Του Θάνου Σαρρή
Πριν από λίγο καιρό επικοινώνησε μαζί μου ένας δημοσιογράφος, συνεργάτης μεγάλου δικτύου του εξωτερικού. Προσπαθούσε, όπως αρκετοί τα τελευταία χρόνια, να βγάλει άκρη σχετικά με το τι συμβαίνει με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Γιατί δολοφονούνται παιδιά στους δρόμους, γιατί διαιτητές καταγγέλλουν τρομοκρατία, ποιοι είναι τελικά αυτοί οι τύποι που φροντίζουν ώστε το παρασκήνιο να βρίσκεται στο προσκήνιο, τι γενικά πηγαίνει τόσο λάθος. Προσπάθησε να ξετυλίξει το κουβάρι από παλιά, αλλά σύντομα κατάλαβε ότι θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο για να τα καταγράψει και το άφησε. Ή ίσως μια σειρά στο Netflix, όπως εύστοχα είπε και ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης. Πιθανολογώ ότι μετά την τελευταία πράξη στο Πάρκο Γουδή, μάλλον ξεφυσά ανακουφισμένος. Ωραίο το τρολάρισμα, ίσως είναι και η μοναδική διέξοδος. Έχει πάψει όμως προ καιρού να έχει πλάκα όλο αυτό.
Καθόλη τη διάρκεια της χθεσινής μέρας, προσπαθούσα να μπω στο μυαλό όλων αυτών των φουκαράδων που παρακολουθούν το μεγάλο μας τσίρκο απ’ έξω και πασχίζουν να καταλάβουν τι διάβολο γίνεται σ’ αυτό. Τέσσερις ομάδες που παλεύουν για το πρωτάθλημα, αμφίρροπες αναμετρήσεις και αγωνία μέχρι το τέλος, είναι η πρώτη ανάγνωση ενός ανθρώπου που χαζεύει τη βαθμολογία της Stoiximan Super League. Πώς διάολο έχουμε καταφέρει η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που παρακολουθούν μπάλα στην Ελλάδα να παίζει στοιχήματα για το αν το πρωτάθλημα θα τελειώσει ή όχι; Πώς έχουμε καταφέρει Μπένετ, Κλάτενμπεργκ και λοιπές δυνάμεις να κλέβουν τη δόξα από τους πρωταγωνιστές;
«Καλοί διατητές» αλλά για ποιους;
Πρακτικά, δεν υπήρχε καμία ελπίδα από τη συνάντηση στα γραφεία της ΕΠΟ. Το είχε αναλύσει από πριν ο Γιάννης Σερέτης. Ακόμα κι αν συμφωνήσουμε ότι στόχος όλων είναι «οι καλοί διαιτητές», δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να συμφωνήσουν στη μεθοδολογία και στον τρόπο ορισμού. Τι σημαίνει, αρχικά, καλοί διαιτητές; Είναι καλοί μέχρι μετά τις πρώτες τους φορές στα ελληνικά γήπεδα να αποδειχθούν «Νταμπάνοβιτς»; Είναι καλοί αν είναι elite, αλλά όχι από συγκεκριμένες χώρες; Μα, αφού είναι elite! Και είναι καλοί μέχρι ένα σφύριγμα που έχουν δώσει υπέρ μας, να το δώσουν τελικά κατά; Είναι καλοί αν ερμηνεύουν έναν κανονισμό κατά το δοκούν; Και το θυμηθήκαμε όλο αυτό στη δεύτερη αγωνιστική των play offs; Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τα δεκάδες ερωτηματικά που προκύπτουν, δείγμα της κατάστασης.
Όσο το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι χωρισμένο σε χαρακώματα, ακόμα και ρομπότ διαιτητές να έρθουν, θα βρεθεί τρόπος να βγουν κι αυτά στημένα. Είναι μάλλον άδικο να τους παίρνει όλους η μπάλα υπό την ταμπέλα «ελληνικό ποδόσφαιρο», ιδίως μετά τις διαφορετικές στρατηγικές που είδαμε στη μάχη της Δευτέρας, αλλά καλώς ή κακώς, στο τέλος αυτό μένει. Κομμάτι του είναι όλοι, στον «πόλεμο» παίρνουν μέρος.
Δεν ξέρω πόσοι πραγματικά πήγαν στη συνάντηση για να βρουν τρόπο ώστε, ρεαλιστικά, να έχουμε καλύτερους διαιτητές. Και σε τελική ανάλυση, πόσοι θυμούνται ήδη, μια μέρα μετά, την ατζέντα και τις θέσεις κάθε ομάδας, τη διαφορετική στάση που επέλεξαν κάποιοι; Τους χαμηλούς τόνους, για παράδειγμα, του Παναθηναϊκού ή για τη θέση του ΠΑΟΚ προκειμένου να τελειώσει ομαλά η σεζόν;
Αυτοί που πρέπει, αυτό που πρέπει
Τα επιχειρήματα, για παράδειγμα, του Ολυμπιακού για επαγγελματική διαιτησία, για τις επαφές με διεθνείς ομοσπονδίες και τα όσα προκύπτουν από αυτές, για τη διαδικασία ορισμού ξένων διαιτητών, είχαν πολύ ενδιαφέρον. Αλλά φρόντισε ο ίδιος ο Ολυμπιακός να τα υποβαθμίσει με συμπεριφορές που δεν χρειάζονται επιπλέον σχολιασμό. Οι φούστες, οι «Μάτα Χάρι», οι αυτοπροτεινόμενοι ξένοι, τα σκ@τ@. Αυτά θυμάται και θα θυμάται ο κόσμος από ένα ακόμα επεισόδιο του ποδοσφαιρικού μας reality, μπερδεμένος από τους μηχανισμούς του κάθε στρατοπέδου. Και στο τέλος, «να πάμε στην UEFA». Πόσο πια με αυτήν την καραμέλα; Και πώς ακριβώς να πάμε όταν δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία ούτε για την επιστολή προς αυτές;
Από όλα τα χθεσινά και χωρίς καμία διάθεση να καταλήξω στο ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ξεχωρίζω τη φράση του Ιβάν Σαββίδη: «Κανένας Μπένετ και κανένας Μπαλτάκος δεν μπορεί να το εξασφαλίσει αυτό, αν εμείς πρώτα δεν κάνουμε αυτό που πρέπει». Ποιος αντίστοιχος «Μπένετ» και «Μπαλτάκος» θα έρθει να κάνει τα πράγματα με τρόπο που, τουλάχιστον, θα μοιάζει αδέκαστος, όταν τριγύρω του υπάρχουν νάρκες; Ποιος, έχοντας ακούσει να μεταφέρονται λόγια για μαύρες γραβάτες, για διαιτητές που αυτοπροτείνονται και αναζητούν να μάθουν το όνομα εκείνου που έχει οριστεί, βλέποντας τον πρόεδρο της ΕΠΟ να δέχεται φούστες στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια συνάντησης; Και για να πάμε και στο επόμενο στάδιο, γιατί να αποφασίσει ο elite διαιτητής να έρθει εδώ; Δεν έχει τίποτα νόημα αν δεν κάνουν αυτοί που πρέπει, αυτό που πρέπει.
Δεν ξέρω αν το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πάντοτε πριν την αυγή κι άλλα τέτοια ρομαντικά, αλλά εδώ φαίνεται πως θα έχουμε για καιρό ακόμα μεσάνυχτα.
Πηγή: Gazzetta