Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Βιώματα, εμπειρίες, χρώματα, ήχοι. Αισθήσεις. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Ξεχωριστά για τον καθένα. Στιγμιαίες αναλαμπές που μένουν σε μνήμη και ψυχή και έτσι, η μία δίπλα στην άλλη, διαμορφώνουν προσθετικά συλλογικό θυμικό.

Το δικό μου άρχισε να δημιουργείται ουσιαστικά στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που θυμάμαι ξεκάθαρα. Τόσο που ίσως να αναγνωρίζω στιγμές και εικόνες της καλύτερα ακόμα και από του τελευταίου.

Δεν καταλάβαινα τακτικά τι έβλεπα, αυτό ίσως να ισχύει ως και σήμερα, μπορούσα όμως να παρακολουθήσω και κυρίως να γιγαντώσω στο μυαλό μου, τα μάτια και τ’ αφτιά μου οτιδήποτε αντιλαμβανόμουν.

Οκτώ χρόνων ήμουν, αυτό έλειπε, να μην ήμουν σφουγγάρι σε κάτι που γούσταρα μέχρι εκεί που δεν πήγαινε και γνώριζα για πρώτη φορά.

Την Βραζιλία λοιπόν στο παιδικό μου μυαλό την είχα σαν μια παρέα μάγων, οι οποίοι δεν έπαιζαν ποδόσφαιρο αλλά κάτι άλλο, το οποίο μόνο αυτοί μπορούν και κανείς άλλος.

Λες και έκαναν χάρη στον κόσμο που μοιράζονταν τη μαστοριά και την τέχνη τους, που δέχονταν να συνυπάρξουν με όλους τους υπολοίπους και προκαλούσαν αδημονία για κάθε μαγικό: ντρίμπλα, κοντρόλ, πάσα, σουτ, γκολ, συνδυασμό, οτιδήποτε.

Ήταν οι μόνοι που -στο μυαλό μου- άλλαζαν το καθεστώς, τους κανόνες του παιχνιδιού. Λες και δέχονταν να το παίξουν μόνο κοιτώντας τι θα κάνουν στο μισό του, χωρίς να τους απασχολεί τι θα γίνει στο άλλο μισό.

Και η αίσθηση που περνούσαν σε όλους όσοι τους έβλεπαν ήταν αυτή ακριβώς: πως οι μάγοι, ό,τι δυσκολία, ό,τι αναποδιά και αν τους προκύψει, όποτε και οπουδήποτε και αν τους προκύψει, τη λύση θα την βρουν. Απλώς, οι αντίπαλοί που τους έβαζαν αυτές τις όποιες δυσκολίες το μόνο που κέρδιζαν ήταν να παρατείνουν τη δική τους ζήση και να ενισχύσουν, να τονώσουν τη μαγεία που ακόμα-ακόμα και προκαταβολικά δημιουργούσαν αυτοί οι τύποι με τα κιτρινομπλέ στο γήπεδο.

Τη «Seleção» του ’82 δεν την είδα. Τουλάχιστον όχι σε ηλικία για να ποτιστώ στον μύθο και της συγκεκριμένης ομάδας και γενικά της όποιας Βραζιλίας παρουσιάστηκε απανταχού. Η παρθενική μου ήταν εκείνη, στα γήπεδα του Μεξικό τέσσερα χρόνια αργότερα.

Δεν ξέρω αν κυριάρχησε ο ρομαντισμός, η παιδική αθωότητα που αμφότερα σκότωσαν η ενηλικίωση και η επαγγελματική ενασχόληση (έστω ως θεατής του) με το ποδόσφαιρο, αλλά στα μάτια μου -και τότε και έκτοτε και ακόμη- ήταν και η τελευταία που είδα με όλον αυτόν τον μυστικισμό να την περιβάλει, όλη αυτή την προσδοκία του αναπάντεχου, του φοβερού και τρομερού που έρχεται την επόμενη στιγμή, του φολκλόρ, της αίσθησής του εκτός του (ποδοσφαιρικού) κόσμου τούτου.

Και όχι, δεν είχε να κάνει με τον Σόκρατες, τον Ζίκο, τον Αλεμάο, τον Φαλκάο, τον Καρέκα. Αλλά με έναν τύπο που -καταλάβαινα πως- έπαιζε αμυντικός, αλλά έφτασε να σκοράρει με όποιον τρόπο ήθελε, “ζωγραφίζοντας” από 30 μέτρα, από γωνιές αδιανόητες, ντριμπλάροντας, προσπερνώντας και συμπαρασύροντας τα πάντα στο διάβα του.

Και πανηγυρίζοντας. Πανηγυρίζοντας με τα χέρια ανοιχτά, σηκώνοντας τα γόνατα στο τρέξιμό του προς τις κερκίδες, την γροθιά στον αέρα ως τον ουρανό, χωρίς να περιμένει τους συμπαίκτες του, βιώνοντας και αυτός την υπερβατικότητα των στιγμών του.

Πανηγυρίζοντας με την καρδιά του. Με το χαμόγελο ενός παιδιού που πέτυχε γκολ σε παιχνίδι αλάνας, συμμετέχοντας, ξεχωρίζοντας, κάνοντας τη διαφορά από το πουθενά σε ομάδες μεγάλων.

Πανηγυρίζοντας με τρόπο και κινήσεις ταιριαστές της μυσταγωγίας που προηγούνταν, συντελούνταν, πραγματωνόταν, οργασμικά ολοκληρώνοντάς την, χαράζοντάς την για πάντα, καρέ-καρέ, στη θύμηση όχι μόνο ενός οκτάχρονου -το λιγότερο- αλλά ανεξίτηλα σε αυτό το συλλογικό, το οικουμενικό, διαχρονικό θυμικό.

Και έτσι, στο τουρνουά Του Ντιέγκο, των χαμένων πέναλτι του Ζίκο, του Σόκρατες και του Πλατινί, της αλεγκρίας των Δανών, των σοβιετικών ρομπότ, του Ρουμενίγκε και του Ούγκο Σάντσες, παρουσιάστηκε ένας δεξιός μπακ, ένας Βραζιλιάνος δεξιός μπακ, ο οποίος βρήκε τα κλειδιά της πόρτας της αιωνιότητας, αποτελώντας έναν από τους τελευταίους μάγους της μυθιστορηματικής αφήγησης του ποδοσφαίρου.

Γιατί έτσι είναι οι μάγοι. Έρχονται χωρίς να τους βλέπεις, δεν μένουν πολύ, φεύγουν χωρίς να το καταλαβαίνεις και σε αγγίζουν -με μια στιγμή τους μόνο- για μια ζωή.

Έτσι έκανε και ο Ζοσιμάρ.

Η μυρμηγκοφωλιά και η καλλιτεχνία

Πριν από το Μεξικό, ο Ζοσιμάρ Χιγκίνο Περέιρα, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, δεν υπήρχε στον ποδοσφαιρικό χάρτη. Όχι σε επίπεδο επίδοξης Πρωταθλήτριας Βραζιλίας αλλά ούτε καν στην ομάδα που τον ανέδειξε, της Μποταφόγκο.

Πέρασε από τα τσικό της, έγινε επαγγελματίας αργοπορημένα, στα 21 του, για να βρει θέση όμως και ρόλο, έπρεπε να αλλάξει τη δική του και από ακραίος χαφ να γίνει δεξιός μπακ. Και πάλι όμως, ούτε καν… πλησίαζε για να θεωρηθεί έστω και από σπόντα εν δυνάμει διεθνής.

Γι’ αυτό και άλλωστε ως τα 25 του δεν ήταν.

Η σπόντα όμως, κυριολεκτικά, ήρθε. Η ανακοίνωση της μουντιαλικής αποστολής της Βραζιλίας από τον τότε εκλέκτορα, Τέλε Σαντάνα, άφησε εκτός επιλογών τον επιθετικό της Γκρέμιο, Ρενάτο Γκαούτσο.

Ο κολλητός του, αδιαμφισβήτητα βασικός, στέλεχος της «Seleção» από το προηγούμενο κιόλας Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Λεάντρο (ως δεξιός μπακ αποτέλεσε το πρότυπο του Ζοσιμάρ, παρότι μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερός του. Το είδωλο του όμως, ανεξαρτήτως θέσης, ήταν ο Ζίκο), αντιδρώντας σε αυτή την απόφαση, ενημέρωσε παραμονή της αναχώρησης των Βραζιλιάνων για το Μεξικό πως αποσυρόταν.

Το κενό καλύφθηκε με την κλήση του Ζοσιμάρ, κυριολεκτικά στο παρά ένα και με τον ίδιο… χαμένο, να τον ψάχνει όλη μέρα ώστε να του μεταφέρει τα μαντάτα ο Αθλητικός Διευθυντής της Μποταφόγκο.

Ακόμα και έτσι, κανείς δεν αμφέβαλλε για την χρησιμότητα που θα είχε στην αποστολή. Καλά-καλά κανείς δεν περίμενε να βρίσκεται ούτε στον (πενταμελή τότε) πάγκο. «Ήξερα πολύ καλά πως πήγαινα μόνο και μόνο για να βγαίνουν οι προπονήσεις», θυμάται ο ίδιος.

Και φάνηκε, ακόμα και όταν χρειάστηκε. Στο δεύτερο παιχνίδι της φάσης των ομίλων, κόντρα στην Αλγερία, ο πλέον βασικός ακραίος αμυντικός, ο Έντσον Μποάρο, τραυματίστηκε και τέθηκε νοκ άουτ για το υπόλοιπο της διοργάνωσης.

Ακόμα και τότε λοιπόν, στις επιλογές αντικαταστάτη στο μυαλό του Σαντάνα ο Ζοσιμάρ δεν ήταν πουθενά. Σύμφωνα με τον θρύλο της εποχής, δοκίμασε στις προπονήσεις πέντε διαφορετικούς ποδοσφαιριστές στα δεξιά της άμυνας. Πιο επίμονα τον Αλεμάο.

Πειστικός, επαρκής, δεν έμοιαζε κανείς.

«Ήταν σαν να προσπαθείς να χωρέσεις γουρούνι σε μυρμηγκοφωλιά. Έτσι το πήρα απόφαση και μίλησα στον Σαντάνα, λέγοντάς του πως η λογική επιλογή ήταν να με βάλει να παίξω. Δεν είχαμε δεξιό μπακ, ήμουν δεξιός μπακ, κάτι άλλο δεν χρειαζόταν».

Ανεξαρτήτως αν συνέβαλε η πειθώ του Ζοσιμάρ, ανεξαρτήτως αν βοήθησε ότι η Βραζιλία είχε εξασφαλίσει την πρόκρισή της στα νοκ άουτ, ο Σαντάνα το πήρε απόφαση. Στο τέλος-τέλος, κάτι να χάσει τη συγκεκριμένη στιγμή τουλάχιστον δεν είχε, με τους Λατινοαμερικανούς να αντιμετωπίζουν στην τελευταία αγωνιστική τη Βόρεια Ιρλανδία.

Ο Καρέκα έκανε ευκολότερο το έργο όλων δίνοντας το προβάδισμα νωρίς, πριν την (πρώτη) στιγμή που η… μυρμηγκοφωλιά όχι μόνο έκλεισε, χωρίς κανείς να προσπαθήσει να της χωρέσει γουρούνι, αλλά ξεριζώθηκε τελείως.

Τρία λεπτά πριν την ανάπαυλα, ο Ζοσιμάρ πήρε την μπάλα κάπου μεταξύ περιοχής και κέντρου -τόσο σε πλάτος όσο και σε μήκος- των Νησιωτών. Έκανε μερικά βήματα, δύο κοντρόλ και στο τρίτο, έχοντας δει τον γερόλυκο Πατ Τζένινγκς, τότε στα 41 του, λίγο έξω από την εστία του, χωρίς να ανησυχεί για κάτι, το αποπειράθηκε.

Από εκεί, 25 και βάλε μέτρα μακριά και πλάγια από το τέρμα του Βορειοϊρλανδού τερματοφύλακα, έπιασε ένα μύτο με το δεξί και έστειλε το τόπι συστημένο να περάσει πάνω από το (καθυστερημένα ανασηκωμένο) δεξί χέρι του Τζένινγκς, καρφώνοντάς το στο αριστερό παραθυράκι.

Ποίηση. Καλλιτέχνημα. Οπτικό και ηχητικό.

Ήταν τόσο ζωντανή η κίνηση, τόσο αναπάντεχες η ενέργεια και η έκβαση που δεν τις έβλεπες μόνο αλλά τις άκουγες κιόλας. Άκουγες το πόσο “ξερό» ήταν το σουτ τόσο στην στιγμή που το παπούτσι του Ζοσιμάρ κλώτσησε την μπάλα όσο και την στιγμή που αυτή σταμάτησε την τροχιά της, καταλήγοντας με γδούπο και ανακούφιση στα δίχτυα.

Γκολ που συνοδεύτηκε με τους απολύτως χαρακτηριστικούς πανηγυρισμούς που συμπλήρωσαν τέλεια την εικόνα και έκαναν μονομιάς αυτόν τον άγραφο τύπο όχι μόνο αποδεκτό στην ίδια του την ομάδα,  στην ίδια του τη χώρα, αλλά διάσημο παγκοσμίως.

Ένα ακόμα κεφάλαιο των ποδοσφαιρικών βραζιλιάνικων μύθων.

Και το επόμενο γράφτηκε από τον ίδιο.

Κόντρα στην Πολωνία, στους «16» πια, πάλι η «Seleção» είχε μπει μπροστά στο σκορ, προτού ο Ζοσιμάρ, στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, βρεθεί ξανά με την μπάλα στα πόδια του, κάπου εκεί, έξω από την αντίπαλη περιοχή.

Δεν αποπειράθηκε κάτι ανάλογο, μα σκαρφίστηκε κάτι εντυπωσιακότερο. Προσπέρασε με ντρίμπλα τους δύο πρώτους αντίπαλους, μπήκε στο κουτί, έμεινε όρθιος από το τζαρτζάρισμα του επανακάμψαντα στο μαρκάρισμά του δεύτερου και, με τον τρίτο να πέφτει στα πόδια του, έχοντας ξεπεράσει πια τα όρια της μικρής περιοχής, από απίθανη γωνία, πάλι και πάντα με το δεξί, έστειλε την μπάλα στην άλλη γωνία του δύσμοιρου Μλίναρτσικ, του Πολωνού τερματοφύλακα.

Αν το πρώτο του γκολ ήταν ποίημα, αυτό ήταν από μόνο του συλλογή. Αν το πρώτο το… άκουγες, αυτό το ένιωθες. Συμπληρωμένο και αυτό το δεύτερο γκολ πάλι με αρμονικά ταιριαστούς, αγνούς από κάθε τι άλλο παρά μόνο αγαλλίασης πανηγυρισμούς.

Δυο γκολ, μια ιστορία, συνέχειες θαρρείς όλα βγαλμένες από σελίδες κόμικ, οι οποίες ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια όλου του πλανήτη. Σκηνικό που ήρθε να συμπληρώσει το αμέσως προηγούμενο και έτσι από διάσημο παγκοσμίως να τον περάσει -αμέσως- στην σφαίρα της αθανασίας.

Δεν χρειάζονταν οι όποιες τυπικότητες (αναδείχτηκε μέλος της κορυφαίας 11άδας της διοργάνωσης, το γκολ κόντρα στη Βόρεια Ιρλανδία ψηφίστηκε στην πρώτη 10άδα των καλύτερων που έχουν σημειωθεί σε τελική φάση Παγκόσμιου Κυπέλλου) μα ούτε και επηρεάστηκε αυτή η μετάβαση από τον αποκλεισμό της Βραζιλίας στα προημιτελικά από τη Γαλλία.

Αυτά ήταν συμβατικά μέτρα. Και τα είχε, δια παντός, ξεπεράσει. Τα είχε συντρίψει.

«Οι ξανθιές έρχονταν, η προπόνηση έφευγε»

Η ποδοσφαιρική όμως ζωή που του απέμεινε -και ήταν μπόλικη, μόλις στα 25 του γαρ- ήταν απόλυτα συμβατική. Αδύνατον να διαχειριστεί τον μύθο που δημιούργησε, έκλεισε μονομιάς, από το Μεξικό κιόλας, την παρένθεση που άνοιξε για μόλις δυο παιχνίδια.

Παρέμεινε στέλεχος της «Seleção» για τρία χρόνια ακόμα, αποτελώντας στέλεχος της νικήτριας ομάδα του Copa America του 1989. Εκεί τελείωσε και η καριέρα του με το εθνόσημο. Άλλο διεθνές γκολ δεν πανηγύρισε ποτέ.

Έναν ακόμα τίτλο κατέκτησε, το Carioca την ίδια χρονιά, σπάζοντας μια κατάρα 21 χρόνων χωρίς ασήμι στην τροπαιοθήκη για την Μποταφόγκο. Δοκίμασε για ένα φεγγάρι και πέρασε τον Ατλαντικό, απόπειρα όμως που ναυάγησε αμέσως, μιας και, στο εξάμηνο στην Ανδαλουσία, επαναπατρίστηκε.

Μετά το Μεξικό άλλαξε 11 ομάδες σε εννιά χρόνια, καταλήγοντας να κρεμάσει τα παπούτσια του κάπου στη Βενεζουέλα. Η φήμη του διανθιζόταν πια με κατορθώματα σε άλλα γήπεδα. Από Josimar οι συμπατριώτες του τον αποκαλούσαν ενδεικτικά του τρόπου ζωής του «Josibar».

Γούσταρε την καλοπέραση, τα ποτά, τα ξενύχτια, τις γυναίκες. Εκεί έπαιζε πλέον μπάλα. Και μεγάλη.

«Κάθε φορά που έλεγα πως πρέπει να αφοσιωθώ στην προπόνηση, έβλεπα ξανθιές και άλλαζα δρόμο, έτρεχα πίσω τους».

Δηλώνει πατέρας έξι γιων. Κανείς, ούτε καν ο ίδιος, δεν ορκίζεται πως είναι τα μόνα παιδιά που έχει. Σε κανέναν δεν στάθηκε, με κανέναν δεν είχε σχέσεις, ούτε με τον μοναδικό, τον Ζοσιμάρ Τζούνιορ, που προσπάθησε να ακολουθήσει τα βήματα του παίζοντας – ημιεπαγγελματικά, παραπάνω δεν μπόρεσε- ποδόσφαιρο.

Έπιασε πάτο, φτάνοντας ως εκεί με λογιών-λογιών προβλήματα με το νόμο. Ορκίζεται πως ποτέ δεν εθίστηκε στα ναρκωτικά, παρότι παραδέχεται πως συχνά πυκνά σνίφαρε και φούμαρε ό,τι περνούσε από μπροστά του, ενώ, αφού κρέμασε τα εξάταπα, αρκετές φορές με ό,τι καταπιάστηκε επιχειρηματικά συνήθως δεν ήταν και τόσο νόμιμο.

Η θρυλική μορφή της «Seleção» των ’70s, ο Ζορζίνιο, ήταν αυτός που δημοσίως αναγνωρίζει πως τον έσωσε, καθιστώντας τον κοινωνό των -κυριολεκτικά- χριστών ηθών και τρόπου ζωής. Τον έκανε ενεργό Ευαγγελιστή. Και πλέον (ισχυρίζεται τουλάχιστον πως) έχει αφήσει τα πάντα πίσω του, ζώντας με την ακολουθία του θείου κηρύγματος και διδαχής.

Και να θέλει, το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να το(ν) αφήσει. Αυτό το ποδόσφαιρο των δύο παιχνιδιών, των δύο γκολ, αυτό το ποδόσφαιρο του δικού του, απόλυτα προσωπικού, κομίκ.  Στη Νορβηγία -κι όμως, στη Νορβηγία- το μοναδικό μηνιαίο ποδοσφαιρικό περιοδικό της χώρας (και απόλυτα επιτυχημένο διεθνώς, με συνεχή ανάπτυξη και ανάπτυξη) τιτλοφορείται με το δικό του όνομα.

Όχι φόρος τιμής ούτε ρομαντική αναπόληση μιας άλλης εποχής. Εξηγείται άλλωστε αρμοδίως:

«Ήμασταν παιδιά το 1986. Τότε μάθαμε να αγαπάμε την Βραζιλία. Εξαιτίας του περισσότερο. Θέλαμε να το ανταποδώσουμε. Γι’ αυτό που μας πρόσφερε τότε και γι’ αυτά που ακόμη μας συντροφεύει στο πώς νιώθουμε το ποδόσφαιρο.

Κάθε φορά που στις μέρες μας βλέπουμε να πανηγυρίζουν γκολ με γκριμάτσες και με διάφορες άλλες χειρονομίες που δεν έχουν να κάνουν με συναίσθημα και με ποδόσφαιρο, κλείνουμε τα μάτια μας και βλέπουμε τα γκολ του Ζοσιμάρ και τον τρόπο που αυτός τα πανηγύρισε».

Ο Μάριους Λίεν ήταν αυτός που το ξεστόμισε, όταν κάποτε ρωτήθηκε γιατί το «Josimar» βρίσκεται στο εξώφυλλο του περιοδικού που ίδρυσε και διευθύνει. Θα μπορούσε να το έχει πει ο οποιοσδήποτε που είδε, έζησε, ένιωσε τη μυσταγωγία του Ζοσιμάρ.

Όποτε και αν την είδε, όποτε και αν την έζησε, όποτε και αν την ένιωσε. Είτε στα 8 του, είτε στα 45 του.

Και αυτό, ναι, είναι μαγεία…

Πηγή: Athletes’ Stories