Του Παύλου Δεπόλλα
Τόσο μακριά που ήταν το σχολείο του και έτσι όπως αναγκαζόταν να καλύπτει με τα πόδια την απόσταση πολλών χιλιομέτρων, έμαθε -και να μην ήθελε- να τρέχει και να διανύει μεγάλες αποστάσεις.
Έτσι δεν λένε για τους Αφρικανούς δρομείς; Ε, καμία σχέση ο Γουίλσον Κίπκετερ.
Ούτε 500μ. από το σπίτι του δεν ήταν το δικό του σχολειό. Αφήστε που δεν έγινε δρομέας μεγάλων -παρά μεσαίων- αποστάσεων, αφήστε που δεν έκανε καν καριέρα ως… Αφρικανός. Στις μικρές ώρες της νύχτας, έχοντας σηκωθεί από το κρεβάτι για να περιποιηθεί, να ησυχάσει, να προσέξει τέλος πάντων τα ζώα της φαμίλιας του, ωρίμασε στο μυαλό του η ιδέα να γίνει αθλητής.
Τράγοι, πρόβατα, αγελάδες. Πολλές αγελάδες. Τέτοιες είχε, τέτοιες αγόραζε και πουλούσε ο πατέρας του. Συχνά λοιπόν τα ταξίδια του στην Κένυα, ανάλογα πολλές οι δικές του… αγρύπνιες, παρέα με τη μητέρα του. Έτσι ξεκίνησε η πορεία του κορυφαίου 800άρη στον στίβο τη δεκαετία του ’90, ενός εκ των κορυφαίων όλων των εποχών.
Ο τύπος με το ισχνό σκαρί έζησε περιόδους ανάλογων (ισχνών) αγελάδων. Τραυματισμοί και σοβαρές αρρώστιες που τον καθήλωναν εκτός δράσης, απότομες αλλαγές περιβάλλοντος και δύσκολες περίοδοι προσαρμογής, πάνω απ’ όλα η σχεδόν μεταφυσική ανημπόρια του να πάρει ένα Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο.
Πήρε όμως απ’ όλα τα άλλα. Επί μια δεκαετία πρωταγωνίστησε στα ταρτάν, ως ήρωας ενός έθνους που ούτε ήξερε την ύπαρξή του παιδί. Έσπασε Παγκόσμια ρεκόρ, έγραψε ιστορία ξανά και ξανά. Οι παχιές αγελάδες ήταν περισσότερες στη ζωή του.
Ένας Ιρλανδός στην Κένυα
12/12 (12 Δεκεμβρίου). Η ημερομηνία γέννησής του το 1972. Δωδεκάρια που θα απέβαιναν σημαδιακά, αν δεν άλλαζε υπηκοότητα, μεγαλώνοντας. Βλέπετε, στις 12 Δεκεμβρίου του 1963 σταμάτησε να είναι η Κένυα κτήση του Ηνωμένου Βασιλείου, την ίδια ακριβώς ημερομηνία του 1964 έγινε ανεξάρτητο κράτος.
Ο μικρός Γουίλσον μεγαλώνει με τους αγρότες γονείς του στο χωριό Καπτσεμοΐβο, στα δυτικά της χώρας που βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό. Σε απόσταση ποδαράτη, δίπλα ακριβώς, είναι το Καμπιρισάνγκ. Η ιδιαίτερη πατρίδα του Χένρι Ρόνο, ενός από τους πρώτους μεγάλους δρομείς (μεγάλων αποστάσεων) που έβγαλε η Κένυα και από τους λίγους που… δεν πρόλαβε να αναδείξει ο Κολμ Ο’Κόνελ.
Iρλανδός ιεραπόστολος, φτάνει στο αφρικανικό κράτος το 1976 με αποστολή να διδάξει γεωγραφία και καταλήγει να μείνει έκτοτε εκεί, διδάσκοντας τα μυστικά του τρεξίματος στους περισσότερους Κενυάτες που κατακτούν στο εξής διεθνή μετάλλια. Στο δικό του σχολείο, το St Patick’s (τι άλλο…) High School στο Ίτεν γίνεται και ο μικρός Κίπκετερ αθλητής.
Ολόκληρος Κιπ Κέινο, ο συντοπίτης του Ολυμπιονίκης του 1968 (στα 1.500μ.) και του 1972 (στα 3.000 στιπλ), του έχει συστήσει την αθλητική πια σχολή του Ιρλανδού Αδερφού. Ο Κίπκετερ αφήνει την μπάλα στις αλάνες, ξεκινάει στα 14 του τις κούρσες (μετά από κάποιες αναγνωριστικές στο προηγούμενο σχολείο του που έχουν δείξει το ταλέντο του) ανάμεσα σε 620 παιδιά στις ίδιες εγκαταστάσεις και το ταξίδι ξεκινάει.
Δεν γουστάρει να τρέχει επί ώρα. Πειραματίζεται με τα 400μ. απλά και με τα 400μ. μετ’ εμποδίων, δοκιμάζει άλματα και ρίψεις, φτάνει να κατεβεί σε αγώνες δεκάθλου. Too much.
«Για μένα ο αθλητισμός είναι παιχνίδι και αυτό προσπάθησα -και κατάφερα- να διαφυλάξω με τα χρόνια. Το να κάνεις ταυτόχρονα 10 αγωνίσματα φαινόταν ότι θα είναι βάσανο, όχι χαρά».
Βρίσκει την υγειά του και κυρίως τη χαρά του στο 800άρι λοιπόν. Παίρνει μετάλλια σε αγώνες με μεγαλύτερούς του αθλητές, κερδίζει κούρσες στο εξωτερικό, χάνει το βάθρο στο τσακ στο Παγκόσμιο Εφήβων του 1990, τερματίζοντας τέταρτος στο Πλόβντιβ. Απορρίπτει πρόταση να ενταχθεί στις τάξεις του εγχώριου στρατού και να κάνει καριέρα παράλληλα ως Αξιωματούχος του, δεν απορρίπτει όμως και μια φαινομενικά αδιάφορη πρόταση ανταλλαγής φοιτητών, η οποία θα του αλλάξει τη ζωή…
Ένας Κενυάτης στη Δανία
Με τα Erasmus της εποχής ουσιαστικά φτάνει παλληκαράκι 18 ετών στη Δανία, μαζί με τον συνομήλικό του Ρόμπερτ Κίπλαγκατ. Στεριώνουν αμφότεροι, ο δεύτερος μάλιστα θα γίνει γνωστός 1.500άρης ως Ρόμπερτ Κ. Άντερσεν. Ο Γουίλσον Κίπκετερ δεν αλλάζει όνομα. Μονάχα τον ρου του δανέζικου αθλητισμού ως προς τον στίβο.
Σπουδάζοντας ηλεκτρονικός μηχανικός καταφτάνει το 1990 στην Κοπεγχάγη, πάνω στα ταρτάν κάνει το διδακτορικό του. Όχι πως του στρώνεται κανά κόκκινο χαλί, πέρα από την κόκκινη φανέλα που σύντομα βάζει πάνω του. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη διαφορετική κουλτούρα, να μάθει τη γλώσσα, να συνηθίσει τον άσχημο καιρό.
Του αρέσει όμως η Δανία. Και οι Δανέζες και οι άνθρωποι γενικότερα. Ενημερώνει τους δικούς του ότι θα μείνει στην πρωτεύουσα της Δανίας, ο περίφημος τοπικός σύλλογος KIF τον παίρνει στις τάξεις του με προσωπικές ενέργειες του Προέδρου Όλε Μπγερν Κραφτ.
Ο πιτσιρικάς ακόμη Γουίλσον ξεπερνάει το 1991 μια ρήξη αχιλλείου και τις πρώτες αμφιβολίες σχετικά με την απόφασή του (του στυλ «τι κάνω εγώ εδώ πέρα και δεν γυρίζω σπίτι μου;»), το επόμενο έτος σβήνει κάθε ερωτηματικό που τυχόν έχει δημιουργηθεί στο μυαλό του.
Είναι τα εκατόχρονα της KIF και η ομάδα του διοργανώνει event με τα κορυφαία ονόματα παγκοσμίως. Μέχρι και ο Καρλ Λιούις, ο αθλητής που θαύμαζε ο Κίπκετερ και αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας αθλητής για να πάρει όπως εκείνος μετάλλια, καταφτάνει. Τα 12.000 εισιτήρια δεν φτάνουν, θεατές ανεβαίνουν στα δέντρα για να δουν την αφρόκρεμα του στίβου. και τον Κίπκετερ… πάλι τέταρτο, σε κούρσα ωστόσο που θα μπορούσε να είναι Τελικός Παγκόσμιου Πρωταθλήματος.
Το 1993 μεταπηδά σε άλλον σύλλογο, τη Σπάρτα, δεν χαμπαριάζει καν που μένει χωρίς προπονητή. Ο (εθνικός μάλιστα των Δανών) Χένρικ Λάρσεν εκστομίζει «δεν θα γίνει ποτέ ο καλύτερος», όταν ο Γουίλσον παρατάει μια προπόνηση υπό δριμύ ψύχος και πάει σπίτι του. Το δε 1994 ο άνθρωπός μας πέφτει από ποδήλατο και τραυματίζεται σοβαρά στο γόνατο. Πώς να λένε στα δανέζικα «κάθε εμπόδιο για καλό»;
Σε ένα κέντρο αποθεραπείας γνωρίζει τον Σλάβομιρ Νόβακ. Ο Πολωνός τού εγχειρίζει ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, μια πολύχρονη σχέση αθλητή-προπονητή (που κι αυτή θα περάσει από κάμποσα κύματα και παρεξηγήσεις) ξεκινά.
Σκυλιασμένος να αποδείξει στον Λάρσεν ότι είχε άδικο, ο Κίπκετερ κλείνει το έτος με 16 νίκες σε 18 αγώνες που δίνει το “παρών”, μαζί και με τον τίτλο του κορυφαίου 800άρη από το περιοδικό «Track and Field News». Την επόμενη χρονιά κατεβαίνει δις το 1:43:00.
Πηγαίνει στο Παγκόσμιο του Γκέτεμποργκ με τον καλύτερο χρόνο στην υφήλιο, κερδίζει το πρώτο σπουδαίο Χρυσό μετάλλιο. Όπως συνηθίζει στις κούρσες, το πάει… συντηρητικά και στην τελευταία στροφή σπριντάρει, αφήνοντας τους συναθλητές του να φάνε τη σκόνη του. Από έκτος, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, βγαίνει μπροστά και κόβει πρώτος το αόρατο νήμα.
«Απλώς έκανα πράξη ό,τι είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου μερικά χρόνια πριν», θα σχολιάσει.
Οργασμός της αγελάδας και των ρεκόρ
Εκπροσωπεί βέβαια τη Δανία, της οποίας έχει πάρει την υπηκοότητα. Για την Ολυμπιακή Επιτροπή πάντως τα χαρτιά του δεν είναι ακόμη έτοιμα και τρώει άκυρο ως προς τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, τους οποίους εκτός απροόπτου θα κέρδιζε πανηγυρικά, όπως κέρδισε (σε άλλους αγώνες) και τους τρεις δρομείς που πήραν τα μετάλλια στον Τελικό.
Βασικά, δεν χάνει από κανέναν μέσα στο 1996. Κατεβάζει την καλύτερή του επίδοση στο μίτινγκ του Ριέτι στο 1:41:83, αγγίζοντας το Παγκόσμιο ρεκόρ του Σεμπάστιαν Κόου, ξεπερνάει γρήγορα και μια κρίση στη σχέση του με τον Νόβακ. Τα Χριστούγεννα του ’96 δεν πάει στις ΗΠΑ για ένα προγραμματισμένο καμπ και εξαγριώνει τον προπονητή του. «Δεν είναι τα πάντα ο αθλητισμός, ήθελα να περάσω τις γιορτές με την οικογένειά μου», του εξηγεί στις 2 Ιανουαρίου, όταν εμφανίζεται εκεί.
Περίεργο μπάσιμο, αλήθεια, στο 1997. Στη χρονιά κατά την οποία σαρώνει τα πάντα. Την εποχή που σαρώνει στους ελληνικούς κινηματογράφους ο «Οργασμός της αγελάδας», ο τύπος με τις ανάλογες… καταβολές οργιάζει στους στίβους και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω.
Για… ορντέβρ, που λένε και στο Παρίσι, κατακτά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κλειστού στίβου στη γαλλική πρωτεύουσα. Σπάει δις το Παγκόσμιο ρεκόρ, κατεβάζοντάς το κατά ένα σχεδόν δευτερόλεπτο και από την προκριματική σειρά ακόμα. Τον Ιούλιο στη Στοκχόλμη ισοφαρίζει το Παγκόσμιο ρεκόρ ανοιχτού στίβου, δηλαδή το 1:41:73 του Κόου.
Στη Ζυρίχη (με 1:41:24) το κατεδαφίζει μετά από 16 ολόκληρα χρόνια, στο πιο τρελό 70λεπτο στην ιστορία. Μέσα σε μία ώρα και κάτι, σπάνε άλλα δύο ρεκόρ: στα 5.000μ. από τον Χαϊλέ Γκεμπρσελασιέ και στα 3.000 στιπλ από τον… Γουίλσον Μπόιτ Κίπκετερ. Απλή συνεπωνυμία με τον έτερο Κενυάτη.
Ο σκέτος Γουίλσον κάνει νέο Παγκόσμιο ρεκόρ στην Κολωνία (1:41:11) και έρχεται στην Αθήνα ώστε να υπερασπιστεί τον τίτλο του και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Φυσικά και το κάνει, τούτη τη φορά οδηγώντας την κούρσα από την αρχή, όπως είχε κάνει και στο Παρίσι για το Χρυσό στον κλειστό.
Επεισοδιακά και τα Χριστούγεννα του ’97. Τι την θέλει την επίσκεψη στη γενέτειρά του; Κολλάει ελονοσία, την υποτιμάει, στην Πορτογαλία, όπου έχει μεταβεί για προπονήσεις, αρχίζουν οι λιποθυμίες. Μεταφέρεται σε νοσοκομείο, ξυπνάει μέρες μετά. Ευτυχώς που βρίσκεται στο πλευρό του η Δανέζα σύντροφός του (και μητέρα των γιων του, σύντομα), Περνίλε. Παίρνει εξιτήριο μετά από τρεις εβδομάδες, ανακτά τις δυνάμεις του, μα μέχρις ενός σημείου.
Με λιγοστούς αγώνες στα πόδια του, αποφασίζει να κατεβεί στο Ευρωπαϊκό της Βουδαπέστης. Ενώ προπορεύεται στον Τελικό, αρκεί μια επαφή του Νιλς Σούμαν (από αυτές που συνηθίζονται στην προσπάθεια των δρομέων να πάρουν καλύτερη θέση ή εν προκειμένω να προσπεράσουν) ώστε να πάθει μπλακ άουτ και να τερματίσει τελευταίος, παρατώντας τον αγώνα στην τελική ευθεία.
«Είδα και το άλλο πρόσωπο του πρωταθλητισμού. Πώς ξαφνικά σε ξεχνάνε όλοι, όταν χάνεις, ενώ είσαι στα πάνω σου. Μέχρι και ο ατζέντης μου χάθηκε για ένα διάστημα».
Επιστρέφει για τα καλά το 1999. Στο Παγκόσμιο κλειστού πληρώνει ουσιαστικά ένα λάθος τακτικής και παίρνει το Αργυρό μετάλλιο. Ξέρει ότι “έχει” τον Νίκο Μότσεμπον και φυλάει δυνάμεις. Στην τελική ευθεία όμως ξεπερνά τον Γερμανό με τα γυαλάκια και ο Noτιοφρικανός Τζόχαν Μπόθα, ο οποίος κλέβει εν τέλει το Χρυσό.
Πίσω έχει ο Κίπκετερ την ουρά. Στον Τελικό του Παγκόσμιου ανοιχτού είναι σειρά του να κερδίσει στο νήμα τον εκπρόσωπο της Νότιας Αφρικής, Εζέκιελ Σεπένγκ.
Τρίτο συναπτό Χρυσό σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, πρώτος 800άρης που το καταφέρνει.
«Ήθελα να ξεπεράσω τον μεγάλο Μπίλι Κοντσελά», εξηγεί. Τον… πρώην συμπατριώτη του και νικητή του 1987 και του 1991, όταν η διοργάνωση λάμβανε χώρα ανά τέσσερα χρόνια ακόμη. Το 1993 οι Κενυάτες έκαναν το three-peat με τον Πολ Ρούτο, τα επόμενα τρία Χρυσά πήγαν σε έναν Κενυάτη που είχε γίνει Δανός…
Το τέλος στην Αθήνα και τη (σχεδόν) κορυφή
Ανίκητος και στις 10 εμφανίσεις του στον ανοιχτό μέσα στο 1999, σπάει το 2000 κι ένα Παγκόσμιο ρεκόρ κλειστού στο 1000άρι (που δεν είναι αγώνισμα μεγάλων διοργανώσεων) και πάει για το Χρυσό επιτέλους και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τον φρενάρει τώρα όχι ένα γραφειοκρατικό θέμα αλλά ο κακός του δαίμονας. Ο Νιλς Σούμαν.
Οι δυο τους βρίσκονται σε διπλανούς διαδρόμους. Ρίχνουν κλεφτές ματιές, προτού πυροβολήσει ο αφέτης, η γλώσσα του σώματος του Κίπκετερ προδίδει μάλλον άγχος παρά σιγουριά. Ίσως επειδή έχει ηττηθεί στις τρεις από τις τέσσερεις εμφανίσεις του στο συγκεκριμένο έτος.
Στο τελευταίο βιράζ σπριντάρει και πετάγεται πρώτος στην τελική ευθεία ο Ιταλός Αντρέα Λόνγκο. Λάθος πρώτο του Κίπκετερ, έχει αφήσει την κούρσα να πάει αργά. Λάθος δεύτερο, εγκλωβίζεται ανάμεσα σε πολλά κορμιά και, για να φουλάρει στο τέλος, αναγκάζεται να βγει στον τέταρτο διάδρομο!
Από πιο μέσα ο Σούμαν είναι οριακά δυνατότερος στο φίνις και θριαμβεύει με 1:45:08 έναντι 1:45:14 του… Δανοκενυάτη. Εξειδικευμένες μετρήσεις θα δείξουν ότι ο Κίπκετερ είχε τρέξει 13μ. περισσότερα από τον Γερμανό στον Τελικό του Σίδνεϊ!
Ο ίδιος δικαιολογείται ότι ήταν πάλι άρρωστος για κάμποσες εβδομάδες κατά την προετοιμασία, μα είναι πια σαφές ότι το peak της καριέρας του έχει παρέλθει.
Χάνει ολοένα και πιο συχνά, έκτοτε φοράει Χρυσό μετάλλιο στον λαιμό μονάχα στο Ευρωπαϊκό ανοιχτού του 2002 στο βροχερό Μόναχο.
Καθόλου άσχημα βέβαια, δεδομένου ότι παίρνει γλυκιά (αν και μικρή) ρεβάνς από τον Σούμαν μέσα στη Γερμανία. Στην τελική ευθεία είναι ο πολιτογραφημένος Δανός που κάνει το ντεμαράζ, με τον ήρωα του κοινού στη Βαυαρία να υποσκελίζεται και από τον Ελβετό Αντρέ Μπουσέρ.
Μικροτραυματισμοί πυκνώνουν, το 2003 ο φίλος μας αρκείται σε ένα Αργυρό κλειστού σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Το 2004 είναι πλέον 32 ετών και έχει αποφασίσει να ρίξει τίτλους τέλους, διότι «θέλω να σταματήσω στην κορυφή, να με θυμούνται ακμαίο, ως τον καλύτερο».
Ούτε στους Ολυμπιακούς της Αθήνας την πατάει πάντως την κορυφή. Οδηγεί την κούρσα από ένα σημείο και μετά στο δεύτερο 400άρι, εντούτοις στα τελευταία μέτρα έρχεται σπιντάτος από την εξωτερική ο Γιούρι Μπορζακόφσκι, το νέο όνομα του αγωνίσματος. Παρηγορείται με το Χάλκινο ο Κίπκετερ, ο οποίος στο νήμα χάνει και από τον Μπουλαένι Μουλαούτζι.
Φαντάζει απίστευτο, αλλά στα 800μ. στους Ολυμπιακούς το Χρυσό το έχουν πάρει από το 1988 και μετά μόνο Κενυάτες, τη εξαιρέσει του 1996, του 2000 και του 2004. Δηλαδή της εποχής που μεσουρανούσε ίσως ο καλύτερος όλων τους! Ο Κίπκετερ, ο οποίος δεν πάτησε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου, όπως ο Πολ Ερένγκ (1988), ο Γουίλιαμ Τανούι (1992), ο Γουίλφρεντ Μπουνγκέι (2008), ο Ντέιβιντ Ρουντίσα (2012, 2016), ο Ιμάνιουελ Κορίρ (2020).
Ο Κίπκετερ είδε τον Ρουντίσα να του σπάει τρις το Παγκόσμιο ρεκόρ, είδε και τους Δανούς να ξενερώνουν με την πάρτη του, όταν αποκαλύφθηκε ότι από τα πρώτα του χρόνια στην Ευρώπη είχε μεταφέρει την έδρα του στον φορολογικό παράδεισο του Πριγκιπάτου του Μονακό.
Ένας πρίγκιπας χωρίς (Ολυμπιακό) στέμμα έμεινε και στην καριέρα του ως αθλητής.
Μάλλον όμως η ασυνήθιστη διαδρομή του επονομαζόμενου «Αφρικανού Βίκινγκ» είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, μεγαλύτερη αξία και από το πιο σημαντικό μετάλλιο.
Πηγή: Athletes’ Stories