Τα δάκρυα του Μπάνε έγιναν τα δάκρυα μιας ολόκληρης γενιάς ΠΑΟΚτσήδων που “κρατήθηκαν” από την ομάδα μπάσκετ όταν το ποδόσφαιρο περνούσε πέτρινα χρόνια, αλλά τους έμελλε να ζήσουν περισσότερες πίκρες από όσες χαρές.
Για εμάς που πλησιάζουμε τα 50, ΠΑΟΚ είναι τα “σκοτωμένα” τρίποντα από το κέντρο του Γάκη και του Γιαννόπουλου, το τρίποντο του Γιαννάκη και το γκολ – φάουλ του Μπραντ Σέλερς, τα τρίποντα του Ιακοπίνι και του Ραγκάτσι, το λάθος του Φασούλα και το σουτ του Ρίκι Μπράουν πάνω από τα απλωμένα χέρια του. Είναι βέβαια και η Γενεύη και η Τεργέστη και το σουτ του Πέτζα, περισσότερο όμως ως εξαίρεση στον κανόνα των απίθανων ηττών, οι οποίες κράτησαν την εξαιρετική παρέα του Μπανε, του Κόρφα, του Μπάρλοου και των υπόλοιπων μακριά από τη δόξα που της άξιζε.
Και εντούτοις, με τον παράξενο τρόπο που λειτουργεί το συναίσθημα, το γεγονός ότι εκείνος ο ΠΑΟΚ πήρε λιγότερους τίτλους από όσους θα μπορούσε και έχασε περισσότερους -και με πιο βασανιστικό τρόπο- από όσους άντεχε και αντέχαμε (έστω κι αν τελικά αντέξαμε), τον κατέστησε μια από πιο αγαπημένες και αγαπησιάρικες ομάδες στην ιστορία του συλλόγου.
Κι αν υπάρχει μια σκηνή που περικλείει όλα τα παραπάνω, ένα πλάνο που δεν χρειάζεται λεζάντα, διότι όσοι νιώθουν, νιώθουν, είναι βέβαια ο Μπάνε με τα χέρια στο πρόσωπο, γονατισμένος στο παρκέ του “Palais des Sports de Beaulieu”.
Μετά ο μπασκετικός ΠΑΟΚ άρχισε σταδιακά να παρακμάζει, το άθλημα άλλαξε, εμείς μεγαλώσαμε. Η αρρώστια για τον ΄’Δικέφαλο” δεν έφυγε ποτέ βέβαια. Απλώς, να, ο χρόνος και η ζωή, όπως συμβαίνει συνήθως, κάποιες φορές μετατρέπουν το πάθος σε μια κάπως στεγνή και κυνική ωριμότητα. Εντάξει παιδιά, εδώ ο κόσμος χάνεται, έχουμε προβλήματα, άγχη, λογαριασμούς, δεν θα κλαίμε για τις ομάδες,
Έτσι έλεγα στον εαυτό μου.
Και μετά ήρθε πρώτα το αδιανόητο περσινό πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο. Στο δευτερόλεπτο της χαμένης κεφαλιάς του Ανσαριφάρντ επέστρεψα ενστικτωδώς και σχεδόν σωματικά στη Ναντ. Ήμουν εκεί, μαζί με τον Μπάνε, γονατιστός με κρυμμένο πρόσωπο. Η ανακούφιση που ακολούθησε είχε μέσα της αναμνήσεις και νοσταλγία και έναν κόμπο που εξακολουθεί, όπως διαπίστωσα, να βρίσκεται εκεί από το 1991 και κάπως σαν επανήλθε, όχι για να λυθεί μα για να μου θυμίσει ότι η χαρά για τον ΠΑΟΚ θα έχει πάντα μέσα της μια δόση πόνου, μια σταγόνα μελαγχολίας. Για κάποιο λόγο πάντως και εκείνο το βράδυ, το βράδυ της νίκης στο “Βικελίδης” τα δάκρυα έμειναν κλειδωμένα – τα χαπάκια για την πίεση αντιθέτως έρεαν σαν καραμέλες!
Και καθώς είχα πιστέψει πια ότι έφτασα στο επιθυμητό επίπεδο αναισθησίας για να περάσω το υπόλοιπο του βίου μου χωρίς περιττές και επικίνδυνες συγκινήσεις, την Τετάρτη 2 Απριλίου 2025 συνέβησαν δυο πράγματα, εντελώς απρόσμενα. Την ώρα που στο Γεντί Κουλέ, στον ημιτελικό του ΟΦΗ με τον Αστέρα Τρίπολης, οι οπαδοί στην θύρα 4 σήκωναν το πανό με τον Γκέραρντ και τον Περσία και τα υπόλοιπα παιδιά από την απονομή του 1987, ήρθε ορμητικό περίπου από το πουθενά το πρώτο κύμα και με χτύπησε κατακέφαλα. Το 1987, μια εβδομάδα μετά το Ευρωμπάσκετ ήμουν στα Λιοντάρια για το κύπελλο του ΟΦΗ.
Συγκρατήθηκα διότι ήμουν στο γήπεδο, αλλά η υγρασία στο βλέμμα έκανε πολλά λεπτά να φύγει (κάτι μπήκε στο μάτι μου προφανώς…).
Κι έπειτα το βράδυ, μετά την ένταση και τα πανηγύρια για την πρόκριση του ΟΦΗ, ξεκίνησα να βλέπω το Σολέ – ΠΑΟΚ με χαλαρή, τύπου “εντάξει δεν πειράζει που θα αποκλειστούμε”, διάθεση.
Όταν το ματς τελείωσε, ήμουν πάλι 15 χρονών. Με δάκρυα στα μάτια.
Όχι τόσο για την αδιανόητη πρόκριση στον τελικό μιας διοργάνωσης της οποίας το όνομα και το φορμάτ δεν γνώριζα μέχρι φέτος.
Μα για τον απίθανο Κανσελιέρι και τους παίκτες του, τους οποίους αν έβλεπα στον δρόμο δεν θα τους αναγνώριζα. Για τον Θανάση Χατζόπουλο, έναν αγνό ΠΑΟΚτσή, έναν από τους καλύτερους παράγοντες στην ιστορία του ΠΑΟΚ. Για τα τρελαμένα ΠΑΟΚτσάκια στην κερκίδα.
Για τον Μπάνε και τον Κόρφα και τον Μπάρλοου. Για όσα ο ΠΑΟΚ μπορούσε να πάρει και δεν πήρε, για όσα μπορούσε να γίνει και δεν έγινε. Για την Ναντ, πάντα για την Ναντ. Για όσα πράγματα μας κάνουν ακόμα να νιώθουμε ή να νιώθουμε ξανά παιδιά και έφηβοι και μπερδεμένοι και γεμάτοι. Και επειδή τελικά η μόνη μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία.
Μπορεί να το ξεχνάμε ή να προσπαθούμε να το ξεχάσουμε. Μα αρκεί ένας φαλακρός Ιταλός, ένας τρελός Πρόεδρος, ένα τρίποντο σε νεκρό χρόνο, να στο θυμίσουν.
Δάκρυα στα 50 λοιπόν για μια άγνωστη διοργάνωση που άκουσες πρώτη φορά περίπου χθες;
Συγκίνηση από το πουθενά για κάτι που δεν μπορείς ούτε να το περιγράψεις, ούτε να το καταλάβεις, ούτε ξέρεις πώς το λένε καν;
Ναι, αλλά κατά βάθος ξέρεις. ΠΑΟΚ το λένε. Έτσι το έλεγαν πάντα.
Όλα τα υπόλοιπα ας τα βρει ο ψυχολόγος.