Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

Το γράφω γιατί το πιστεύω ή το γράφω για να το πιστέψω; Καλά καλά ούτε κι εγώ είμαι σίγουρος.

Ωστόσο, ο τρίτος τελικός των Μπακς με τους Σανς άφηνε αυτήν ακριβώς την αύρα: ενός γίγαντα που αφυπνίστηκε, χασμουρήθηκε πεινασμένος και κατάπιε όποιον είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά του.

Το αφήγημα μπάζει αρκετό νερό, αλλά υπάρχει ένα στοιχείο που δεν μπορεί να αγνοηθεί ούτε να αμφισβητηθεί.

Εάν και οι δύο ομάδες παίξουν στο 100% των δυνατοτήτων τους, το πρωτάθλημα θα πάει όχι στο Φίνιξ, αλλά στο Μιλγουόκι.

Οι Μπακς είναι αυτοί που έχουν το ψηλότερο ταβάνι. Και ας υστερούν σε προπονητική καθοδήγηση.

Ο δείκτης ποιότητας, πείρας, βάθους και φυσικής κατάστασης μπορεί να τους οδηγήσει σε μεγάλη ανατροπή (τέτοια που μόνο 4 ομάδες έχουν καταφέρει), αλλά όχι με λόγια. Με πράξεις.

Το κακό για τους Μπακς είναι ότι το αβαντάζ της έδρας, που παίζει καταλυτικό ρόλο όταν συγκρούονται ομάδες άγουρες και απερπάτιστες, βρίσκεται με το μέρος των «Ήλιων».

Ας φτάσουν όμως στο 2-2 και βλέπουμε. Κάθε αγώνας πλέι-οφ δημιουργεί έναν καινούριο μικρόκοσμο.

Το 120-100 δεν είναι ακριβώς μαγική εικόνα, ασφαλώς όμως φτιασιδώνει ένα μέρος της αλήθειας του γηπέδου.

Μέχρι τα μισά της δεύτερης περιόδου, και ξανά στην τρίτη, οι Σανς έβρισκαν τρόπους για να αξιοποιούν το κραυγαλέο πλεονέκτημα που τους έφερε στο 2-0.

Οι συνεργασίας του Κρις Πολ με τον ΝτεΆντρε Έιτον στο μαλακό υπογάστριο της άμυνας των Σανς τους έκαναν και τους δύο ήρωες και φυσούσαν δυσοίωνο άνεμο στο «Φάισερβ Φόρουμ».

Στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, ο ψηλός και ο κοντός είχαν μαζί 10/12 σουτ δίχως να ενοχλούνται από την αντίπαλη άμυνα, λες και ήταν ο Ροντρίγκεθ με τον Γκασόλ εκείνου του αγώνα Ελλάδας-Ισπανίας το 2015 στη Λιλ.


Η «μέρα της μαρμότας» έγινε νύχτα για τους Σανς και ο ήλιος κρύφτηκε, όταν ο Έιτον χρεώθηκε με το 4ο φάουλ του και παροπλίστηκε στον πάγκο.

Ουσιαστικά, αυτό το ευτύχημα έκρινε το ματς. Άλλο τίποτε δεν λειτούργησε στην επίθεση των φιλοξενούμενων.

Ο Ντέβιν Μπούκερ κόλλησε για πρώτη φορά σε ρηχά νερά (3/14 σουτ), ο Μίκαλ Μπρίτζες προσγειώθηκε από τους 27 πόντους στους 4, τα τρίποντα στέρεψαν με εξαίρεση τη ρέντα του Τζέι Κράουντερ και η σεμνή τελετή έλαβε τέλος μόλις ο Πολ αποσύρθηκε για να πάρει μία ανάσα.

Εάν η συμμετοχή του 36χρονου «point God» μείνει πιο κοντά στα 30 λεπτά παρά στα 40, οι Μπακς θα αποκτήσουν τεράστιο πλεονέκτημα.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν έγινε διά μαγείας ή ώσμωσης ή προσευχής.

Οι Μπακς ανέβασαν στα ύψη τον δείκτη της έντασης και φρόντισαν να καμουφλάρουν τις αδυναμίες τους με περίσσια προσπάθεια, πάθος και ενέργεια.

Ο Γιάννης ήταν καταπληκτικός, ο Χόλιντεϊ και ο Μίντλετον το ίδιο, αλλά οι μονάδες που ενσάρκωσαν ιδανικά το ζητούμενο της βραδιάς ήταν ο Πι Τζέι Τάκερ (που κυνηγούσε μανιασμένα ό,τι περνούσε από το οπτικό πεδίο του) και ο αινιγματικός Μπόμπι Πόρτις (με σκορ, ριμπάουντ και μάτι που γυάλιζε).

Για πρώτη φορά μετά από καιρό, το «θέλω» των Μπακς καθρεφτίστηκε στα μάτια των παικτών, των ίδιων που στο Φίνιξ έμοιαζαν με τρομαγμένα περιστέρια.

Στην άμυνα υπήρξαν προσαρμογές, όχι πάρα πολλές, αλλά αρκετές για να κερδηθούν τα απαραίτητα σημεία.

Ο Γιάννης μάρκαρε τους πάντες σαν χταπόδι, αλλά η διαφορά έγινε από την προσήλωση του Τάκερ στο μαρκάρισμα του Μπούκερ, από τις βοήθειες του Μίντλετον στην πίσω γραμμή, από την κόπωση που συσσωρευόταν στο γέρικο κορμί του Πολ.

Τα τέσσερα τρίποντα του Χόλιντεϊ στην γ’ περίοδο (όταν οι Σανς πλησίασαν στο 74-70) αποτελείωσαν τους Σανς, αλλά ακόμα και αυτά αποτελούσαν παρελκόμενο της αυτοπεποίθησης που προήλθε από την άμυνα.

Το έγραφα και το ξανάγραφα τις προηγούμενες ημέρες, χωρίς να φαντάζομαι ότι ο αφορισμός θα έπαιρνε τέτοιο ολοστρόγγυλο σχήμα.

«Εάν οι Μπακς κρατήσουν τους Σανς στους 100 πόντους, θα πάρουν τον τίτλο». Σκορ του τρίτου τελικού: 120-100.

«Όλα είναι μέσα στο μυαλό», δήλωσε ο Γιάννης αμέσως μετά το ματς. Εννοούσε την αυταπάρνηση, το πάθος, τη στοχοπροσήλωση, την αυτοσυγκέντρωση, την πνευματική προετοιμασία.

Και φυσικά είχε δίκιο. Υπάρχει όμως και άλλο σκέλος στην εξίσωση: η προσωπική του επίδοση στις ελεύθερες βολές.

Ο Γιάννης ευστόχησε σε 8 συνεχόμενες και συνολικά έβαλε 13/17, όχι επειδή ξεφορτώθηκε τους ενοχλητικούς που μετράνε από το ένα έως το δέκα, αλλά επειδή ένιωθε ότι η ομάδα του είχε βρει τη συνταγή της νίκης.

Όταν το νερό μπαίνει στο αυλάκι, τα βότσαλα δεν φεύγουν δεξιά κι αριστερά.

«Δώστε μου τη μπάλα», ζητούσε επίμονα ο Γιάννης από τους προπονητές του στο δεύτερο ημίχρονο.

Οι επιλογές των Μπακς ήταν καλύτερες από τις συνηθισμένες, η μπάλα πατούσε στο ζωγραφιστό και έφευγε από εκεί προς τα έξω, ενώ η υπεροχή του Γιάννη απέναντι στο small-ball των Σανς (όταν βγήκε ο Έιτον) ήταν καταλυτική.

Όταν οι Μπακς ταΐζουν το τέρας, με το συμπάθειο, βρίσκουν και καλύτερα σουτ. Από τον ίδιο και από τους άλλους.

Ακόμα και αν ο Γιάννης χάσει τις μισές από τις 15-20 βολές του, η φθορά που δημιουργεί και η ψυχολογική ανάταση που μεταδίδει στους συμπαίκτες του γίνονται όπλα ολκής.

Δεν είδατε πώς «φτιάχτηκαν» οι Σανς με το βροντερό κάρφωμα του Καμ Τζόνσον; Ε, θυμηθείτε ότι ο Γιάννης κάνει 3-4 τέτοια σε κάθε ματς.

Θα φορέσουν στολή καμικάζι οι συμπαίκτες του όταν κληθούν να εκστρατεύσουν στο Φίνιξ ή θα ντυθούν πάλι ναυτάκια;

Πηγή: Gazzetta