Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Το πλάνο τον ακολουθεί από πίσω. Μυώδης, ράθυμος, άνετος. Υπερβολικά άνετος για έναν άνδρα που περπατά γυμνός σε τόσο καλό εστιατόριο.

Οι καλοφτιαγμένες και κομψές κυρίες παρατηρούν έκπληκτες, σχεδόν εκστασιασμένες. Το αντικείμενο του πόθου φτάνει στο τραπέζι του. Πριν καθίσει, σκύβει με αυτοπεποίθηση πάνω από την εκθαμβωτική γυναίκα που τον περιμένει και, χαμογελώντας αυτάρεσκα, τη ρωτά σε σπασμένα ιταλικά «Tutto bene?» ( «Όλα καλά;»).

Είναι χειμώνας του 1995, ο πρωταγωνιστής εκείνης της προώθησης πολύ γνωστού αφρόλουτρου έχει σκάρτο τετράμηνο στην Ιταλία, αλλά δεν είχε κανέναν απολύτως ενδοιασμό να συμφωνήσει σε μια τόσο “λάθος” διαφήμιση για ποδοσφαιριστή. Είναι ο Ζορζ Τολόν Οπόνγκ Μανέ Ουσμάν Γουεά, ο Λιβεριανός άσσος της Παρί Σεν Ζερμέν που υπέγραψε στη μεγάλη Μίλαν, ο πρώτος μη Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής που θα κερδίσει τη Χρυσή Μπάλα.

Δεν είχε ανάγκη κανέναν ο Γουεά. Δεν τον ενδιέφεραν ούτε τα βλέμματα των ακριβοθώρητων συμπαικτών του, ούτε ο πουριτανισμός της καθολικής ιταλικής κοινωνίας, ούτε καν η γνώμη του παντοδύναμου τότε πατρόνου της Μίλαν, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Τόσο ιδιαίτερος, τόσο ξεχωριστός, τόσο ξεκάθαρος στις αποφάσεις και τις απόψεις του. Ένας χαρακτήρας γεμάτος αυτοπεποίθηση, θράσος, ειδική -εντελώς δική του- θεώρηση των πραγμάτων και των εκάστοτε καταστάσεων. Μόνον ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να πιλοτάρει με τέτοιο τρόπο την εικόνα και την καριέρα του ούτως ώστε να αναδειχθεί στον 25ο Πρόεδρο της Λιβεριανής Δημοκρατίας.

Εκτυφλωτική προσωπικότητα, επιβλητική παρουσία, αδιανόητα φυσικά προσόντα. Κατά συνέπεια, και “δύσκολο παιδί”. Στα αποδυτήρια της Μίλαν μπήκε ως αντικαταστάτης του Μάρκο Φαν Μπάστεν, με τους… διάφορους Σιμόνε, Μασάρο και ασφαλώς τον Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς ως “ανταγωνιστές” για τη θέση του κυνηγού. Δεν πτοήθηκε κατ’ ελάχιστον, από την πρώτη μέρα που υπέγραψε στη Via Turati, δεν είπε λέξη για τους επιθετικούς, μίλησε μονάχα για το δίδυμο Μπαρέζι-Κοστακούρτα, το δίδυμο των στόπερ που τον εξουδετέρωσαν σε εκείνον τον ημιτελικό της Μίλαν με την Παρί στο Champions League του 1995.

«Στην πραγματικότητα, δεν με άφησαν να πάρω τη μπάλα. Μόνο έτσι μπορούν να με σταματήσουν οι αντίπαλες άμυνες, εάν μου αφαιρέσουν το δικαίωμα να πάρω τη μπάλα. Μόνο αυτοί οι δύο κατάφεραν να με απομονώσουν από το παιχνίδι και, εφόσον από την επόμενη σεζόν θα είναι συμπαίκτες μου, σας προειδοποιώ ότι αυτό που έρχεται δεν το έχετε ξαναδεί», είπε κάποτε στην «Parisien», ενόσω είχε ακόμη συμβόλαιο με την Παρί.

Για ολόκληρο το υπόλοιπο διάστημα παραμονής του στο Παρίσι, το Parc des Princes τον αποδοκίμαζε σε κάθε επαφή με τη μπάλα, ενώ στο Milanello τον περίμεναν τουλάχιστον με σκεπτικισμό. Ο Μπερλουσκόνι άρχισε να έχει αμφιβολίες για το κατά πόσον έγινε η ορθή επιλογή, ο Αντριάνο Γκαλιάνι τον καθησύχαζε. Υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή μεταξύ αμετροέπειας και επίγνωσης των δυνατοτήτων του εαυτού μας. Ο Γουεά ανέκαθεν χόρευε πάνω από αυτήν τη γραμμή, στο τέλος όμως δικαιωνόταν.

Έβρισκε την εσωτερική του ισορροπία στη θρησκεία, σε κάθε παιχνίδι, λίγο πριν το εναρκτήριο σφύριγμα, απομονωνόταν από την υπόλοιπη ομάδα, χαμήλωνε το κεφάλι και συγκεντρωνόταν για να προσευχηθεί. Μουσουλμάνος από επιλογή, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του ήταν βαθύτατα χριστιανική, και εκεί αποφάσισε μόνος του. Ραμαζάνι, σεβασμός στη νηστεία, πεντάκις ημερησίως προσευχή.

Προσευχές και γκολ εν ολίγοις και θα ήταν μια φράση που δεν απέχει και πολύ από την ποδοσφαιρική οντότητα Γουεά, παρότι δεν ήταν μονοδιάστατο το παιχνίδι του. Ο Γουεά ήταν τρόπον τινά ο προάγγελος του Ρονάλντο, του Κριστιάνο, του Χάαλαντ. Δεν τίθεται επ’ ουδενί θέμα απευθείας σύγκρισης, απλώς ο Λιβεριανός ήταν το “πρωτότυπο”, το αρχέτυπο του πλήρους επιθετικού που συνδύαζε όλα τα απαιτούμενα προσόντα στον υπερθετικό βαθμό. Ταχύτητα, δύναμη, τεχνική, έκρηξη, αναίδεια.

Στο ντεμπούτο του με τη φανέλα της Μίλαν άλλωστε, με ασίστ συστήθηκε στο κοινό, σε ένα από τα πολύ σπάνια γκολ σε ροή αγώνα στην καριέρα του Φράνκο Μπαρέζι. Από εκείνη τη φάση και μόνο κατέστη σαφές ότι ο Γουεά θα κούμπωνε άψογα στο φαινομενικά “παλιακό” 4-4-2 του Φάμπιο Καπέλο στο «Διάβολο». Σιδερένια πειθαρχία σε συνδυασμό με άπλετο ταλέντο. Ο Ντέγιαν στο δεξί άκρο για να ζωγραφίζει με ανάποδο πόδι, ο Γουεά άτυπη κορυφή με εναλλασσόμενους παρτενέρ το Ρομπέρτο Μπάτζιο και το Μάρκο Σιμόνε.

Με τον «Ιππότη της Κατελάντσα», Μάρκο, επιτεύχθηκε και η πιο ιδιαίτερη κατανόηση λόγω σύμφυσης προσόντων και μιας λεπτομέρειας που τους έφερε κοντά. Ο Ιταλός, όσο ο Λιβεριανός δεν έβρισκε διαμέρισμα να τον ικανοποιεί στο Μιλάνο, τον είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του, είχε προσφερθεί να τον βοηθήσει με ζωτικής σημασίας διαδικαστικά ζητήματα και εν τέλει τον εισήγαγε και στα πολύ δύσκολα και καχύποπτα αποδυτήρια του Milanello. Στην πορεία οικοδομήθηκε και μια αληθινή φιλία, μια σχέση που κρατά μέχρι τις μέρες μας.

Κάπως έτσι προέκυψαν ο άτρωτος Γουεά και το «μαμούνι» Σιμόνε, ο οδοστρωτήρας υπερπαίκτης και ο κλασσικός Ιταλός κυνηγός που δεν γεμίζει το μάτι, αλλά καταστρέφει τις αντίπαλες άμυνες. Η σύλληψη του Καπέλο για μονιμοποίηση του συγκεκριμένου διδύμου υπήρξε πραγματικά χάρμα ιδέσθαι. Με κύρια απειλή τον Γουεά, δημιουργούνταν τέτοια απίθανα εσωτερικά δίδυμα, όταν η Μίλαν εκδήλωνε τις επιθέσεις, φονικά ντουέτα κινδύνου στον άξονα, στις πλευρές, παντού.

Από πολύ νωρίς ο Γουεά προσαρμόστηκε, από την τρίτη κιόλας αγωνιστική πήρε τη Μίλαν στις πλάτες του. Η τρελή Ρόμα του Κάρλο Ματσόνε είχε κονιορτοποιήσει τους «Rossoneri», αλλά προηγήθηκε με το πολύ φτωχό 1-0. Δυο προσωπικά γκολ του Γουεά, το ένα μετά από χορευτικό του Σαβίτσεβιτς στη γραμμή, το δεύτερο με το τρεμόπαιγμα του πάνθηρα.

Ήπιο κοντρόλ, ψυχολογική πίεση στον προσωπικό φρουρό (όχι οποιονδήποτε αλλά τον θρυλικό Βραζιλιάνο Αλνταΐρ), ξαφνική έκρηξη με άνοιγμα της μπάλας και γιγαντιαίο συνδυαστικό σλάλομ τρίπλας και ταχύτητας.

Οι υπόλοιποι αμυντικοί και ο τερματοφύλακας σαν να μην υπήρχαν, είναι ένα χαρακτηριστικό, κατ’ εξοχήν “γκολ Γουεά”, το οποίο εισήγαγε και τελειοποίησε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του από τα άγουρα χρόνια της Αφρικής μέχρι τις χρυσές περιόδους στη Γαλλία, την Ιταλία και την Αγγλία.

Αυτή η ζωώδης, η αιλουροειδής κίνηση ήταν το σήμα κατατεθέν του, το διαβατήριο της επιβολής του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Ο Γουεά είχε το κατάλληλο ύψος (1.84μ.), την απόλυτη σωματοδομή, το ακέραιο ταλέντο και την προσήκουσα ποδοσφαιρική οξύνοια για να διαπρέψει. Ευκίνητος, αρμονικός και συντονισμένος σαν χορευτής, ένας συγκλονιστικός αθλητής, όταν το ποδόσφαιρο ακόμη βασανιζόταν από φιοριτούρες, προκαταλήψεις και στερεότυπα. Γενναίος, αδάμαστος, ένα αληθινό λιοντάρι.

Ήδη παντρεμένος με την Κλαρ, μια Αμερικανίδα με τζαμαϊκανές ρίζες, είχε καταφθάσει για πρώτη φορά στην Ευρώπη ως ανακάλυψη του σπουδαίου Αρσέν Βενγκέρ στη Μονακό. Και εκεί διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο η προσωπική σχέση, αυτή άλλωστε είναι η προτεραιότητα για το Λιβεριανό σε όλες τις εκφάνσεις της ζωή του. Ο Βενγκέρ δεν ήταν απλώς μέντορας, ήταν σαν δεύτερος πατέρας του, ο άνθρωπος που τον βοήθησε να κατανοήσει πολύ σημαντικότερα πράγματα από τις τακτικές υπερβάσεις του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

Ήταν ένα 22χρονο παιδί από τη δύσκολη γειτονιά της Clara Town στη Μονρόβια. Διαφορετική κουλτούρα, εντελώς άλλες παραστάσεις σε σχέση με οποιονδήποτε νεαρό ποδοσφαιριστή στα τέλη της δεκαετίας του ’80. “Όνομα” είχε φτιάξει στην Τονέρ Γιαουντέ του Καμερούν, μετά από μια μικρή βόλτα σε ομάδες της πατρίδας του και στο Αμπιτζάν της Ακτής Ελεφαντοστού.  Ήταν τόσο καλός που η κραταιά τότε ποδοσφαιρική Ομοσπονδία του Καμερούν στην Αφρική ήθελε να τον πολιτογραφήσει Καμερουνέζο, για να ενταχθεί σε εκείνη την απίθανη ομάδα που κατέπληξε τον ποδοσφαιρικό πλανήτη στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ’90.

Δεν το συζήτησε ποτέ σοβαρά, παρά τις πιέσεις. Δεν υπήρχε περίπτωση να απαρνηθεί την πατρίδα του, να γυρίσει την πλάτη στις ρίζες του, ακόμα κι αν τον συνέφερε επαγγελματικά. Δεκατρία αδέρφια μεγαλωμένα σε μια παραγκούπολη από τη γιαγιά κι ο Ζορζ ήθελε, μεγαλώνοντας, να ξεχωρίσει και να κάνει τη Μονρόβια γνωστή σε όλο τον κόσμο.

Αυτό ήταν το όνειρό του και, όπως είπε ο τότε Πρόεδρος της Λιβερίας, Ντέιβιντ Κπορμακπόρ, «Έκανε τη Λιβερία γνωστή στον κόσμο περισσότερο κι από τις εξαγωγές σιδηρομεταλλευμάτων και καουτσούκ που παράγει η χώρα».

Τι κι αν είναι ελάχιστες οι στιγμές δόξας με τη φανέλα της Εθνικής ομάδας της χώρας του; Στον Ζορζ αρκούσε η κλήση. Πλήρωνε από την τσέπη του τα ταξίδια της ομάδας, αφιέρωσε τη Χρυσή Μπάλα στη Λιβερία, ένα ποσοστό από τα 11 δισεκατ. λίρες που κόστισε η μεταγραφή του στη Μίλαν το έστειλε στην Ομοσπονδία για τις υποδομές.

Λιγότερο διαφημισμένα όλα αυτά, ενδιαφέρουν από ελάχιστα έως καθόλου το κοινό, το οποίο εννοείται πως προτιμούσε τις εκλάμψεις του, τους αυτοσχεδιασμούς του, τις εκτοξεύσεις του στο χορτάρι. Καλλιτεχνικές πινελιές, με ανάδειξη του “περιττού” που κόβει τα εισιτήρια, σπουδαία και κρίσιμα γκολ που έδωσαν βαθμούς και νίκες. Με σουτ, με πλασέ, με το κεφάλι, το ρεπερτόριο ήταν ανεξάντλητο. Κι έπειτα ήταν κι εκείνο το αριστούργημα.

Στο μπάσκετ το λένε coast to coast, στο ποδόσφαιρο είναι «το γκολ του Μαραντόνα». Αυτό είναι το πιο αξέχαστο γκολ της καριέρας του Ζορζ Γουεά, ένα γκολ τακτοποιημένο στα επάνω ράφια της ιστορίας του αθλήματος, για πολλούς αξεπέραστο. Ήταν 8 Σεπτεμβρίου του 1996.

Μια Μίλαν με πολλές φιλοδοξίες, οι οποίες χάθηκαν στη αταίριαστη χημική ένωση με τον Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες. Το San Siro ανήσυχο, η Βερόνα πιέζει, έχει τη Μίλαν στα σχοινιά και προσπαθεί να ισοφαρίσει. Στο κόρνερ που κερδίζει η Ελλάς, επιστρέφουν όλοι πίσω να βοηθήσουν, ο Γουεά αμύνεται στη γωνία της μεγάλης περιοχής.

Η εξέδρα σφυρίζει κατά την εκτέλεση του κόρνερ, το γήπεδο “φοβάται”. Είναι μια αίσθηση που την αποπνέει η εξέδρα στα ιστορικά γήπεδα. Όχι πολύ συχνά, σίγουρα σπάνια σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Δαυίδ στριμώχνει το Γολιάθ. Η βοή του γηπέδου όμως πάντα λέει την αλήθεια.

Ο Γουεά κοντρολάρει με το εξωτερικό. Την στρώνει μπροστά του. Και φεύγει. Όσο ο πάνθηρας επιταχύνει, το γήπεδο ζει μαζί του το ασύλληπτο. Τα σφυρίγματα γίνονται επιφωνήματα ανακούφισης, η ανακούφιση γίνεται ανυπομονησία, η ανυπομονησία θαυμασμός, ο θαυμασμός κραυγή κάθαρσης, χαράς, τρέλας, μαγείας.

Τους πέρασε όλους. Από τη μία περιοχή στην άλλη. Από το ένα πέταλο στο άλλο. Διέσχισε το γήπεδο και την κατάλληλη στιγμή πλάσαρε στην αντίθετη γωνία. Το San Siro άρχισε να τραγουδά το όνομά του, οι συμπαίκτες πετάχτηκαν από τον πάγκο, θαρρείς και ηλεκτρισμός διαπέρασε τα κορμιά τους.

Όλο το γκολ είναι η βοή του κόσμου. Ο θόρυβος που κάνει ο κόσμος στο γήπεδο, όταν νιώθει ότι κάτι μεγάλο “έρχεται”. Είναι τα διαρκώς αυξανόμενα ντεσιμπέλ, η αυθόρμητη αντίδραση κάθε φίλου του σπορ που βλέπει να εκτυλίσσεται μπροστά του το απροσδόκητο, εκείνο για το οποίο αγαπάμε το ποδόσφαιρο.

Δεν έχουν σημασία η ταχύτητα, η τεχνική, η πιρουέτα στην απέλπιδα προσπάθεια του Κολούτσι και του Φατόρι στο κέντρο του γηπέδου, το εξωτερικό πέρασμα της μπάλας από τον Κορίνι, το αδιανόητο κοντρόλ και το άψογο πλασέ. Σημασία έχει η βοή. Κι αμέσως μετά η αγκαλιά από το ball boy. Με το San Siro στο πόδι. Ενενήντα μέτρα με τη μπάλα στα πόδια σε λιγότερο από δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Ένα άνευ προηγουμένου και πολύ δύσκολα επαναλαμβανόμενο κατόρθωμα.

«Με το που σταμάτησα την μπάλα στην περιοχή, σκέφτηκα αμέσως πως θα φτάσω απέναντι να βάλω γκολ», δήλωσε με απόλυτη φυσικότητα μετά το ματς. Κέρδισε πολλά στην καριέρα του ο Γουεά. Στη Μίλαν ειδικά έζησε τρεις διαφορετικές εποχές. Και Scudetti κέρδισε, και ευρωπαϊκές “σφαλιάρες” έφαγε, όπως εκείνη η αλησμόνητη ανατροπή από τη Μπορντό του Ζινεντίν Ζιντάν, και με παγκόσμιας εμβέλειας παρτενέρ και προπονητές συνυπήρξε.

Στην πραγματικότητα, όλα τα διαγράφει εκείνο το γκολ. Σε ένα τόσο ομαδικό άθλημα, τόσο δύσκολο και πολύπλοκο, θα κερδίζει πάντοτε η απλότητα και η ατομική υπέρβαση ορίων. Ο Γουεά τα όρια τα υπερέβαινε μόνο με κρότο, με εκθαμβωτική χροιά και όχι απαραίτητα μόνο με τη θετική έννοια του όρου. Λίγες εβδομάδες μετά από εκείνο το γκολ, στις 20 Νοεμβρίου, η Πόρτο υποδέχθηκε τη Μίλαν στο Das Antas για το Champions League.

Λέγεται ότι ο Ρενέ Μαγκρίτ ζωγράφισε τουλάχιστον πέντε εκδοχές της «La mémoire». Σε τέσσερεις από αυτές, το γλυπτό κεφάλι μιας γυναίκας ακουμπάει σε έναν χαμηλό τοίχο, με το βλέμμα στραμμένο προς το μέρος μας και τους -απόντες- ώμους δοσμένους σε διαφορετικά θαλάσσια τοπία. Μόνο το πλαίσιο παραμένει πάντα το ίδιο, ένα πορτρέτο μιας τραυματισμένης ανθρώπινης φύσης. Όχι νεκρής, πληγωμένης, καταρρακωμένης και κατακερματισμένης.

Το πλέον χαρακτηριστικό στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας είναι τα κλειστά της μάτια. Τόσο ειρηνικά απεικονισμένα, τόσο γαλήνια που σχεδόν παίρνουν το βλέμμα σου από τον ματωμένο της κρόταφο. Ένα πρόσωπο βουτηγμένο στο αίμα, μια ενσαρκωμένη ανάμνηση από κάτι που κάποτε συνέβη, ένα ανεξίτηλο γεγονός, μια υπενθύμιση-σιωπηλός μάρτυρας του εαυτού.

Η κηλίδα στην καριέρα του Ζορζ Γουεά είναι το αίμα στο πρόσωπο του αρχηγού της Πόρτο, Ζόρζε Κόστα, στο τούνελ των αποδυτηρίων, μετά από τη λήξη εκείνου του κατά τα άλλα ξεχασμένου Πόρτο-Μίλαν. Μια βίαιη κεφαλιά υπό το έκπληκτο βλέμμα των αστυνομικών και λοιπών Αξιωματούχων και παρατρεχαμένων του αγώνα.

Ο Κόστα απεγνωσμένα επιδεικνύει το σπασμένο του ρινικό διάφραγμα, το αίμα τρέχει ποτάμι από τα ρουθούνια, ξεχειλίζοντας στο στόμα του. Τα χείλη του είναι βρώμικα, το πηγούνι του μουσκεμένο, η κεντρική λευκή ρίγα στη φανέλα της Πόρτο είναι πια κατακόκκινη. Μια εικόνα χαοτική, ένα στιγμιότυπο ζωντανής μαρτυρίας.

Δεκάδες σώματα τριγύρω κινούνται ακανόνιστα, συμπαίκτες να ουρλιάζουν, ο κάμερα μαν απαθανατίζει πλάνα ενός τόσο βίαιου γεγονότος που δεν έχει την παραμικρή σχέση με το ποδόσφαιρο. Ωμή βία, τεντωμένα νεύρα, βλέμματα εκδίκησης, υποκουλτούρες. Με σημερινά δεδομένα επικοινωνίας και έκθεσης στα Μέσα Ενημέρωσης, το περιστατικό θα λάμβανε τεράστιες διαστάσεις, θα ήταν το ante litteram οποιουδήποτε μέσου κοινωνικής δικτύωσης, κάθε δελτίου ειδήσεων.

Ο Γουεά εκείνον τον καιρό ήταν ο σκόρερ του απίθανου γκολ και ο εν ενεργεία κάτοχος της Χρυσής Μπάλας. Ο τότε προπονητής της Πόρτο τον χαρακτήρισε στη συνέντευξη Τύπου εν δυνάμει δολοφόνο που κυκλοφορεί ελεύθερος. Το επεισόδιο περιβάλλεται από δεκάδες υποθέσεις, τοποθετείται επάνω σε μια υποθετική βίαιη μετατόπιση του σύγχρονου ποδοσφαίρου που “πρέπει” να γίνεται ολοένα και πιο επιθετικό, πιο θεαματικό, πιο ανθρωποφάγο. Η υπερβολή, η καχυποψία, η ανθρωπολογική μεταμόρφωση των αθλητών από υποδειγματικά μοντέλα συμπεριφοράς σε βάρβαρα παραβατικά και διεφθαρμένα είδωλα των καιρών.

Το χρήμα, το αδηφάγο κυνήγι της διαρκούς επιτυχίας ακόμα και διά της βίας, η νίκη “με κάθε μέσο”. Εκείνη τη φωτιά την είχε σβήσει ο Αντριάνο Γκαλιάνι, ο παντοτινός “θείος Φέστερ”, που, ως άριστος διαπραγματευτής, είχε πείσει τους διοικούντες την Πόρτο και τον Ζόρζε Κόστα να μην καταθέσουν μήνυση και να μην αναζητήσουν “δικαιοσύνη” για τις σωματικές και τις ηθικές βλάβες. Το κίνητρο του Γουεά δεν κατέστη ποτέ γνωστό. Αποδόθηκε σε κάποια “προηγούμενα” από τον πρώτο αγώνα, από την ένταση πάνω στις φάσεις και το αντιαθλητικό παιχνίδι του Ζόρζε Κόστα απέναντι στο Λιβεριανό.

Η εκδοχή που υποστήριξε η επίσημη Μίλαν στο πειθαρχικό δικαστήριο της UEFA κατέστησε παραπάνω από σαφές ότι ειπώθηκαν πολύ βαριά ρατσιστικά σχόλια, ότι ο Πορτογάλος επανέλαβε πάνω από τριακόσιες (!) φορές μέσα στο ματς το επονομαζόμενο «gorilla cry», τον ήχο του γορίλα δηλαδή, όταν κλαίει. Κανένας αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας δεν επιβεβαίωσε.

Ο Γουεά τιμωρήθηκε με αποκλεισμό έξι αγωνιστικών, πρακτικά “τελείωσε” για το Champions League εκείνης της χρονιάς.

Αποδέχθηκε σιωπηρά την τιμωρία, δεν είπε λέξη για ρατσισμό και απλώς προχώρησε. Ενάμιση μήνα αργότερα βραβεύτηκε με το βραβείο Fair Play της χρονιάς -τι ειρωνεία- στη Λισαβόνα από τον Ζοάο Χαβελάνζ, τον Πρόεδρο της FIFA.

Μέσες άκρες, αφέθηκε να εννοηθεί ότι οι κατηγορίες περί ρατσιστικής επίθεσης του Κόστα ήταν βάσιμες, αλλά, μπροστά στο μεγαλύτερο κίνδυνο και τον ενδεχόμενο αχαρτογράφητο αντίκτυπο, η Ομοσπονδία αποφάσισε να χειριστεί τρόπον τινά “πολιτικά” το ζήτημα.

Τότε θρυλείται ότι μπήκε και το μικρόβιο της πολιτικής στο μυαλό του πάνθηρα, φιλοδοξία που τον οδήγησε εν αρχή στη Γερουσία, εν συνεχεία στην ίδρυση του κόμματός του, Κογκρέσο για τη Δημοκρατική Αλλαγή, και εν τέλει στην καμπάνια και την εκλογή στον προεδρικό θώκο το 2017.

Με κοστούμι και γραβάτα, με γυαλιά μυωπίας, σε έναν ρόλο διόλου εύκολο που τον εκθέτει σε συνεχή κριτική και διαρκείς διαμάχες, μιας και η πατρίδα του είναι από τις πιο δυσκυβέρνητες χώρες του πλανήτη.

Δύο εμφύλιοι πολύ κοντά μεταξύ τους χρονικά, ποτάμια αίματος, καταστροφή της οικονομίας, εξωγενείς παρεμβάσεις, διαφθορά, μαρασμός, καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων και τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Ο Γουεά τους εμφυλίους τους έζησε ελάχιστα, είχε ήδη πάρει μεταγραφή στο εξωτερικό. Ως κορυφαία προσωπικότητα, κλήθηκε να κουμαντάρει 16 διαφορετικές ιθαγενείς εθνοτικές ομάδες, μια άκρατη αύξηση του δημογραφικού, ένα εξαιρετικά χαμηλό προσδόκιμο ζωής εξ αιτίας των ανεπαρκών υγειονομικών υπηρεσιών, των δεκάδων μεταδοτικών νόσων και της εγκληματικότητας.

Το παράδοξο είναι ότι εν μέσω όλων αυτών η χώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο, μιας και η σημαία της ανεμίζει σε χιλιάδες πλοία, μεταξύ των οποίων πάρα πολλά ελληνικά. Παρέχει φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις με τη σημαία της, η οποία θεωρείται η κυριότερη «Σημαία Ευκαιρίας» στον κόσμο, διευκολύνοντας σκανδαλωδώς νηολογημένα πλοία ξένης πλοιοκτησίας.

Άγνωστο εάν ο πάνθηρας διαβρώθηκε, εξημερώθηκε ή αποδέχθηκε να συμμετέχει στο τσίρκο εις βάρος της φύσης του. Τα μεγάλα διλήμματα δεν τα απάντησε ποτέ, θαρρείς και θέλει μανιασμένα η στάμπα του αίματος να καλύπτει τα κλειστά του μάτια. Μπορεί να φοβάται αυτό που θα αντικρύσει, μπορεί να θέλει να ξεχάσει αυτά που πρέπει να θυμηθεί.

Όταν όμως ο νους ταξιδεύει στο χορτάρι, το τρεμόπαιγμα στα μαρμαρωμένα βλέφαρα παραμένει εκθαμβωτικό.

Πηγή: Athletes’ Stories