Του Zastro
Οι Αραουκάνοι, μια περήφανη φυλή ιθαγενών Ινδιάνων της νότιας Χιλής και της ευρύτερης Παταγονίας, δεν υποδουλώθηκαν ποτέ στους Ισπανούς κατακτητές.
Πολέμησαν σθεναρά, παρέμειναν ανεξάρτητοι ως το 1883, όταν και ενσωματώθηκαν στη Χιλή, της οποίας μέχρι σήμερα αποτελούν πληθυσμιακή μειονότητα που αριθμεί περίπου ένα εκατομμύριο Ινδιάνους.
Οι ίδιοι αποκαλούνται «Μαπούτσε» και η άκρως αμφίδρομη φύση τους έχει μια λεπτή γοητεία που διασχίζει μέσα στον χρόνο τους πολιτισμούς της λατινικής Αμερικής, ακουμπώντας σε παραδοσιακές χορδές μαγείας, μυστικισμού και πνευματικότητας.
«Μελινάο» στην διάλεκτο των Μαπούτσε σημαίνει «τέσσερις τίγρεις», ίσως το δημοφιλέστερο από τα μεγάλα θηλαστικά του κόσμου, με εξέχουσα θέση στην αρχαία μυθολογία, τη λαογραφία και με διαρκή ιστορική παρουσία στη λογοτεχνία και όλες ανεξαιρέτως τις καλές τέχνες.
Ο Χοσέ Μαρσέλο Σάλας Μελινάο, όπως είναι το πλήρες όνομά του, είναι γνήσιος Μαπούτσε.
Γεννημένος στο Τεμούκο, μια πόλη 675 χιλιόμετρα μακριά από το Σαντιάγο, την πρωτεύουσα της Χιλής. Επηρέασε και αυτός, στο κομμάτι που του αναλογεί, την ποδοσφαιρική λαογραφία και εν γένει τον λαϊκό πολιτισμό της πατρίδας του.
Το ινδιάνικο αίμα είναι ευδιάκριτο στην όψη και τη μορφή του.
Γεροδεμένη σωματική διάπλαση, φαρδείς ώμοι, χοντρά χαρακτηριστικά, μελαχρινός με σκαμμένο, “δουλεμένο” πρόσωπο. Τα 173 εκατοστά ύψους συνετέλεσαν στο πολύ χαμηλό κέντρο βάρους, σε ένα σουλούπι πολύ κοντά στο στερεότυπο τού αρχηγού της φυλής, την οποία έχουμε κατά νου. Με την πρώτη ανάγνωση θαρρείς και είναι βαρύς, δυσκίνητος, δύσκαμπτος.
Κι όμως πετούσε. Σε ασύλληπτα ύψη -κυριολεκτικά και μεταφορικά- πάντοτε εκεί, όπου δεν τον περίμενε κανένας. Κι όταν προσγειωνόταν, “έκλινε το γόνυ” στους πιστούς του, χαμηλώνοντας το βλέμμα και υψώνοντας το χέρι ψηλά, σαν ταυρομάχος. Matador.
Έτσι τον φώναζαν οι πιστοί του, από τους καιρούς, όταν ξεκίνησε να αφήνει εποχή στην Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε, εμπνευσμένοι από ένα τραγούδι των Los Fabulosos Cadillacs, το οποίο είχε συνεπάρει ολόκληρη τη λατινική Αμερική.
Αυτό το προσωνύμιο ήταν η αφορμή για να καθιερώσει τον πανηγυρισμό του, ένα είδος ιεροτελεστίας που προσέδιδε κάτι το μυστικιστικό σε κάθε του γκολ.
Αδρεναλίνη, έκρηξη, τρέξιμο στο πέταλο και μετά η “τριλογία” του Matador: το σημάδι του σταυρού, η υπόκλιση και το δάχτυλο ψηλά στον ουρανό.
Ένθερμος καθολικός, άμα τη αφίξει του στην Ευρώπη και την Ιταλία, δήλωσε ότι επέλεξε τη Ρώμη, επειδή σημαίνει ότι θα βρίσκεται κοντά στον Πάπα. Είχε την τύχη να γνωρίσει και τον ίδιο τον Ποντίφικα. αντί για τα καθιερωμένα λόγια του πρωτοκόλλου, στάθηκε μπροστά του και του είπε «μου αρέσει πολύ να μιλάω με τον Θεό».
Με τον Θεό του ποδοσφαίρου μιλούσε σίγουρα την πρώτη του διετία στο Μπουένος Άιρες, όταν φόρεσε τη φανέλα της Ρίβερ. Δυο τίτλοι Apertura, μια Clausura, ένα Σούπερ Καπ. οι τίτλοι, όμως, ήταν το λιγότερο. Το πρώτο του γκολ το είχε σκοράρει στο ντέρμπι με τη Μπόκα, το πιο clasico από οποιοδήποτε clasico στον πλανήτη. Όταν κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα της λατινικής Αμερικής, ήταν ο πρώτος Χιλιανός, μετά τον θρύλο Ελίας Φιγκερόα.
Όταν άφησε τη Ρίβερ το ’98, ένα ολόκληρο γήπεδο φώναζε «Chileno – Chileno» και τον ανάγκασε να βάλει τα κλάματα. Ουδέποτε τα είχαν καλά οι Αργεντίνοι με τους Χιλιανούς. για τον Matador άξιζε η εξαίρεση.
Διόλου τυχαία, όταν επέστρεψε στη Ρίβερ για το δεύτερο κύκλο του στην ομάδα και έχοντας αφήσει πίσω τα χρυσά χρόνια της καριέρας του, αντιμετωπίστηκε σαν είδωλο.
Δεν ήταν ο Σάλας της πρώτης θητείας. Οι τραυματισμοί τον είχαν διαλύσει, όπως έλεγαν οι γιατροί και οι φυσιοθεραπευτές, όταν κατέβαζε τις κάλτσες κι έβγαζε τις επικαλαμίδες, το θέαμα ήταν αποτρόπαια εντυπωσιακό.
Οφείλετο στον τρόπο παιχνιδιού του, στο θάρρος, στην άγνοια κινδύνου να “χώνεται” και να παλεύει, χωρίς να υπολογίζει το κόστος.
Τον Σάλας τον ενδιέφερε μόνο η μπάλα και το γκολ. Είναι ό,τι πλησιέστερο σε Γκερντ Μίλερ έβγαλε η λατινική Αμερική, «ένα φίδι έτοιμο να σε δαγκώσει μέσα στην περιοχή», όπως θυμάται με νοσταλγία ο άλλοτε συμπαίκτης του Πάβελ Νέντβεντ.
Άκουγε τα κοπλιμέντα και χαμογελούσε. Επέμενε ότι είχε πολλές αδυναμίες, ότι ήθελε μερικά εκατοστά ύψους ακόμα, για να είναι καλύτερος με το κεφάλι, το οποίο θεωρούσε τεράστια αδυναμία του.
Κι όμως, στα highlights της καριέρας του δεσπόζει ένα γκολ με απίθανη κεφαλιά, από εκείνο το ανεπανάληπτο 4-4 της Λάτσιο με τη Μίλαν.
Εκτός από τον τρομερό συνδυασμό φυσικής δύναμης και έμφυτης “φορίσιας” κίνησης, εκείνο που εντυπωσίαζε στον Σάλας και τον μετέτρεψε σε έναν από τους πιο μοντέρνους κυνηγούς του millennium, ήταν η αίσθηση του χώρου και η λυσσαλέα επιθυμία να ακολουθεί την μπάλα, προβλέποντας πού θα καταλήξει και τί θα την κάνουν συμπαίκτες και αντίπαλοι.
Έδινε την εντύπωση ότι ελέγχει την μπάλα, ακόμα και όταν την έχανε από τα πόδια του, ακόμα και περικυκλωμένος από πέντε αντιπάλους στη γωνία της μεγάλης περιοχής. Όλα ήταν ένστικτο, εικόνες από ένα ποδόσφαιρο, το οποίο στην Ευρώπη δεν έχουμε δει ποτέ.
Ο Σάλας μεγάλωσε στα ξερά, στα γεμάτα λάσπη γήπεδα. Είδωλό του ήταν ο ντόπιος ήρωας του Τεμούκο, ο Χουάν Κοβαρούμπιας, ένας παγκοσμίως άγνωστος φορ παλαιάς κοπής, με μεγάλη καριέρα στη Β’ εθνική της Χιλής με τη φανέλα της Ντεπόρτες. Μικρός μάζευε τις μπάλες στο γήπεδο, παρατηρούσε τον Κοβαρούμπιας, ξεπατίκωνε τις κινήσεις πάνω στο χαλίκι και το τσιμέντο τού Estadio Municipal Germán Becker.
Όταν γράφτηκε στις ακαδημίες της Ντεπόρτες, ονειρευόταν ότι θα γίνει μεγάλος σαν τον Γκαρίντσα, όπως όλα τα παιδιά, ξάπλωνε στο κρεβάτι και με τα μάτια ανοιχτά φανταζόταν τον εαυτό του σε γήπεδα γεμάτα κόσμο, να περνάει όλους τους αντιπάλους και να σκοράρει μέσα σε αποθέωση.
Ο Σάλας είναι απ’ εκείνους που ζουν και αναπνέουν για την μπάλα.
Δεν κατάλαβε ποτέ του εκείνους που σηκώνονται και φεύγουν πριν τη λήξη του αγώνα “για να αποφύγουν την κίνηση”.
Κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο στο γήπεδο το “ρουφούσε”, σαν να επρόκειτο για το τελευταίο της καριέρας του. Ουκ ολίγες φορές είχε “αποζημιώσει” το κοινό στο τέλος. Ακριβώς επειδή ήταν από τους λίγους που ευχαριστιόταν ακόμα και ένα “τελειωμένο” παιχνίδι. Πολλές φορές το έκανε επίτηδες και για τους βιαστικούς “ασεβείς” που έφευγαν, πριν ακουστεί το τελευταίο τριπλό σφύριγμα του διαιτητή.
Στη μαγική σεζόν της Λάτσιο, εκείνη όταν κατέκτησε το πολυπόθητο scudetto, υπάρχει ένα ματς που δεν το θυμάται κανείς. Ένα Λάτσιο – Τορίνο στην αρχή του πρωταθλήματος.
Το παιχνίδι ήταν ήδη στο 2-0 και απέμεναν σκάρτα πέντε λεπτά για τη λήξη του σε ένα ημιαδιάφορο Ολίμπικο που το μισό ήδη κατευθυνόταν προς τα πάρκινγκ. Πεσμένος μέσα στην περιοχή, στο 88ο λεπτό, με το παιχνίδι να έχει ήδη κριθεί και άνευ πάσης σημασίας, ο Μαρσέλο Σάλας βάζει το πιο δύσκολο “σκαφτό” όλης του της καριέρας:
Στη Λάτσιο έβαλε ακόμα 42 γκολ στην τριετία, κατά την οποία φόρεσε τη φανέλα της.
Στη Γιουβέντους που πάσχισε να τον εντάξει στο δυναμικό της, πολύ λιγότερα. Όχι επειδή υστερούσε, αλλά εξαιτίας του σοβαρού τραυματισμού που τον άφησε εκτός για ολόκληρη την πρώτη σεζόν, της “δύσκολης” σχέσης με το Λίπι και του μεγάλου ανταγωνισμού με Ντελ Πιέρο, Τρεζεγκέ και τον Ντι Βάιο στο καλό του φεγγάρι.
Πέντε χρόνια καριέρας στην Ιταλία, τρεις φορές Πρωταθλητής, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, ένα Κύπελλο Ιταλίας, δυο Σούπερ Καπ. “Δικούς” του αισθάνεται πιο πολύ τους τίτλους με τη Λάτσιο, στο Τορίνο δεν δέθηκε, δεν κόλλησε με τη φιλοσοφία της Γιουβέντους, όσο τουλάχιστον θα περίμενε και ο ίδιος και οι ιθύνοντες της «Κυρίας».
Ο σπουδαίος Χιλιανός συγγραφέας Αντόνιο Σκάρμετα είπε κάποτε, για να περιγράψει την καριέρα του, ότι «ο φύλακας-άγγελος που τον συνοδεύει στα μονοπάτια της ζωής, τον καθοδηγεί πάντα με τέτοιο τρόπο, ώστε το βάρος να είναι ελαφρύτερο. Ίσως επειδή γεννήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων, να υπάρχει όντως ένα άστρο που τον προστατεύει και γι’ αυτό ο ορίζοντας του χάνεται σε ένα αόρατο άπειρο».
Λόγια ποιητικά, ανοίκεια για το ποδόσφαιρο, για μια τόσο λαϊκή και “φτηνή” υπόθεση. Ο Matador, όμως, για όλους τους Χιλιανούς δεν ήταν ένας απλός ποδοσφαιριστής. Υπερασπίστηκε την καταγωγή του εις βάρος και της υγιείας και της καριέρας του.
Από την άλλη, οι πολέμιοί του (γιατί φυσικά υπάρχουν και τέτοιοι), κάνουν λόγο ότι χρησιμοποίησε το ινδιάνικο αίμα που ρέει στις φλέβες του, προκειμένου να αποκτήσει προνόμια της μειονότητας των Μαπούτσε.
Από τον καιρό που έτρεχε στο Pueblo Nuevo, από πιτσιρικάς όταν κομπορρημονούσε που φόρεσε τη φανέλα της Σάντος, της ομάδας της γειτονιάς, έλεγε στον πατέρα του, τον Ρόζεμπεργκ, έναν φορτηγατζή που τον στήριξε όσο κανένας άλλος, ότι μια μέρα θα φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο και θα κάνει περήφανους τους ομοεθνείς του.
Πάλεψε για αυτή την κλήση στην Εθνική Ομάδα. Πρώτα με τη Ντεπόρτες, μετά με την Ουνιβερσιδάδ, το αντίπαλο δέος της πιο γνωστής μας Κόλο-Κόλο. Ένα χατ-τρικ στο ντέρμπι και ένα πρωτάθλημα μετά από 25 χρόνια ξηρασίας, έφεραν την πολυπόθητη κλήση στην Εθνική.
Είχε την εξαιρετική τύχη να συμπέσει με τον Ιβάν Ζαμοράνο, έναν φορ που τον συμπλήρωνε απόλυτα και του έμαθε πολλά. Οι δυο τους οδήγησαν τη Χιλή στο θαύμα της πρόκρισης για το Μουντιάλ του 1998 – είχε να συμβεί από το 1982.
Για μια χώρα, όπως η Χιλή, η πρόκριση σε τελική φάση ενός Μουντιάλ θεωρείται υπέρτατο κατόρθωμα, πολύ μεγαλύτερο από κάθε τρόπαιο Λιμπερταδόρες.
Όταν η ομάδα προκρίθηκε και από τον όμιλο (με τρεις ισοπαλίες) και κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη Βραζιλία του Ρονάλντο στη φάση των 16, μια ολόκληρη χώρα “πάτησε pause” περιμένοντας το συγκεκριμένο παιχνίδι. Οι Βραζιλιάνοι διέλυσαν τους Χιλιανούς με 4-1, ο Μαρσέλο σκόραρε το μοναδικό γκολ. Ολοκλήρωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Γαλλία με 4 γκολ σε ισάριθμα παιχνίδια. Είχε κάνει ό,τι ήταν στις δυνάμεις του να κάνει.
Μέχρι τα κλεισμένα 33, με τραυματισμούς, λιωμένα γόνατα και πόνους στη μέση, πάσχιζε για αυτή την Εθνική. Κόπα Αμέρικα, Μουντιάλ, Προκριματικά. Εβδομήντα φορές φόρεσε τη φανέλα, την οποία ονειρευόταν να φορέσει έστω μία.
Τελευταία φορά τον κάλεσε ο ποδοσφαιράνθρωπος Μπιέλσα για τα Προκριματικά του Μουντιάλ. Παίζοντας με ένεση, σκόραρε δύο γκολ, τα τελευταία από τα συνολικά 37 του.
Όταν άφησε την Εθνική, είχε ήδη επιστρέψει πίσω στην Ουνιβερσιδάδ, αντιλαμβανόμενος ότι ο κύκλος κλείνει. Δεν ήταν πια πρωταγωνιστής, πιο πολύ έμοιαζε με cameo οσκαρικού ηθοποιού σε μέτρια ταινία. Ήταν εκεί, όταν η ομάδα διαλύθηκε, προπονήθηκε για λίγο στο Σικάγο με τους Fires, αλλά, όταν ανέλαβε ο θρυλικός Αρτούρο Σάλα την Ουνιβερσιδάδ με αντικείμενο να την ξανακάνει μεγάλη, επέστρεψε, δίχως δεύτερη σκέψη.
Έδινε την εντύπωση ότι ανέκαθεν ήθελε να κλείνει τους κύκλους. Πολλές φορές απερίσκεπτα, σίγουρα ικανοποιώντας την ψυχή του. Σταμάτησε το 2008, λίγο πριν κλείσει τα 34.
Το ίδιο καλοκαίρι στο παιχνίδι προς τιμήν του στο Νασιονάλ, 50 χιλιάδες κόσμος πήγε για να τον αποχαιρετίσει. Ήταν εκεί για να τον τιμήσουν συνοδοιπόροι απ’ όλους τους σταθμούς της καριέρας του. Μεταξύ άλλων ο Πρίγκιπας Φραντσέσκολι, ο Άριελ Ορτέγκα, ο Μπόμπο Βιέρι, ο Νταβίντ Τρεζεγκέ.
Δεν συγκράτησε τα δάκρυά του. Πιο πολύ έκλαψε, γιατί άφηνε τη ζωή του, όπως την ήξερε μέχρι τότε. Η προπόνηση, οι αγώνες, τα ταξίδια, οι στόχοι. Προσωπικοί και συλλογικοί. Όλα χάνονται στο χρόνο.
Σε αυτό το σημείο, ήξερε ότι θα αποφύγει στενωπούς που αντιμετωπίζουν πολλοί μεγάλοι ποδοσφαιριστές, ξεκινώντας μια εξ ολοκλήρου νέα ζωή. Έβαλε τη στολή του Matador στο σεντούκι των αναμνήσεων και αποφάσισε να πάει στο πανεπιστήμιο να μάθει τι είναι το Sports Management, να σπουδάσει Marketing. Διάβαζε μέχρι και τη νύχτα, γιατί δυσκολευόταν πολύ. Η μάχη σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι με τις λέξεις και τα βιβλία, είναι με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Σήμερα, είναι ιδιοκτήτης δυο αθλητικών κέντρων, πάνω απ’ όλα είναι πρόεδρος της Ντεπόρτες, της ομάδας της νιότης του, η οποία εξακολουθεί να παίζει στη δεύτερη κατηγορία, όπως τότε.
Σε ένα οικόπεδο, από εκείνα για τα οποία είχε κατηγορηθεί ότι αγόρασε εκμεταλλευόμενος τις ευεργετικές διατάξεις για τους ιθαγενείς Μαπούτσε, ξεκίνησε ένα αγρόκτημα με τη βοήθεια της αδελφής του κι ενός φίλου αγρονόμου. Παράγει βατόμουρα, πάνω από μισό τόνο ετησίως και κάνει εξαγωγές στις Η.Π.Α., την Ασία, την Ευρώπη.
Διαπραγματεύεται ο ίδιος. κάθε φορά αντιμετωπίζει την ίδια έκπληξη στα βλέμματα των άλλων: «Συγνώμη, εσείς δεν είστε ο….». Γνέφει καταφατικά και αποφεύγει την κουβέντα. Τον πονάει που δεν παίζει, τον πειράζει που δεν μπορεί να ζήσει την καθημερινότητα του ποδοσφαιριστή, ακόμα και σήμερα.
Σποραδικά ανεβάζει στα social κάποιο βίντεο λίγων δευτερολέπτων, για να δει αν περνάει ακόμα η μπογιά του, αν “μετράει”, αν δεν τον ξέχασαν.
Προπονείται στον κήπο, δείχνει ότι “το έχει” ακόμα.
Όλη του η ζωή είναι ένα μπρος-πίσω, ένα παλίνδρομο, όπως ακριβώς και τ’ όνομά του.
Μακάρι να υπήρχαν μέρη ακίνητα, ζωές άθικτες, πράγματα άυλα, χορδές ανέγγιχτες, χρόνος αμετάβλητος, ρίζες που δεν γερνάνε ποτέ. Δεν θα υπήρχε και η ανάγκη να γυρίσουμε πίσω, να ψάξουμε βαθιά τις στιγμές ευτυχίας που μας έσπρωξαν μπροστά.
Μαθαίνουμε να ζούμε στον κόσμο του εφικτού, πορευόμαστε με βάση τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του εαυτού μας και των ανθρώπων που ειλικρινά μας ενδιαφέρουν και τους αγαπάμε.
Αν είμαστε τυχεροί, στο τέλος της διαδρομής, φτάνουμε μπροστά στο πέταλο, κάνουμε μια βαθιά υπόκλιση και υψώνουμε το δείκτη δείχνοντας τον ουρανό. Και γινόμαστε όλοι Matador.
Πηγή: Athletes’ Stories