Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Οι Ιταλοί ονειρεύονταν να δουν στους εφετινούς ευρωπαϊκούς τελικούς τρεις ομάδες τους να κερδίζουν τα τρόπαια: αυτό θα ήταν ένα είδος θεαματικής επιστροφής του ποδοσφαίρου τους στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος μετά την απουσία της Εθνικής τους ομάδας από τα τελικά του παγκοσμίου κυπέλλου στο Κατάρ. Η Ρόμα, στο Γιουρόπα λιγκ, έπρεπε χθες βράδυ στη Βουδαπέστη ν ανοίξει τον χορό των κατακτήσεων. Δεν τα κατάφερε διότι δεν είναι ποτέ απλό (πόσο μάλλον εύκολο) να κερδίσει μια ομάδα (μια οποιαδήποτε ομάδα) την Σεβίλλη στο Γιουρόπα λιγκ. Οι Ανδαλουσιανοί έφτασαν στον τελικό κουβαλώντας έξι κατακτήσεις κι έχοντας πετάξει εκτός διοργάνωσης την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την Γιουβέντους. Όταν μιλάς για το Γιουρόπα λιγκ είναι εύκολο να πεις ότι στο τέλος κερδίζει η Σεβίλλη: την έχουμε ξαναδεί να κερδίζει και στα πέναλτι όπως χθες. Αυτό που δεν είχαμε ξαναδεί είναι το Μουρίνιο να χάνει ένα ευρωπαϊκό τελικό Μάη μήνα. Και μάλιστα έναν, που δεν μπορείς να πεις και ότι η ομάδα του ήταν χειρότερη από τον αντίπαλό της – καλύτερη σπανίως είναι έτσι κι αλλιώς. Αλλά σε μια δεύτερη σκέψη νομίζω πως ο Μουρίνιο κατάφερε πάλι αυτό που είναι βασικός του στόχος: ακόμα και μετά από ένα χαμένο τελικό κανείς δεν θα του χρεώσει το παραμικρό. Η Ρόμα έχασε ένα ακόμα ευρωπαϊκό τρόπαιο. Αυτός θα έχει να λέει πως και με την συγκεκριμένη ομάδα πέτυχε το καλύτερο δυνατό. Κι ας μην πέτυχε ειδικά φέτος απολύτως τίποτα.
Όλα σε ένα ματς
Υπάρχει ένα ωραίο παράδοξο στην εφετινή σεζόν του Μουρίνιο: μολονότι όταν η σεζόν ξεκίνησε όλοι πίστευαν ότι θα κριθεί κυρίως από τις εμφανίσεις της Ρόμα στο ιταλικό πρωτάθλημα (το οποίο ήθελε να διεκδικήσει και για αυτό πήρε μαζί του έναν που το ιταλικό πρωταθλήματα ξέρει να το κερδίζει, δηλαδή τον Πάολο Ντιμπάλα) εν τούτοις η χρονιά του έφτασε να κριθεί χάρη σε ένα ευρωπαϊκό τελικό και θα ήταν επιτυχημένη μόνο με μια ευρωπαϊκή επιτυχία. Στο τέλος της σεζόν ο πανέξυπνος Μουρίνιο βλέποντας ότι η Ρόμα δυσκολευόταν να αποκτήσει έστω και στο παρά πέντε τα χαρακτηριστικά των ομάδων του (πχ δεν έπαιζε την καλύτερη δυνατή άμυνα) αποφάσισε να αφήσει κάθε διεκδίκηση που είχε σχέση με το καμπιονάτο και να επικεντρωθεί στο Γιουρόπα λιγκ βλέποντας και τις βολικές κληρώσεις που είχε η ομάδα του μέχρι τον τελικό. Και κάπως έτσι, εν μέσω και διάφορων προβλημάτων είναι αλήθεια, έφτασε με την Ρόμα στον τελικό όπου για να κερδίσει το τρόπαιο έπρεπε να κάνει κάτι που επίσης ξέρει όσο λίγοι προπονητές του καιρού μας: να δει την ομάδα του να κάνει στον τελικό το καλύτερο δυνατό παιγνίδι. Για την ακρίβεια να κάνει το καταλληλότερο παιγνίδι, την καταλληλότερη στιγμή.
Τραπεζικοί και άλλοι λογαριασμοί
Η ιστορία του Μουρίνιο είναι η ιστορία του προπονητή που λάτρεψε την νίκη πιο πολύ κι από το ποδόσφαιρο – το ξέρουμε όλοι. Η τεράστια σιγουριά του Μουρίνιο, το σήμα κατατεθέν όχι της δουλειά του αλλά της προσωπικότητας του, προέκυψε αρχικά χάρη στις νίκες με την Πόρτο στην Πορτογαλία – επιτυχίες, που είχαν τη σφραγίδα του προέδρου Ντα Κόστα. Στη συνέχεια ο Μουρίνιο είχε την τύχη να διαχειριστεί τέσσερα τουλάχιστον τεράστια πορτοφόλια: του Ρομάν Αμπράμοβιτς, του Μάσιμο Μοράτι, της Ρεάλ, που τον φώναξε κάποτε για να φρενάρει την Μπάρτσα και φυσικά της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που τον προσέλαβε με τις ευλογίες του Σερ Αλεξ ποντάροντας στην προσωπικότητα του. Παραδόξως οι επιτυχίες του και η εμπιστοσύνη όλων αυτών των σημαντικών ομάδων (και των παραγόντων τους) τον έκανε ακόμα πιο πολύ φοβιτσιάρη, ακόμα πιο λάτρη της άμυνας, ακόμα μεγαλύτερο καταστροφέα του παιγνιδιού. Το στρες, που συχνά νοιώθεις, όταν δουλεύεις για απαιτητικά αφεντικά, τον κατέβαλε: έφτασε να παίζει τα κρίσιμα ματς με σκοπό να μην χάνει, βασιζόμενος σε τρόπους εντυπωσιακά προβλέψιμους. Αλλά παράλληλα (κι αυτό έχει ενδιαφέρον) το προσωπικό του κέρδος (σε επίπεδο υστεροφημίας τουλάχιστον) μεγάλωνε διαρκώς όσο και οι τραπεζικοί λογαριασμοί του: δεν θυμάμαι ποια ακριβώς στιγμή άρχισαν να τον αποκαλούν Special One, είμαι όμως βέβαιος πως αυτό συνέβη σε μια στιγμή που δεν έκανε τίποτα το σπέσιαλ. Πέρα φυσικά από νίκες, που κρίνοντας τες με βάση τα μπάτζετ που διαχειρίστηκε και τους παίκτες που είχε στα χέρια του δεν ήταν και τίποτα τρομερό.
Επιλογή απελευθέρωσης
Η Ρόμα, υπό αυτό το πρίσμα, υπήρξε μια επιλογή απελευθέρωσης από την υποχρέωση της επιτυχίας: ήταν σαν μια επιστροφή στην Πόρτο. Κανείς δεν περίμενε από αυτόν να κερδίσει μαζί της το πρωτάθλημα – πόσο μάλλον ένα σημαντικό ευρωπαϊκό τρόπαιο. Κάθε νίκη της ήταν δική του και κάθε αποτυχία της ένα είδος ρουτίνας. Κι φυσικά μόνο εκεί θα μπορούσε να σώσει μια ολόκληρη χρονιά με ένα μόνο ματς: όταν ο Ντιμπάλα άνοιξε το σκορ μετά την ωραία μπαλιά του Μαντσίνι έβλεπα ήδη τους αποθεωτικούς τίτλους όχι στην Ιταλία, αλλά σε όλο τον κόσμο. Το 2014 μετά την ντροπιαστική ήττα από τους Γερμανούς οι Βραζιλιάνοι συζητούσαν σοβαρά να τον πάρουν προπονητή στην Εθνική τον Μουρίνιο γιατί τις νίκες, όταν σου λείπουν τις αγαπάς, πολύ. Κι ο Μου που θα κέρδιζε τον δεύτερο σερί ευρωπαϊκό τελικό του με την Ρόμα θα ήταν πάλι ο Βασιλιάς του κόσμου. Τι βασιλιάς; Σωστός Αυτοκράτορας αφού για τη Ρώμη μιλάμε.
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ομολογώ ότι στο πρώτο μισάωρο του ματς άρχισα να πιστεύω πως όλη αυτή η υπερβολή με την οποία περιγράφονται τα κατά καιρούς κατορθώματα του είναι η αρμόζουσα: η Ρόμα του ήταν «τετράγωνη» όσο ποτέ φέτος, αμυντικά συμπαγής και στέρεη, αλλά και επιθετικά ενδιαφέρουσα – στο μέτρο που μπορούσε να δημιουργεί ευκαιρίες με τρεις, τέσσερις όλους κι όλους παίκτες.
Πίστεψα ότι η συνταγή του Μου θα είχε πάλι αποτέλεσμα. Αλλά στη γνωστή ιστορία του βάτραχου και του σκορπιού ο Μουρίνιο είναι πάντα ο σκορπιός: δεν είναι στην φύση του να αποφύγει τον πειρασμό της σκοπιμότητας ακόμα κι όταν η ίδια η ανάγκη για τη νίκη φωνάζει πως χρειάζεται να παίξεις για να κερδίσεις κι όχι να αμυνθείς. Κι έτσι αντί να «σκοτώσει» την Σεβίλλη την έβαλε στο ματς. Και η οπισθοχώρηση αυτή τη φορά τιμωρήθηκε με τον πιο σκληρό τρόπο: με ένα αυτογκόλ του Μαντσίνι που στη φάση της ισοφάρισης βρισκόταν σε μια άμυνα που έπαιζε τόσο πίσω ώστε παραλίγο ο ίδιος να μπει στο τέρμα μαζί με την μπάλα. Η Ρόμα ήταν επικίνδυνη κάθε φορά που πλησίαζε, αλλά έπαιζε λίγο. Και η Σεβίλλη την τιμώρησε γιατί συνταγή νίκης έχει κι αυτή. Χωρίς Special One και χωρίς 80 χιλιάδες οπαδούς που κατέκλυσαν το Ολίμπικο της Ρώμης για να δουν στα μάτριξ το ματς όλοι μαζί και μετά να ξεχυθούν στην Αιώνια Πόλη για να κάνουν την νύχτα μέρα.
Στο τέλος η Ρόμα έχασε στην διαδικασία που κανείς προπονητής δεν μπορεί να κάνει τίποτα: στα πέναλτι. Αλλά όλο αυτό το ψυχόδραμα ο Μουρίνιο το έφερε πάλι στα μέτρα του. Εδειξε πόσο αγαπάει τους παίκτες του, πήρε τα μπράβο των Ιταλών σχολιαστών γιατί αιφνιδίασε την Σεβίλλη με την χρησιμοποίηση του Ντιμπάλα από το πρώτο λεπτό, επιτέθηκε στον διαιτητή Τέιλορ με τον οποίο οι Ιταλοί «βράζουν», δήλωσε κι άτυχος γιατί στα πέναλτι δεν είχε τους καλούς εκτελεστές του καθώς ο Ντιμπάλα, ο Εϊμπραχαμ κι ο Πελεγκρίνι είχαν βγει από το ματς ενώ ο Μάτιτς ήταν τραυματίας. Αν είχε πάρει το τρόπαιο θα ήταν ο υπερσπέσιαλ ουαν, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, αλλά για τον ίδιο σημασία έχει πως είναι πάντα ο Μουρίνιο. Που για τους πολλούς έκανε μια τεράστια επιτυχία φτάνοντας με αυτή τη Ρόμα σε ένα τελικό – το ποιος την έβαλε να παίζει έτσι για κάποιο λόγο, στην περίπτωση του Μου έχει μικρή σημασία.
Και πάλι Σεβίλλη
Η Σεβίλλη τα κατάφερε πάλι. Φέτος άλλαξε τρεις προπονητές κι ο τελευταίος και λιγότερο διαφημισμένος 62χρονος Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ αποδείχτηκε ο καταλληλότερος: διόρθωσε την άμυνα της και αυτό αρκούσε για να κλείσει τη χρονιά της με ένα θρίαμβο – στην επίθεση άλλωστε με τον Ελ Νασίρι, τον Λαμέλα και τον Ράκιτις σε ρόλο «ντίζελ δεκαριού» λύσεις είχε ενώ ο Μπόνο είναι ένας καταπληκτικός τερματοφύλακας. Πριν μερικά χρόνια όταν είχε πάλι κερδίσει το Γιουρόπα λιγκ είχα γράψει ότι το μυστικό της καταπληκτικής αυτής ομάδας είναι η ίδια η πόλη που την φιλοξενεί.
Να ξαναδιαβάσετε σήμερα το κομμάτι. Στον παράδεισο δεν υπάρχει περιθώριο για πίκρα. Στη Ρώμη η πίκρα είναι συχνό φαινόμενο. Να δούμε αν θα ακολουθήσουν και οι διωγμοί.
Πηγή: Κάρπετ Show