Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

«Το Μολυβένιο Στρατιωτάκι»«Τα ρούχα του Βασιλιά». «Η Μικρή Γοργόνα». «Τα Κόκκινα Παπούτσια». «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα». «Η Χιονάτη». Παραμύθια όλα. Ξακουστά σε όλον τον πλανήτη.

Όλοι μας, μικροί-μεγάλοι, με κάποιον τρόπο, σε κάποια ηλικία, κάποιο ή όλα απ’ αυτά τα έχουμε ακούσει. Μας τα έχουν πει. Μας τα έχουν διαβάσει. Τα έχουμε πει. Τα έχουμε διαβάσει. Τα έχουμε δει. Σε κινούμενα σχέδια, σε ταινίες, σε κινηματογραφικές αίθουσες.

Γρήγορη ερώτηση. Ποιος τα έγραψε;

Ο συγγραφέας όλοι, ακόμα και αν δεν πάει αμέσως το μυαλό, τουλάχιστον γνωρίζουμε τι έκανε, αμέσως με το που θα ακούσουμε τ’ όνομά του. Έγραφε παραμύθια. Αλήθεια, όμως, -αλήθεια λέμε…- ποιοι αμέσως απαντούν, διαβάζοντας απλώς τους τίτλους, πως ο συγγραφέας όλων των παραπάνω (και πολλών άλλων) είναι ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν;

Μια ακόμα γρήγορη ερώτηση, με την αναγωγή της απανταχού, όπου, σε όποιον και όποτε θέλετε. Ποιος είναι ο Μίκαελ Λάουντρουπ;

Επειδή η απάντηση είναι προφανής, η σύγκριση καταλυτική, ανεξαρτήτως υποκειμενικότητας, αξίας και κριτηρίων, περιττή και η απορία και ο συλλογισμός για το ποιος Δανός είναι ο πλέον αναγνωρίσιμος της υφηλίου. Για τους συμπατριώτες τους, ό,τι είναι ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν για τη διαμόρφωση της συλλογικής κουλτούρας, είναι ο Μίκαελ Λάουντρουπ για την εμπέδωση και την μετάδοσή της, διαχρονικά, σε όλον τον πλανήτη. Μόνο και μόνο με τον τρόπο, με τον οποίον έπαιζε ποδόσφαιρο.

Θέτοντας, αδίκως για τους υπόλοιπους, το μέτρο σύγκρισης. «Δεν είναι και Λάουντρουπ». «Το μόνο κοινό που έχει με τον Λάουντρουπ, είναι ότι και οι δυο φοράνε το “10”». «Ήταν μια πάσα λαουντρουπικών διαστάσεων». Μερικές μόνο από τις -πλέον- κλισέ εκφράσεις (αναγνωρισμένες, όμως, πλέον και από την εγχώρια υπηρεσία καταγραφής εξέλιξης της γλώσσας) που εμπλούτισαν τη δανέζικη διάλεκτο τα τελευταία σαράντα χρόνια.

Άλλος, δύο αιώνες μετά τη ζήση του παραμυθά, δεν το κατόρθωσε ποτέ. Και πως; Λέγοντας παραμύθια, δημιουργώντας μύθους, μεταφέροντας εικόνες, κλωτσώντας ένα τόπι. Δώσε κλώτσο, λοιπόν, παραμύθι -πάλι- ν’ αρχινήσει…

Έρωτας με την πρώτη ματιά

Δεν έχουν άδικο όσοι θεωρούν τη Δανία, τους Δανούς ως τους πλέον… Μεσογείους της Σκανδιναβίας. Πιθανώς και ολάκερης της βόρειας Ευρώπης. Άποψη, φήμη που εδραιώθηκε -μαντέψτε- από το ποδόσφαιρο τους. Όχι το τωρινό. Της “χρυσής” γενιάς τους, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ομάδα που, παρά το ερασιτεχνικό στάτους του αθλήματος στη χώρα, είχε αστέρια που έβγαιναν από τα όριά της και σταδιοδρομούσαν, πρωταγωνιστούσαν, σε κορυφαία clubs της Ευρώπης.

Όταν, όμως, γύριζαν στα πάτρια εδάφη, στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, μετατρέπονταν σε μια παρέα που θύμιζε ροκ μπάντα. Και στην εμφάνιση και την εικόνα και τη συμπεριφορά και το γήπεδο. Παίζανε, για να διασκεδάζουν οι ίδιοι και να διασκεδάζουν όσους τους έβλεπαν. Ανέμελα, όμορφα, πολλές φορές, όμως, -γι’ αυτό και θεωρήθηκαν ως η συνέχεια της Ολλανδίας των 70’s, της “βασίλισσας”, δηλαδή, χωρίς στέμμα εκείνης της δεκαετίας- ανεύθυνα, χωρίς αποτέλεσμα και ουσία. Όχι πως τους ένοιαζε. Είτε αυτούς που έπαιζαν, είτε εκείνους που (τους) έβλεπαν.

Κάπου εκεί, σε αυτό το πλαίσιο, σε αυτό το περιβάλλον, εμφανίστηκε ο Λάουντρουπ. Και πώς να διαφέρει;

Το μότο που ακόμη και σήμερα δεσπόζει στον θυρεό του γηπέδου της KB, της πρώτης του ομάδας, ανέφερε για το ποδόσφαιρο: «Κάνει τα αγόρια άνδρες και τους άνδρες αγόρια». Και δαύτον, ακριβώς σε αυτή του τη μετάβαση, των ερωτεύτηκαν από την πρώτη ματιά. Στην παρθενική του επαγγελματική σεζόν, αναγορεύτηκε κορυφαίος Δανός ποδοσφαιριστής. Συνδύασε την ενηλικίωσή του, ανήμερα των 18ων γενεθλίων του, με διεθνές ντεμπούτο και γκολ.

Και ανάγκασε τους πάντες να τον κυνηγάνε. Αρνήθηκε την πρόταση της -καλύτερης ομάδας της εποχής και πιο κοντινής στους Δανούς- Λίβερπουλ, επιλέγοντας τη Γιουβέντους. Ακόμη και σήμερα, ισχυρίζεται πως δεν του είπε κανείς ότι, λόγω του περιορισμού στην χρήση μη Ιταλών ποδοσφαιριστών, η «Κυρία» δεν τον προόριζε άμεσα -19 χρονών ήταν μόνο, άλλωστε- για τη δική της ομάδα, όπου οι θέσεις των ξένων ήταν καλυμμένες από τον Μπόνιεκ και τον Πλατινί, αλλά για να τον “ψήσει”, δίνοντάς τον δανεικό.

Η διετία στη Λάτσιο δεν του πρόσφερε πολλά. Ούτε, όμως, και η μετέπειτα ένταξή του στους «μπιανκονέρι» άλλαξε προς το καλύτερο την κατάσταση. Η σκιά του Μισέλ Πλατίνι, είτε παίζοντας δίπλα του, είτε αντικαθιστώντας τον, όταν ο Γάλλος αποσύρθηκε, ήταν πολύ βαριά και έντονη, η πίεση και οι απαιτήσεις του κάλτσιο, μα κυρίως ο τρόπος παιχνιδιού στο Campionato τελείως κόντρα στα μέτρα, τα μοτίβα και τη φιλοσοφία ενός Δανού των 80’s.

Dream Team

Αδιαμφισβήτητη η εδραίωση της θεωρίας της συλλογικής νοημοσύνης. Η αρχή της “σοφίας του πλήθους” πρεσβεύει πως ο κυρίαρχος μέσος όρος των απόψεων μιας ομάδας ανθρώπων ξεπερνάει σε βαρύτητα την άποψη ενός ειδικού, ειδήμονα σε θέματα ποσοτικής αξιολόγησης και γενικών γνώσεων. Δεν είναι σύγχρονη, αφού η θεωρητική της βάση ανάγεται στον Αριστοτέλη, απλώς με το πέρασμα των αιώνων εξελίχθηκε από φιλοσόφους, στατιστικολόγους και οικονομολόγους, φάσμα και εύρος που δικαιολογεί τη βαρύτητά της, αλλά και τείνει να τη μετατρέψει σε ορισμένες περιπτώσεις σε αξιωματική.

Χωρίς καμία διάθεση προσβολής στον Αριστοτέλη, αλλά και σε όσους εξέλιξαν την εν λόγω θεωρία, ο Μίκαελ Λάουντρουπ της επταετίας 1989-96 αποτελεί την έμπρακτη διάψευσή της.

Ποτέ, σε αυτό το διάστημα, τα όσα οργιώδη έκανε στο γήπεδο δεν αναγνωρίστηκαν συλλογικά από τη “σοφία του πλήθους”, πολλών και όχι μόνο ενός ειδημόνων. Όχι μόνο, λοιπόν, σε αυτό το διάστημα, δεν κέρδισε την Χρυσή Μπάλα (αν μπορεί να θεωρηθεί ως μέσο επιβράβευσης), αλλά ούτε και ποτέ βρέθηκε μεταξύ των τριών κορυφαίων της κάθε χρονιάς.

Είχε φύγει από την Ιταλία. Μόνο του παράσημο, το παρατσούκλι που του κόλλησαν από τα χρόνια του στη Λάτσιο. «Πρίγκιπας». Κατευόδιο αρνητικό από τον Πλατίνι: «Είναι ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο. Στην προπόνηση». Στον Γιόχαν Κρόιφ έφτανε το πρώτο μισό της ατάκας του Γάλλου. Είδε στον Λάουντρουπ τον εαυτό του. Δεν του ζήτησε τίποτα, του έδωσε απόλυτη ελευθερία κινήσεων, αρκεί αυτές να γίνονταν κοντά στην αντίπαλη περιοχή.

Και έτσι, «ο Πρίγκιπας» της Ιταλίας έγινε «El Rey»«ο Βασιλιάς» της Καταλονίας. Αρχικά -τουλάχιστον- της Καταλονίας, αποτελώντας τον πυλώνα της “Dream Team” της Μπαρτσελόνα που παρουσίασε ο Κρόιφ, κερδίζοντας σε πέντε χρόνια στο «Camp Nou», τέσσερα διαδοχικά Πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών, ένα Ευρωπαϊκό Super Cup και δύο ισπανικά.

Πάλι, όμως, ο αναθεματισμένος κανονισμός με τους περιορισμούς των ξένων προκάλεσε φθορά. Όταν ο Ρομάριο εντάχθηκε στους «μπλαουγκράνα», αυτοί έγιναν τέσσερεις. Πέραν του Βραζιλιάνου και του Λάουντρουπ, οι άλλοι δύο ήταν ο Κούμαν και ο Στόιτσκοφ. Και μόνο τρεις μπορούσαν να παίξουν. Η συνηθέστερη επιλογή του Κρόιφ έστελνε τον Δανό στην εξέδρα.

Το ποτήρι ξεχείλισε, όταν δεν αγωνίστηκε στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη Μίλαν, στην Αθήνα. «Ο μόνος που φοβόμουν, ήταν ο Λάουντρουπ», τόνισε, ρίχνοντας αλάτι στις πληγές των Καταλανών, μετά το επιβλητικό 4-0, ο τότε τεχνικός των «ροσονέρι», Φάμπιο Καπέλο. Με τον δικό του προπονητή, με τον άνθρωπο που του απογείωσε την καριέρα, δεν γινόταν να συνυπάρξει άλλο.

Και, έτσι, έφυγε. Το βράδυ, όταν το ανακοίνωσε, o -νεανίσκος ακόμη- Πεπ Γκουαρντιόλα με κλάματα προσπάθησε να τον μεταπείσει. Όχι για να μην πάει εκεί, όπου είχε αποφασίσει, αλλά για να μείνει στην Μπαρτσελόνα.

Μάταιος κόπος. Και, έτσι, τόσο απλά, ο Λάουντρουπ έφυγε από τη Βαρκελώνη και πήγε στη Μαδρίτη. Και στη Ρεάλ.

Περί μαγείας

Στα μέσα του ’96, στη δεύτερη, δηλαδή, χρονιά του στη Μαδρίτη, γευμάτιζε σε ένα από τα πολυτελέστατα εστιατόρια της ισπανικής πρωτεύουσας. Συζητούσε, λοιπόν, με τον συνδαιτημόνα του την προοπτική να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να φύγει από την Ισπανία. Λίγο αργότερα, ο Δανός αντιλήφθηκε πως μάλλον δεν ήταν και τόσο χαμηλόφωνος, αφού ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο του και κάποιον να του ψιθυρίζει: «Καλά νέα. Επιτέλους, θα γίνω πάλι ο μόνος «βασιλιάς» στη Μαδρίτη». Ο Χουάν Κάρλος Α’, μόλις είχε (κρυφ)ακούσει πως δεν θα χρειαζόταν άλλον να “μοιράζεται τον θρόνο του”, πρόσχαρα το μοιράστηκε και, αφού χαιρέτησε, αποχώρησε από το εστιατόριο.

Σε λιγότερο από δύο χρόνια, o «Rey» της Καταλωνίας είχε γίνει o «Rey» και της Μαδρίτης, o «Rey» της Ισπανίας.

Σε ένα από τα πρώτα του παιχνίδια με τα “λευκά”, στη Γαλικία, κόντρα στην (τότε σταθερή διεκδικήτρια τίτλων) Ντεπορτίβο, είχε γίνει θέμα συζήτησης για το ότι άπαντες οι Μαδριλένοι είχαν ακούσει ό,τι ήταν δυνατόν ν’ ακούσουν από την εξέδρα, ο Λάουντρουπ, όμως, είχε μείνει ανέγγιχτος. Ούτε κιχ κατά του.

Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν γίνονταν να συμβεί σε classico. Το τελευταίο του ήταν μια «manita» («πεντάρα») με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα επί της Ρεάλ. Το επόμενο, ως Μαδριλένος πια, μια ακόμη «manita» κόντρα αυτή τη φορά στους «μπλαουγκράνα»«Είναι υποτιμητικό για το ποδόσφαιρο να αποδοκιμάζεις τον Λάουντρουπ», το σχόλιο της -καταλανικής- Sport, την επομένη της συντριβής της πρώην του ομάδας.

Ενδεικτικό σεβασμού. Ενδεικτικό του καημού των Καταλανών. Όχι για τα πρωτεία που έχασαν εκείνη τη σεζόν (1995), με τη Ρεάλ να τ’ ανακτά και τον Λάουντρουπ να γίνεται ο μόνος στην ιστορία που πανηγυρίζει πέντε διαδοχικά πρωταθλήματα Ισπανίας με δύο διαφορετικές ομάδες, αλλά για τη μαγεία που χάρισαν, ουσιαστικά, στην αιώνια αντίπαλο.

Τρία είναι τα στάδιά της για κάθε μύστη μαγικών προς τον θεατή που καλείται να εξαπατήσει, να κάνει να πιστέψει: η υπόσχεση, η ανατροπή, η αίγλη.

Η τεχνική του Λάουντρουπ τα είχε όλα. Απαράμιλλη. Στον τρόπο που ντρίμπλαρε, δίνοντας την αίσθηση πως δεν “βλέπει” κανέναν στον διάβα του (υπόσχεση), την πεποίθηση στον (όποιο) αντίπαλο και στον θεατή την αίσθηση πως μπορεί να αντιμετωπιστεί, είτε χαμηλώνοντας ταχύτητα, είτε πλησιάζοντας πολύ το κορμί του, είτε ανοιγοκλείνοντας το κοντρόλ (ανατροπή), μόνο και μόνο, για να διαπιστώσουν κοινό και αντίπαλος πως η κατάληξη ίδια θα είναι, η προδιαγεγραμμένη (αίγλη).

Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί, σε δύο μέρη, ένα βίντεο διάρκειας 83 λεπτών, με συγκεντρωμένες όλες τις (καλύτερες) πάσες, όλων των ειδών, όλων των τρόπων, με κάθε σημείο ποδιού και παπούτσιου του Λάουντρουπ. Αφενός, παρότι μοιάζει τεράστιο, δεν είναι καθόλου βαρετό. Αφετέρου, το συγκεκριμένο βίντεο έγινε κάποια στιγμή αντικείμενο μελέτης. Προβλήθηκε σε κοινό, με παύση -πριν από κάθε πάσα- και ερώτηση για το ποιον έχει παραλήπτη η πάσα του Δανού ή ποια θα είναι, τελικά, η τροχιά της μπάλας. Ούτε οι μισές απαντήσεις (μαντεψιές) δεν ήταν σωστές. Είπαμε, για μαγεία μιλάμε.

Το χτικιό του ‘92

«Αντιλαμβάνομαι, γιατί θεωρείται ένας από τους κορυφαίους της ιστορίας της Μπαρτσελόνα και του κόσμου», Λιονέλ Μέσι.

«Ο καλύτερος στην ιστορία; Ο Λάουντρουπ», Αντρές Ινιέστα.

«Όταν ο Μίκαελ παίζει είναι σαν όνειρο, σαν μια ψευδαίσθηση και κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να φτάσει στο επίπεδό του», Γιόχαν Κρόιφ.

Είναι τυχαίο; Τόσο ο Ραούλ όσο και ο Ρομάριο τον θεωρούν ως τον καλύτερο συμπαίκτη της καριέρας τους.

Το… σώσιμο της δικής του στο «Bernabéu», ο Ιβάν Ζαμοράνο το οφείλει στις πάσες του. «El Genio»«η ιδιοφυΐα» τον αποκαλούσε ο Χιλιάνος, παίρνοντας όρκο πως έχει… τρία μάτια.

Ο Λουίς Φίγκο τον χαρακτήρισε ως τον χειρότερο αντίπαλο που αντιμετώπισε ποτέ, ο Ρόναλντ Κούμαν ως τον καλύτερο τεχνίτη, με τον οποίο συνυπήρξε σε γήπεδο, άποψη την οποία συμμερίστηκε και ο (συμπαίκτης του Λάουντρουπ στη Γιουβέντους) Ίαν Ρας, ο Τιερί Ανρί τον κατέταξε ως τον καλύτερο παίκτη, με τον οποίο δεν έπαιξε ποτέ, ο Χρίστο Στόιτσκοφ στην κορυφαία ενδεκάδα όλων των εποχών.

Λίστα ατελείωτη. Στα τέλη του 20ού αιώνα, αναγορεύτηκε ο κορυφαίος μη Ισπανός που αγωνίστηκε στη La Liga, τα προηγούμενα 25 χρόνια.

Ποιος Κρόιφ, ποιος Ούγκο Σάντσες, ποιος Ρονάλντο, ποιος Ριβάλντο, ποιος Σούστερ, ποιος Φίγκο;

Παρότι έμεινε μόλις δύο σεζόν στο «Bernabéu» (χωρίς να προσθέσει τίτλο στη δεύτερη), το 2002, ψηφίστηκε ως ο δωδέκατος καλύτερος παίκτης στην ιστορία της «Βασίλισσας».

Αν προστεθούν και η εικόνα, κυρίως αυτή, οι παραστάσεις του, η αίσθηση και ο αέρας του στο γήπεδο, τότε είναι πραγματικά αξιοσημείωτο πως λάθεψε τόσο -όλ’ αυτά τα χρόνια- η προαναφερθείσα “σοφία του πλήθους” και πέραν των λέξεων -που σαφώς δίνουν τόνο- δεν συνδυάστηκε η κυριαρχία του Λάουντρουπ με κάτι, οτιδήποτε, επάργυρο, σε ατομικό επίπεδο.

Σίγουρα, το legacy του κορυφαίου Δανού ποδοσφαιριστή όλων των εποχών τραυματίστηκε από την απουσία του από την κορυφαία στιγμή του αθλήματος στην πατρίδα του, την κατάκτηση του Euro 1992.

Ούτε αυτός ούτε ο αδερφός του, Μπρίαν, αποφάσισαν να σηκωθούν από τις ξαπλώστρες τους, μετά τον αποκλεισμό της Γιουγκοσλαβίας και την από το… παράθυρο αντικατάστασή της στα τελικά από τη Δανία, στο παρά πέντε της έναρξης της διοργάνωσης. Είχε, δύο χρόνια νωρίτερα, ανακοινώσει την αποχώρησή του από την Εθνική ομάδα, αλλά η κύρια αιτία ήταν πως τα είχε “σπάσει” με τον εκλέκτορα, Ρίχαρντ Μέλερ Νίλσεν, και, βρίσκοντας αφορμή στην έλλειψη επαρκούς προετοιμασίας, δεν πείστηκε να συμμετάσχει και, έτσι, απλώς είδε συμπαίκτες και συμπατριώτες να στέφονται Πρωταθλητές Ευρώπης.

«Οι… αδερφές Λάουντρουπ», ο τίτλος της κορυφαίας δανέζικης εφημερίδας BT, όταν οι δυο τους ανακοίνωσαν πως δεν θα έπαιρναν μέρος στα τελικά της Σουηδίας (ο Μπρίαν τελικά «υπέκυψε» και εντάχθηκε στην αποστολή). Πάντα -είναι η αλήθεια πως- οι σκληρότεροι επικριτές του ήταν οι πατριώτες του. Επέστρεψε στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, μετά την ευρωπαϊκή στέψη, αποχαιρετώντας το με πορεία ως τα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998, αλλά συγχώρεση δεν πήρε ποτέ.

Ο “Θεός της φυλής των Δανών”

Συγχώρηση από τον εαυτό του; Από τα media; Η αλήθεια είναι πως δεν τον άφησαν σε ησυχία.

Επιστρέφοντας από την Ιαπωνία και την Κόμπε, όπου μετακόμισε μετά τη Ρεάλ, για να κλείσει την καριέρα του εκεί ακριβώς, όπου την ξεκίνησε, στον Άγιαξ, ήταν για 48 ώρες παίκτης της βοσνιακής Τσέλικ. Για φορολογικούς λόγους. Σκάνδαλο. Έτσι παρουσιάστηκε, πιθανότατα ήταν, κατηγορηματικά το αρνήθηκε, ποτέ δεν έπεισε για την αθωότητά του.

Από τη Μαγιόρκα έφυγε (2011) με βαρύτατες κατηγορίες της διοίκησης για τη συμπεριφορά του.

Όταν ήταν στον πάγκο της Σουόνσι, τα Football Leaks αποκάλυψαν πως ο επί τριακονταετίας ατζέντης του, Μπαϊράμ Τουτουμλού (πωλητής αυτοκινήτων ήταν, έτσι γνωρίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και, εξαιτίας της σχέσης τους, αποφάσισε να γίνει ατζέντης ποδοσφαιριστών), είχε αποκομίσει επιπλέον και χωρίς σχετικά παραστατικά προμήθειες, οι οποίες ξεπερνούσαν τα 3 εκατ. ευρώ από μεταγραφές ποδοσφαιριστών που ζητούσε ο Λάουντρουπ, αποκλειστικά με διαμεσολάβηση του δικού του ατζέντη.

Προκάλεσε τις φιλελεύθερες αρχές της δανέζικης κοινωνίας, υπογράφοντας στην Αλ Ραγιάν (την τελευταία του δουλειά, αφού αποχώρησε από τον πάγκο της, το 2018), η οποία ελέγχεται από τη Βασιλική οικογένεια του Κατάρ, την οποία και δημοσίως υπερασπίστηκε, παρά τις εντεινόμενες φωνές για την απολυταρχική της διακυβέρνηση αλλά και τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπισε τους εργάτες-μετανάστες για την κατασκευή των απαιτουμένων για τη διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022.

Κατακρίθηκε για την ίδρυση ενός think tank, του CEPOS, με στόχο την προώθηση των αρχών της ελεύθερης αγοράς. Όχι για τις αρχές της εν λόγω ομάδας, αλλά, όπως αποκαλύφθηκε, για το ότι, στα 17 χρόνια της δράσης της, οι εμφανίσεις του ήταν (και είναι) απειροελάχιστες και μόνο για διαφημιστικούς λόγους.

Ακόμα και για την απολύτως επιτυχημένη επιχειρηματική του δραστηριότητα ως εισαγωγέας -και πλέον και παραγωγός- κρασιού δεν έμεινε ασχολίαστη.

Ο ίδιος φρόντισε να ενισχύσει την απόσταση, η οποία δημιουργήθηκε ειδικά με τις γενιές των συμπατριωτών του που δεν τον είδαν να παίζει. Τη φωνή του, πέραν των όσων τυπικών επέβαλλε η δουλειά του ως προπονητής, δεν την έχουν ακούσει για πάνω από 20 χρόνια. Συνεντεύξεις δεν δίνει και, όσες παραχωρεί, το κάνει, απαντώντας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ελάχιστα είναι γνωστά για την ιδιωτική του ζωή.

Δύο γάμοι, τρία παιδιά, περνάει τον χρόνο του μεταξύ Μαδρίτης και Κοπεγχάγης, Bob Dylan, Beatles και Joan Baez τ’ αγαπημένα του ακούσματα, γκολφ και τένις έχουν αντικαταστήσει στις αθλητικές προτιμήσεις του το ποδόσφαιρο, αγαπημένες του οι ταινίες του Γούντι Άλεν και, παρότι λάτρης του καλού φαγητού, δεν αλλάζει με τίποτα τη ναπολιτάνικη πίτσα.

Και πάλι, όμως. Ακόμα και αποστασιοποιημένος, παραμένει ο “Θεός της φυλής των Δανών”. Η ποδοσφαιρική του διάνοια, η αυθεντία του, η μοναδικότητά του δεν αμφισβητούνται. Και στο τέλος-τέλος, αυτό κληροδοτεί. Αυτό είναι που δένει στην ανέμη τη δική του κόκκινη κλωστή, η οποία σε κάθε κλώτσο ξετυλίγεται και το παραμύθι του λέγεται ξανά. Και ξανά. Και ξανά…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This