Των Νίκη Μπάκουλη & Γιάννη Ζωιτού
Το ‘Χατζηβρέττας’ ενδεχομένως να είναι το πιο γνωστό επίθετο στον Εύοσμο. Έτσι μας τα είπαν οι Θεσσαλονικείς φίλοι, έτσι σας τα λέμε.Δεδομένα ο Εύοσμος (Κορδελιό-Εύοσμος, για να είμαστε ακριβείς) είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος δήμος της Θεσσαλονίκης, που για χρόνια είχε δήμαρχο τον Δημήτρη Χατζηβρέττα. Ο Γιώργος (Χατζηβρέττας) είναι δικηγόρος και Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου. Θα μας επιτρέψεις να επιμείνουμε πως γενικά, ο πιο γνωστός Χατζηβρέττας είναι ο Νίκος, τον οποίον και συναντήσαμε στην έδρα του. Κυριολεκτικά.
Aυτό που μόλις είδες, το έφτιαξε μόνος του, στον Εύοσμο, όπου γεννήθηκε και από όπου έφυγε, μόνο όταν έκανε καριέρα στον Παναθηναϊκό και την ΤΣΣΚΑ. “Ήταν μικρή περιοχή σε σχέση με αυτό που βλέπεις σήμερα. Ήμασταν 30.000 κάτοικοι όλοι κι όλοι -τους ήξερα όλους- και τώρα μπορεί να έχουμε φτάσει τους 120.000. Εμείς βέβαια, συνεχίζουμε να το βλέπουμε σαν χωριό. Είναι όμορφα και δίπλα στο κέντρο”. Και δεν θέλω να σου μιλήσω για το πάρκινγκ, στη Θεσσαλονίκη. Θέλω όμως, να σου μιλήσω για την ακαδημία και το ιδιόκτητο γήπεδο του Νίκου.
“Δεν ήμουν ποτέ ο χαρακτήρας που έπαιρνε τα μεγάλα ρίσκα. Ανέκαθεν ήμουν χαμηλών τόνων. Διαπίστωσα όμως, πως οι χώροι άθλησης ήταν περιορισμένοι -τα πράγματα έχουν αλλάξει από όταν ήμουν εγώ παιδί- και θελήσαμε να κάνουμε κάτι για αυτό“. Όπως θα διαπιστώσεις στη συνέχεια, ο πληθυντικός δεν είναι ευγενείας, αλλά ουσίας. Εννοεί τους συνοδοιπόρους του σε αυτήν τη ζωή, είτε πρόκειται για τη σύζυγο του, είτε για τους συμπαίκτες του. Στο μυαλό του Νίκου, η ζωή είναι πολύ πιο ωραία, όταν τη μοιράζεσαι. “Η ηρεμία δεν πάει ποτέ παρέα με το να κάνεις αυτό που θες, στο 100%. Θα προκύψουν ζόρια. Ζητούμενο λοιπόν, είναι να κάνεις αυτό που αγαπάς -όπως εσύ το θες- χωρίς να τρως κάθε μέρα… τάπες και να λες ‘τι θέλω εγώ εδώ'”.
Τις εγκαταστάσεις τις σχεδίασε ο ίδιος, τις πλήρωσε -ο ίδιος- και τις φροντίζει -ο ίδιος. Η Ακαδημία 10Α διαθέτει γήπεδο που χρειάζεται πολύ ψάξιμο για να βρεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Στην πράξη, ο Νίκος έκανε ό,τι πιο επαγγελματικό μπορείς να βρεις στην Ελλάδα, σε όλα τα επίπεδα. Από αυτό των εγκαταστάσεων έως το site. Σε αυτό μπορείς να βρεις τη φιλοσοφία πίσω από το δημιούργημα. Θα διαπιστώσεις είναι αυτή βάσει της οποίας κινήθηκε και εξακολουθεί να κινείται στη ζωή αυτός ο άνθρωπος.
Διάλεξε ένα απόσπασμα από έργο του Νίκου Καζαντζάκη (από το “Ταξιδεύοντας: Αγγλία” και μετά τη σχετική πρόταση της -φιλόλογου- συζύγου του). Έχει ενδιαφέρον να το διαβάσεις όλο. Ολοκληρώνεται ως εξής: “Δεν πρέπει να ντρέπεσαι πως νικήθηκες· πρέπει να ντρέπεσαι μονάχα όταν έπαιξες κακά και γι’ αυτό νικήθηκες· ή —κι αυτό είναι το χειρότερο— πρέπει να ντρέπεσαι όταν νίκησες παίζοντας κακά ή άτιμα”. Δεν βλέπεις αχνή τη φωτογραφία του Νίκου στο background;
“Αυτό που θέλουμε είναι να έχουμε τα παιδιά από μικρή ηλικία και να συνεχίζουν εδώ, βάσει της συγκεκριμένης φιλοσοφίας. Δεν θέλουμε να μπαίνουμε στη διαδικασία να ψάχνουμε. Ούτε να έχουμε επαφές, για να κάνουμε πολλές μεταγραφές. Μας ενδιαφέρει τα παιδιά που ξεκινούν εδώ, να μπαίνουν σε μια βάση και -άσχετα από το πόσο καλοί είναι- να δουλεύουν. Να είμαστε ομάδα, να προσπαθούμε να βγάλουμε στο γήπεδο την καλύτερη εικόνα που μπορούμε να βγάλουμε
ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, ΓΙΑΤΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ, ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Τα πιο μικρά από τα εκατοντάδες παιδιά που μαθαίνουν το σπορ στην ακαδημία του Νίκου είναι 6 χρόνων. “Το αρχικό στάδιο είναι παιχνιώδης κατάσταση. Μαθαίνουν κάποια πράγματα για να μπαίνουν στο κλίμα. Να μάθουν να συνεργάζονται, ν’ ακούν και να πειθαρχούν στους προπονητές, να μπαίνουν σε μια τάξη, σε μια σειρά. Να προσπαθούν να είναι σε μια ομάδα που όταν τους πουν κάτι θα προσπαθήσουν να το κάνουν. Σιγά-σιγά βέβαια, αφού πιο πολύ έχει παιχνίδι σε αυτές τις ηλικίες“.
Δεν τον είχαν όμηρο σε μπουντρούμι, για δεκαετίες και τον απελευθέρωσαν πρόσφατα. Έχει πλήρη γνώση της πραγματικότητας. Την έζησε ως παίκτης και εξακολουθεί να τη ζει ως υπεύθυνος μιας σχολής, στην οποία βρίσκεται τις περισσότερες ώρες της ημέρας για να διασφαλίσει πως η φιλοσοφία θα τηρηθεί -μέχρι τελείας. “Ξέρω πως όλοι θέλουν να νικούν. Εμείς ωστόσο, δουλεύουμε ένα συγκεκριμένο σύστημα, με σταθμούς. Το είχαμε εφαρμόσει από την πρώτη χρονιά και έμεινε ως στιλ προπόνησης. Αν ένα παιδί παίζει ήδη ένα ή 1,5 χρόνο, δεν μπορεί να μπει μ’ ένα που μόλις ήρθε. Το ένα έχει μάθει τα βασικά, έχει πάει από το ένα, στο δύο και το τρία και προσπαθούμε να το πάμε στο 4. Το άλλο είναι στο μηδέν και επιδίωξη μας είναι να το πάμε στο 1.
Αν τα βάλουμε μαζί, το αρχάριο δεν θα μάθει σωστά τα βασικά και το πιο προχωρημένο -από το αρχάριο- δεν θα βελτιωθεί. Γι’ αυτό και μπαίνουν σε γκρουπ, ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Αυτό βοηθάει τα παιδιά να μάθουν να προχωρούν. Δεν μας ενδιαφέρει να κερδίζει η μία ομάδα και η άλλη να χάνει. Η προτεραιότητα μας είναι να μάθουν τα παιδιά το παιχνίδι, με αρχές και σειρά. Να μη μένουν κενά. Να μην αναρωτιούνται τι έγινε. Αυτό είναι το πρόβλημα με το αναπτυξιακό μας σύστημα: δεν έχουμε υπομονή. Βιαζόμαστε πολύ να νικήσουμε, να βγούμε πρώτοι, να βγάλουμε κάτι. Το αποτέλεσμα είναι να χάνουν πολλά παιδιά την ‘προίκα’, το να μάθουν τα βασικά στοιχεία του παιχνιδιού. Όταν χωρίς να έχουν μάθει τα παιδιά να ντριμπλάρουν, τους ζητάς να εκτελέσουν συστήματα υπάρχει πρόβλημα. Πολλοί ξεχνούν τη βάση, στην οποία επιστρέφεις ακόμα κι όταν είσαι παίκτης κορυφαίου επιπέδου. Η βάση είναι αυτή που θα σε κρατήσει και στα πιο δύσκολα”.
Αυτό που φαίνεται να ‘χουμε ξεχάσει -όχι μόνο εμείς, παγκοσμίως αν κρίνουμε και από τα φετινά αφιερώματα των Αμερικανών στους παίκτες που κάνουν το κοινώς λεγόμενο eurostep, το οποίο ‘υπάρχει’ από τη δεκαετία του ’60 και είναι από τα πρώτα που μαθαίνουν τα παιδιά που ασχολούνται με το σπορ. Ασχέτως από το αν μετά, δεν το χρησιμοποιούν.
“Δεν είναι μονάχα η ατομική τεχνική που πρέπει να δουλεύεται, καθημερινά και συνέχεια, από τις ομάδες. Υπάρχει και η ομαδική λειτουργία. Αυτό δεν σημαίνει πως ‘βάζω πέντε παίκτες και τους λέω τι θα κάνουν’. Υπάρχουν συγκεκριμένες αρχές που αφορούν τα βασικά που οφείλουμε να μαθαίνουμε στα παιδιά. Αν μάθεις να παίζεις μ’ έναν συγκεκριμένο ρυθμό, πολύ δύσκολα θ’ αλλάξεις. Θα πρέπει να βάλεις από την αρχή πράγματα στο παιχνίδι σου. Φερ’ ειπείν, ένας προπονητής της Α1 έχει την υπομονή -και κυρίως το χρόνο- να κάτσει δουλέψει αυτά τα πράγματα με τους παίκτες του; Σκέψου πως δεν ξέρει ότι αύριο-μεθαύριο δεν θα είναι στη θέση του. Άρα, όχι. Δεν έχει το χρόνο“.
“Για να μάθεις να νικάς, μαθαίνεις πρώτα να χάνεις”
Προφανώς και όσα έχει σκαρφιστεί για να βοηθήσει τα παιδιά που επιλέγουν την ακαδημία του, κατ’ αρχάς να αγαπήσουν το σπορ, μετά να διασκεδάζουν παρέα με την πορτοκαλί μπάλα και έπειτα -αν διαθέτουν όσα χρειάζονται και τη θέληση να δουλέψουν σκληρά- κάποια να κάνουν καριέρα, ήταν απόρροια όσων έζησε εκείνος. Ή όσων καταλαβαίνει τώρα πως του έλειψαν -ή ότι θα τα χρειαζόταν.
“Δημιούργησα την ακαδημία πριν 7 χρόνια και με βοήθησαν τα βιώματα, οι παραστάσεις και οι προπονητές που είχα, από μικρή ηλικία έως και την επαγγελματική καριέρα. Τα πρώτα δυο χρόνια ήμουν στο γήπεδο, παρακολουθούσα, μάθαινα. Σιγά σιγά συνδύασα αυτά που είχα μάθει με εκείνα που είχα ζήσει. Κάποια στιγμή ήταν σαν να ‘κούμπωσαν'”.
ΕΙΧΑ ΤΟΝ ΟΜΠΡΑΝΤΟΒΙΤΣ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗ, ΓΙΑ ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ. ΔΟΥΛΕΥΕ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΤΡΕΞΟΥΜΕ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ, ΠΩΣ ΘΑ ΒΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΡΙΝ. ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟΣ
Στην παρούσα φάση έχει τα μικρά, το παιδικό και τα μίνι. Κάνει πέντε προπονήσεις τη μέρα, το Σάββατο και την Κυριακή και 3 καθημερινές. “Αν έχω δυνάμεις; Πάντα! Έμαθα να δουλεύω συνέχεια στα ‘κόκκινα’. Αν δεν μάθεις σε αυτόν τον τρόπο, δεν αποκτάς αντοχές. Άσε που όταν κάθεσαι και δεν κάνεις κάτι, σου φαίνεται άσχημο. (γελάει)Όταν κάνεις κάτι που αγαπάς, δεν καταλαβαίνεις πόσες ώρες αφιερώνεις. Το αγαπάς και το κάνεις. Δεν λες ότι είναι κουραστικό. Περνάω πολύ καλά. Είμαι με τα παιδιά από μικρή ηλικία, παίζω μαζί τους, χάνω και κερδίζω μαζί τους, τα βλέπω να μεγαλώνουν“. Είπε πρώτα ‘χάνω’.“Ναι, γιατί πρέπει να χάσεις για να μάθεις. Πέρυσι βγήκαμε πρώτοι, στους Παίδες στη Θεσσαλονίκη και πήγαμε στο Πανελλήνιο. Όταν παίζαμε εδώ, είχαμε χάσει 4 παιχνίδια, με μεγάλες διαφορές. Ήταν ένα πολύ μεγάλο μάθημα και όταν ήρθε η ώρα να παίξουμε στα πλέι οφ, όλο αυτό -που σκύψαμε το κεφάλι και δουλέψαμε- έφερε ανταμοιβή. Και η ήττα, αλλά και η κακή εμφάνιση είναι μάθημα για να γίνεις καλύτερος“.
“Η ομάδα ειναι αυτή που βοηθά έναν παίκτη να αναδειχθεί”
Ο πρόλογος της ιστορίας του αφορούσε τον Εύοσμο (φευ) και τα ανοιχτά γήπεδα της περιοχής. “Τότε δεν είχαμε κλειστά” ενημερώνει. Και όχι, το μπάσκετ δεν ήταν το πρώτο σπορ που δοκίμασε. Αυτό ήταν το ποδόσφαιρο. “Μάλιστα έπαιξα στον Αγροτικό Αστέρα έπαιξα 2-3 χρόνια“. Τη θέση μπορείς να τη φανταστείς. Αν όχι να σου πει. “Ήμουν στην άμυνα” (γελάει)
Μετά ήλθε ο άθλος του ’87 και αλλαγή προορισμού για άπειρα παιδιά. Ένα ήταν ο Νίκος. Ο οποίος Νίκος δεν ξεχώρισε ποτέ, για το τεράστιο ταλέντο που ‘χε. Εννοώ δεν ήταν από αυτούς που ευλογήθηκαν με καντάρια ταλέντου. Ήταν από εκείνους που δούλεψαν πολύ περισσότερο από την συντριπτική πλειοψηφία και βρήκε τον τρόπο να είναι χρήσιμος, στους κορυφαίους προπονητές.
“Οι παίκτες-φαινόμενα είναι λίγοι. Εννοώ αυτούς που θα είναι αρκετό να κάνουν τη μισή δουλειά από αυτήν που κάνουν οι άλλοι και να μπορούν να ανταποκριθούν στο ίδιο ή και σε υψηλότερο επίπεδο. Είναι τόσο λίγοι που μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών. Όλοι οι άλλοι έχουν δουλέψει πολύ, για να είναι στην ελίτ. Σίγουρα έχουν ταλέντο, ικανότητα, αθλητικά και πνευματικά προσόντα, γιατί όλα αυτά είναι συνδυασμός, αλλά πιστεύω πως μόνο το 1%, παίζει χάρη στο χάρισμα”.
Πίσω στη δική του αρχή, όταν πήγε στον Αίαντα (το 1990, σε ηλικία 13 χρόνων) η ομάδα ήταν στο Β’ τοπικό πρωτάθλημα.“Ανεβήκαμε μέχρι Β’ Εθνική και όλο αυτό με βοήθησε σε επίπεδο αυτοπεποίθησης“. Ναι, έπαιζε καλά. “Η ομάδα ωστόσο, είναι πάντα αυτή που βοηθάει τον παίκτη να αναδειχθεί. Ήμασταν μια νεαρή ομάδα που δούλευε πολύ. Είχε οργάνωση ο σύλλογος και μάς πρόσεχε πολύ. Μόνο έτσι μπορείς να αναδειχθείς. Από μικροί είχαμε τον Ιορδάνη, ο οποίος είναι φίλος μου ακόμα, ο οποίος μας έτρεχε. Έψαχνε να βρει προπονητές, για να μας κάνουν έξτρα προπονήσεις. Έψαχνε και έφερνε γυμναστές. Υπήρχε ρομαντισμός”.
Αυτό ήταν το μυστικό του Αίαντα “μιας ομάδας, χωρίς τίποτα, που οργανώθηκε με τις ακαδημίες της και έφτασε Β’ Εθνική. Δεν υπήρχε καν γήπεδο. Έτσι ‘χτίστηκε’ μια ομάδα, πρώτα με τα παιδιά της γειτονιάς και μετά ήλθαν κάποια από άλλες περιοχές. Και μέσα από αυτήν την κατάσταση, φάνηκαν οι παίκτες. Έτσι εμφανίστηκε ο Ηρακλής. Και πάλι, ήταν η ομάδα που με βοήθησε να πάω, να εξελιχθώ. Τότε κάποιοι ζητούσαν τον ουρανό με τα άστρα, για να γίνει μια μεταγραφή. Οι άνθρωποι του Αίαντα, που μακάρι να υπήρχαν και τώρα, είχαν δουλέψει πάρα πολύ για να φτιάξουν ό,τι έφτιαξαν, χωρίς να χάσουν το ρομαντισμό τους. Έτσι, με άφησαν να πάω, ζητώντας ένα λογικό ποσό“.
Στον Ηρακλή αντάμωσε με το ‘κεφάλαιο’ της ελληνικής πραγματικότητας, που λέγεται Λάζαρος Παπαδόπουλος. “Με τον Λάζαρο ήμασταν γειτονιά και πιο νωρίς. Έμενε στην Σταυρούπολη. Όταν πήγε στον Ηρακλή, μετακόμισε δίπλα στο γήπεδο -εγώ έμεινα στον Ευόσμο (φευ). Δεν ήμουν μικρός όταν έφυγα για τον Ηρακλή (1997). Είχα φτάσει τα 20. Πήγα έτοιμος, γιατί έπαιζα στη Γ’ Εθνική ένα χρόνο, ενώ είχα πρωταγωνιστικό ρόλο στα τοπικά, από τα 15.
Αν θα είχα μια συμβουλή να δώσω σε ένα παιδί είναι να πηγαίνει σε πιο ανταγωνιστικά επίπεδα, με παίκτες που θα το ‘σπρώξουν’ να γίνει καλύτερος, που θα το ‘ταρακουνήσουν’, που θα το ξεβολέψουν και θα το κάνουν να θέλει να δουλέψει περισσότερο, ώστε να βρει τους τρόπους να τους νικήσει. Και να επιβιώσει. Αυτό συνέβη σε εμένα. Για να έχεις κίνητρο να δουλέψεις περισσότερο, πρέπει να φας ‘σφαλιάρες’. Εννοώ να αντιμετωπίσεις πιο ψηλούς και πιο δυνατούς παίκτες, σε ένα περισσότερο ανταγωνιστικό επίπεδο.
Αν σου λένε από 15 χρόνων, ‘εσύ αγόρι μου είσαι και κανένας άλλος’, μοιραία θα χαζέψεις. Αν όμως, έχεις χαμηλά την μπάλα μπορείς να κάνεις τα πάντα. Στην εποχή μας ήμασταν τυχεροί, γιατί δεν είχαμε αυτό με τους γονείς που παρακολουθούν με τρέλα κάθε προπόνηση. Δεν τους ένοιαζε τόσο. Υπήρχε ελευθερία, πήγαινες με τα πόδια στο γήπεδο και ήξερε ο γονιός ότι ήσουν εκεί. Ούτε τηλέφωνα υπήρχαν τότε ή social media.Tώρα οι γονείς είναι αγχωμένοι, γιατί βλέπουν ένα παιδί να είναι καλό, στην ηλικία του και αυτομάτως πιστεύουν ότι είναι ο καλύτερος όλων. Αν δεν το αφήσεις ελεύθερο ένα τέτοιο παιδί, σ’ ένα περιβάλλον που θα το βοηθήσει, αν το μπερδεύεις και μπλέκεις και μάνατζερ -που πια τρέχουν να προλάβουν το φαινόμενο από τα 13-, αρχίζει η τρέλα που στο τέλος γίνεται αρρώστια“. Και ο χαμένος είναι το παιδί.
Οι συγκυρίες άλλαξαν την καριέρα του -και του Διαμαντίδη
Του λέμε πως οι Σέρβοι ανέκαθεν γελούσαν με την ελληνική συνήθεια να χαρακτηρίζουμε ως ‘ταλέντα’ αθλητές που είναι 19-20 χρόνων. “Σε αυτές τις ηλικίες πρέπει να είσαι έτοιμος να παίξεις. Στην Ελλάδα τελειώνει το εφηβικό στα 18 και έχουμε παίξει μόνο σ’ αυτό το επίπεδο. Όταν έπαιζα Γ’ Εθνική με τον Αίαντα, ο Διαμαντίδης ήταν 16 χρόνων και έπαιζε 20-25 λεπτά σε κάθε ματς της Καστοριάς, το ίδιο ο Τσαρτσαρής στη Βέροια και ούτω καθ’ εξής. Εμείς βέβαια, ‘ανεβήκαμε’ κατηγορία. Η Καστοριά ήταν δεύτερη (γέλια). Τους κερδίσαμε στην έδρα τους και προκριθήκαμε.
Την εποχή που ο Δημήτρης ήλθε στον Ηρακλή (1999) ήταν 19 και είχε ήδη 3-4 σεζόν σε ανδρικό επίπεδο -ασχέτως αν υπάρχει διαφορά δυναμικότητας. Είχαμε τότε, στον ‘άσο’ τους Καράσεφ, Χάρη Μαρκόπουλο και Σαντάντζελο. Ο τελευταίος έφυγε, ήλθε η κακιά η ώρα με τον Χάρη και έμεινε μόνο ο Καράσεφ. Παρ’ ότι ο Δημήτρης ήταν από τη φύση του πλέι μέικερ, έπαιζε ως τριάρι, έως ότου ελλείψει άλλης επιλογής, τον έβαλαν στο ‘1’. Μετά 4-5 παιχνίδια, ο Ιωαννίδης τον κάλεσε στην Εθνική και έπειτα έγινε βασικό κομμάτι του Ηρακλή.
Στη δική μου πρώτη χρονιά, έμεινα εκτός του πρώτου γύρου. Εννοώ δεν αγωνίστηκα, γιατί είχαμε κάποιους πιο έμπειρους παίκτες στη θέση μου, τους Ποδαρά και Μαμαντζιόλα. Επειδή η ομάδα δεν είχε κάνει καλή πορεία, ο κόουτς Αλεξανδρής αποφάσισε να δώσει μια ευκαιρία στους νέους -δηλαδή σε εμένα και στον Λάζαρο. Μας εμπιστεύτηκε, γιατί η ομάδα είχε πρόγραμμα με τα νέα παιδιά. Πήρε τον Λάζαρο κι εμένα, ήρθε μετά ο Διαμαντίδης, ο Βαγγέλης Μαργαρίτης, ο Σχορτσανίτης, ο Χάρης Μαρκόπουλος. Παιδιά που έπαιξαν.
Αν δεν ήταν οι συγκυρίες και δεν είχε παίξει ο Διαμαντίδης ως πλέι μέικερ, μπορεί να τον έδιναν δανεικό και να ‘χανόταν’. Ο Χάρης ήταν παίκτης με τεράστιο ταλέντο, προορισμένος για μεγάλη καριέρα. Αλλά δεν είχε τύχη. Δεν αρκεί να είσαι καλός. Πρέπει να σε βοηθήσουν και άλλα πράγματα”.
Το βασικό στοιχείο για να μάθεις να κερδίζεις
Ο Χατζηβρέττας, όπως και ο Διαμαντίδης δεν είχαν εντοπιστεί, από μικροί, από το αναπτυξιακό πρόγραμμα που λέει ότι έχει εδώ και πολλά χρόνια, η Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης. Τους ‘πήραν’ είδηση, αφότου πήγαν στον Ηρακλή. Και δεν ήταν οι μόνοι. “Το 1999 μας κάλεσαν με τον Παπαλουκά στην Εθνική Ελπίδων και έκοψαν τον Θοδωρή“. Άπαξ βέβαια, και ‘βρέθηκαν’ όλοι στην Ανδρών, τους έμαθαν σε όλην την Ευρώπη, ως επιτυχημένη παρέα -γιατί ως μενονωμένες περιπτώσεις ήταν ήδη στην ελίτ.
“Το σημαντικό με την Εθνική είναι πως κανείς δεν καταλάβαινε τότε αυτό που λένε μέχρι σήμερα: πως όλοι μας ήμασταν σε μεγάλες ομάδες και πρωταγωνιστούσαμε. Ήμασταν χαμηλών τόνων, μας άρεσε αυτό που κάναμε, μας άρεσε να δουλεύουμε, είχαμε αφοσίωση και προσήλωση γιατί ξέραμε πως μόνο έτσι θα επιτύχουμε. Πιστεύω ότι αν δίναμε βάση σε αυτό που ακουγόταν, θα μας έκανε κακό. Ακόμα και να περνούσε από το μυαλό μας ως σκέψη, ότι ήμασταν καλοί, θα μας έκανε κακό.
ΑΝ ΕΛΕΓΕΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΘΑ ΕΦΕΥΓΕ. ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΕΙ. ΕΙΧΕ ΦΤΙΑΞΕΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΗ ΧΑΛΑΣΕΙ
“Ήταν σημαντικό ότι δουλεύαμε πολύ στην προπόνηση. Δεν ‘κλέβαμε’ ποτέ. ‘Τραβούσε’ ο ένας τον άλλον. Επίσης, όλοι ήμασταν σε ομάδες με υψηλούς στόχους. Άρα είχαμε μάθει να παίζουμε για να κερδίζουμε. Όταν έχεις αυτήν τη νοοτροπία για 9 μήνες, με το σύλλογο μετά πηγαίνεις με αυτήν στην εθνική, το καλοκαίρι. Είναι λογικό. Αλλιώς είναι να παίζεις σε μια ομάδα όπως ο Ηρακλής, που ήταν πέμπτος ή έκτος και οι παίκτες συμβιβασμένοι με αυτό. Από αυτήν την κατάσταση, δύσκολα θα πας το καλοκαίρι σε άλλη για να βγεις πρώτος.
Το βασικό, για να μάθεις να κερδίζεις, είναι να καταλάβεις ότι το αμυντικό κομμάτι είναι αυτό που σε κρατάει. Ειδικά σε διεθνείς διοργανώσεις με την Εθνική, αυτό κάνει τη διαφορά. Έχεις 9 με δέκα παιχνίδια σε 10-15 ημέρες. Θα κάνεις 3 -μάξιμουμ 4- καλά επιθετικά ματς. Αυτό που θα σε κρατήσει στα υπόλοιπα, είναι η άμυνα. Γι’ αυτό και όσοι παίζουν σε ομάδες υψηλού επιπέδου ξέρουν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν αλλιώς. Μόνο μια Μακάμπι υπήρχε ως εξαίρεση, αλλά ήταν μια ομάδα all-stars που πετούσαν τις μπάλες”.
Πόσο εύκολο ήταν για έναν τύπο που δεν είχε αφήσει ποτέ, έως τότε τη Θεσσαλονίκη να γίνει κάτοικος Μόσχας; Και φυσικά, δεν εννοώ την τεράστια ευκαιρία που του δόθηκε για την καριέρα του, αλλά τα καθημερινά. Τη ζωή μακριά από το σπίτι, για πρώτη φορά στα 25. “Ήταν δύσκολα. Ευτυχώς ήταν και ο Θοδωρής (Παπαλουκάς). Πήγαμε μαζί. Βοήθησε πολύ ο ένας τον άλλον να πάρουμε την απόφαση. Είχα κάποιος ενδοιασμούς που εξαφανίστηκαν, όταν πως θα είναι και ο Θοδωρής. Σκέφτηκα πως θα έχω έναν στήριγμα. Στην Ελλάδα δεν μπορούσα να πάω κάπου αλλού, γιατί είχα συμβόλαιο με τον Ηρακλή -ανεξάρτητα από το ότι δεν πληρωνόμουν. Οι προτάσεις που είχα ήταν δύο: η μια από την Γκραν Κανάρια και η άλλη από την ΤΣΣΚΑ. Υπήρχε διαφορά επιπέδου, ενώ η ΤΣΣΚΑ είχε για προπονητή τον Ίβκοβιτς. Mε πήρε ο Ίβκοβιτς τηλέφωνο ένα βράδυ που ήμουν με την Εθνική, για να μου πει πως με θέλει. Εγώ ήθελα να μείνω στον Ηρακλή, γιατί ένιωθα δέσιμο με την ομάδα. Έπαιζα καλά. Περνούσα καλά. Ήταν όμορφα. Το απολάμβανα. Κατάλαβα όμως, ότι έπρεπε να δοκιμάσω αλλού. Ήξερα ότι θα ήταν δύσκολα, γιατί θα άλλαζε ο τρόπος παιχνιδιού και θα αυξάνονταν οι απαιτήσεις. Ήταν όμως, μεγάλη εμπειρία”.
Πήρε το πρωτάθλημα της Ρωσίας, πήγε στο Final Four της Ευρωλίγκας στη Βαρκελώνη και το καλοκαίρι του 2003 ήρθε η πρόταση από τον Παναθηναϊκό.“Ήθελα να είμαι σε μια ομάδα, για χρόνια. Να μην αλλάζω συνέχεια. Στη Μόσχα ήταν ωραία, αλλά ο Παναθηναϊκός ήταν στην Ελλάδα, θα έπαιζα ως Έλληνας και θα ‘χα τη δυνατότητα να χτίσω μια σταδιοδρομία, μένοντας εκεί για πολλά χρόνια. Ούτως ή άλλως μπάσκετ παίζαμε παντού, αυτό μάθαμε από παιδιά να κάνουμε“.
Στον Παναθηναϊκό έμεινε έξι σεζόν. Θα τις έλεγες επιτυχημένες. “Πήγα όταν ήμουν στα 26 και έμεινα ως τα 32. Ήθελα να μείνω κι άλλο. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε. Από τη μία ήθελα, από την άλλη ήξερα ότι ο ρόλος μου θα είναι περιορισμένος και είχα το μικρόβιο του να παίζω. Επέλεξα, έτσι μια ομάδα όπου ήθελα να πάω, γιατί ήμουν Άρης από μικρός και να ζήσω κι αυτήν την εμπειρία. Ήταν και στη Θεσσαλονίκη. Πουθενά δεν είναι όλα όπως τα θες. Αυτό που έγινε ήταν να προσπαθώ να επιβιώσω κατάστασης, που δεν έμοιαζε με καμία από τις προηγούμενες που ‘χα ζήσει.
Του ζητήσαμε να μας επιτρέψει να πούμε πως όσα χρόνια τον παρακολουθήσαμε, ήταν κατ’ αρχάς συνεπής στους τρόπους που είχε να είναι χρήσιμος, για το σύνολο. Ο Γιάννης (Ζωιτός) τον ρώτησε τι τον έκανε ξεχωριστό παίκτη. Δεν είχε τύχει να γνωρίζει τον Νίκο, ο οποίος -όπως και οι φίλοι του- είχε πάντα στο μυαλό του μια ειδική συνθήκη για τον εαυτό του. Αυτή του εργάτη, του ‘δεν ήμουν και κάτι ιδιαίτερο’. Αυτή ήταν πάντα η δική του αλήθεια.
“Κάθε παίκτης οφείλει να προσπαθεί να κάνει ό,τι του ζητάει ο προπονητής. Κάποιες φορές, μπορεί να πιστεύει άλλα για τον εαυτό του ή να θέλει άλλα. Όταν όμως, ο προπονητής ζητάει διαφορετικά πράγματα, θα πρέπει να υπακούει και να προσπαθεί να ενταχθεί στο σύνολο. Να βάλει τον εαυτό του ‘κάτω’, για να μπορέσει να επιβιώσει ο ίδιος και -φυσικά- να έχει επιτυχία η ομάδα. Κακά τα ψέματα: το σπορ είναι ομαδικό“.
‘Εδωσε και ένα παράδειγμα, βγαλμένο από τη ζωή. Τη δική του ζωή και για την ακρίβεια, τη δική του καριέρα (των δύο Euroleagues, των ισάριθμων triple crowns, των πρωταθλημάτων σε Ελλάδα και Ρωσία, των Κυπέλλων, των συμμετοχών στην Εθνική και των μεταλλίων με την Εθνική, στο Παγκόσμιο του 2006 και το Eurobasket του 2005). “Μέχρι να πάω στον Παναθηναϊκό έπαιζα άλλο μπάσκετ, γιατί έτσι είχα μάθει. Έπαιζα πολύ με το ένστικτο, με την τρέλα. Όταν πήγα στον Παναθηναϊκό, αμέσως αμέσως έπρεπε όλοι να καταλάβουμε τι έπρεπε να κάνουμε μέσα στο γήπεδο. Το σημαντικότερο, στα χρόνια που έζησα εγώ, χρόνια που είναι μεγάλη προίκα για εμένα, ήταν πως ήξερες γιατί γίνεσαι αλλαγή, όταν καθόσουν στον πάγκο. Ήξερες ότι έχεις κάνει λάθος και βγαίνεις από το παιχνίδι. Γνώριζες τι ήθελε η ομάδα και ο προπονητής από σένα”.
Θεωρεί πως είναι “πολύ μεγάλο λάθος του Παναθηναϊκού που ο Διαμαντίδης δεν έχει ένα ρόλο στο σύλλογο. Νομίζω ότι είναι ένα πολύ μεγάλο παράδειγμα για το ελληνικό μπάσκετ. Από το πώς ξεκίνησε, το πώς συνέχισε και πώς εξελίχθηκε σε παίκτης ύψιστου επιπέδου έως το πώς έβλεπε και αντιμετώπιζε τα πράγματα. Είναι ένας άνθρωπος που δεν μιλούσε πολύ στα αποδυτήρια, αλλά μέσα στο γήπεδο ‘έβγαζε’ αυτό που έπρεπε να βγάλει ως αρχηγός. Όλοι σέβονται αυτόν που είναι πρώτος στην προπόνηση, τον πιο σκληρό με τον εαυτό του, εκείνον που παίζει για τον συμπαίκτη του. Όχι αυτόν που μιλάει ή διευθύνει μια συζήτηση.
Ο Γιασικεβίτσιους ήταν καλός στην ομάδα. Θα φώναζε σε μένα ή σε κάποιον άλλον, αλλά δεν θα ‘λεγες τίποτα. Ακόμη και στον Διαμαντίδη φώναζε, ήθελε να το κάνει -το προπονητικό το είχε από τότε. Είναι πανέξυπνος και υπήρξε πολύ μεγάλος παίκτης. Όλοι τον σέβονταν, τον άκουγαν. Ήξεραν ότι έχει αυτή τη νοοτροπία μέσα στο γήπεδο και το δέχονταν. Έξω από το γήπεδο είναι η ψυχή της παρέας“.
Ο Διαμαντίδης πάλι, ήταν το παιδί της παρέας. “Υπήρξε πολύ σημαντικός αυτός ο παίκτης για το ελληνικό μπάσκετ. Είναι τα μικρά πράγματα που δεν φαίνονται, αλλά ήταν ένα παράδειγμα. Το βλέπω ως άνθρωπος του μπάσκετ και ως συμπαίκτης του Δημήτρη, στον Ηρακλή και τον Παναθηναϊκό. Ένα παράδειγμα παίκτη που δεν μιλούσε πολύ, άκουγε τον προπονητή και έπαιζε για την ομάδα. Και ο Παπαλουκάς ήταν το ίδιο”.
Το ‘πάμε να τους φάμε’ του Λάζου στη Σαϊτάμα
Η κουβέντα πηγαίνει μοιραία στη Σαϊτάμα. Αυτή η ‘φουρνιά’ της Εθνικής ξεχώρισε, γιατί όπως λέει ο Νίκος “ήταν καλοί παίκτες, τρομεροί αθλητές και τα καλύτερα παιδιά. Όλοι τους“. Τη βλέπεις την αλλαγή από τον πρώτο πληθυντικό, στο δεύτερο όταν λέει καλά λόγια, έτσι; “Έκαναν τρομερά πράγματα. Αν μιλήσω για κάποιον ξεχωριστά, θα αδικήσω άλλον. Ζήσαμε πολύ καλά με την Εθνική“. Εντός και εκτός παρκέ. Τα εκτός τα είχε αναλάβει το πιο σουρεάλ δίδυμο του ελληνικού μπάσκετ: ο Φώτσης με τον Παπαδόπουλο.
“Οι τύποι είναι σε άλλο επίπεδο. Έκαναν συνέχεια φάρσες και είχαν τη συνήθεια να κάνουν την ίδια, εκνευριστική, ερώτηση επί μήνες. Όσο έβλεπαν κάποιον να εκνευρίζεται, συνέχιζαν. Είχαν ρωτήσει μέχρι τον Πρωθυπουργό αν τα αυτοκίνητα στη Formula 1 έχουν όπισθεν. Το αστείο με την Παραλιακή (‘ποιος δρόμος λέγεται ‘παραλιακή’; με τον Φώτση να λέει ο πρώτος δρόμος από την παραλία και τον Λάζο να απαντά ‘ο παράλληλος με τη θάλασσα’), βγήκε σε προετοιμασία στο Καρπενήσι”. Αυτοί οι δυο είναι τεράστια εμπειρία. Ήταν μια ομάδα μόνοι τους. Έκαναν πολύ καλό στην ομάδα. Όταν φεύγεις τόσες μέρες, κουράζεσαι και θες να γυρίσεις πίσω, αν έχεις αυτούς τους δύο να λένε τα δικά τους, οι μέρες περνούν πολύ πιο εύκολα. Ήταν σε μια άλλη κατάσταση. Ακόμη είναι, κάτι πολύ καλό. Αρκεί να υπάρχει μέτρο.
Ο Λάζος, όταν προετοιμαζόμασταν για την Ιαπωνία είχε πάθει ‘τρέλα’ με τους Σπαρτιάτες. Διάβαζε για τον Λεωνίδα και όλους τους υπόλοιπους και τους μιμούνταν. Έφτιαχνε το μαλλί με ζελέ, έφτιαχνε την κοτσίδα και φώναζε στα αποδυτήρια ‘πάμε να τους φάμε’. Είχε γίνει κι ένα περιστατικό: διάβαζε ο Λάζος ένα βιβλίο με Σπαρτιάτες κι εκείνη την περίοδο είχε κυκλοφορήσει κι ο Κακιούζης την αυτοβιογραφία του, την οποία είχε μοιράσει σε όλους μας. Την άλλη ημέρα ρώτησα τον Λάζο ‘καλό το βιβλίο;’, απάντησε ‘ναι, ναι πολύ καλό’, ‘πετάχθηκε’ ο Μιχάλης για να τον ρωτήσει αν του άρεσε ο όντως και του είπε ”όχι το δικό σου, ρε’.
“Καμία ομάδα δεν είναι μοναστήρι, ούτε έχει αγίους”
Ένα άγχος θα έλεγες, πως το είχε. Χειμώνα-καλοκαίρι, επί δώδεκα συναπτά έτη. Λέει πως “δεν μπορείς να παίζεις σε υψηλό επίπεδο και να μην αντέχεις στα δύσκολα, γιατί κάποια στιγμή δεν θα φτάσεις στην ελίτ. Πάντα υπάρχει φθορά. Λογικό είναι. Το δύσκολο για μένα -και για πολλούς παίκτες- είναι το γεγονός πως παίζεις στην ομάδα σου, τα δίνεις όλα κάθε μέρα, γιατί αυτή είναι η νοοτροπία που πρέπει να έχεις, και μετά πας το καλοκαίρι στην Εθνική, όπου κάνεις το ίδιο. Επειδή είσαι αθλητής και το σπορ είναι δύσκολο – πρέπει να τρέχεις, να πηδάς, να έχεις γρήγορες αντιδράσεις και αντίστοιχα αντανακλαστικά- δεν γίνεται να αποδίδεις στο πικ για 12 μήνες. Υπάρχουν περίοδοι που δεν μπορέσες να κάνεις αυτά κάνουν άλλοι. Επί σειρά ετών, ήμασταν στα ‘κόκκινα’ χειμώνα-καλοκαίρι. Θέλαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να είμαστε πάντα καλοί. Το γιατί το καταλάβαμε, αφότου αποσυρήθηκαμε”.
Η κριτική βέβαια, θα ασκηθεί. Χειμώνα-καλοκαίρι και ανεξάρτητα από όλα αυτά.“Προσπαθείς να μην ακούς τι λένε για σένα. Η κριτική είναι λογικό να υπάρχει απ’ όλους. Όταν σε βλέπουν θα σε χειροκροτήσουν, αλλά θα σε σχολιάσουν κιόλας. Το απόλυτο δεν υπάρχει. Ο άλλος πηγαίνει και πληρώνει εισιτήριο, για να σε κρίνει. Ήμασταν σε ομάδες που και αποτυχίες είχαμε και κακή κριτική δεχθήκαμε. Αλλά μας δυνάμωνε. Μας προκαλούσε να δουλέψουμε περισσότερο, να βελτιωθούμε και να αποδείξουμε πράγματα. Ξέρω πως όλο αυτό δεν ακούγεται υγιές. Αλλά είναι ό,τι συμβαίνει“.
Διευκρινίζει πως δεν υπάρχει ομάδα που να είναι ‘μοναστήρι’. “Όλες οι ομάδες έχουν ανάγκη από στεγανά. Να μην κυκλοφορούν πράγματα που προκύπτουν εσωτερικά. Μπορεί να μην κάνεις παρέα έξω από το γήπεδο, αλλά όταν είσαι σ’ ένα περιβάλλον πολλές ώρες, κάθε μέρα, δένεσαι. Η ομάδα είναι σημαντικό πράγμα και το καλό κλίμα είναι το ζητούμενο. Φυσικά υπάρχουν τσακωμοί και παρεξηγήσεις, αλλά λύνονται. Καμία ομάδα δεν είναι μοναστήρι, ούτε έχει αγίους. Απλώς θα πρέπει όλα αυτά τα προβλήματα να μένουν μεταξύ των παικτών. Τι να πω; Μπορεί να ήμασταν (ήταν) τυχερός που βρέθηκα σε περιβάλλοντα με ηρεμία. Έλειπαν οι παρεξηγήσεις. Μπορεί να σ’ έβριζε ένας, αλλά έλεγες ‘εντάξει δεν πειράζει’.
ΑΝ ΕΝΑΣ ΠΑΛΑΒΟΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ ΠΑΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΗΡΕΜΙΑ, ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ; ΘΑ ΜΑΛΩΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ;
Όταν μια ομάδα έχει πολλούς έντονους και κυρίως δύστροπους χαρακτήρες, είναι δύσκολο. Γι’ αυτό και οι προπονητές δίνουν έμφαση σε αυτό το κομμάτι, όταν ‘χτίζουν’ ρόστερ. Παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Θέλεις ηρεμία για να δουλέψεις. Αν έχεις παλαβούς που μαλώνουν συνέχεια μεταξύ τους, δεν γίνεται δουλειά”.
Συμπερασματικά, νιώθει ευλογημένος για όσα έζησε παρέα με την πορτοκαλί μπάλα.“Αλίμονο αν δεν ήμουν ευχαριστημένος από τον εαυτό μου, από τις εμπειρίες που έζησα και από τις ομάδες, στις οποίες έπαιξα. Με βοήθησαν να ολοκληρωθώ ως προσωπικότητα και ως αθλητής ή προπονητής. Το σημαντικό είναι να σου αφήνουν προίκα αυτά που κάνεις. Η Εθνική, ο Παναθηναϊκός, ακόμη και ο Αίας μού άφησαν κάτι και τα μάζεψα όλα.
Δεν με νοιάζει να ξέρουν ποιος είναι ο Νίκος Χατζηβρέττας. Με χαροποιεί που βλέπουν έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει δουλέψει και έχει παίξει, αλλά εξακολουθεί να προσπαθεί, να έχει στόχους. Για εμένα αυτό είναι το πιο σημαντικό. Δεν βλέπουν ένα βετεράνο που έπαιξε, έκανε μια καριέρα και σταμάτησε για να καθίσει, αλλά έναν ζωντανό άνθρωπο που ιδρώνει και είναι ζωντανός, παραμένει μέσα σε αυτό που αγαπά και δεν σταματά να προσπαθεί”.
Πηγή: Contra