Επιλογή Σελίδας

Του Σωτήρη Μήλιου

Η ιδέα τον τρέλαινε. Του βασάνιζε το μυαλό επί χρόνια. Κάθε φορά που άκουγε την ίδια και την ίδια ερώτηση, ίδρωνε, οι παλμοί του πολλαπλασιάζονταν. Προσπαθούσε να αλλάξει κουβέντα, αλλά μάταια. Οι άνθρωποι είναι κακοί, θέλουν να ρίχνουν πάντα αλάτι στην ανοιχτή πληγή σου, όσο καλά κι αν την κρύβεις: «O Ρούμπινσταϊν έδινε κονσέρτα πιάνου μέχρι τα 83 του. Τρέμω την ιδέα της απόσυρσης. Τρέμω ακόμα περισσότερα την ιδέα, να μην είμαι καλός σε αυτό που κάνω λόγω ηλικίας. Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι τραπεζικός υπάλληλος και να αναγκαστώ να βγω στη σύνταξη από τα 55 μου».

Ο Αρσέν Βενγκέρ εδώ και χρόνια έβλεπε την βιολογική φθορά να τον αγγίζει, αλλά προσπαθούσε να ξεγελάσει το χρόνο. Μάταια: «Κάποιος μου είπε κάποτε πως ο μόνος τρόπος για να ξεγελάσεις την ιδέα του θανάτου που στροβιλίζει το μυαλό είναι να προσπαθείς να μετατρέπεις το παρόν σε τέχνη».

Ναι, για τον Αλσατό το ποδόσφαιρο ήταν τέχνη. Μία πολύπλοκη τέχνη, όπου ο ίδιος προσπαθούσε να ενώσει συνιστώσες χωρίς κανένα κοινό στοιχείο και να βγάλει μία όσο το δυνατόν πιο γοητευτική ποδοσφαιρική συνιστώσα: «Υπάρχει μία μαγεία όταν οι άνθρωποι ενώνουν τις ενέργειες του για να υπηρετήσουν μία κοινή ιδέα. Η μοναχικότητα του ανθρώπου απέναντι στην ζωή και στα προβλήματα είναι ότι πιο θλιβερό μπορεί να τύχει σε κάποιον. Το ποδόσφαιρο, ο ομαδικός αθλητισμός έχει το προνόμιο να είναι μπροστά από την κοινωνία. Μπορεί να φωτογραφήσει τον κόσμο του αύριο. Το κατάλαβα όταν πριν από αρκετά χρόνια χρησιμοποίησα για πρώτη φορά στην ίδια ενδεκάδα, 11 παίκτες από διαφορετικές χώρες, με διαφορετικές κουλτούρες και υπόβαθρό. Έτσι είναι ο κόσμος σήμερα».

Ξεφύγαμε. Ο Αρσέν πάντα ήθελε να αποφύγει αυτή την ημέρα. Την ημέρα του αντίο. Δεν είναι ένας αποχαιρετισμός. Είναι ένας μικρός θάνατος: «Υπήρχαν στιγμές που ήμουν 24-25 ετών και αναρωτιόμουν. Διάολε, υπάρχει ζωή χωρίς το ποδόσφαιρο; Αν σταματήσω να παίζω μπάλα τι θα κάνω; Θα αυτοκτονήσω».

Τα τελευταία χρόνια αυτό το εγωιστικό πρίσμα έφθειρε την υστεροφημία του, έφθειρε και την Άρσεναλ. Ο Αλσατός αρνούνταν να δει όλα τα σημάδια. Ο φόβος του είχε μπλοκάρει το μυαλό: «Δεν θέλω καν να βάζω στο μυαλό μου, έστω την σκέψη της απόσυρσης. Θα είναι σαν να περάσω από την υπερκινητικότητα, στο… τίποτα. Πρόσφατα συνάντησα τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Ο τρόπος που αποσύρθηκε ήταν ένα παράδειγμα προς όλους. Αυτός όμως έχει χόμπι, ασχολίες. Του αρέσουν τα άλογα, ο ιππόδρομος. Στην πραγματικότητα ξέρει πολλά περισσότερα για το κόκκινο κρασί από ότι εγώ. Μιλήσαμε: “Άλεξ σου λείπει το ποδόσφαιρο”, τον ρώτησα. ¨Καθόλου”, μου απάντησε. Η απάντηση του με τρόμαξε, αλλά μου έδωσε κι ελπίδα, όραμα».

Δεν είναι παίξε – γέλασε. Είναι μία ζωή ολόκληρη. Ο Βενγκέρ είναι ένας άνθρωπος που κατ’ επιλογή δεν έχει κρατήσει ούτε μισό αναμνηστικό από την καριέρα του. Δεν έχει ιδέα που βρίσκονται μετάλλια, τρόπαια, διπλώματα. Δεν έχει κρατήσει σουβενίρ, δεν βλέπει παλιά παιχνίδια. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το παρόν. Και το μέλλον.

Ωστόσο, η σχέση του με το ποδόσφαιρο κρατάει από όσο θυμάται. Από ηλικία τεσσάρων ετών. Τα πάντα ξεκίνησαν στο εστιατόριο «Croix d’ οr» του αλσατικού χωριού του Duttlenheim. Ο μικρός Αρσέν βλέπει τους γονείς του να τρέχουν πανικόβλητοι στο σερβίρισμα, όμως το μυαλό του ταξιδεύει αλλού. Το ρεστοράν είναι το στέκι της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας κι αυτός σκανάρει, οσμίζεται τα πάντα, ρουφά σαν σφουγγάρι κάθε δευτερόλεπτο. Για μερικά χρόνια υλοποιεί το όνειρο του να παίξει μπάλα, αλλά είναι ένας θλιβερός λίμπερο και γι’ αυτό και φροντίζει να κάνει το κουμάντο του παίρνοντας πτυχίο και μάστερ οικονομικών από το πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.

Παράλληλα το 1981 παίρνει δίπλωμα προπονητικής και μπαίνει στο κουρμπέτι, παίρνοντας τους μικρούς της Στρασμπούρ. Ακολουθεί η Μονακό, η μακρινή Ιαπωνία (Γκράμπους Εϊτ) και ξαφνικά το 1996 παίρνει τα ηνία της Αρσεναλ, αρνούμενος πρώτα θέση τεχνικού διευθυντή στην αγγλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Έκτοτε, ακολούθησαν 1228 επίσημοι αγώνες στον πάγκο των «κανονιέρηδων», με 704 νίκες, 279 ισοπαλίες, 245 ήττες και 17 τρόπαια. Αυτά όμως είναι ξερά νούμερα. Η προσφορά, η συνεισφορά, η επιρροή του στους Λονδρέζους ήταν πολυεπίπεδη και δεν μπορεί να αποτυπωθεί μόνο μέσα από ξερούς αριθμούς.

Τον Αύγουστο του 1996, η Άρσεναλ που έχει πάνω της κολλημένη την ετικέτα της «bοring, boring Arsenal» εξαιτίας του βαρετού στιλ παιχνιδιού της απολύει τον Μπρους Ρίοχ και βαδίζει με υπηρεσιακό δίδυμο τους Στιούαρτ Χιούστον και Πατ Ράις. Το φαβορί για την τεχνική της ηγεσία είναι ο Γιόχαν Κρόιφ, όμως ο τότε αντιπρόεδρος Ντέιβιντ Ντιν έχει μια τρελή ιδέα. Έχει ακούσει για έναν ταλαντούχο Αλσατό τεχνικό, ο οποίος όμως έχει συμβόλαιο στην Ιαπωνία με την Γκράμπους Έιτ. Του παίρνει 20 ημέρες για να βρει τρόπο να το σπάσει και στις 22 Αυγούστου εμφανίζει στο αγγλικό κοινό έναν κουλτουριάρη, πολύγλωσσο (μιλά 6 γλώσσες), πολυταξιδεμένο, πολύξερο γυαλάκια. Το ερώτημα ήταν ένα: Πόσους μήνες θα αντέξει;

Οι αγγλικές εφημερίδες τον υποδέχθηκαν με το περίφημο: «Arsene who?», το οποίο μετά από χρόνια έγινε «Arsene knows». Η μεγαλύτερη νίκη του. Για να το πετύχει έφτυσε αίμα. Κατάφερε να τα βγάλει πέρα  με το τσούρμο των νταήδων του Essex (Τόνι Ανταμς και δεν συμμαζεύεται), που μεγάλωσαν με το σύνθημα «win or loose, get on the booze» («Χάνουμε, κερδίζουμε εμείς θα τα πίνουμε»). Τι έκανε; Επέβαλλε διατροφική δικτατορία. Κομμένα τα «ξύδια», τα ξενύχτια, τα τηγανητά, τα πολλά λίπη, μέσα τα λαχανικά, τα ψάρια. Κοινώς, καλή εξωγηπεδική ζωή. Ήταν η πρώτη του νίκη. Λίγα χρόνια μετά όλη η ποδοσφαιρική Αγγλία βάδισε στα χνάρια του. Ένας άνθρωπος πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του.

Κατάφερε να αλλάξει το DNA ενός ολόκληρου οργανισμού. Η βαρετή Άρσεναλ, έγινε η ελκυστική Άρσεναλ, η ανίκητη Άρσεναλ που έκανε 49 αγώνες να χάσει και πήρε πρωτάθλημα αήττητη. Ο Αλσατός ήταν αυτός που οραματίστηκε πρώτος τον απεγκλωβισμό από το στενό «Χάιμπουρι» και την μετακόμιση στο μεγαλοπρεπές «Emirates». Είχε λόγο στο σχεδιασμό, την οικονομική υλοποίηση του, στα πάντα.

Ένα από τα πρώτα αιτήματα του «κύριου καθηγητή» (εν έτει 1996) ήταν η μετακόμιση σε ένα προπονητικό κέντρο της προκοπής. Στο «London Colney» σχεδίασε τα πάντα. Λέγεται ότι επέλεξε ακόμα και τα κουταλάκια του τσαγιού στο ρεστοράν, ενώ απαίτησε ξενώνες για να μένουν οι νεαροί και οι υπό δοκιμή παίκτες. Είχε λόγο για κάθε μορφής μηχανήματα αποκατάστασης και εκγύμνασης. Για την ακρίβεια, απαίτησε ότι πιο σύγχρονο υπήρχε στην αγορά. Έχτισε σύστημα scouting που σήμερα απασχολεί τριψήφιο αριθμό κατασκόπων, που χαρτογραφούν κάθε ταλέντο στον πλανήτη, οργάνωσε τις υποδομές, έφερε επανάσταση με τις γεμάτες ποικιλία (για τα αγγλικά δεδομένα) προπονήσεις του.

Συνάμα ήταν υπεύθυνος της επικοινωνιακής πολιτικής (ερχόμενος προσωπικά σε ρήξη σε όποιον τολμούσε να αγγίξει την ομάδα του), της χάραξης οικονομικής στρατηγικής (ποτέ δεν είπε όχι στις πωλήσεις Ανελκά, Οβερμαρς, Πετί, Βιεϊρά, Ανρί), δημιουργώντας μια υγιή, κερδοφόρα ομάδα, σε μία εποχή που όλοι έχαναν από το ποδόσφαιρο. Μία εμβληματική, πατριαρχική μορφή, πηγή εμπιστοσύνης και σταθερότητας για το σύλλογο.

Τα λεφτά δεν τον ενδιέφεραν ποτέ: «Στα 22 μου η τότε κοπέλα μου, μου είχε αναλύσει το ζωδιακό μου κύκλο. Μου είχε πει ότι “Δεν βλέπω καλά πράγματα. Στη ζωή σου δεν θα κάνεις ποτέ λεφτά”. Λοιπόν μάλλον ήθελε να πει ότι στη ζωή μου, ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα. Το ότι κερδίζω τόσα λεφτά είναι πραγματικά ένα… ατύχημα. Είμαι παθιασμένος με την αδρεναλίνη αυτού του αθλήματος, που συμπτωματικά τυχαίνει να είναι προσοδοφόρο. Αυτό λέω και στους διάφορους ατζέντηδες. Η διαφορά μου με αυτούς είναι, ότι αν αύριο στο ποδόσφαιρο πάψουν να υπάρχουν λεφτά, αυτοί θα εξαφανιστούν. Εγώ, όχι».

Ωστόσο, πάντα ήταν νοικοκύρης στα λεφτά του συλλόγου. Τόσο πολύ που του κόλλησαν το παρατσούκλι του «τσιγκούνη», του «σπάγκου»: «Πάντα διαχειριζόμουν την Άρσεναλ, σαν να μου ανήκε και δέχθηκα πολλές φορές κριτική, ότι δεν ξόδευα αρκετά. Ναι, αλλά μπόρεσα να υπερασπιστώ τις ιδέες μου και να πολεμήσω για αυτές. Δέχομαι όσους δεν συμφωνούν μαζί μου. Το όνειρο μου όμως είναι την ημέρα που θα αποσυρθώ από την Άρσεναλ να αφήσω μία καλή ομάδα, σε μία υγιή οικονομική κατάσταση, που θα έχει την δυνατότητα να μείνει ανταγωνιστική σε υψηλό επίπεδο για πολλά χρόνια. Η σταθερότητα στο υψηλό επίπεδο είναι αυτό που χαρακτηρίζει μία μεγάλη ομάδα».

Μοιάζει με ιστορική ανορθογραφία, αλλά δεν κατέκτησε ποτέ του το Champions League και μάλιστα φέτος ήταν η πρώτη φορά που έλειπε από τους ομίλους μετά από 20 συνεχόμενες παρουσίες. Ένα σημειολογικό μήνυμα του τέλους που έπεται. Η διαδοχή θα είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν έχει συνέλθει ακόμα από το μετά Σερ Άλεξ σοκ. Οι συγκρίσεις θα είναι αναπόφευκτές και σκληρές.

Ο Αρσέν δεν ανησυχεί. Ξέρει ότι τακτοποίησε το παιδί του και το αφήνει σε καλά χέρια: «Η ομάδα θα τα πάει καλά. Είμαι σίγουρος. Τα media θα διηγηθούν την ιστορία μου, έστω κι αν δεν θα είναι ακριβώς η ιστορία μου, αφού θα έχουν παραλείψει πολλές λεπτομέρειες, τις οποίες ούτε κι εγώ θυμάμαι. Ο πατέρας μου ήταν αυτός που μάζευε οτιδήποτε κι αν έγραφαν για μένα. Ώρες ώρες νιώθω ότι τον έχω προδώσει, γιατί εμένα ποτέ δεν με ενδιέφεραν αυτά. Ίσως κάποια στιγμή αυτό να αλλάξει. Ίσως μια μέρα να πω στον εαυτό μου. Φίλε, ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσεις αυτό που έρχεται…».

Πηγή: Sport DNA

Pin It on Pinterest

Shares
Share This