ έχει την ευκαιρία να γνωριστεί καλύτερα με τον προπονητή της. 

πηγή: gazzetta.gr